Θα σας διαβάσω έναν διάλογο, ενός υποτακτικού με τον γέροντά του, τον πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Αυτόν τον διάλογο τον είχα ακούσει με τις επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος, αλλά βλέπω ότι τον κυκλοφόρησαν σε φυλλάδιο, και μακάρι να είχαμε την δυνατότητα να το τυπώσουμε, όσοι είστε εσείς, ούτως ώστε, την ερχομένη Τετάρτη πάλι θα κάνουμε, την ερχομένη Τετάρτη που είναι της Τυρινής, θα ξανακάνουμε πάλι κήρυγμα την ίδια ώρα. Και να μπορούσαμε να το τυπώσουμε σε, όσοι, διακόσιοι, τριακόσοι, όσοι είστε, για να σας το μοιράσω, να τό χετε και εσείς.
Λέει,
- Πάτερ Εφραίμ, γέροντά μου, λέω την ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα.
- Δεν καταλαβαίνεις εσύ που τη λες την ευχή, αλλά καταλαβαίνει ο διάβολος, και καίγεται, και φεύγει. Ε, καλά παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα, από την ευχή, απ’ την προσευχή;
- Και βεβαίως θέλω!
- Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στο Θεό να σου δείξει ένα θαύμα να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. Αυτό το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" που στην οποίαν ευχή αναφέρονται όλα τα πατερικά μας βιβλία. Και ειδικότερα βέβαια η φιλοκαλία.
Έκανε προσευχή ο γέροντας, έκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο με λίγο νερό.
- Έλα δω παιδί μου τώρα, του λέει, ύστερα από τις τρείς ημέρες, του έδωσε ένα καλάθι, - ξέρετε τι ήταν τα καλάθια; - και
- Πήγαινε να το γεμίσεις νερό.
- Γέροντα, λέει, με συγχωρείς. Τα μυαλά τα έχω. Το λογικό το έχω, πώς θα γεμίσει αυτό νερό; Γεμίζει το καλάθι νερό; Βρέχεται, ναι, αλλά να γεμίσει νερό;
- Καλά παιδί μου, του λέει, δεν ήθελες να δεις ένα θαύμα;
Λέει
- Μάλιστα.
- Ε, και να δείς τι δύναμη έχει η ευχή; Το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" τι δύναμη έχει; Γιατί την παντοδυναμία της ευχής την παίρνει απ’ τον παντοδύναμο Θεό, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι και σωτήρας του κόσμου, αλλά είναι και Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού. Δε θέλεις να τη δεις;
- Πώς, πώς, πώς!
- Ε, κάνε αυτό που λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή. Θα πάς και θάρθεις χωρίς να την διακόψεις καθόλου. Θα λες συνέχεια "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
- Νάναι ευλογημένο.
Πάει λοιπόν στο δρόμο, περπατάει να πάει μέχρι την, εκεί που ήταν το νερό,
- "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".
Και βάζει το καλάθι στη βρύση από κάτω.
Το νερό γεμίζει το καλάθι! Και το καλάθι δεν τρέχει!