ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 18,18-27]
«Καὶ ἐπηρώτησέν τις αὐτὸν ἄρχων λέγων, Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;(:Κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον ρώτησε το εξής: “Διδάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;”)·εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός(:του είπε τότε ο Ιησούς: “Αφού απευθύνεσαι σε εμένα νομίζοντας ότι είμαι ένας απλός άνθρωπος, γιατί με ονομάζεις ‘’αγαθό’’; Κανείς δεν είναι από μόνος του απολύτως αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός”)»[Λουκ.18,18-19].
Ο αναφερόμενος εδώ άρχοντας που υπονοείται ότι είναι κάποιος συγκεκριμένος, νόμισε ότι μπορεί να ελέγξει τον Χριστό, ότι τάχα ο Ιησούς περιφρονεί την εντολή που δόθηκε μέσω του Μωυσή και εισάγει δικού του νόμους. Πλησιάζει λοιπόν και προσποιείται ότι ηθικολογεί, γιατί Τον αποκαλεί διδάσκαλο και Τον ονομάζει αγαθό και λέγει ότι θέλει να μάθει. Επειδή όμως ρωτούσε με σκοπό να Τον πειράξει, εύλογα Αυτός που συλλαμβάνει τους σοφούς πάνω στην πανουργία τους[Ιώβ, 5,13: «ὁ καταλαμβάνων σοφοὺς ἐν τῇ φρονήσει, βουλὴν δὲ πολυπλόκων ἐξέστησεν(:Αυτός, που συλλαμβάνει τους καυχώμενους για τη σοφία τους, ματαιώνει όμως τα σχέδια και τις αποφάσεις των πονηρών ανθρώπων)»], λέγει προς αυτόν: «Εάν δεν έχεις πιστέψει ότι είμαι Θεός, γιατί μου αποδίδεις αυτά που ταιριάζουν μόνο στην ανώτατη φύση και με ονομάζεις αγαθό, εμένα που νομίζεις ότι είμαι άνθρωπος σαν εσένα; Γιατί ο Θεός από τη φύση Του είναι αγαθός, και ιδιαίτερο και ουσιώδες φυσικό και εξαίρετο αξίωμά Του είναι το ότι είναι αγαθός και κατά συμμετοχή οι άγγελοι και εμείς».