Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ-18. Τὸ σβήσιμο τῆς φωτιᾶς Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ Τοπάλη

 



Ε

νας ἀδελφὸς μοναχὸς τὴν ὥρα ποὺ ἔνιωσε νὰ ὀργίζεται ἐναντίον κάποιου, ἀμέσως στάθηκε σὲ προσευχὴ κι ἄρχισε νὰ μιλάει στὸν Θεό. Τοῦ ζήτησε βοήθεια γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δείξει μακροθυμία καὶ ἀγάπη στὸν ἀδελφὸ ποὺ τὸν πείραζε ἐκείνη τὴν ὥρα. Προσευχόταν μὲ πολλὴ ἐπιστασία καὶ δύναμη, γιὰ νὰ μὴν τὸν βλάψει αὐτὸς ὁ πειρασμός, νὰ περάσει καὶ νὰ φύγει. Καὶ τότε ἐνῶ προσευχόταν καὶ ὑπέμεινε τὴν κακία τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, ἀμέσως βλέπει ἕναν καπνὸ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ νὰ χάνεται.

Ἐδῶ πόσο παραστατικὰ περιγράφεται ἡ δύσκολη ὥρα ποὺ περνᾶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κάποιος τοῦ φερθεῖ ἄσχημα. Ἡ καρδιά του γίνεται σὰν ἕνα ἡφαίστειο ποὺ εἶναι ἕτοιμο νὰ ἐκραγεῖ. Ξεσηκώνεται γιὰ νὰ φερθεῖ μὲ σκληρὸ τρόπο καὶ νὰ μιλήσει μὲ τὸν χειρότερο τρόπο στὸ διπλανό του. Ἡ ὀργή του μοιάζει σὰν μία φωτιά, σὰν ἕνα καζάνι ποὺ βράζει καὶ εἶναι ἕτοιμο νὰ ξεχειλίσει καὶ νὰ κατακάψει τὸν ἄλλον. Εἶναι δύσκολη ἡ ὥρα αὐτὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος κινεῖται παρορμητικά, κυριαρχούμενος ἀπὸ τὴν ἀδικία τῶν λόγων καὶ τὸν ἐγωισμό του ποὺ θέλει νὰ δικαιωθεῖ. Ἡ ἄμεση καὶ μόνη διέξοδος τὴν ὥρα ἐκείνη εἶναι μόνο ἡ προσευχή.

Ἔτσι ἀντιμετώπισε τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ του ὁ μοναχὸς τῆς ἱστορίας. Εἶχε ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας του καὶ γι’ αὐτὸ κατέφυγε στὸν Μεγαλοδύναμο. Μέσα του εἶχε μάθει τὴν πρακτικὴ τοῦ ἀγῶνος, τὴν ἄμεση καταφυγὴ στὴν προσευχή. Προσευχήθηκε ἀμέσως τὴν ὥρα ποὺ δεχόταν τὸ πλῆγμα καὶ τὴν κακία τοῦ ἄλλου. Ἄρχισε νὰ παρακαλᾶ τὸν Θεὸ μυστικὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν ἀδελφό του ποὺ τοῦ μίλησε ἄσχημα. Αὐτὰ τὰ δάκρυα τῆς προσευχῆς του ἔσβησαν τὴν φωτιὰ τῆς ὀργῆς καὶ αὐτὸ φάνηκε σὰν καπνὸς νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του.

Ὁ πρῶτος τρόπος γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσεις τὸν πειρασμὸ τῆς ὀργῆς εἶναι νὰ φύγεις. Αὐτὸ ἦταν τὸ σύνθημα τῶν μοναχῶν «φεῦγε καὶ σῴζου». Φεύγεις γιὰ νὰ μὴν ἐπιτρέψεις στὸν ἑαυτό σου νὰ φερθεῖ ἀπρόσμενα καὶ ἀπροκάλυπτα. Ὅμως δὲν ἀρκεῖ μόνο αὐτὴ ἡ κίνηση προφύλαξης, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ προσευχὴ γιὰ νὰ μαλακώσει ἡ καρδιὰ καὶ νὰ ἀσφαλιστεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος εἶπε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα χωρὶς Αὐτόν, «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ὁ Χριστὸς εἶναι τόσο κοντά μας ὅσο μία ἁπλὴ καὶ θερμὴ προσευχή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἔλεγε: τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ νὰ τινάζεσαι ψηλά, νὰ σηκώνεις ἱκετευτικὰ τὰ χέρια σου καὶ νὰ κραυγάζεις στὸν Θεὸ λέγοντας «Κύριε ὅπως μπορεῖς, ὅπως θέλεις, μόνον βοήθησὲ με». Καὶ ὁ Θεός, ποὺ ἀκούει τὶς κραυγὲς τῶν παιδιῶν Του, εἶναι «ταχὺς εἰς βοήθειαν», τρέχει σὰν τὸν ἄνεμο , γρήγορος σὰν τὴν φωτιὰ καὶ δίνει τὴν λύτρωση καὶ τὴν εἰρήνη. Ἡ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἡ ἀντιπυρικὴ ζώνη ποὺ σβήνει τὴν φωτιὰ τοῦ πειρασμοῦ. Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ πιστέψει ὁ ἄνθρωπος στὴν δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει τὰ παιδιά Του καὶ εἶναι τόσο δίπλα τους. Συνήθως ξεφεύγουμε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ μὲ μία φυγὴ καὶ μία ἀδιαφορία, μὲ τὸ αἴσθημα τῆς ἀνωτερότητος καὶ τὴν περιφρόνηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μᾶς προκαλεῖ. Ἴσως ἀπομακρυνόμαστε καὶ μὲ τὸν καθωσπρεπισμὸ τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὸ πρόσωπό μας μὲ τὴν ὀργίλο συμπεριφορὰ μπροστὰ στοὺς ἄλλους, κρύβοντας τὴν φωτιὰ τῆς ἀντίδρασης ποὺ καῖμε μέσα μας στὰ κρυφά. Ὅμως, αὐτοὶ οἱ τρόποι ἀντιμετώπισης εἶναι μόνο ἐγωιστικοί. Ἂς νιώθουμε καλύτερα ἀνθρώπινοι καὶ ἀδύναμοι, ἂς ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ νὰ μὴ στήνουμε ἕναν ἀγγελισμὸ μέσα μας. Ἂν καταφεύγουμε ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας μας στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ προσευχή μας γίνεται πύρινη καὶ τὰ δάκρυά μας σβήνουν τὴν φωτιά. Δὲν εἶναι νὰ ἀφήνουμε τὸν πειρασμὸ νὰ γυροφέρνει καὶ νὰ μᾶς πολιορκεῖ μὲ τοὺς ἐγωισμούς μας, ἀλλὰ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸν μαστιγώνουμε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους».

Ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν μία μεριὰ γλυτώνει τὴν καρδιὰ τοῦ προσευχόμενου ἀπὸ τὴν ἐκδίκηση καὶ τὸ μάλωμα, γιατὶ ζωντανὰ ὁ Θεὸς τὸν ἐπισκέπτεται καὶ τὸν εἰρηνεύει. Αὐτὴ ἡ στάση γίνεται βάλσαμο καὶ εἰρήνευση καὶ τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ ξεκίνησε τὴν ἀντίδραση καὶ τὴν κακία. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ προσεύχεται ἀποπνέει εὐωδία Χριστοῦ καὶ γλυκαίνει καὶ τὸν ἀντίδικο ἀδελφό. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο τὴν ὥρα ἐκείνη, τὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ἡ φωτιὰ δὲν φούντωσε καὶ μὲ τὸν χρόνο ὅλα εἰρηνεύουν. Ἡ προσευχὴ γιὰ τὸν ὀργισμένο ἀδελφὸ κάποια στιγμὴ μέσα στὸν χρόνο ἔρχεται καὶ καρπίζει μὲ καρπὸ ἀγάπης πολλῆς. Ἀρκεῖ νὰ μένει ἡ καρδία σιωπῶσα καὶ προσευχόμενη χωρὶς νὰ διεκδικεῖ τὴν ἄμεση εἰρήνευση, ἀλλὰ νὰ ἀφήνει τὸν Θεὸ νὰ εὐλογήσει. Ἐξάλλου ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἀναβλύζει ἡ προσευχή, ποὺ περιμένει καὶ ἐπιμένει μὲ τὴν πίστη της. Εἶναι ἐγωιστικὸς πειρασμὸς ἡ σκέψη μας αὐτή, ὅτι δηλ. ἐπειδὴ ἐμεῖς ξεπεράσαμε τὴν ὀργὴ ἀπαιτοῦμε ἀμέσως νὰ ἀνταμειφθοῦμε μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἀγάπη τοῦ ὀργισμένου ἀδελφοῦ. Αὐτὴ ἡ προσμονὴ καλλιεργεῖ τὴν ταπείνωσή μας καὶ τὴν ἐπιμονὴ στὴν προσευχή. Ἡ προσευχή μας εἶναι στήριγμά μας, εἶναι ἡ βακτηρία μας. Ἐκεῖνος ποὺ κρατάει τὸ ραβδὶ τῆς προσευχῆς δὲν θὰ σκοντάψει ποτέ, δὲν θὰ πέσει ποτέ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ στὴν ζωή του προσεύχεται καὶ τὶς δύσκολες ὧρες τὶς περνᾶ πιὸ ἁπλὰ μὲ τὸν Θεὸ δὲν θὰ σκοντάψει ποτέ. Ἀφήνουμε στὸν Θεὸ νὰ ἀναλάβει Αὐτὸς τὴν δυσκολία τοῦ ἀδελφοῦ καὶ νὰ τὸν διορθώσει. Καὶ ποιὸς εἶμαι ἐγὼ γιὰ νὰ κρίνω καὶ νὰ διορθώσω τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀνήκει σ’ Αὐτόν; Σὲ ἐμᾶς ἀνήκει μόνο ἡ συγχώρηση καὶ ἡ προσευχὴ τῆς ἀγάπης.

Πρέπει νὰ ποῦμε, ὅμως, ὅτι μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη κρίση τῆς ὀργῆς ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ξεφύγουμε μὲ τὴν προσευχή, συνήθως ἔρχεται βαρὺς καὶ ὁ πόλεμος τῆς στενοχώριας ποὺ μᾶς ἀδίκησαν καὶ ἡ πικρία κατακλύζει πολὺ ἄσχημα τὴν ψυχή μας. Εἶναι τὸ μεγάλο μαρτύριο τῆς θλίψεως ποὺ δουλεύει μέσα μας, ἐπειδὴ μᾶς ἀδίκησαν. Εἶναι ταραχὴ μεγάλη τὸ νὰ ἔρχονται ζωντανὰ στ’ αὐτιά μας, σὰν κύματα ὠκεανοῦ, τὰ λόγια καὶ οἱ βρισιὲς ποὺ μᾶς εἶπαν. Κρατᾶμε τὴν πικρία μέσα μας γιὰ τὴν κακία ποὺ μᾶς ἔδωκε ὁ ἀδελφός. Μπορεῖ νὰ τὸ ξεπεράσαμε τὴν ὥρα τῆς κρίσεως καὶ νὰ ξεφύγαμε τὴν ἀντιπαράθεση, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ πειρασμός, ἡ πικρία καὶ ἡ θύμηση τῆς προσβολῆς, εἶναι τὸ χειρότερο καὶ τὸ πιὸ ψυχοφθόρο. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ κουβαλᾶ τὴν πικρία τοῦ διωκόμενου καὶ ἀδικημένου ὁμοιάζει, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, σὰν ἕνα πιάτο γεμάτο ἀπὸ ἀκαθαρσίες, ὅπου οἱ μύγες τῶν παθῶν καὶ ἡ ψυχολογικὴ ἀπορρύθμιση τὸ βρωμίζουν ἀκόμη περισσότερο. Ἀντιθέτως, ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ προσεύχεται καὶ εὐχαριστεῖ καὶ γιὰ τὴν ἀδικία ὁμοιάζει μὲ πιάτο μὲ μέλι, ὅπου κάθονται σμήνη μελισσῶν, ἀρετῶν δηλ. τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ τότε καὶ σ’ αὐτὴν τὴν συνέχεια τοῦ πειρασμοῦ ἀκόμη πιὸ πολὺ ἔρχεται ἡ προσευχὴ γιὰ νὰ γλυκάνει τὴν καρδιά. Ὅλα ἀπὸ τὸν νοῦ ξεκινοῦν, ἔρχονται στὴν καρδία καὶ ἀνάβει ἡ φωτιά. Ἀπὸ τὸ μυαλό μας βελτιωνόμαστε καὶ ἀπὸ τὸ μυαλό μας καταστρεφόμαστε. Φεύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὀλισθηρότητα τῆς διανοίας, διαφυλάγει τὸν νοῦ του καὶ παράλληλα μιλᾶ στὸν Θεό.

Καὶ ἔβλεπα τὴν ἀδυναμία μου μπροστὰ στὰ λόγια καὶ τὰ σχόλια τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔλεγα πὼς μόνο μὲ τὸν Θεὸ μπορῶ νὰ διαφυλάξω τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς μου. Ἄκουγα τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο νὰ μοῦ λέγει πὼς κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ ἀδικήσει, ἂν ἐγὼ δὲν τὸ θέλω. Ὁ μόνος ποὺ ἀδικεῖ τὴν ψυχή μου εἶναι ὁ κακός μου ἑαυτὸς ποὺ εἶναι φτωχὸς πνευματικὰ καὶ δὲν ξέρει νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ συγχωρεῖ, καὶ κρατᾶ τὴν πικρία καὶ θυμᾶται τὴν κακία τοῦ ἄλλου. Γονάτιζα καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι. Τὰ γόνατά μου εἶναι ἡ δύναμή μου. Ἡ καιόμενη καρδιά μου προσεύχεται στὸν Κύριό μου τὸν Χριστὸ καὶ ἀποθέτει τὸ βάρος της.

Ναί, «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Ἰησοῦ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου