Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ- Εκλεκτά Διηγήματα - 6. Ο ΜΟΥΧΤΑΡΗΣ

 


ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

 Γεώργιος Χ. Μόδης

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

 Εκλεκτά Διηγήματα

6. Ο ΜΟΥΧΤΑΡΗΣ

 

Το χωριό ξεφάντωνε. Πολλά σώματα και κάπου 250 αντάρτες είχαν συγκεντρωθεί μια ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη του 1905 στο χωριό, τότε σωστή αετοφωλιά. Πολλοί νόμιζαν πως πάει το «Τούρκικο» και ήλθε το «Ελληνικό». Ενθουσιασμένοι ήταν και οι νεόβγαλτοι αντάρτες. Ήταν το πρώτο χωριό απʼ τα θεσσαλικά σύνορα όπου στάθηκαν ύστερʼ από ατέλειωτες νυχτερινές πορείες. Και έβλεπαν με πόση λαχτάρα τους υποδέχονταν ο πληθυσμός.

Η επιτροπή, οι αγγελιαφόροι και οι άλλοι αρμόδιοι του χωριού ήταν στο πόδι.

Εκατό αρνιά ψένονταν στις σούβλες. Θάφευγαν όλοι το βράδυ, οι περισσότεροι για το Λέχοβο και έπειτα για την Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο. Απʼ εκεί κάθε σώμα θα τραβούσε για τον προορισμό του, το Βίτσι, τα Κορέστια, το Περιστέρι και το Μορίχοβο. Έπρεπε νάχουν τα παιδιά για καλό και για κακό στα σακκίδιά τους κρέας, τυρί, ψωμί, για 24 τουλάχιστο ώρες.

Έγινε και η απαραίτητη δοξολογία. Η εκκλησία γέμισε από κόσμο όσο καμιάν άλλη φορά. Χωριάτες και χωριάτισσες, επιβλητικοί άνδρες με χακί στολές και ποδήματα ή με ντουλαμάδες και τσαρούχια, φορτωμένοι όλοι άρματα, φυσιγγιοθήκες, μερικοί και ασημικά - οι παλαίμαχοι - αποτελούσαν το παράξενο εκκλησίασμα. Λειτουργούσε ο ίδιος ο Μητροπολίτης Καστοριάς  Γερμανός Καραβαγγέλης. Είχε βγει τη νύχτα με μια βάρκα απʼ την Καστοριά παρʼ όλες τις αντιρρήσεις της εκεί  Επιτροπής. Εκήρυξε και τον θείον λόγον. Και ήταν ο λόγος του πολεμικό σάλπισμα. Με μάτια που έβγαζαν σπίθες, και πρόσωπο που έλαμπε περισσότερο και από τα χρυσαφικά του, έλεγε: «Ευλογημένοι οι ερχόμενοι εν ονόματι Κυρίου. Είσθε οι εκλεκτοί στρατιώται του Γένους και της Εκκλησίας, οι ιδανικοί σταυροφόροι της ελευθερίας, οι άσπιλοι λυτρωταί των δεδουλωμένων. Η Παναγία η υπέρμαχος στρατηγός είναι μαζί σας». Συνέχισε στον ίδιο υψηλό τόνο και είπε: «Ανεβαπτίσθητε ήδη εις την κολυμβήθραν του Γένους και της θυσίας, εις νέαν Σιλωάμ. Όλα τα παραπτώματά σας, τα οποία ως άνθρωποι είχατε, εξαλείφθησαν και διεγράφησαν. Αφίενται  αι αμαρτίαι σας πάσαι, παλαιαί και μέλλουσαι».

Μα ξαφνικά ακούσθηκε η κραυγή «Τούρκοι, Τούρκοι!»

Το «καραούλι» έφερε λαχανιασμένο την είδηση πως έρχονται Τούρκοι. Ήταν ένα απόσπασμα από 70-80 «κυνηγούς».

Η εκκλησία δια μιας άδειασε πατείς με πατώ σε. Οι αντάρτες έτρεξαν να βρουν τα σώματα τους και οι χωριάτες τα παιδιά τους.

Ο Μητροπολίτης αναγκάσθηκε να κόψει το κήρυγμα. Κατέβηκε απʼ τον πρόχειρο θρόνο, έκαμε το σταυρό του, είπε βιαστικά «Κύριε ελέησαν» και δυνατότερα «Κύριε Κύριε βοήθει ημίν. Γίνου ίλεως και αρωγός» και βγήκε επίσης έξω.

Ο Βάρδας συζητούσε με τους οπλαρχηγούς και έδινε τιε τελευταίες οδηγίες. Γύρισε έπειτα στον Μητροπολίτη.

Πήραμε την απόφαση μας, Σεβασμιώτατε. Δεν είναι δυνατόν να φύγουμε χωρίς να μας ιδούν και να μας πάρουν καταπόδι. Το βουνό είναι γυμνό και όχι μεγάλο. Να κρυφθούμε μέσα στα σπίτια είναι ακόμα λιγότερο δυνατόν. Είμεθα  πολλοί. Είναι και οι φωτιές με τʼ αρνιά στη σούβλα, θα τους κτυπήσουμε ξαφνικά και άσχημα μέσα στο χωριό για να τους διαλύσουμε, θα το βάλουμε έπειτα στα πόδια άλλοι για το Βίτσι και άλλοι για το Μουρίκι και το Σνιάτσκο. Και ο Θεός βοηθός. Θα την πάθει το χωριό. Μα τι να γίνει;

Πολύ καλά, πολύ ωραία είπε ο Μητροπολίτης.

Δεν ήταν όμως καθόλου καλά ούτε ωραία τα πράγματα. Παντού ολόγυρα υπήρχαν σρατιωτικοί σταθμοί και φρουρές. Η Καστοριά δεν ήταν μακριά. Με τις τουφεκιές θα εξορμούσαν πολλά στρατεύματα και το χωριό θα τα πλήρωνε πολύ άσχημα.

- Με σας Σεβασμιώτατε τί θα γίνει; Αυτό μʼ ενοχλεί, ήθελα να πω με στεναχωρεί περισσότερο.

- Α, για μένα στενοχωρείστε; Είναι απλούστατο.

- Πώς είναι τόσο απλούν, Σεβασμιώτατε;

- Θάρθω μαζί σας.

- Μαζί μας; Σεις! Είναι δυνατόν;!

Ο Καραβαγγέλης απʼ το θάνατο του Μελά έτρεφε τʼ όνειρο να βγει στο κλαρί. Μα δεν τον αφήναν. Τώρα εύρισκε την ποθητή ευκαιρία.

- Δεν υπάρχει πλέον άλλη διέξοδος, είπε. Έννοια σας αρχηγέ. Βαστούν τα κότσια μου.

- Και τί θα ειπούν οι Τούρκοι, «οι Ευρωπαίοι», το Πατριαρχείον;!

- Αν γυρίσω στην Καστοριά μετά την συμπλοκή θα φυλακισθώ, θα ρεζιλευθώ κι εγώ και το Πατριαρχείον.

- Και άμα αρχίσει η συμπλοκή;

- Θα δράξω κι εγώ το τουφέκι. Ξέρω από όπλα. Είμαι και κυνηγός.

- Σεβασμιώτατε, με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Δεν ξέρω τί να πω. Η ευθύνη είναι μεγάλη. Το πολύ να σας βοηθήσω κι εγώ να φύγετε, κάτω στην Θεσσαλία.

- Αυτό θα το δούμε αργότερα. Είναι ζήτημα του μέλλοντος. Προέχει τώρα η σωτηρία των σωμάτων. Ξέρω πόσο πολύτιμα είναι και με τί καρδιοχτύπι τα περιμένουν.

Στο μεταξύ τα σώματα έπιαναν θέσεις μέσα στα σπίτια και πίσω από τους τοίχους ολόγυρα απʼ το μεσοχώρι. Θάβρισκαν πολύ καλή υποδοχή οι αβτζήδες (κυνηγοί)... Αλλο το ζήτημα αν το χωριό θα περνούσε έπειτα πολύ χειρότερα...

Οι χωρικοί έτρεχαν αλαφιασμένοι. Γυναίκες ζητούσαν τα παιδιά τους. Οι άνδρες έβγαζαν έξω παιδιά και ζώα. Τα σπίτια άδειαζαν.

Ο Μητροπολίτης είχε απομείνει στην πλατεία έρημος, βαρύς και μόνος. Έβλεπε ότι ο Βάρδας δεν έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για την αρματωλική προσφορά του. Δεν ήταν εύκολο να γίνει «ιδανικός σταυροφόρος της ελευθερίας». Άρχισε νʼ ανησυχεί και νʼ αμφιβάλλει. Ίσως έχει δίκιο η Επιτροπή που τον εξόρκιζε να μείνει στο γραφείο του.

Πέρασε βιαστικά κείνη τη στιγμή ο Πρόεδρος της Επιτροπής του χωριού.

- Πού είναι ο παπάς; τον ρώτησε.

- Χάθ΄κ΄.Μην  πάθ΄η παπαδιά.

- Και ο μουχτάρης, ο κυρ Ζήσος

- Χάθ΄κ΄ κι αυτούνος. Ιέχασ΄ σήμ΄ρα η μάνα το π΄δί. Κι μας χρειάζ΄τ σήμερα ο γουρσούζης. Ποιος θα πάει να καλωσορίσ΄τους Τούρκς;

Ο Καραβαγγέλης κούνησε το κεφάλι.

- Έτσι πως ήλθαν τα πράγματα! Είτε πάει είτε δεν πάει κανείς... Το ίδιο είναι. Στείλε μου τους σε παρακαλώ, τους θέλω.

- Ου θιός ν΄ βάλ΄ το χέρ΄ του. Μα τί τους χαλεύ΄ς  Δέσποτα;

- Θέλω ένα καλό τουφέκι με πολλά φυσέκια.

- Τουφέκ΄. Να σ΄ δώσ΄ το δικό μ, Δεσπότη. Θα καεί π΄θα καεί μαζί με το σπίτ΄, είναι λιγάκι σκουριασμένο, μα κ΄λο.

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής πήγε να ξεθάψει το όπλο του που θα γινόταν στάχτη μαζί με το σπίτι του, βρίζοντας τον μουχτάρη.

Ο  κυρ Ζήσος δεν είχε χαθεί ούτε είχε χάσει την ψυχραιμία του. Κατέβηκε κάτω χαμηλά στην είσοδο του χωριού και μπήκε στο πρώτο ακρινό σπίτι που είχε αδειάσει. Φώναξε δυο γειτόνισσες και τις δασκάλεψε.

Δεν άργησε να προβάλει ο Τούρκος αξιωματικός με τους πρώτους «κυνηγούς».

Ο μουχτάρης βγήκε τότε βιαστικός με ένα μεγάλο μπουκάλι ρακί και ποτήρια στα χέρια. Έκαμε πως ξαφνιάστηκε σαν τους αντίκρισε.

- Μπαα. Πώς βρεθήκατε εδώ μπέη μου; Δεν το πήραμε είδηση, είπε τούρκικα του αξιωματικού. Είχε δουλέψει πολλά χρόνια στην Πόλη.

- Δεν συνηθίζω να βαράω σάλπιγγα όταν βγαίνω έξω, αποκρίθηκε ο υπολοχαγός.

- Α! Με συγχωρείτε μπέη μου. Καλώς ήλθατε στο χωριό μας. Είμαι ο μουχτάρης. Μόνο που διαλέξατε άσχημη μέρα.

- Δεν την διάλεξα εγώ. Σεις με ξεποδαριάζετε. Τρώτε το ψωμί του Πολυχρονεμένου Σουλτάνου μας και το πατάτε με τους λησταντάρτες σας.

- Λησταντάρτες στο χωριό μας; Οχι πασά μου. Σας γέλασε όποιος σας τώπε.

- Θἐλεις να πεις πως δεν έχουν πατήσει λησταντάρτες στο χωριό;

- Δεν ξέρω πως είναι τα μούτρα τους. Δεν τους έχω δει. Στο ορκίζομαι.

- Μωρέ σας ξέρω εγώ, τί κουμάσια είστε.

- Α! Με συγχωρείς. Είμαι ζαλισμένος. Πιαστήκαμε και στην κουβέντα. Ξέχασα να σας κεράσω. Ορίστε. Πάρτε ένα ποτηράκι ρακί. Θα σας κάνει καλό. Είστε κουρασμένοι. Να πιουν και να ξαποστάσουν και οι στρατιώτες, θα ειδοποιήσω αμέσως, τους άζάδες και τον παπά. Δεν ξέρουν πως ήλθατε.

Ο υπολοχαγός ήπιε ένα ποτηράκι.

- Μα τί συμβαίνει; ρώτησε με απορία. Δεν βλέπω ψυχή στο χωριό. Ερημώθηκε;

- Αχ Πασά μου. Μας βρήκε μεγάλο κακό. Έχομε να θάψουμε σήμερα τρείς νεκρούς.

- Τρείς νεκρούς;

- Άλλους τρεις θάψαμε χθες.

- Τί λέτε; Τόσοι θάνατοι δια μιας σʼ ένα χωριό; Από τί πέθαναν;

- Μήπως ξέρουμε και μεις; Έτσι σε λίγες ώρες πάει ο άνθρωπος...

- Αλλάχ. Αλλάχ.

- Στα χέρια του Αλλάχ είμαστε. Τί είναι ο άνθρωπος; Πέθανε σήμερα και ο κουνιάδος μου - είχε αποθάνει πριν πολλά χρόνια. Ήλθα σʼ αυτό το σπίτι να πάρω ρακί να μοιράσουμε στην κηδεία. Έτσι έχομε τη συνήθεια.

Είχαν πλησιάσει και πολλοί στρατιώτες και άκουαν με προσοχή τα λόγια του.

- Πάρετε και σεις από ένα ποτηράκι, παιδιά, τους είπε. Για την ψυχή του πεθαμένου. Κάνει καλό και στην αρρώστια. Όσοι βέβαια το πίνετε.

Πήραν όλοι και οι φανατικότεροι μουσουλμάνοι.

- Μα δεν φέρατε γιατρό; Ρώτησε ο αξιωματικός. Δεν ειδοποιήσατε την Καστοριά;

- Χθες ξέσπασε το κακό πασά μου, λογαριάζω να κατεβώ αυριό στην Καστοριά και να πάω και στο χοκιουμάτι (τη διοίκηση). Αν θέλει ο Αλλάχ και μʼ έχει καλά.

Βγήκαν τότε απʼ το σπίτι οι δυο γυναίκες με καρέκλες που τις έβαλαν κάτω στον ίσκιο ενός δένδρου. Έφεραν και κάμποσους καφέδες.

Ο αξιωματικός κάθισε σε μια καρέκλα σκεπτικός, λίγο παραπέρα, τρεις υπαξιωματικοί. Οι στρατιώτες, στρώθηκαν καταγής με τα μάτια και τʼ αυτιά τεντωμένα στο στόμα του μουχτάρη.

- Δεν πάμε τώρα και μέσα στο χωριό; τους είπε. Να ιδήτε και τους νεκρούς.

- Τί να τους κάμω; Δεν είμαι γιατρός.

- Μα να σας φιλέψουμε. Μια που κάματε τον κόπο και μας ήλθατε, θάταν ντροπή μας να μείνετε εδώ έξω.

- Όχι, όχι, δεν χρειάζεται.

- Το σωστό είναι νάλθετε. Έχουμε την αρρώστια, μα ο Αλλάχ είναι μεγάλος.

Ο επιλοχίας Σελήμ μπάσ-τσαούς έσκυψε στο αυτί του υπολοχαγού και του είπε: Ανησυχούν βλέπω οι νεφέρηδες (στρατιώτες). Καλλίτερα να φύγουμε γλήγορα.

Γύρισε ο αξιωματικός στον μουχτάρη.

- Για πες μου τώρα καθαρά. Δεν έχετε λησταντάρτες στο χωριό;

- Ποιοι θα ήταν τρελλοί πασά μου νάλθουν σήμερα στο χωριό σε τέτοια φωτιά; Φεύγουν και οι κάτοικοι.

- Φεύγουν; Έφυγαν πολλοί;

- Άδεισαν έως τώρα είκοσι σπίτια. Γι΄ αυτό δεν βλέπετε κόσμο, θα είχα φύγει κι εγώ αν δεν είχα τον πεθαμένο κουνιάδο.

- Άκου μουχτάρη, υπογράφεις ότι δεν υπάρχουν λησταντάρτες και ύποπτα ξένα πρόσωπα στο χωριό;

- Και με τα δυο χέρια πασά μου.

- Σκέψου καλά. Θα τα μάθουμε. Το χέρι του χοκιουμάτι είναι μεγάλο, το λέει και η παροιμία. Και αλιμονό σου.

- Έννοια σου πασά μου. Ξέρω εγώ την δουλειά μου.

Ο αξιωματικός είχε έτοιμα κάμποσα πανομοιότυπα έγγραφα που έλεγαν:

«Ο υπογεγραμμένος μουχτάρης του χωριού...   του Κάζα Καστοριάς, ότι δεν υπάρχουν λησταντάρτες ή ύποπτα ξένα πρόσωπα στο χωριό μας...  υπευθύνως και εν πλήρει γνώσει των συνεπειών βεβαιώ και προσυπογράφω». Έγραψε στα κενά με το «καλέμι» το όνομά του. Ο κυρ Ζήσος έβαλε ευθύς αδίστακτα την υπογραφή και την μουχτάρικη σφραγίδα.

- Φεύγετε κιόλας; είπε. Μα κάτι έπρεπε να φάτε. Είναι ντροπή να φύγετε έτσι.

- Όχι. Όχι. Δεν θέλομε τίποτε.

- Ώρα καλή πασά μου. Να μας ξανάλθετε με το καλό άλλη μέρα.

 

(«Τα δύο στρατόπεδα»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου