Κανόνας Πίστεως και Προστάτης
"Ουδείς εν πειρασμοίς σε πότε προσεκάλεσε και την λύσιν ευθύς ουκ εδέξατο, άγιε. Τους μεν εν θαλάσση, τους δε εν τη γη γαρ ου διαλείπεις σώζων εκάστοτε, ως έχων το δύνασθαι...". Μ' αυτά τα λόγια στιχούργησε και περιέγραψε ο άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, συνοπτικά, τα θαυματουργικά χαρίσματα του άγιου Νικολάου, επισκόπου Μύρων της Λυκίας, στη Μικρά Ασία.
Η τιμή που αποδίδεται από τους όπου γης χριστιανούς προς τον άγιο Νικόλαο, τόσο τους Ορθοδόξους όσο και τους Ρωμαιοκαθολικούς, ακόμα και τους Προτεστάντες, τον κατατάσσει ανάμεσα στους πιο λαοφιλείς αγίους. Και δικαιολογημένα. Γιατί ο Νικόλαος υπήρξε ότι ακριβώς επεσήμαναν και οι υμνογράφοι του: Κανόνας πίστεως, πρόμαχος πιστών, εικόνα πραότητος, πατέρας ορφανών, πέλαγος αρετών, εγκρατείας διδάσκαλος, θλιβομένων παρηγοριά, ασθενούντων ιατρός, χηρών αντιλήπτωρ, προστάτης πενήτων, σωτήρας των εν θαλάσση, ολετήρ του Αρείου, στύλος της Εκκλησίας, δόξα ιεραρχών, αχείμαστος λιμήν, βρύσις θαυμάτων...
Και πράγματι· η ζωή, η δράση, τα θαύματα και γενικά η παρουσία του Άγιου στην Εκκλησία μας δικαιολογούν τα παραπάνω. Γι' αυτό και αξίζει να εκθέσουμε τα σχετικά με το βίο και την πολιτεία του μεγάλου αυτού Αγίου, προς οικοδομήν των αναγνωστών, έπαινο του Νικολάου και δόξαν του Θεού, που μας χαρίζει τέτοιες μορφές, για ν' αποτελούν πρότυπά μας.
Πατρίδα, γονείς, παιδικά χρόνια, χειροτονία
Τα Πάταρα της Λυκίας, νοτιοανατολικό άκρο της Μικράς Ασίας, είδε το φως της ζωής ο Νικόλαος, γιος ευσεβών και σχετικά ευκατάστατων γονέων, που διακρίνονταν για την ταπεινοφροσύνη τους και την άσκηση της αρετής.
Ο αναλυτικός βιογράφος του (10ος αιώνας), Άγιος Συμεών, λογοθέτης, ο Μεταφραστής, από τον οποίο αρυόμαστε τα στοιχεία του βίου του, αναφέρει τούτο το καταπληκτικό και το οποίο δείχνει ότι ο Νικόλαος, σαν άλλος Ιωάννης Πρόδρομος, "εκ κοιλίας μητρός" ήταν ο εκλεκτός του Θεού: Ως βρέφος θήλαζε το μητρικό γάλα, όπως όλα τα μωρά. Την Τετάρτη, όμως, και την Παρασκευή θήλαζε μόνο μία φορά την ημέρα, προσιωνίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο ότι μεγαλώνοντας θα αναδεικνυόταν "εγκρατείας διδάσκαλος", όπως ψάλλουμε στο απολυτίκιό του. Κατά το υπόδειγμα του Κυρίου, ο Νικόλαος "ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενος σοφίας, και χάρις Θεού ην επ' αυτόν" (Λουκ. 2, 40). Από την παιδική του ηλικία αγωνιζόταν για την απόκτηση αρετών, έχοντας και ως παράδειγμα τους ευσεβείς γονείς του, οι οποίοι φρόντισαν έγκαιρα και για την κατά κόσμον μόρφωσή του, αφού προσέλαβαν συνετό διδάσκαλο. Ο νεαρός Νικόλαος πολύ σύντομα απέκτησε γνώσεις και την ικανότητα να μιλάει δημόσια. Απέφευγε τις κακές συναναστροφές και κάθε πειρασμό. Ευχαριστιόταν να συχνάζει στο ναό του Θεού.
Ήταν, λοιπόν, φυσικό επακόλουθο ότι πολύ ενωρίς οι χριστιανοί των Πατάρων ζήτησαν επίμονα από τον επίσκοπο της πόλης Μύρα της Λυκίας, που γνώριζε το νεοχειροτονηθέντα ιερέα, με το προορατικό χάρισμά του είπε: "Θα είναι ο Νικόλαος παρηγοριά για τους πενθούντες, θα ποιμαίνει με καλό τρόπο της ψυχές, θα επιστρέψει στην πίστη πλανεμένους, θα σώσει πολλούς που κινδυνεύουν". Και τα όσα ακολούθησαν, έβγαλαν τα λόγια του αληθινά.
Ο θάνατος των γονιών του και η κληρονομιά
Μετά τη χειροτονία του επιδόθηκε με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο σε σκληρότερους πνευματικούς αγώνες, νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, ελεημοσύνες. Όλα αυτά εκτιμώντας ο θείος του, επίσης Νικόλαος, του ανέθεσε την διοίκηση ενός ναού που είχε ανεγείρει ο ίδιος και αργότερα τον είχε μετατρέψει σε μοναστήρι. Στη διάρκεια δε που ο ίδιος πραγματοποίησε "ιερή αποδημία" στους Άγιους Τόπους για να προσκυνήσει τα εκεί σεβάσματα της Πίστεως, ο Νικόλαος και οι συνεργάτες του διοίκησαν με περισσή σύνεση τα του μοναστηριού και της επισκοπής.
Στο μεταξύ έφυγαν από την πρόσκαιρη τούτη ζωή οι γονείς του κι έτσι έμεινε, ως μοναχοπαίδι, ο μοναδικός κληρονόμος της αρκετά μεγάλης περιουσίας τους. Ο Νικόλαος έπραξε όσα αρμόζουν για την κηδεία τους. Αλλά ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε για την κληρονομιά κάτι που έχει σχέση με τον εαυτό του. Πως θα μπορούσε άλλωστε να κάνει κάτι παρόμοιο, αυτός που από παιδί είχε χαλιναγωγήσει κάθε γήινη επιθυμία κι είχε διαρκώς προσηλωμένη στα ουράνια την ψυχή του; Ίσα ίσα που θεώρησε άριστη ευκαιρία φιλανθρωπίας την κληρονομιά που του άφησαν οι γονείς του.
Έτσι με απλοχεριά στάθηκε βοηθός και συμπαραστάτης σε όσους είχαν ανάγκη στήριξης. Μη λησμονώντας ποτέ το "μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου" (Ματθ. 6, 3), σκόρπισε και έδωσε στους φτωχούς. Από τα αναρίθμητα περιστατικά φιλανθρωπίας του Αγίου Νικολάου, ο συναξαριστής - βιογράφος του αναφέρει λεπτομερώς το επόμενο:
Σώζει από την ατίμωση τρεις αδελφές
Κάποιος πατέρας είχε τρεις πολύ όμορφες θυγατέρες, σε ηλικία γάμου. Κι ενώ ήταν πλούσιος, ήρθαν έτσι τα πράγματα και ξέπεσε. Δεν μπορούσε πλέον να ζήσει την οικογένειά του. Κι αφού δεν έβρισκε άλλη διέξοδο στο πρόβλημα του, σκέφτηκε πως αν εξέδιδε τις κόρες του του - πράγμα εύκολο, επειδή και οι τρεις διακρινόταν για τα νιάτα και την ομορφιά τους - θα έβγαινε από την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Όμως και πάλι δεν το σήκωνε η πατρική του συνείδηση. Αν μπορούσε να τις παντρέψει, θα ήταν καλύτερο. Αλλά πως, αφού δεν ήταν σε θέση να διαθέσει και την παραμικρή προίκα, όπως συνηθιζόταν και τότε: Πραγματικά, το δίλημμα που του προκαλούσε η φτώχεια ήταν φοβερό. Όμως δεν εύρισκε άλλη λύση. Είχε πάρει την απόφαση να εκδώσει τις τρεις κόρες του...
Ο φιλάνθρωπος, όμως Θεός που θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, βρήκε τρόπο και έφτασε στ' αφτιά του Νικολάου η απόφαση του τραγικού αυτού πατέρα. Και τι κάνει ο άγιος αυτός άνθρωπος; Αποφασίζει να σώσει την κατάσταση, αλλά με πολύ διακριτικό τρόπο: Γνωρίζοντας ότι θα πλήγωνε την υπερηφάνεια του ξεπεσμένου πλούσιου πατέρα, δεν έρχεται να τον συναντήσει προσωπικά και να συζητήσει μαζί του το πρόβλημα, προσφέροντας και τη βοήθειά του. Αλλά, αφού πήρε ένα πουγγί με χρυσά νομίσματα, πήγε νύχτα στο σπίτι του δύστυχου εκείνου πατέρα κι από το μισάνοιχτο παράθυρο το έριξε μέσα, και πριν τον αντιληφθεί κανένας, γύρισε αθόρυβα στο σπίτι του.
Όταν το πρωί ο ξεπεσμένος οικονομικά πατέρας βρήκε το πουγγί με τα χρυσά νομίσματα απόρησε. Σκεφτόταν, μα δεν πήγαινε το μυαλό του σε κανέναν από τους "κατέχοντες" που να είχαν τέτοια καρδιά, ώστε να του κ΄νουν αυτή την ευεργεσία. Έτσι απέδωσε το γεγονός στον ελεήμονα Θεό. Μετανιωμένος, μάλιστα, φι αυτό που σχεδίαζε για τις κόρες του, έσπευσε να παντρέψει τη μεγαλύτερη, προικίζοντάς την με τα χρυσά νομίσματα. Ο άγιος Νικόλαος πληροφορήθηκε το γεγονός. Ευχαριστήθηκε για το ότι ο πατέρας αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο της προσφορά, σώζοντας έτσι από την αμαρτία την κόρη ου. Γι' αυτό και επανέλαβε με τον ίδιο τρόπο, για τη δεύτερη κόρη, τη δωρεά: Νύχτα, απαρατήρητος, έριξε από το παράθυρο δεύτερο πουγγί με χρυσά νομίσματα. Και πάλι ο πατέρας ενήργησε με σύνεση, αποδίδοντας και τη νέα ευεργεσία στο Θεό, τον οποίο αφού ευχαρίστησε με δάκρυα στα μάτια, παρακάλεσε να του αποκαλύψει τον άνθρωπο που χρησιμοποιούσε ως όργανό του για να τον λυτρώσει από τη "μνηστεία" της κόρης του με τον διάβολο. Στο μεταξύ πάντρεψε και τη δεύτερη θυγατέρα του, περίμενε δε ότι ο άγνωστος ευεργέτης θα έκανε το ίδιο και για την τρίτη κόρη.
Γι' αυτό και βρισκόταν σε ετοιμότητα, επειδή ήθελε οπωσδήποτε να τον γνωρίσει, ώστε να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Τα βράδια έμενε ξάγρυπνος. Έτσι, όταν ο άγιος Νικόλαος, με χίλιες προφυλάξεις, πλησίασε και έριξε από το μισάνοιχτο παράθυρο το πουγγί με τα χρυσά νομίσματα και απομακρύνθηκε βιαστικά, ο πατέρας τον ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Καθώς τον πρόλαβε, διεπίστωσε ποιος ήταν. Και πέφτοντας στα πόδια του, τον ευχαριστούσε, αποκαλώντας τον ευεργέτη του ίδιου και των τριών θυγατέρων, τις οποίες έσωσε από την αμαρτία. Κι ο μεγάλος και συνάμα ταπεινός Νικόλαος, αφού τον σήκωσε, τον δέσμευσε με όρκους να κρατήσει μυστικό ότι είχε γίνει ως τότε.
Φυσικά αυτή η τριπλή ευεργεσία δεν υπήρξε η μόνη. Γιατί στο καθημερινό του πρόγραμμα ήταν η φιλανθρωπία. Μοίραζε στους φτωχούς ρούχα και τρόφιμα ή χρήματα, ανακουφίζοντας έτσι κάθε έναν που ήταν εμπερίστατος.
Ιερή αποδημία στους Αγίους Τόπους και θαύματά του
Κάποτε ο Νικόλαος απεφάσισε να μεταβεί στους Αγίους Τόπους, εκεί όπου γεννήθηκε ως άνθρωπος ο Ιησούς Χριστός, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, ιδρύθηκε η πρώτη Εκκλησία και όπου υπήρχαν πάμπολλα ιερά προσκυνήματα, τα οποία επιθυμούσε να επισκεφθεί και να κάμψει ευλαβικά τα γόνατά του. Απώτερος στόχος του, βέβαια, ήταν να βρει έρημο τόπο για να ασκηθεί στην ησυχία. Πριν, όμως, να φτάσει στον προορισμό του, συνέβησαν πάνω στο καράβι, που μετέφερε τον ίδιο και τους άλλους ταξιδιώτες, κάποια γεγονότα τα οποία έδωσαν την ευκαιρία στον πιστό δούλο του Θεού να φανερώσει τις θαυμαστές επεμβάσεις του Κυρίου. Συγκεκριμένα:
Ενώ το αιγυπτιακό πλοίο κατευθυνόταν στην Παλαιστίνη, ο Άγιος προέβλεψε ότι θα αντιμετώπιζαν σφοδρή τρικυμία. Είχε δει στον ύπνο του ότι ο διάβολος ανέβηκε στο πλοίο κι έκοψε με μαχαίρι τα σχοινιά του ιστίου και των πηδαλίων, το έδεσε γύρω γύρω, το στριφογύρισε και προσπαθούσε να το βυθίσει. Και πράγματι, ξαφνικός άνεμος προκάλεσε τρικυμία και πανικό στους ναύτες. Οι οποίοι έσπευσαν κοντά στο Νικόλαο, προσεύχονταν στο Θεό και ζητούσαν τη μεσιτεία του, γιατί πίστευαν ότι είχε πάνω του την ευλογία και τη χάρη του Κυρίου. Ο Άγιος τους καθησύχαζε, του έδινε θάρρος και τους διαβεβαίωνε ότι όλα θα περάσουν γρήγορα. Και, ώ του Θαύματος! Έτσι και έγινε. Οι ναύτες και οι ταξιδιώτες ευχαρίστησαν το Θεό και τον άνθρωπό του Άγιο Νικόλαο, για τη σωτηρία τους.
Ο διάβολος, όμως, που δεν του άρεσε το ότι ματαιώθηκε το σχέδιό του για την βύθιση του πλοίου, προκάλεσε νέα δοκιμασία: Ένας ναύτης είχε ανεβεί ψηλά στο μεσαίο κατάρτι για να δέσει κάποιο σχοινί. Όταν τελείωσε την αποστολή του, ενώ κατέβαινε, γλίστρησε και πέφτοντας στο κατάστρωμα χτύπησε θανάσιμα. Ο Νικόλαος έσπευσε κοντά του, προσευχήθηκε θερμά στο Θεό και ανέστησε το νεκρό ναύτη, προς μεγάλη χαρά των συνταξιδιωτών και του πληρώματος, που δόξασαν απ' την καρδιά τους τον Κύριο για το θαύμα κι ευχαρίστησαν τον άγιο. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, πλήθος ασθενών προσέρχοταν στον άνθρωπο του Θεού και θεραπευόταν από τις αρρώστιες.
Ο Νικόλαος πήγε, στη συνέχεια, στον Τάφο του Κυρίου, στο Γολγοθά, και στον ιερό ναό όπου φυλασσόταν ο Τίμιος Σταυρός. Πλησιάζοντας στον ιερό ναό οι πύλες του άνοιξαν μόνες τους! Ο δούλος του Θεού προσκύνησε με ευλάβεια τα ιερά σεβάσματα της Πίστης. προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της καρδιάς και του νου του και έλαβε πρόσθετη δύναμη και χάρη. Στην Παλαιστίνη παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα, έλαβε όμως εντολή του Κυρίου να επιστρέψει στην έδρα του, για να μη τον στερείται επί μακρόν το ποίμνιό του.
Νέα δοκιμασία του επεφύλασσε ο διάβολος και σ' αυτό το ταξίδι της επιστροφής. Ο καπετάνιος και οι ναύτες του πλοίου με τους οποίους είχε συμφωνήσει να τον μεταφέρουν στην πατρίδα του, αθέτησαν τη συμφωνία. Και επειδή τους ευνοούσαν οι άνεμοι κατευθύνθηκαν προς την δική τους πατρίδα. Η θεία Δίκη όμως, τους τιμώρησε: Σφοδρή ξαφνική καταιγίδα μετατόπισε το πηδάλιο, άλλαξε την κατεύθυνση της πορείας του πλοίου, απείλησε το πλήρωμα με καταποντισμό και τελικά οδήγησε το καράβι στο λιμάνι - προορισμό του Αγίου Νικολάου. Παρά την κακή συμπεριφορά του πληρώματος ο Νικόλαος, όντας πράος και φιλάνθρωπος, προσευχήθηκε στο Θεό και Εκείνος έδωσε να επιστρέψουν γρήγορα και χωρίς περιπέτειες στην πατρίδα τους, ενώ ο Άγιος επανήλθε στη Μονή της Αγίας Σιών, που είχε ιδρύσει ο θείος του, και στην οποία τον υποδέχτηκαν όλοι με χαρά.
Γίνεται επίσκοπος με θαυμαστό τρόπο
Ο Νικόλαος, πλημμυρισμένος από τη χαρά και τη χάρη της επίσκεψης των Αγίων Προσκυνημάτων στην Παλαιστίνη, συνέχισε το θεοφιλές έργο του ως ιερέας στην ενορία και την πόλη του.
Συνέβη, όμως, και πέθανε ο ιεράρχης της πόλης των Μυρέων. Οι επίσκοποι της περιοχής αποφάσισαν να χειροτονήσουν αντικαταστάτη του πρόσωπο που να είναι κατά πάντα άξιο για το υψηλό υπούργημα της ιεροσύνης. Όταν συντάχτηκαν για το σκοπό αυτό, κάποιος - με θεία έμπνευση - πρότεινε να εμπιστευθούν στην προσευχή το θέμα της επιλογής του προσώπου. Οι λοιποί συμφώνησαν, ενώ ο Κύριος φανέρωσε σε έναν επίσκοπο ποιον έπρεπε να εκλέξουν: Να σταθούν κοντά στις πύλες του ιερού ναού· όποιος θα ερχόταν και θα έμπαινε σ' αυτόν για να προσευχηθεί, αυτός θα ήταν ο εκλεκτός του Θεού για τον αρχιερατικό θρόνο της Εκκλησίας των Μυρέων!
Ενώ, λοιπόν, όλοι προσεύχονταν, έφτασε ο Νικόλαος - παρακινημένος από το Άγιο Πνεύμα - στον ιερό ναό για να προσευχηθεί. Εκεί συναντήθηκε με τον επίσκοπο στον οποίο είχε αποκαλυφθεί το θέλημα του Θεού. Ο οποίος τον ρώτησε, πως ονομάζεται. Για ν' ακούσει: "Νικόλαος αμαρτωλός, Δέσποτα, δούλος της αγιότητάς του". Από την απάντησε, την ιεροπρέπεια και την όλη παρουσία του Νικολάου πείστηκε ότι αυτός ήταν ο εκλεκτός του Θεού. Και του είπε: "Τέκνο μου, ακολούθησέ με". Και τον οδήγησε στους άλλους επισκόπους. Οι οποίοι συμφώνησαν με τα γενόμενα. Πήγαν, λοιπόν, το Νικόλαο στο μέσον του ιερού ναού.
Στο μεταξύ η είδηση είχε αστραπιαία διαδοθεί σ' όλη την πόλη, με αποτέλεσμα να συρρεύσουν πλήθη χριστιανών. Οι επίσκοποι είπαν σ' αυτούς: "Δεχθείτε, αδελφοί, τον ποιμένα σας με προθυμία. Αυτόν που έχρισε το Άγιο Πνεύμα για σας, αυτόν που δεν εκλέξαμε εμείς αλλά τον όρισε ο Θεός...". Οι χριστιανοί ευχαρίστησαν το Θεό για την επιλογή του.
Ακολούθησε η χειροτονία του Νικολάου και η ανάληψη των καθηκόντων διαποίμανσης της επισκοπής των Μυρίων. Ο φθονερός, όμως, διάβολος, που "ως λέων ωρυόμενος" σκοπό έχει να βλάπτει ψυχές και να πολεμάει την Εκκλησία του Θεού, προκάλεσε νέο σφοδρό διωγμό κατά των χριστιανών. Αυστηρά αυτοκρατορικά διατάγματα απαιτούσαν θυσίες στα είδωλα, απειλούσαν συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, μαρτυρικούς θανάτους. Όπως ήταν φυσικό ο Νικόλαος, ο γνωστός και στους ειδωλολάτρες αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, συνελήφθη μεταξύ των πρώτων. Αλυσοδέθηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε μαζί με άλλους χριστιανούς. Αν και φυλακισμένος, κατά το χρονικό αυτό διάστημα που δεν ήταν και μικρό, δεν έπαψε να ενισχύει το ποίμνιο του, να στηρίζει τους χριστιανούς στην πίστη του Χριστού, να χαλυβδώνει τους γενναίους αγωνιστές.
Και ο θρίαμβος της Πίστεως δεν εβράδυνε να έρθει. Με την εμφάνιση του σημείου του Σταυρού στον ουρανό, με την προτροπή "εν τούτω νίκα", ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος που η ιστορία των ονόμασε μέγα και η εκκλησία Ισαπόστολο, έπαυσε τους τρομερούς διωγμούς. Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων αναγνώρισε το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας. Οι χριστιανοί ήταν πλέον ελεύθεροι να λατρεύουν το Θεό τους. Αποφυλακίστηκαν οι κρατούμενοι σ' όλη την αυτοκρατορία. Και ο Νικόλαος, φυσικά, επέστρεψε ελεύθερος στην εκκλησία του, "μάρτυρας κατά την προαίρεση και στεφανωμένος με το στέφανο του μαρτυρίου χωρίς να χύσει, βέβαια το αίμα του", όπως σημειώνει ο συναξαριστής του.
Η συμμετοχή του Νικολάου στην Α' Οικουμενική Σύνοδο
Ενώ η Εκκλησία του Χριστού απαλλάχθηκε από τους διωγμούς και βγήκε από τις κατακόμβες, απολαμβάνοντας μετά από τρεις αιώνες την ελευθερία της, νέες δοκιμασίες τη βρήκαν: Οι αιρέσεις. Μεγαλύτερη ήταν η απειλή από την αίρεση του Αρείου, ο οποίος δίδασκε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι κτίσμα και αρνιόταν τη θεότητά του. Ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε τότε την Α' Οικουμενική Σύνοδο, το έτος 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας. Στην οποία όχι μόνο συμμετείχε και ο αρχιεπίσκοπος Μύρων Νικόλαος, ο κανόνας αυτός της Πίστεων, αλλά με φλογερό τρόπο απέδειξε ότι όσα δίδασκε ο Άρειος ήταν φλύαρα και δεν είχαν σχέση με την αλήθεια. Σύμφωνα, μάλιστα, με την παράδοση, σε κάποια στιγμή των εργασιών της Συνόδου, "τόσο οργίστηκε ο Νικόλαος από τα βλάσφημα λόγια του Αρείου, ώστε όρμησε στο βήμα και ράπισε το ρήτορα (αυτός, που ήταν πρότυπο πραότητας). Η πράξη του αυτή προκάλεσε την άνεση αντίδραση του παρευρισκόμενου Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά διαταγή του τα όργανα της τάξεως των συνέλαβαν, του αφαίρεσαν τα σύμβολα του αρχιερατικού του αξιώματος, δηλαδή το Ευαγγέλιο και το ωμοφόριο, και τον φυλάκισαν επί τόπου. Η δικαίωση του όμως ήλθε το βράδυ της ίδιας εκείνης ημέρας. Παρουσιάστηκαν στο κατάκλειστο και σκοτεινό κελί της φυλακής του ο Χριστός και η Παναγία, έλυσαν τα δεσμά του και του επέστρεψαν τα ιερά σύμβολα, που του είχαν αφαιρεθεί εκείνο το πρωί.
Σωτηρία της πόλης από την πείνα
Ο θαυματουργός Άγιος, όταν φοβερός λιμός (πείνα) έπληξε και την περιοχή της Λυκίας, με τρόπο που προσιδιάζει στους θεράποντες του Θεού μερίμνησε για την αντιμετώπισή της: Εμφανίστηκε στον ύπνο ενός εμπόρου σταριού, που είχε φορτώσει το καράβι του με το πολύτιμο αυτό αγαθό και τον έπεισε ν' αλλάζει προορισμό και να μεταφέρει το φορτίο του σταριού στο λιμάνι της επαρχίας των Μυρέων. Για να μη φέρει, μάλιστα, αντίρρηση άφησε δίπλα του τρία χρυσά νομίσματα!
Όταν ξύπνησε ο έμπορος θυμήθηκε το όνειρο. Και καθώς βρήκε και τα τρία νομίσματα, όπως είχε δει στον ύπνο του, άλλαξε πορεία, πήγε και πούλησε το στάρι στους κατοίκους των Μύρων και έτσι σώθηκαν από την πείνα οι χριστιανοί της ευρύτερης περιοχής, χάρη στον πονετικό ποιμένα τους!
Άλλες θαυμαστές επεμβάσεις - Η περίπτωση των τριών στρατηγών
Ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής αφιερώνει πολλές σελίδες από το βίο και την πολιτεία του Αγίου Νικολάου, προκειμένου να εξιστορήσει την καταστολή μιας επανάστασης στη Φρυγία με την επέμβαση τριών στρατηγών, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα, το ρόλο του Νικολάου, την κατασυκοφάντηση και φυλάκιση των στρατηγών, την καταδίκη τους σε θάνατο και τη σωτήρια επέμβαση του Αγίου Συγκεκριμένα και με κάθε δυνατή συντομία:
Στην περιοχή της Μεγάλης Φρυγίας (Μ. Ασία) ξέσπασε επανάσταση. Ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος έστειλε τρεις στρατηγούς (Νεπωτιανό, Ούρσο και Ερπυλίων), με ανάλογο στρατό, να την καταστείλουν και να επαναφέρουν την τάξη. Ο στρατός, με καράβια, έφτασε σ' ένα λιμάνι της Λυκίας, αλλά λόγω της θαλασσοταραχής δεν μπορούσε ν' αποπλεύσει. Οι στρατιώτες ενώ βγήκαν στην πόλη για προμήθειες, άρχισαν δυστυχώς να επιδίδονται σε κλοπές και βιαιοπραγίες σε βάρος των κατοίκων. Όταν το πληροφορήθηκε ο επίσκοπος Νικόλαος, έσπευσε στους κατοίκους και τους τρεις στρατηγούς, που έτρεξαν να τον συναντήσουν. Όταν ο Νικόλαος έμαθε την αιτία της εκεί παρουσίας τους τους προσκάλεσε να κατέβουν από τα πλοία και τους φιλοξένησε με εγκαρδιότητα. Γεγονός που συνετέλεσε στο να ηρεμήσουν οι στρατηγοί τους στρατιώτες και η πόλη να επανεύρει την ησυχία της.
Ενώ λοιπόν, οι στρατηγοί με τη δύναμή τους αναχωρούσαν για τη Μεγάλη Φρυγία, κάτοικοι της πόλης ενημέρωσαν το Νικόλαο ότι ο τοπικός διοικητής Ευστάθιος, δωροδοκημένος από φθονερούς ανθρώπους, είχε καταδικάσει σε θάνατο τρεις αθώους πολίτες, που επρόκειτο να εκτελεστούν. Τότε ο Άγιος επίσκοπος, παίρνει μαζί του τους τρεις στρατηγούς και αναζητώντας βρίσκει τους τρεις καταδικασμένους, που τους είχαν μεταφέρει στην τοποθεσία Διόσκουροι, όπου θα γινόταν και η εκτέλεσε τους. Ο όχλος που αρέσκεται, δυστυχώς, σε παρόμοια θεάματα, είχε από νωρίς συγκεντρωθεί εκεί, ενώ ο δήμιος ήταν έτοιμος για το μακάβριο έργο του.
Καθώς ο Άγιος Νικόλαος αντίκρυσε τη συγκλονιστική εικόνα, όντας συγχρόνως αυστηρός και πράος, έτρεξε προς το δήμιο και με αποφασιστικότητα του άρπαξε το ξίφος, το πέταξε στο χώμα και έλυσε τους αθώους καταδίκους. Το γεγονός προκάλεσε τρομερή εντύπωση σ' όλους. Κανένας, ούτε ο δήμιος, δεν αντέδρασε. Ύστερα, όμως, κυριευμένοι όλοι από την έκπληξη, άρχισαν να επευφημούν τον επίσκοπο τους, με αποτέλεσμα και ο Ευστάθιος να πλησιάσει το Νικόλαο, θέλοντας να πέσει στα πόδια του, ζητώντας τη συγχώρεσή του. Εκείνος τον προειδοποίησε ότι αν ξαναπάρει άδικες αποφάσεις θα τον καταγγείλει στον αυτοκράτορα και θα ζητήσει την τιμωρία του από το Θεό. Οι τρεις διασωθέντες έχυναν δάκρυα χαράς για τη σωτηρία τους και ευγνωμονούσαν τον Άγιο και το Θεό. Ενισχυμένοι ηθικά απ' όσα έβλεπαν και οι τρεις στρατηγοί, πήγαν στη Φρυγία, διευθέτησαν με επιτυχία την κρίση που είχε ξεσπάσει και θριαμβευτές επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και συνέχισαν να ζουν κοντά στα ανάκτορα, έχοντας την εξαιρετική εύνοια του αυτοκράτορα.
Συκοφαντούνται και φυλακίζονται
Η εύνοια, όμως, αυτή προκάλεσε το φθόνο κάποιων ανθρώπων, που όντας φίλοι του επάρχου, συκοφάντησαν τους τρεις στρατηγούς, ότι δήθεν οργάνωναν στάση σε βάρος του αυτοκράτορα. Ο έπαρχος, εξαγορασμένος με πολύ χρυσάφι από τους φθονερούς αυλικούς, έπεισε τον αυτοκράτορα ότι οι δήθεν πληροφορίες για τη στάση ήταν αληθινές και εκείνος διέταξε τη σύλληψη και φυλάκιση των τριών, χωρίς απολογία και χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν το λόγο! Επειδή, όμως, οι συκοφάντες ανησυχούσαν μήπως αποκαλυφθούν τα σατανικά ψέματά τους, έπεισαν εκ νέου τον έπαρχο να εισηγηθεί στον αυτοκράτορα την καταδίκη και εκτέλεση των στρατηγών.
Ο έπαρχος, όντας ενεργούμενο πλέον των συκοφαντών, εμφανίστηκε στον αυτοκράτορα και λέγοντας του και πάλι ψέματα, ότι οι τρεις στρατηγοί και από την φυλακή τους προσπαθούσαν να οργανώσουν την ανατροπή του, κατάφεραν να τον θορυβήσουν. Έτσι εκείνος, με απόφασή του, τους καταδίκασε σε θάνατο, όρισε δε να εκτελεστούν την επόμενη κιόλας ημέρα. Αγγελιοφόρος ανακοίνωσε το γεγονός στο δεσμοφύλακα, κι εκείνος με τη σειρά του στους τρεις στρατηγούς. Οι οποίοι, εξαιτίας της αδικίας που τους γινόταν, έπεσαν στην απελπισία. Θρηνούσαν γοερά, τραβούσαν τα μαλλιά του, ξέσχιζαν τα ρούχα τους, έλεγαν με πόνο ψυχής: "Ποιος δαίμονας μας βάσκανε; Τι κακό πράξαμε και καταδικαστήκαμε σαν κακούργοι; Ποιοι μας κατηγόρησαν χωρίς λόγο ...;".
Κι ενώ έτσι ολοφύρονταν, ένας - ο Νεπωτιανός, θυμήθηκε τον Άγιο Νικόλαο και τον τρόπο με τον οποίο είχε συμπαρασταθεί και σώσει τους τρεις άδικα καταδικασμένους πολίτες στα Μύρα. Υπενθύμισε το γεγονός στους άλλους δύο στρατηγούς και αμέσως γονάτισαν και με δάκρυα ικέτευαν το Θεό να τους σώσει, με τη μεσιτεία τους αγίου επισκόπου του.
Ο Νικόλαος εμφανίζεται στο βασιλιά και τον έπαρχο
Και ο φιλάνθρωπος Θεός, ο προστάτης των αδικουμένων που τον επικαλούνται, άκουσε την προσευχή τους. Και έστειλε τον άγιο Νικόλαο να εμφανιστεί σε όνειρο στον αυτοκράτορα και να του πει: "Σήκω γρήγορα και ελευθέρωσε τους τρεις στρατηγούς, γιατί η κατηγορία σε βάρος τους είναι συκοφαντική και ψεύτικη". Προειδοποίησε δε, ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του, θα υποκινηθεί εξέγερση εναντίον του και ανατροπή από τον θρόνο. Στην ερώτηση του έντρομου βασιλιά, "ποιος είναι και πως τολμάει να τον προειδοποιεί απειλητικά, απάντησε: Είμαι ο Νικόλαος, αρχιεπίσκοπος των Μύρων".
Την ίδια ώρα ο άγιος είχε εμφανισθεί και στον έπαρχο Αβλάβιο και του έδωσε την ίδια εντολή. Όταν αυτός ξύπνησε, προσπαθούσε να εξηγήσει τη σημασία του ονείρου. Καταφτάνει, όμως απεσταλμένος του βασιλιά και του ανακοινώνει την οπτασία. Το ίδιο πράττει και ο έπαρχος. Μένουν κατάπληκτοι και οι δύο. Και μη μπορώντας να εξηγήσουν το γεγονός, κάλεσαν τους τρεις στρατηγούς, που όταν τους παρουσίασαν μπροστά του, είπε ο βασιλιάς: "Τι είδους μάγια χρησιμοποιήσατε και μας στείλατε τέτοιες οπτασίες και απειλές;". Οι τρεις απόρησαν με την ερώτηση. Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι σεν είχαν γνώση κι έγινε πιο ήπιος. Εκείνοι αρνήθηκαν κάθε ανάμιξη και συγκινημένοι απάντησαν: "Ούτε τι είναι η μαγεία ξέρουμε, ούτε απειλές σε βάρος σου απευθύναμε. Αρχή δική μας ήταν και είναι: Να τιμάμαι το βασιλιά και να προτιμάμε την ευμενή μας προς αυτόν διάθεση. Γι' αυτό και μας ξεχώρισες απ΄όλους και μας ανέθεσες την καταστολή της εξέγερσης στη Μεγάλη Φρυγία, έργο που φέραμε σε πέρας. Ίσως γι' αυτό και λόγω της εύνοιας που μας είχες δείξει, κάποιοι μας φθόνησαν και μας συκοφάντησαν ενώπιόν σου ...".
Ο βασιλιάς επηρεασμένος από την ειλικρίνεια των τριών, αλλά και την εμφάνιση του αγίου Νικολάου, ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή του και του αθώωσε. Οι στρατηγοί ευχαρίστησαν τον αυτοκράτορα και εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους προς το Θεό και τον άγιο Νικόλαο. Έσπευσαν δε να μεταβούν στα Μύρα της Λυκίας για να τον ευχαριστήσουν και προσωπικά, ενώ του μετέφεραν και τα δώρα που του έστειλε ο βασιλιάς (χρυσό ευαγγέλιο, επιχρυσωμένες λαμπάδες κ.α.) για να τ' αφιερώσει στον ιερό ναό.
Προστάτης και βοηθός όσων ταξιδεύουν στη θάλασσα
Όλες αυτές οι θαυμαστές επεμβάσεις του Θεού, που γίνονταν με τη μεσιτεία του αγίου Νικολάου, συνετέλεσαν στο να διαδοθεί η φήμη του αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας σ' όλο τον κόσμο, ενώ ακόμα ζούσε ο μακάριος αυτός άνθρωπος. Γράφει ο Συμεών ο βιογράφος του: "Η φήμη του πήρε φτερά, πέταξε ψηλά, έτρεχε παντού και αγκάλιαζε τα πάντα, διάβαινε το πέλαγος, τριγύριζε σ' ολόκληρη τη θάλασσα και δεν υπήρχε τόπος που να μη ακούει για τις θαυμαστές επεμβάσεις του". Αναφέρει δε και τα ακόλουθα περιστατικά:
Ένα καράβι κατά το ταξίδι του συνάντησε φοβερή θαλασσοταραχή. Το πλήρωμα έχασε κάθε ελπίδα σωτηρίας. Είχαν όμως οι ναύτες ακουστά, ότι ο άγιος Νικόλαος έσπευδε σε βοήθεια όσων επικαλούνταν τη συμπαράστασή του. Προσευχήθηκαν λοιπόν θερμά υψώνοντας το χέρια τους κι ήταν σα να τον είχαν εκεί μπροστά τους και εξαρτούσαν απ' αυτόν τη σωτηρία τους. Και ω του θαύματος! Εκείνος παρουσιάστηκε και τους είπε: "Με καλέσατε και ήρθα". Κι αφού τους είπε να έχουν θάρρος και να ελπίζουν στο Θεό, πήρε το πηδάλιο στα χέρια του και κατηύθυνε το καράβι, επιτίμησε δε και τη θάλασσα η οποία γαλήνεψε, όπως κάποτε είχε κάνει και ο Χριστός (Ματθ. 8, 23-27).
Φτάνοντας στο λιμάνι ήθελαν οι ναύτες να προφτάσουν αυτόν που τους είχε σώσει. Ρωτώντας έμαθαν ότι είχε πάει στο ναό, όπου κατευθύνθηκαν κι αυτοί. Δε δυσκολεύτηκαν να αναγνωρίσουν τον άγιο Νικόλαο ανάμεσα στους άλλους ιερωμένους. Έτρεξαν και έπεσαν στα πόδια του, ενώ του εξέφραζαν μεγαλόφωνα τις ευχαριστίες τους και στους απορημένους χριστιανούς που παρευρίσκονταν εξηγούσαν συγκινημένοι πως σώθηκαν από τον άγιο. Άλλα εκείνος γνώριζε πως υπήρχε ανάγκη οι ναύτες να σωθούν και από τις φουρτούνες που απειλούσαν την ψυχή τους, η οποία - με το θείο χάρισμα που διέθετε - έβλεπε ότι ήταν γαμάτη μοχθηρία και τους κρατούσε μακριά από το θέλημα του Θεού. Γι' αυτό και με πατρική αγάπη και στοργή τους είπε:
"Παιδιά μου, σας παρακαλώ εξετάστε στο βάθος την ψυχή σας και στρέψτε τις καρδιές σας, τις σκέψεις και τα διανοήματά σας στο Θεό. Γιατί έστω κι αν μπορούμε να κρυβόμαστε από τους άλλους και να φαινόμαστε καλοί άνθρωποι, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το βλέμμα του Θεού. Η Αγία Γραφή λέει σχετικά· "ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπο" (Β' Κορ. 10, 7), δηλαδή εξωτερικά και επιφανειακά, ο Θεός όμως βλέπει την καρδιά, το βάθος δηλαδή της ψυχής του ανθρώπου. Αλλού πάλι ο λόγος του Θεού λέει· "μη κάνετε κακές πράξεις και δεν θα σας βρει κακό στη ζωή σας" (Σοφία Σειράχ 7, 1). Μάθετε λοιπόν να κάνετε το καλό στους συνανθρώπους σας και να φροντίζετε επίμονα για τον αγιασμό του σώματός σας, αφού όπως λέει ο απόστολος Παύλος, "είμαστε ναός του Θεού και εκείνον που καταστρέφει το ναό του Θεού θα τον καταστρέψει ο Θεός" (Α' Κορ. 3, 16-17). Έτσι να συμπεριφέρεστε στη ζωή σας κι ο Θεός θα είναι βοηθός σας ακατάβλητος".
Και μόνη η θέα του αγίου ωφελούσε τους ανθρώπους
Από παλαιότερο λόγο προς τιμήν του αγίου Νικολάου πληροφορούμαστε ότι διακρινόταν για το συνετό ήθος και την αγγελική του όψη, ενώ ακτινοβολούσε αγιότητα και θεία χάρη. Συγκεκριμένα αναφέρει αυτός ο λόγος και τα εξής: "Όταν τυχαία τον συναντούσε κάποιος στο δρόμο, παρουσίαζε αμέσως βελτίωση στην αρετή, μόνο και μόνο βλέποντας τον άγιο, και μέσα στην ψυχή του γινόταν μεταμόρφωση. Όταν κάποιος υπέφερε από μία συμφορά κι ήταν λυπημένος, εύρισκε παρηγοριά και ανακούφιση και μόνο που τον αντίκρυζε. Το πρόσωπο του Νικολάου έλαμπε περισσότερο κι απ' του Μωυσή. Όταν τον συναντούσαν αιρετικοί και μόνο που τον άκουγαν να μιλάει, έφευγαν από κοντά ου λυτρωμένοι από την αίρεση και έβαζαν μέσα τους την ορθοδοξία της Πίστης".
Το ευλογημένο τέλος της επίγειας ζωής του
Ζώντας έτσι με αρετή και ευεργετώντας τους ανθρώπους, ο άγιος Νικόλαος έφτασε σε βαθιά γεράματα. Και επειδή "απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν", λειτούργησε και γι' αυτόν ο φυσικός νόμος: Προσβλήθηκε από σύντομη αρρώστια, αλλά δεν φέρθηκε όπως οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που αγωνίζονται να κρατηθούν όσο το δυνατό περισσότερο στην παρούσα ζωή. Εκείνος, στη διάρκεια της αρρώστιας του, ευχαριστούσε το Θεό, έψαλλε ύμνους και την εξόδιο Ακολουθία και ήταν χαρούμενος, επειδή το τέλος της εδώ ζωής θα ήταν γι' αυτόν αρχή της αιώνιας, κοντά στον Κύριο και τους αγγέλους Του. Όταν κοιμήθηκε εν ειρήνη, κηδεύτηκε και ετάφη στον ιερό ναό των Μύρων, ενώ ο ιερός κλήρος και πλήθη χριστιανών και ειδωλολατρών ακόμη παρευρίσκονταν και θρηνούσαν για την αναχώρησή του από τον παρόντα κόσμο και τη στέρηση της παρουσίας του. Όπως αναφέρει ο συναξαριστής του, μέχρι τον 10ο αιώνα που συνέταξε το βίο του ανέβλυζε, από τον τάφο του αγίου μύρο, που θεράπευε σωματικές και ψυχικές ασθένειες.
Ένα ακόμα μεγάλο θαύμα
Ακριβώς και για το λόγο αυτό συνέρρεαν στον τάφο του πλήθη χριστιανών από τα περίχωρα των Μύρων και από μακρινές περιοχές. Αναφέρεται μάλιστα και το ακόλουθο χαρακτηριστικό περιστατικό: Μια ομάδα χριστιανών από μακρινό τόπο αποφάσισαν να μεταβούν στον τάφο του για να προσκυνήσουν και να αντλήσουν μύρο προς αγιασμό τους. Επιβιβάστηκαν σε πλοίο, έχοντας και τ' απαραίτητα εφόδια. Ένα δαιμόνιο, όμως, που δεν ήθελε την επιτυχία αυτής της αποδημίας, εμφανίστηκε πάνω στο πλοίο, με τη μορφή γυναίκας που κρατούσε ένα δοχείο γεμάτο λάδι και παρακαλούσε τους ταξιδιώτες να το πάρουν μαζί τους και να το μεταφέρουν στον τάφο, για το καντήλι του αγίου, επειδή - καθώς έλεγε - φοβόταν η ίδια να κάνει ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι. Βέβαια το δαιμόνιο - με τη μορφή της γυναίκας - είχε το πονηρό σχέδιό του.
Οι χριστιανοί πείστηκαν και πήραν το δοχείο με το λάδι. Το πλοίο απέπλευσε. Το πρώτο όμως βράδυ εμφανίστηκε ο άγιος Νικόλαος σ' έναν προσκυνητή και του έδωσε εντολή να πετάξουν στη θάλασσα το δοχείο. Το πρωί ανακοίνωσε την οπτασία στους άλλους και συμμορφώθηκαν. Πέταξαν το λάδι στη θάλασσα. Το σχέδιο του διαβόλου αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο: Όταν έπεσε στη θάλασσα, άρπαξε φωτιά και γύρω σκορπίστηκαν δυσώδεις οσμές. Η θάλασσα αγρίεψε και το πλοίο κινδύνευε να βυθιστεί. Οι επιβάτες απελπίστηκαν και φοβήθηκαν πως ήρθε το τέλος τους. Ο άγιος Νικόλαος όμως, που είχε δώσει την εντολή να πεταχτεί το δοχείο στη θάλασσα, δεν τους άφησε αβοήθητους. Εμφανίστηκε μπροστά τους και έσωσε το πλοίο από τον κίνδυνο. Συνεχίστηκε δε το προσκυνηματικό ταξίδι, χωρίς άλλα απρόοπτα.
Το ιερό λείψανο του αγίου
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, το ιερό λείψανο του αγίου Νικολάου το αφαίρεσαν έμποροι το έτος 1087 και το πήγαν στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου ανεγέρθηκε μεγαλοπρεπής ναός ρυθμού βασιλικής. Αρχικά τοποθετήθηκε σε ασημένια λάρνακα, ύστερα όμως από όραμα ενός μοναχού, κατατέθηκε η κάρα και μέρος των λειψάνων κάτω από την Αγία Τράπεζα, σε φορητή λειψανοθήκη. Το 1952 ανοίχτηκε η λάρνακα και με σύγχρονα μέσα έγινε "επίσημη αναγνώριση" του ιερού σκήνους.
Προστάτης των ναυτιλομένων
Όχι μόνον όταν ο άγιος ζούσε στον παρόντα κόσμο, αλλά και μετά θάνατος εδραίωσε στη χριστιανική συνείδηση την πεποίθηση ότι είναι προστάτης ιδιαίτερα των ναυτιλλομένων, "ταχύς εις βοήθειαν και θερμός εις αντίληψιν". Κατά τον υμνωδό του "πρέσβυς ως εν τη γη μέγας, και γης αποστάς εις το πρεσβεύειν ζέει".
Σήμερα, ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, δεν υπάρχει βραχονησίδα, νησάκι, μεγαλύτερο νησί, παραθαλάσσια τοποθεσία, αλλά και μακρύτερα από τη θάλασσα, που να μην έχει ανεγερθεί εικονοστάσι ή ναΐδριο, ενοριακός ή μοναστηριακός ναός προς τιμήν του αγίου Νικολάου. Και φυσικά, τόσο το εμπορικό όσο και το πολεμικό Ναυτικό μας έχουν ως προστάτη τους τον αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας, το εικόνισμα του οποίου γεμίζει με την παρουσία και τη χάρη του τις γέφυρες των πλοίων, τις καμπίνες των ναυτικών, τα σπίτια των οικογενειών τους, διότι ο άγιος "διασώζει τους αυτώ προστρέχοντας εκ κινδύνων χαλεπών και θανάτου πικρού".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου