Κάποιος ἀπὸ τοὺς γέροντες τῆς
σκήτης ἀρρώστησε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τροφή. Ὁ μαθητής του τὸν παρακαλοῦσε
πολλὲς μέρες νὰ τοῦ κάνει λίγο φαγητὸ μὲ σιμιγδάλι. Τελικὰ δέχτηκε καὶ ὁ ὑποτακτικὸς
μαγείρεψε καὶ τοῦ ἔφερε νὰ φάει. Ἐκεῖ στὴν κουζίνα ὑπῆρχε ἕνα μπουκάλι μὲ λίγο
μέλι κι ἕνα ἄλλο μὲ λίγο λάδι ἀπὸ λινόσπορο, τὸ ὁποῖο καὶ μύριζε ἄσχημα λόγῳ τῆς
πολυκαιρίας καὶ προοριζόταν γιὰ τὸ λυχνάρι. Ὁ ἀδελφὸς κατὰ λάθος ἔβαλε στὸ
φαγητὸ τοῦ γέροντα ἀπ’ αὐτὸ ἀντὶ γιὰ μέλι. Ὁ γέροντας, ὅταν τὸ δοκίμασε, δὲν ἔβγαλε
μιλιά, ἀλλὰ ἔφαγε σιωπηλός. Ὁ ἀδελφὸς ἐπέμεινε νὰ πάρει καὶ δεύτερη κουταλιά,
κι ὁ γέροντας βάζοντας τὸν ἑαυτό του σὲ νέα δοκιμασία ἔφαγε. Γιὰ τρίτη φορὰ ξανὰ
τοῦ δίνει, ἀλλὰ δὲ θέλησε νὰ φάει λέγοντας:
-«Ἀλήθεια, παιδί μου, δὲν μπορῶ».
Καὶ ὁ ἀδελφὸς γιὰ νὰ τοῦ φτιάξει τὴ
διάθεση τοῦ λέει:
«Ὡραῖο εἶναι, ἀββᾶ μου; Ἄ! κι ἐγὼ θὰ
φάω μαζί σου».
Μόλις ὅμως τὸ
δοκίμασε καὶ ἀντιλήφθηκε τὶ ἔκανε, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ λέγοντας:
-«Ἀλίμονό μου, ἀββᾶ, σ’ ἔκαμα κακό, σὲ
δυσκόλεψα κι ἐσύ μοῦ φόρτωσες τὴν ἁμαρτία ποὺ δὲ μίλησες».
Κι ὁ γέροντας τοῦ λέει:
-«Παιδί μου, μὴ θλίβεσαι. Ἄν ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ φάω μέλι, μέλι θὰ εἶχες βάλει».
Δύο λέξεις, δύο ἀρετὲς φτιάχνουν ὅλη
τὴν ἁγιότητα αὐτοῦ τοῦ γέροντα. Ἡ μία εἶναι ἡ εὐγένεια καὶ ἡ ἄλλη ἡ ὑπακοή. Ἡ πρώτη
εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης στὸν ἀδελφὸ καὶ ἡ δεύτερη εἶναι τὸ βίωμα, τὸ ἐσωτερικὸ
τῆς καρδίας.
Ἡ ἀγάπη τοῦ γέροντα δὲν θέλει νὰ
στενοχωρήσει τὸν ἀδελφὸ καὶ, παρ’ ὅλα τὰ λάθη του, τὸν σκεπάζει, τὸν δικαιολογεῖ
καὶ τοῦ φέρεται μὲ μία λεπτὴ εὐγένεια. Ἐνῶ εἶναι ἄρρωστος καὶ θὰ περίμενε κανεὶς
μία κούραση καὶ μία ἰδιοτροπία καὶ ἀντίδραση, ὅμως ἡ εὐγένειά του κυριαρχεῖ μὲ
λεπτότητα καὶ γλυκύτητα. Ἐκτιμᾶ τὸν ἀδελφό, τὸν βλέπει σὰν εἰκόνα Θεοῦ,
σταλμένο ὡς ἄγγελο Θεοῦ γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει καὶ νὰ τοῦ δώσει αὐτό ποὺ θέλει ὁ
Θεός. Δὲν τοῦ χαλάει χατήρι καὶ οὔτε τὴν χαρὰ τῆς προσφορᾶς. Δέχεται ὅλη τὴν
περιποίηση καὶ δὲν διαμαρτύρεται γιὰ τυχὸν παραλείψεις καὶ ἀστοχίες. Ἡ
γλυκύτητα τῆς εὐγένειάς του εἶναι αὐτὸ ποὺ γεμίζει ὅλη τὴν ὕπαρξή του. Ἡ ὑπομονή
του τρεφόταν ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστη του ὅτι τίποτα στὴν ζωή του δὲν γίνεται, ἂν
δὲν τὸ θέλει ὁ Θεός.
Αὐτὴ ἡ εὐγένεια ποὺ περιγράφεται στὸ
πρόσωπο αὐτὸ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ ποὺ κοσμεῖ τὸν χαρακτῆρα τοῦ κάθε
χριστιανοῦ. Συνήθως παρατηροῦμε μία ἐπίπλαστη εὐγένεια ἀπὸ τοὺς πολλοὺς μὲ ἔντονο
τὸν καθωσπρεπισμό. Οἱ ὑπάλληλοι ἔχουν διδαχθεῖ νὰ ἐξυπηρετοῦν μὲ εὐγένεια τοὺς
πελάτες, ἄσχετα ἂν ἀγανακτοῦν ἐσωτερικὰ καὶ νιώθουν τὸ βάρος τῆς δουλειᾶς νὰ τοὺς
πλακώνει. Πρέπει νὰ εἶναι εὐγενικοὶ, εἰδάλλως θὰ ἀπολυθοῦν. Καὶ ὅταν ζοριστοῦν,
ἡ εὐγένεια γίνεται ἐγωιστικὸ ξέσπασμα θυμοῦ ἢ φυγῆς ἀπὸ τὴν δουλειά. Ἡ εὐγένεια
γίνεται πολὺ ἐκδηλωτικὴ καὶ ἐξυπηρετικὴ, ὅταν ὑπάρχει τὸ χρῆμα καὶ τὸ ὄφελος. Ὅταν
ὑπάρχουν πρόσωπα σημαίνοντα, ἡ εὐγένεια παίρνει τὴν πιὸ ἄθλια ἔκφρασή της καὶ
γίνεται προσωποληψία. Κι ὅταν θὰ πλησιάσει ὁ πτωχὸς καὶ ὁ ἀνήμπορος καὶ ὁ γέρος
γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθοῦν, τότε ἡ εὐγένεια γίνεται περιφρόνηση καὶ ἀποστροφή. Τὰ
παιδιὰ μαθαίνουν νὰ μιλοῦν στὸν πληθυντικὸ καὶ νὰ συμπεριφέρονται μὲ εὐγένεια, ἀλλὰ
ὅλο αὐτὸ γίνεται ἕνας καθωσπρεπισμός ποὺ σκοτώνει ὅλη τὴν καρδιακότητα τῆς
παιδικῆς ψυχῆς. Στὸ ἀνδρόγυνο ὅσο ὁ ῥομαντισμὸς καὶ ἡ ἔνταση τοῦ ἔρωτος διαρκοῦν,
ἡ εὐγένεια εἶναι τόσο ἐκδηλωτική, ἀλλὰ καὶ τόσο ἐγωιστική, μὲ μόνο σκοπὸ νὰ
θέλγει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ καιρό ποὺ ἀρχίζει νὰ βλέπει ὁ ἕνας τὰ ἐλαττώματα
τοῦ ἄλλου, τότε ἡ ἀγένεια τῶν λόγων, ἡ κούραση τῆς σχέσης, οἱ ἐγωιστικὲς ὕβρεις
καὶ ἡ περιφρόνηση τοῦ συντρόφου γίνονται παγιωμένη κατάσταση στὸ σπίτι. Ὅταν θὰ
λείψουν ἡ εὐγένεια τῆς καρδίας καὶ ἡ γλυκειὰ ἔγνοια τοῦ ἄλλου, ἀρχίζει καὶ ὁ
πειρασμὸς ὁ μοιχικὸς νὰ δουλεύει, διότι κάπου ἀλλοῦ ἐγωιστικὰ ψάχνει νὰ πάρει τὸ
ἄτομο τὴν τρυφερότητα. Ἂν γυρίσει νὰ δεῖ κανεὶς στὴν πολιτικὴ καὶ στοὺς
πολιτικούς, ἐκεῖ βλέπει ὅλη τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν διπλωματία ντυμένες μὲ
φανταχτερὴ εὐγένεια, ποὺ μεταφράζεται ὡς ὅσα λέγονται δὲν γίνονται καὶ ὅσα
γίνονται δὲν λέγονται. Καὶ τὸ τραγικὸ ὅλων εἶναι νὰ βλέπει κάποιες στιγμὲς μία ἐπίπλαστη
εὐγένεια καὶ στὸ χῶρο τῶν πνευματικῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὧρες-ὧρες
γίνεται καὶ «καλογερίστικη διπλωματία». Παντοῦ βλέπει κανεὶς μία ἐπίπλαστη καὶ
συμφεροντολογικὴ εὐγένεια καὶ δὲν ξέρει πῶς νὰ φερθεῖ. Βλέπει τὴν εὐγένεια τοῦ ἄλλου
καὶ ἀναρωτιέται ποῦ τὸ πάει καὶ ποῦ θὰ καταλήξει. Ἔλειψε ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ποῦ
νὰ βρεῖ κάποιος τὴν εἰλικρίνεια;
Ὅμως ἀληθινὴ εὐγένεια μοναχὰ κοντὰ
στὸν Θεὸ μπορεῖς νὰ τὴν δεῖς, γιατὶ μόνο ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη
αὐτὴ τρέφεται καὶ ποτίζεται μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι βίωμα ἐσωτερικό. Ὅταν ἡ ἀγάπη
σου στὸν Θεὸ εἶναι πλατειά, τότε μπορεῖς νὰ ἀγαπᾶς τὸν διπλανό σου. Ὅταν
νιώθεις μέσα σου τὴν μεγάλη καὶ ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὲ ἀνέστησε ἀπὸ τὸν
θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ποὺ σὲ τρέφει μὲ τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του καὶ ποὺ
φωτίζει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά σου μὲ τὸν λόγο Του, τότε μπορεῖς νὰ δεῖς τὴν
καρδιά σου νὰ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον σου. Τότε ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι ἀληθινή. Ἡ μία ἀγάπη
κτίζει τὴν ἄλλη ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη στὸν ἀδελφό μας εἶναι πολυποίκιλη μέν, ἀλλὰ ὅμως
ἐκφράζεται μὲ τὴν εὐγένεια. Ἡ εὐγένεια εἶναι τὸ ὄχημα τῆς ἀγάπης. Εἶναι ἡ
γλυκύτητα στὴν προσφορὰ τῆς ἀγάπης, ἡ προθυμία, ἡ χαρά, ἡ πραότητα καὶ ἡ ἀτέλειωτη
διαθεσιμότητά της. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ, ὅτι ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς ἐκεῖνον
ποὺ προσφέρει μὲ γλυκύτητα καὶ χαρά «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός». Ὁ δὲ ἱερὸς
Χρυσόστομος ἔλεγε: ἡ ἀγάπη μας ἂς ἔχει τὰ τρία χαρίσματα τῆς εὐγενείας, τὸ
πρόθυμον, τὸ φαιδρὸν καὶ τὸ ἄφθονον.
Αὐτὴν τὴν εὐγένεια τὴν βλέπουμε πολὺ
ἔντονα στὴν συμπεριφορά τοῦ Κυρίου μας τοῦ Ἰησοῦ Χριστὸ ἀπέναντι στοὺς ἀρρώστους
καὶ ἀνήμπορους. Ἔσκυβε μὲ γλυκύτητα στοὺς τυφλοὺς καὶ ἄκουγε τὸν πόνο τους, διέθετε
τὸν ἑαυτὸ Του γιὰ νὰ τρέξει γιὰ τὴν θεραπεία τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου καὶ ἔκανε ὑπακοὴ
στὴν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου ποὺ τὸν πρόσταζε νὰ κάνει καλὰ τὸν δοῦλο του, ἔδινε
πλουσιοπάροχα τροφὴ στὰ πεινασμένα πλήθη καὶ ἔκανε πορεία κοπιαστικὴ γιὰ νὰ
παρηγορήσει τὶς θλιμμένες ἀδελφὲς τοῦ φίλου του Λαζάρου. Δὲν γόγγυζε οὔτε καὶ ἀπέφευγε
τὴν διακονία τῆς ἀγάπης, ἦταν μόνιμα «ὁ πρᾶος καὶ σώζων». Καὶ χρειάζεται νὰ
προσέχει κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν εὐγένειά του ἀπέναντι σ’ ὅλους ποὺ
διακονεῖ μὲ τὴν ἀγάπη. Χριστιανοὶ εἴμαστε καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ προσφέρουμε εἶναι
γλυκειὰ καὶ χαρούμενη. Τὸ γλυκὸ χωρὶς ζάχαρη δὲν εἶναι γλυκό. Στὸν πτωχὸ ποὺ ἔρχεται
στὴν πόρτα μας τοῦ δίνουμε ὄχι σὰν νὰ κάνουμε κάτι μεγάλο καὶ νὰ στερούμαστε, ἀλλὰ
σὰν νὰ παίρνουμε ἀπ’ αὐτόν. Κι ὅταν σκεφθεῖς πὼς τὰ χέρια τοῦ πτωχοῦ εἶναι ἡ ἀσύλητη
τράπεζα τοῦ Θεοῦ καὶ πὼς οἱ εὐχές του καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη του γίνονται οἱ πιὸ
δυνατὲς προσευχὲς εὐάρεστες στὸν Θεὸ γιὰ σένα, τότε ἡ εὐγένειά σου γίνεται ἀκόμη
πιὸ μεγάλη. Κι ὅταν σκεφθεῖς πὼς ὁ φτωχὸς εἶναι ὁ Χριστὸς δίπλα σου, τότε ἡ εὐγένειά
σου εἶναι τόσο γλυκειά. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνήμπορου βλέπεις τὸν ἴδιο τὸν Χριστό,
Τὸν ἀγγίζεις, Τὸν ἀγκαλιάζεις, Τοῦ πλένεις τὰ πόδια, Τοῦ καθαρίζεις τὰ
τραύματα, Τοῦ δίνεις ψωμί, Τὸν ντύνεις, Τὸν θεραπεύεις. Εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ
ζεῖς αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς καρδιᾶς, ὅτι ὑπηρετεῖς τὸν Χριστό. Αὐτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ
ψηλαφητὴ αἴσθηση εἶναι ποὺ δὲν ἀφήνουν τὴν κούραση νὰ σέ ἐπισκεφθεῖ, οὔτε τὴν ἀγανάκτηση
ἀπὸ τὶς ἰδιοτροπίες τοῦ ἀσθενῆ νὰ σὲ καταλάβει.
Ἡ εὐγένεια τῆς ἀγάπης χτίζεται μὲ τὴν
προσευχὴ καὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ μὲ τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς στέλνει τὸν καθένα γιὰ
νὰ τὸν ὑπηρετήσουμε καὶ εἶναι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος. Ὅταν ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστὸς μὲ τὴν
συνεχῆ Θεία Κοινωνία, τότε αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἀλλοιώνει ὅλα τὰ νοήματα πρὸς εὐσέβεια
καὶ πρὸς τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων σὰν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας,
κάποτε ἀντάμωσε ἕναν πτωχὸ στὸν δρόμο, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ζήτησε χρήματα. Τοῦ ἔδωκε
καὶ ὅταν αὐτὸς τὰ εἶδε, ἄρχισε νὰ τὸν βρίζει, διότι τοῦ φάνηκαν λίγα. Οἱ
διάκονοι ποὺ τὸν συνόδευαν ὅρμησαν νὰ τὸν συνετίσουν καὶ τότε ὁ ἅγιος τοὺς εἶπε
νὰ τοῦ δώσουν πιὸ πολλά. Καὶ τοὺς ἔλεγε τὸ λόγο ποὺ δὲν θύμωσε καὶ δὲν τὸν ἀπόδιωξε:
«Σκεφτόμουνα καὶ ἔβλεπα πὼς ἦταν ὁ Χριστὸς μπροστά μου καὶ δὲν ἤθελα νὰ Τὸν
στενοχωρήσω. Ἔλεγα πὼς μὲ δοκιμάζει πῶς θὰ φερθῶ. Ἐξάλλου, τὰ χρήματα αὐτὰ γιὰ
τὶς ἐλεημοσύνες, Αὐτός μοῦ τὰ στέλνει». Μὲ πόση εὐγένεια πρέπει νὰ κινεῖται
κανεὶς μπροστὰ στὸν κάθε ἀδελφό. Δὲν ἔχει ὅρια ἡ ἀγάπη οὔτε καὶ ρατσιστικὰ
πλαίσια οὔτε καὶ ὑποκρισία. Καὶ ἡ εὐγένεια εἶναι αὐτή ποὺ βγαίνει ἀπὸ μία
καρδιά πλατειά ἀπὸ πνευματικότητα καὶ ἀγάπη.
Ὁ Κύριος στοὺς ἁμαρτωλοὺς
ἦταν πολὺ εὐγενής. Δὲν εἶχε τὴν προκατάληψη τῶν Ἰουδαίων ποὺ περιφρονοῦσαν τὶς
πόρνες καὶ τοὺς τελῶνες. Ἔνιωθε πὼς εἶναι γιατρὸς καὶ ἀσχολεῖται μὲ ὅσους Τὸν ἔχουν
ἀνάγκη. Σήκωσε τὸ παρατσούκλι ποὺ Τοῦ κόλλησαν ὅτι εἶναι «φίλος τελωνῶν καὶ
πορνῶν», διότι πλησίαζε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἀγκάλιαζε μὲ τὴν μετάνοιά των.
Τὴν πόρνη ποὺ ἦρθε στὸ τραπέζι τοῦ Σίμωνα καὶ Τοῦ ἔρριχνε στὰ πόδια Του μύρο ἀναμεμειγμένο
μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας της, τὴν δέχτηκε μὲ χαρὰ καὶ τὴν ἀγάπησε πολὺ καὶ τὴν
συγχώρησε. Μὲ τὴν λεπτή Του εὐγένεια δὲν τὴν ἐξέθεσε στοὺς ἄλλους ζητώντας
δημόσια νὰ ἐξομολογηθεῖ, γιατὶ μιλοῦσαν τὰ δάκρυά της καὶ ἡ καρδιά της. Οὔτε καὶ
ἔδωσε σημασία ποὺ οἱ ἄλλοι Τὸν ἐπέκριναν φαρισαϊκὰ ποὺ τὴν δέχτηκε. Τὴν μετανοοῦσα
γυναίκα δὲν τὴν ἐγκατέλειψε φοβούμενος τὶς ἐπικρίσεις των, οὔτε πειράχτηκε ποὺ
Τὸν ἄγγιζε, οὔτε ντράπηκε ποὺ Τὸν σχολίαζαν, οὔτε φοβήθηκε ποὺ Τὸν μείωναν σὰν
δάσκαλο, ἀλλὰ ἐνίσχυσε τὴν μετανοοῦσα πόρνη καὶ στάθηκε μὲ μεγάλη εὐγένεια ἀγάπης
γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιστεῖ. Ἂν ὅλοι τὴν ἐπέκριναν μὲ τὸν ρατσισμό τους καὶ τὴν
ψευτοαγιοσύνη τους, μὲ ἕναν θρησκευτισμὸ καὶ μία προκατάληψη γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς,
ὁ Χριστὸς ἔβλεπε βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά τῆς πόρνης ποὺ μὲ τὴν μετάνοιά της γινόταν
μαθήτριά Του. Πῶς νὰ συγκρίνει καὶ τί νὰ πεῖ, ὅταν δίπλα Του εἶχε τὸν Ἰούδα ποὺ
ἦταν ὁ μαθητής Του, ποὺ Τὸν συνόδευε παντοῦ στὸ ἔργο Του, ἐνῶ εἶχε καρδιὰ
προδότου καὶ φιλάργυρου κλέφτη; Μὲ πολλὴ εὐγένεια ὁ Κύριος θεράπευσε καὶ τὴν
συγκύπτουσα γυναῖκα χωρὶς νὰ πεῖ λόγια οὔτε νὰ τὴν ἐκθέσει γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ
τὴν ὁδήγησαν στὴν πάθηση αὐτή. Ποτὲ δὲν διαπόμπευσε τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ περίμενε
τὴν μετάνοιά του. Τὸν Πέτρο, ποὺ τρεῖς φορὲς Τὸν ἀρνήθηκε, τὸν κοίταξε μὲ
γλυκύτητα ματιῶν, σπρώχνοντάς τον στὴν μετάνοια. Τὸν Ἰούδα μέχρι καὶ τελευταία
στιγμὴ μὲ εὐγένεια τοῦ μιλοῦσε καὶ ἔτρωγε ἀπὸ τὸ πιάτο του δίνοντάς του ἔτσι τὴν
εὐκαιρία νὰ μετανοήσει. Τὸν περίμενε ἀκόμη καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό Του γιὰ νὰ
κάνει αὐτὸν πρῶτο κάτοικο τοῦ Παραδείσου μὲ τὴν μετάνοιά του, κι ὅμως ἁγνόησε τὴν
ἀγάπη Του.
Καὶ πόσο μιλᾶ γιὰ μᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ εὐγένεια
τοῦ Χριστοῦ! Καὶ ἡ δική μας συμπεριφορὰ ἀπέναντι στὸν ἁμαρτωλὸ σύντροφό μας καὶ
ἀπέναντι στὸ παραβατικὸ καὶ παρασυρμένο παιδὶ μας, καὶ ἀπέναντι στὸν πεπετωκότα
ἀδελφό, πόσο πρέπει νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἐπιείκεια, τὴν ἔλλειψη
διδασκαλικότητος καὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερικὴ ἀναμονὴ γιὰ τὴν ὥρα τῆς
μετανοίας των. Δύσκολα νὰ βλέπεις τὴν πτώση τοῦ ἄλλου, σοῦ φέρνει μία ἀπελπισία
καὶ μία ἀγανάκτηση καὶ μία περιφρόνηση ἄλλοτε. Σὰν νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ καλοὶ κι
αὐτοὶ οἱ ἁμαρτωλοί, τοὺς ἀποφεύγουμε καὶ τοὺς ἀπεχθανόμαστε. Εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς
ἀγάπης μας καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ Φαρισαίου ποὺ κρύβουμε μέσα μας. Ἡ εὐγένεια τῆς ἀγάπης
μας μὲ ὅλη τὴν γλυκύτητά της καὶ τὴν ἀγκάλη της ἀνοίγει τὸν δρόμο καὶ δίνει τὸ
θάρρος στὸν ἁμαρτωλὸ νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς μὲ ἀγάπη γλυκειὰ
ξεπροβόδισε τὸν ἄσωτο υἱό του καὶ πάνω σ’ αὐτὴ στηρίχτηκε αὐτός, γιὰ νὰ γυρίσει
πίσω μετὰ ἀπὸ τὸν κορεσμὸ ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ βρῆκε τὸν Πατέρα
νὰ τὸν περιμένει στὴν πόρτα μὲ ἀνοιχτὴ ἀγκάλη καὶ μὲ καινούργια στολὴ καὶ μὲ
στρωμένο τραπέζι, χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσει γιατὶ καὶ γιατὶ καὶ γιατὶ τὸ ἔκανε. Ἡ εὐγένεια
τῆς ἀγάπης δὲν ἀνακρίνει οὔτε καὶ ἀπαιτεῖ, ἀλλὰ οὔτε καὶ θυμίζει καὶ
ξαναθυμίζει τὰ λάθη τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὰ ρίχνει στὴ λήθη καὶ στὴ συγχώρηση.
Κάποιος ποὺ φαίνεται ὅτι εἶναι μακριὰ ἀπ’ τὸν Θεὸ κι ἁμαρτωλὸς μπορεῖ νὰ γίνει ὁ
πιὸ κοντινὸς Του μὲ τὴν μετάνοιά του.
Ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ φαινόταν καὶ
ὡς δασκάλου στοὺς μαθητὲς Του, ποὺ τοὺς ὑπέμεινε μὲ ὅλη Του τὴν ἀγάπη καὶ τοὺς
φερόταν μὲ βαθεία εὐγένεια. Καὶ ἦταν τόσο δύσκολοι οἱ μαθητὲς Του γιὰ νὰ τοὺς ἐκπαιδεύσει.
Κουβαλοῦσαν τὸν ἐγωισμὸ τους, τὸν λανθασμένο μεσσιανισμὸ καὶ τὴν παραδοσιακὴ
θρησκευτικότητά τους πέρα ἀπὸ τὰ ἄλλα εὐλογημένα χαρίσματά τους. Πρὶν ἀπὸ τὸ
πάθος Του ὁ Χριστὸς ζεῖ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ δυσκαμψία τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου ποὺ
Τοῦ ζητοῦν νὰ τοὺς βάλει ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ Του σὰν ἡγέτες, τότε ποὺ θὰ ἔκανε
τὴν ἐγκόσμια βασιλεία Του. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀντιδρᾶ οὔτε καὶ τοὺς ἐπιπλήττει, ἀλλὰ
τοὺς λέγει εὐγενικὰ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν δὲν τὸν δίκαζαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ὁ Πιλᾶτος
καὶ ὅταν τὸν βασάνιζαν Αὐτὸς σιωποῦσε εὐγενῶς καὶ σπάνια ἔλεγε τὶς ἀλήθειες.
Παντοῦ ἔβλεπες τὴν εὐγένεια τῆς ἀγάπης Του.
Καὶ ἔβλεπα τὸν ἑαυτό μου μέσα ἀπὸ τὸ
πρίσμα τῆς εὐγένειας τοῦ Χριστοῦ μου καὶ τοῦ γέροντα τῆς ἱστορίας. Καὶ ἔβλεπα πὼς
ἦμουν ἀπρόσεκτος στὴν ἀγάπη. Μπορεῖ νὰ δινόμουν μὲ δύναμη στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά
μοῦ ξέφευγε ἡ εὐγένεια καὶ ἡ γλυκύτητά μου. Δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ἐπαγγελματικός,
οὔτε καὶ ὑπαλληλικὸς στὴν ἀγάπη. Χάνω τὸν μισθό μου. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀπρόσωπη,
οὔτε καὶ τυλίγεται μέσα σὲ λίγα χρήματα ἢ σὲ μία ἁπλὴ φράση, εἶναι τρόπος ζωῆς.
Ἡ χαρά μου καὶ ἡ γλυκύτητά μου δίνουν χαρὰ στὸν φτωχό, στὸν ἀδελφό. Δὲν μπορῶ νὰ
τοῦ προσφέρω καὶ ἀμέσως μετὰ νὰ τὸν βάζω καταγῆς καὶ νὰ τὸν λιανίζω μὲ τοὺς ἐλέγχους
μου καὶ τὶς διδασκαλικότητές μου. Θὰ δίνω πλέον τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν εἰρήνη καὶ
τὴν εὐγένεια τοῦ προσώπου μου καὶ ὅλο αὐτὸ ἂς γίνει ὁ δρόμος γιὰ νὰ ἀγαπήσει κι
αὐτὸς τὸν Θεό. Δὲν θὰ τοῦ κάνω πλέον τὸ δάσκαλο, ἀλλὰ ἂς δεῖ τὸν Χριστὸ
κατάματα στὴν δική μου εὐγενῆ ἀγάπη, ποὺ δὲν μιλᾶ, δὲν ζητᾶ, δὲν κρίνει, ἀλλά εἶναι
πάντοτε ἐπιεικής, ὑπομονετικὴ καὶ μὲ γλυκύτητα διαθέσιμη.
Καὶ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ
δώσει τὴν δικιὰ Του εὐγενῆ ἀγάπη, γιὰ νὰ εἶμαι τὰ χέρια Του, γιὰ νὰ εἶμαι τὰ
μάτια Του, γιὰ νὰ εἶμαι τὰ πόδια Του, γιὰ νὰ εἶμαι ἡ καρδία Του, γιὰ νὰ εἶμαι
στὸν τόπο Του, στὸ ἔργο Του καὶ νὰ δοξάζεται τὸ Μέγα Ὄνομά Του μὲ ἐμένα, τὸ
παιδὶ τὸ δικὸ Του.
Από το βιβλίο: ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Μια ιστορία και ένας λόγος στην κάθε μέρα του Σαρανταλείτουργου.
Αρχιμ. Σεβαστιανού Τοπάλη
Αμύνταιο 2018
Δ' Εκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου