Navigation
- ΑΡΧΙΚΗ
- ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
- ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
- ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΠΟΛΙΤΕΙΑ
- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ Ε.
- ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗ Θ.ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
- ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΖΩΗ
- ΕΠΙΚΑΙΡΑ
- ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
- Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ
- Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
- ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ
- ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821
- ΜΥΡΙΠΝΟΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
- ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
- ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
- π.ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ
- ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ Ι.ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
- ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
- ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
- ΡΗΜΑΤΑ ΖΩΗΣ
- ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑ
- ΩΦΕΛΙΜΑ
Σάββατο 24 Απριλίου 2021
Ἁγίου Ἐπιφανίου, ἐπισκόπου Κύπρου: Ὁμιλία εἰς τὰ Βάϊα
Ἑρμηνεία στὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστῖνου ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν''
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Ἰωάν. 12, 1-18
ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΜΥΡΟ
«Ἡ οὖν Μαρία λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου
πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ»
(Ἰωάν. 12, 3)
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, Κυριακῆς τῶν Βαΐων, μιλάει γιὰ δυὸ ὑποδοχές, ποὺ ἔγιναν στυὸ Χριστὸ λίγες μέρες πρὸ τῶν σεπτῶν παθῶν του. Ἡ μία ὑποδοχὴ ἔγινε στὴ Βηθανία. Ἡ ἄλλη στὰ Ἰεροσόλυμα ἀπὸ ἕνα λαό, ποὺ γεμᾶτος ἐνθουσιασμὸ κραύγαζε τὸ «ὡσαννά» (Ματθ. 21, 9). Ἀλλὰ ὁ ἐνθουσιασμὸς ἐκεῖνος ἦταν πρόσκαιρος καὶ ἐπιπόλαιος. Δὲν περασαν λίγες μέρες καὶ τὰ «ὡσαννά» ἔγιναν «σταυρωθήτω» (Ματθ. 27, 23).
Ἐμεῖς ἐδῶ, σὲ μιὰ σύντομη ὁμιλία, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν πρώτη ὑποδοχή.
* * *
Ἔξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, σὲ ἀπόστασι μικρή, ἦταν τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἕνα μικρὸ χωριό, ποὺ ὠνομαζόταν Βηθανία. Σʼ αὐτὸ τὸ χωριὸ ἔγινε κάτι ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀκούστηκε στὸν κόσμο. Ἕνας νεκρός, ποὺ ἦταν τέσσερις μέρες θαμμένος μέσα στὸν τάφο κʼ εἶχε ἀρχίσει πιὰ ἡ ἀποσύνθεσις, ὁ νεκρὸς αὐτός, ὁ Λάζαρος, ἀναστήθηκε. Ἀναστήθηκε μὲ τὴν κραυγὴ τοῦ Χριστοῦ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11, 43).
Στὴ Βηθανία ζοῦσε ὁ Λάζαρος μαζὶ μὲ τὶς δυὸ ἀδελφές του, τὴ Μάρθα καὶ τὴ Μαρία. Τὰ τρία αὐτὰ ἀδέλφια ἀποτελοῦσαν εὐλογημένη οἰκογένεια. Φίλος δὲ ἀνεκτίμητος τῆς οἰκογενείας αὐτῆς ἦταν ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς τακτικὰ πήγαινε στὴ Βηθανία καὶ ἐπισκεπτόταν τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο σπίτι τῶν τριῶν ἀδελφῶν, ὅπου εὕρισκε μιὰ μικρὴ ἀνάπαυσι. Ἔτσι ἔξι μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς γιὰ τελευταία φορὰ πῆγε στὴ Βηθανία.
Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε μὲ τί αἰσθήματα χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης ἡ οἰκογένεια τοῦ Λαζάρου ὑποδέχθηκε τὸ Χριστό. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστὸς εἶνε παράδεισος. Κι ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶνε ἡ κόλασις. Παράδεισος ἔγινε τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου.
Ἐνὼ ἡ Μάρθα καταγινόταν στὴν κουζίνα γιὰ νὰ προετοιμάση ἐκλεκτὰ φαγητὰ στὸν ἀγαπημένο Διδάσκαλο καὶ τοὺς μαθητάς του, ἡ Μαρία μὲ ἄλλο τρόπο ἔδειξε τὴν ἀπέραντη ἀγάπη κʼ ἐυγνωμοσύνη της πρὸς τὸ Χριστό. Περιμένοντας τὸ Χριστὸ νὰ ἔλθη στὸ σπίτι, εἶχε ἀγοράσει μύρο σπάνιο καὶ πανάκριβο. Τὸ εἶχε βάλει μέσα σʼ ἕνα δοχεῖο, τὸ ἔκλεισε, τὸ σφράγισε καὶ περίμενε νὰ ἔρθη ἡ ὥρα. Καὶ ἡ ὥρα ἦρθε. Καθὼς ὁ Χριστὸς καθόταν καὶ δίδασκε, ἦρθε ἡ Μαρία, ἀποσφράγισε τὸ δοχεῖο, ἄλειψε μὲ τὸ πολύτιμο μύρο τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ξέπλεψε τὰ πλούσια ,αλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέτα καὶ σκούπισε μʼ αὐτὰ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εὐωδία τοῦ μύρου σκορπίστηκε σʼ ὅλο τὸ σπίτι.
Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὸ μύρο αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἦταν, εἶνε καὶ θὰ εἶνε τὸ ἀνεκτίμητο μύρο τῆς ἀνβθρωπότητος. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, τὰ πάντα εὐωδιάζουν. Ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκπέμπεται ὀσμὴ θανάτου.
Ὅλοι ὅσοι εἶδαν ἐκτίμησαν ὅπως ἔπρεπε τὴν πρᾶξι τῆς Μαρίας. Ἀλλʼ ἕνας στεκόταν βλοσυρὸς σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ καὶ σχολίαζε δυσμενῶς τὴν πρᾶξι αὐτὴ τῆς Μαρίας. Ἔλεγε˙ «Δὲν θὰ ἦταν προτιμότερο τὸ μύρο αὐτὸ νὰ πουληθῆ καὶ τὰ χρήματα νὰ μοιραστοῦν στοὺς φτωχούς;» (Ἰωάν. 12, 5). Ἀκούγοντας κανεὶς αὐτὰ τὰ λόγια θὰ νόμιζε ὅτι τὰ ἔλεγε κάποιος ποὺ πραγματικὰ ἀγαποῦσε τοὺς φτωχοὺς καὶ ἐνδιαφερόταν γιʼ αὐτοὺς καὶ δὲν ἤθελε οὔτε μιὰ δραχμὴ νὰ δίνεται ἀλλοῦ. Ἀλλὰ δυστυχῶς αὐτὸς ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ δὲν ἦταν φιλάνθρωπος. Ἔκανε τὸν φιλάνθρωπο. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὴ μάσκα τῆς φιλανθρωπίας ἔκρυβε τὸ φοβερὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ἦταν – ποιός θὰ τὸ περίμενε; - ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἤθελε νὰ πουληθῆ τὸ μύρο καὶ σὰν ταμίας τῆς ὁμάδος τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔκλεβε ὅσο ἤθελε.
Ὁ Χριστὸς ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀπάντησε˙
«Ἰούδα, ἄφησε τὴ Μαρία ἥσυχη καὶ μὴ τὴν ἐλέξγεις.
Διότι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἦταν μιὰ πρᾶξι ἀγάπης,
ἀκόμη δὲ μιὰ πρᾶξι ποὺ προαναγγέλλει,
ὅτι κοντὰ εἶνε ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου καὶ τῆς ταφῆς μου,
ὅπότε σύμφωνα μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθιμο κάθε νεκρὸς ἀλείφεται μὲ μύρο...
Ἄλλωστε οἱ φτωχοί, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλᾶς, εἶνε πάντα κοντά σας,
ἀλλὰ ἐμένα δὲν θὰ μὲ ἔχετε πάντοτε κοντά σας» (Ἰωάν. 12, 7-8).
* * *
Ἑρμηνεία στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστῖνου ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ''
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Φιλιπ. 4, 4-9
Ποῦ ἡ χαρά;
«Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε˙
πάλιν ἐρῶ, χαίρετε»
(Φιλιπ. 4, 4)
Στὸν παράδεισο ἔμεινε τὸ πρῶτο ζευγάρι τῶν ἀνθρώπων ποὺ εὐλόγησε ὁ Θεός. Γιὰ τὰ ἀγαθά, ποὺ ἀπολάμβαναν, ὁ Θεὸς δὲν ζητοῦσε καμμιὰ πληρωμή. Δωρεὰν τὸ φῶς, τὸ νερό, οἱ καρποί, ὁ ἀέρας, τὰ πάντα. Ἕνα μόνο ζητοῦσε ὁ Θεὸς ἀπʼ αὐτούς˙ νὰ ὑπακούουν σʼ ὅ,τι αὐτὸς διέταζε. Καὶ τὸ ζητοῦσε ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλʼ ἐπειδὴ ὅ,τι διατάζει ὁ Θεὸς αὐτὸ εἶνε καὶ τὸ ἀληθινὸ συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος, ὑπακούοντας στὸ Θεό, θὰ ζοῦσε πάντοτε χαρούμενος κʼ εὐτυχισμένος.
Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπάκουσε στὸ Θεό. Ὑπάκουσε στὸ διάβολο. Αὐτὸς σφύριξε στʼ αὐτὶ τοῦ ἀνθρώπου ὅτι εὐτυχισμένος θὰ γίνῃ ἄν πάψῃ νὰ ὑπακούῃ στὸ Θεό. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀντὶ νὰ φράξῃ τʼ αὐτιά του νὰ μὴν ἀκούσῃ τί τὸν συμβουλεύει ὁ πονηρός, ἔδωσε προσοχὴ στὰ λόγια τοῦ διαβόλου καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλʼ ἀπὸ τὴν ὥρα, ποὺ ἡ Εὔα καὶ ὁ Ἀδὰμ παρέβησαν τὴν ἐντολή, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔφυγε ἡ χαρὰ καὶ ἦρθε ἡ λύπη. Δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ μείνουν στὸν παράδεισο. Ἔφυγαν. Ἡ γῆ γέμισε ἀγκάθια. Τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ἐπαναστάτησαν. Ὁ ἀέρας μολύνθηκε, καὶ ἦρθε ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος. Αὐτὰ ἦταν τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀνυπακοῦς, τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων.
* * *