30 Αυγούστου του 1907. Δράμα. Χιλιάδες λαού συγκεντρώνονται στο σταθμό, για να ξεπροβοδίσουν τον Μητροπολίτη τους. «Δέσποτα μάς παρέλαβες λαγούς και μας έκανες λιοντάρια! Μένε ήσυχος. Θα γίνει το θέλημά σου», ακούγεται η κραυγή του δημογέροντα Νίκα. Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετά ο λαός της Δράμας τον εθνοϊερομάρτυρα επίσκοπό του, Χρυσόστομο. Έφυγε ο φρυκτωρός του Γένους, πορευθείς στην Σμύρνη «για να σμίξει λεβεντιές με ράσα Γαβριήλ και Παπαφλέσσα», όπως έψαλλε ο Σουρής στον «Ρωμηό» του. (π. Θεοδώρου Ζήση, «Εθνάρχες Ιεράρχες», σελ. 77).
20 Μαϊου 1825. Μοριάς. Ο Ηλίας Φλέσσας και ο Παναγιώτης Κεφάλας προτείνουν στον Παπαφλέσσα, τον «μπουρλοτιέρη των ψυχών», να αφήσει το Μανιάκι και να ταμπουρωθεί ψηλότερα στο βουνό, για να υπάρχει οδός διαφυγής, αν δυσκολέψουν τα πράγματα. Απαντά: « Εγώ δεν ήρθα εδώ να μετρήσω τον στρατό του Μπραϊμη, πόσος είναι, από τα ψηλώματα. Ήρθα να πολεμήσω. Ούτε τρελάθηκε ο Μπραϊμης να χασομεράει, εκεί που ελπίζει να κερδίσει νίκη, μα θα τραβήξει ίσια στην Τριπολιτσά κι εγώ τότε θα μείνω, να μετράω τα καρφοπέταλά του. Αν όμως τον κρατήσω εδώ στο Μανιάκι, γλιτώνω τον Μοριά, γιατί θα τον κάμω να πληρώσει ακριβά το αίμα μου και θα συλλογιστεί καλά ύστερα να μπει στην καρδιά του Μοριά. Καθίστε εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες». (Κ. Παπαδημητρίου, «Τελευταίες ώρες, τελευταία λόγια των Αγωνιστών το ‘21», σελ. !59).
Πάρος, περίοδο Γερμανικής Κατοχής. Μετά από δολιοφθορά Ελλήνων εναντίον των κατακτητών, ο Γερμανός διοικητής μάζεψε και αποφάσισε να εκτελέσει, ως αντίποινα, εκατόν πενήντα νέους του νησιού. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη και παρ’ όλες τις παρακλήσεις και μεσολαβήσεις δημάρχων, επισκόπων και άλλων επιφανών του νησιού, ο Γερμανός παρέμεινε αμετάπειστος.
Ο οσιακής μνήμης Γέροντας π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας, προσκάλεσε τον Γερμανό διοικητή και την ακολουθία του στο μοναστήρι του, για να τους φιλοξενήσει. Τους παρέθεσε πλουσιοπάροχη τράπεζα, ζήτησε τα ονόματα των οικείων τους και τέλεσε την Παράκληση της Παναγίας, υπέρ υγείας αυτών των προσώπων. Ο Γερμανός συγκινήθηκε, ημέρεψε, «αλλοιώθηκε» μετά το τέλος της ακολουθίας και παρακάλεσε τον Γέροντα Φιλόθεο να του ζητήσει οποιαδήποτε χάρη, εκτός από του να μην γίνει η εκτέλεση των δύστυχων ομήρων, των νέων της νήσου.
Ο πατήρ Φιλόθεος του είπε: «Πριν σας ζητήσω οτιδήποτε, θέλω να μου δώσετε τον λόγο της στρατιωτικής σας τιμής ότι θα κάνετε αυτό που θα σας πω». «Έχετε τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής», απάντησε ο Γερμανός. Του είπε τότε ο αείμνηστος Γέροντας: «Θέλω να βάλετε κι εμένα ανάμεσα στους εκατόν πενήντα και να με εκτελέσετε πρώτον». Μετά από αυτήν την συγκλονιστική πρόταση ο Γερμανός «νικήθηκε» και υπέγραψε την απελευθέρωση των μελλοθανάτων Παριανών. (Κλείτος Ιωαννίδης, «Γεροντικόν του Εικοστού Αιώνος»).
Κατέβασα από το εικονοστάσι του Γένους τρεις φωτοστέφανες μορφές. Η πρώτη, ο αθάνατος Παπαφλέσσας, ανήκει στα μυρίπνοα άνθη του ’21. Η δεύτερη, ο Δράμας Χρυσόστομος, στους σταυραητούς του Μακεδονικού Αγώνα. Η τρίτη μορφή, ο π. Φιλόθεος, λάμπει στα χρόνια της γερμανικής θηριωδίας και κατοχής. Και οι τρεις αρίστευσαν, γιατί αυτή είναι η αποστολή του κλήρου στην πατρίδα μας. Να ελευθερώνει διά της θυσίας του το εμπερίστατο ποίμνιο, να «μεταμορφώνει» τους λαγόκαρδους σε λιοντάρια, να πεθαίνει σαν τον Λεωνίδα στις «Θερμοπύλες» της Πίστεως και της Πατρίδας.
Γιατί τα γράφω αυτά;
Πρώτον, για να μην ξεχνάμε τι σημαίνει ορθόδοξο ράσο, η αφανής σημαία τους έθνους.
Δεύτερον. Διαβάζω ότι η Συνοδική Επιτροπή της Εκκλησίας της Ελλάδος, εισηγείται να παραπεμφθούν στο Συνοδικό Δικαστήριο, οι επίσκοποι Κυθήρων και Αιτωλοακαρνανίας, διότι «δεν τήρησαν τα μέτρα κατά του κορονοϊού κατά τις ακολουθίες του Πάσχα». Η απόφαση εξόφθαλμα μυρίζει «άνωθεν» υπόδειξη και εννοώ την κυβέρνηση. Προφανώς «έπεσε το τηλέφωνο» με την σαφή εντολή να τιμωρηθούν οι δύο ιεράρχες προς παραδειγματισμό των υπολοίπων.
Γνωρίζω προσωπικώς τους δύο επισκόπους. Είναι ταπεινοί, πράοι και ειρηνοποιοί, είναι λεβέντες, είναι ορθοδοξότατοι, αγαπητοί στο ποίμνιό τους, με την «καλή ανησυχία» για την κατρακύλα της πατρίδας, είναι μητροπολίτες με το ήθος που διέκρινε τα ράσα του ’21, των καπεταναίων Μακεδονομάχων δεσποτάδων, των υπερασπιστών του λαού κατά την φρικτή Κατοχή και την μετέπειτα επίθεση της ανταρσίας του «κόκκινου τέρατος». Όσοι δεν τους ξέρουν θα τα θεωρήσουν υπερβολικά, όσοι τους γνωρίζουν εκ του σύνεγγυς, θα τα θεωρήσουν υποδεέστερα της προσφοράς τους. Δεν θα γράψω τίποτε για την απαράδεκτη δίωξη. Δεν έχουν ανάγκη υπερασπίσεως οι σεπτοί ιεράρχες. «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη». Έπραξαν σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας και τους αταλάντευτους και αμετάθετους κανόνες της. «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Ο λαός ξέρει, βλέπει και κρίνει.
Δυσμενή όμως εντύπωση προκαλούν αρχιερείς που μοιράζουν «δεξιά και αριστερά» ποινές σε πολιούς λευίτες, διότι «εγκλημάτισαν» λειτουργώντας την Κυριακή του Πάσχα ή άλλοι που «μητσοτακίζουν» ασυστόλως, εφευρίσκοντας καινές (ή κενές), «αμαρτίες» του τύπου "ανεμβολίαστος πιστός", θέτοντας, με τέτοιες ακατανόητες παραινέσεις, σοβαρή υποψηφιότητα για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, όταν χηρέψει. (Είναι κοινό μυστικό πως χωρίς πλάτες και εύνοια της πολιτικής εξουσίας δεν «βαπτίζεσαι» δελφίνος. Ο ανάδειξη στον «θρόνο» των Αθηνών πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικά «καλής διαγωγής», συμπόρευσης με την εξουσία και διαπιστευτήρια «προοδευτικότητας»). Η εκκλησία, κατά τον αειθαλή ορισμό του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, είναι «σιωπώσα παραίνεσις προς το καλό και δεν απειλεί ούτε εκβιάζει. Αυτά ας τα αφήσουν για τους λαλίστατους τηλελοιμωξιολόγους και τους πολιτικούς.Θα περιμέναμε, ο συγκεκριμένος επισκοπικός άμβωνας, να αστράψει και να βροντήξει με το ίδιο σθένος, όταν ξεπουλιόταν η Μακεδονία, όταν υπέγραφαν, οι προσκυνημένοι πολιτικοί, με χέρια και ποδάρια τα καταστροφικά Μνημόνια που βύθισαν στην ανυποληψία την πατρίδα και έδιωξαν 500.000 Ελληνόπουλα στα ξένα. (‘Ηταν αντίθετος με τα συλλαλητήρια ο εν λόγω μητροπολίτης, θεωρώντας ότι έτσι «η εκκλησία καταντά θεραπαινίδα διαφόρων ομάδων, πολλές φορές άγνωστης ιδεολογίας», όπως γράφει σε άρθρο του στις 31-1-2018, στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ». Την απάντηση την δίνει το πρώτο επεισόδιο που φιλοξενώ στο παρόν άρθρο).
Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς