Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων
Γράφω, ἐπειδὴ ντρέπομαι. Ντρέπομαι γιατὶ γνώρισα ἀληθινοὺς ἀνθρώπους. Γνωρίζω ὅτι εἶμαι ἐλάχιστος, ἀλλὰ εἶναι ἀληθινοὶ αὐτοὶ ποὺ μοῦ παρέδωσαν ὅσα ἐχω καταλάβει -ἄν κάτι ἔχω καταλάβει σωστά.
(Ἑδὼ παραθέτω ἐλάχιστα, καὶ ὄχι τὰ πιὸ χαρακτηριστικά- μόνον ἀπὸ ἕναν ἅγιο, τὸν ἅγιο Ἰσαάκ τὸν Σῦρο, γιὰ νὰ φανῇ ὅτι αὐτοὶ ποὺ λένε καὶ λένε, δῆθεν θεολογίες –πράγματα χαμένα, ἀσυνάρτητα καὶ ἄσχετα-ὑποστηρίζοντας τὴν παροῦσα πτώσι καὶ προδοσία, δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ τῶν πατέρων, κατὰ τὴν πίστι τῶν πατέρων. Φυσικὰ δὲν εἶμαι ὁ κατάλληλος νὰ λέῃ τέτοια λόγια καὶ ἴσως χάνουν καὶ τὴν ἀξία τους, ὅμως δὲν ξέρω τί ἄλλο νὰ κάμω μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν χαμό. Ἀφοὺ δὲν μιλᾶνε οἱ ποιμένες –πλὴν τῶν ἐξαιρέσεων ποὺ διώκονται ἤ καὶ πεθαίνουν- μιλοῦν οἱ πλίνθοι.)
Ὅπως ἔλεγε ὁ μέγας ἅγιος, Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Σοῦ λέγω καὶ μὴ διστάσῃς, οὔτε νὰ καταφρονήσῃς τὰ ὑπόλοιπα λόγια μου, ὡς ἐλαχίστου, γιατὶ εἶναι ἀληθινοὶ αὐτοὶ ποὺ μοῦ τὰ παρέδωσαν» (ὅλες οἱ παραπομπὲς εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο: Δαμασκηνοῦ μοναχοῦ Ἁγιορείτου: ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ. Γ΄ ἔκδοσις, 2020. Κελλίον Τιμίου Προδρόμου, Ι. Μ. Καρακάλλου, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ)
«Λέγω σοι πρᾶγμα, καὶ μὴ διστάσῃς τούτου, μηδὲ τοῖς λοιποῖς μου λόγοις καταφρονήσῃς, ὡς ἐλαχίστου, διότι ἀληθεῖς εἰσιν οἱ παραδεδωκότες μοι»· ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ σελ.40
Ὅτι κατάλαβα εἶναι ἀπὸ τὰ διαβάσματα τῶν γραφῶν τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀληθινῶν στομάτων καὶ κάτι λίγα ἀπὸ πείρα.
«Καθὼς κατείληφα ἀπό τε τῆς θεωρίας τῶν γραφῶν καὶ τῶν ἀληθινῶν στομάτων, καὶ μικρὸν ἀπ’ αὐτῆς τῆς πείρας» ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣσελ. 39
Ἐπειδὴ ἄκουσα τὰ ἀληθινὰ στόματα ἀληθινῶν ἀνθρώπων (ἀνθρώπων δηλαδὴ ποὺ ζητοῦσαν καὶ ζοῦσαν μόνο τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ) νὰ μιλοῦν, καὶ ἔνοιωσα τὴν καρδιὰ μου νὰ καίγεται στὰ λόγια τους, ντρέπομαι τώρα στοὺς καιροὺς ἐτούτους νὰ ἀκούω τὸ ψεῦδος -ἀπὸ τὰ στόματα τοῦ ψεύδους- νὰ θέλῃ νὰ διώξῃ τὴν ἀλήθεια. Ντρέπομαι νὰ ἀκούω τὴ ψευτολογικὴ τοῦ φόβου καὶ τῆς δειλίας νὰ θέλῃ νὰ διώξῃ τὴν πίστι, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν λογικὴ τοῦ κόσμου.
Βλέπω τὸν διωγμὸ τῆς πίστεως καὶ τὸν διωγμὸ τῶν πιστῶν, ὄχι μόνον ἀπὸ καίσαρες καὶ ἐξουσιαστὲς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ποιμένες –τίποτε τὸ παράξενο «εἰ ἐμἐ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσι». Οὔτε τὰ μυστήρια σεβάστηκαν, οὔτε τὸν ναὸ, οὔτε τὰ ἱερὰ, οὔτε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἀνάστασί Του. Κυνήγησαν τοὺς πιστοὺς, τώρα κυνηγοῦν τοὺς ἱερεῖς. Ἀπαγορεύουν ἀκόμη καὶ νὰ ἐξομολογοῦν, ὅσους δὲν ὑποκύπτουν στὶς ἀντίθεες διαταγές τους. Θέλουν νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἐντολὲς, ποὺ οἱ ἴδιοι δέχτηκαν, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὰ φιλήδονα θελήματά τους.
Αὐτὸ ποὺ μὲ κάνει καὶ ντρέπομαι εἶναι ὅτι βλέπω καὶ ἀκούω χιλιάδες στόματα «ποιμένων» νὰ λένε ψέμματα στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ζητᾶνε ὑπακοὴ γιατὶ «αὐτὸ λέει ἡ ἐκκλησία, αὐτὸ λέει ἡ Σύνοδος καὶ ἡ Σύνοδος εἶναι Σύνοδος Πατέρων, ποὺ φωτίζει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο». Καὶ τὰ λένε αὐτοὶ ποὺ λειτουργοῦν φορῶντας μουρόπανα, σὲ αὐτοὺς ποὺ γιὰ νὰ κοινωνήσουν κατεβάζουν γιὰ κλάσματα τοῦ δευτερολέπτου τὸ δικό τους μουρόπανο καὶ ἀμέσως τὸ ξανανεβάζουν. Καὶ αὐτὰ «τοὺς φωτίζει ὁ Παράκλητος γιὰ νὰ τὰ λένε» -λένε. Αὐτοὶ οἱ τρομοκρατημένοι, οἱ σαρκιολάτρες, οἱ δειλοὶ καὶ φοβισμένοι λένε -καὶ προσπαθοῦν νὰ πείσουν- ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ φώτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλη αὐτὴ ἡ ἀπερίγραπτη κατάστασι.
Ἀπλὰ ἀποδεικνύουν ὅτι ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκαν τίποτα ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅσοι γεύτηκαν τὴν χάρι τοῦ Παρακλήτου, ἄλλα λένε καὶ ἄλλα πράττουν:
Αὐτὸς (ὁ Παράκλητος) δείχνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἁγία δύναμι ποὺ ἐνοικεῖ μέσα του κάθε στιγμή. Τὴν σκέπη –τὴν νοητὴ ἰσχύ- ποὺ σκεπάζει παντοτε τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀποδιώκει ἀπ᾿ αὐτὸν κάθε βλάβη, ὥστε νὰ μὴν πλησιάσῃ στὴν ψυχή του ἤ στὸ σῶμα του.