ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Ὑπάρχει
ἕνας ἀνάπηρος ἄνθρωπος γεμᾶτος αἰσιοδοξία, τόν ἔχω δεῖ μέ τά ἴδια μου
τά μάτια. εἶναι ἕνας στρατιώτης πού πληγώθηκε στόν πόλεμο. Μιά ἐχθρική
σφαῖρα διαπέρασε τό σῶμα του, τόν πλήγωσε δίπλα στή μέση του. Μέ κάλεσε
νά τόν ἐπισκεφθῶ. Μπήκαμε μέσα στό μισοσκότεινο δωμάτιο. Σέ μία μεγάλη
καρέκλα, μέ πλάτη δίπλα στό παράθυρο, καθόταν ὁ γνωστός μου. Μέ κοίταξε
καί μοῦ εἶπε:
«Κάθομαι ἐδῶ ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ καί παρατηρῶ τή ζωή ἀπό τό
παράθυρο. Ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ καί καμιά φορά ἀπό τό ἕνα πρωί ὡς
τό ἄλλο πρωί. Ξέρετε πώς ἐάν ἕνας ἄνθρωπος βρεθεῖ μέσα σ᾿ ἕνα ἄδειο
πηγάδι καί ἀπό κεῖ παρατηρήσει μέρα μεσημέρι τόν οὐρανό, θά δεῖ τά
ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ; Καί ἐγώ παρατηρῶ μέσα ἀπό τό μισοσκόταδό μου τούς
ἀνθρώπους καί μοῦ φαίνονται σάν ἀστέρια λαμπερά πού φέγγουν, κινοῦνται
κυκλικά καί ἀδιάκοπα. Ὅσο συμμετεῖχα στόν στρόβιλο τῆς ζωῆς δέν ἤξερα
ὅτι ἡ ζωή εἶναι τόσο ὡραία καί τόσο γλυκειά. Ἀπό τότε πού ἔχασα τά πόδια
μου, κέρδισα τά μάτια μου. Ναί βλέπω αὐτή τή ζωή ἀπό τότε πού κάθισα σ᾿
αὐτήν τήν καρέκλα. Ἡ ζωή εἶναι ὡραία καί γεμάτη ἁρμονία.
Ἡ
ἀρρώστια δέν εἶναι μεγάλο κακό καί ὁ θάνατος ἐπίσης δέν εἶναι οὔτε
μεγάλο οὔτε μικρό κακό. Δέν αἰσθάνομαι τά πόδια μου καθόλου. Δέν
στηρίζουνε αὐτά ἐμένα ἀλλά ἐγώ κρατῶ τά παράλυτα πόδια μου. Ἄν δέν
ὑπῆρχε αὐτό, θά ἤμουν ὅλος παράλυτος. Αὐτό πού μέ κρατᾶ εἶναι ἡ
ἐσωτερική ψυχική μου αἰσιοδοξία. Ἡ ψυχή μου γιά καιρό ἦταν παράλυτη. Ἡ
ὀπτική τῆς ψυχῆς μου κυρίως ἦταν παράλυτη, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά βλέπει
τήν ὀμορφιά καί τό νόημα αὐτῆς τῆς ζωῆς.
Ἡ
ψυχή μου περιφερόταν στό σκοτάδι καί τῆς φαινόταν ὅλος ὁ κόσμος
σκοτεινός. Ἡ μοναδική της δραστηριότητα ἦταν ἡ ὑποταγή στό σῶμα, ἡ
σκλαβιά στό σῶμα. Τό σῶμα μου ἔσερνε τήν τήν ψυχή πίσω του, ὅπως τραβᾶ ὁ
κυνηγός τόν σκύλο του ἀπό τό λουρί. Ἡ ψυχή μου χοροπηδοῦσε, χόρευε στή
σκόνη καί στή λάσπη, ἀκολουθώντας τό σῶμα, ὑπακούοντας πάντα στήν θέληση
τοῦ σῶματος.
Ἤμουν
ὑγιής ἀλλά δέν τό αἰσθανόμουν. Εἶχα μάτια ἀλλά δέν ἔβλεπα. Οἱ ἀκτῖνες
τοῦ ἡλίου, ἐνῶ μέ ἄγγιζαν χαρούμενα, ἐγώ κατσούφιαζα καί δέν τίς ἔβλεπα.
Τά ἀστέρια μέ ἔβλεπαν, ἀλλά ἐγώ τά ἀπεχθανόμουν καί τά φοβόμουν. Ἤμουν
σάν τυφλοπόντικας, πού κάποιος μέ ἔβγαλε ἔξω στό φῶς καί στόν ἀέρα καί
μπερδεμένος τριγύριζα ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Τρέμοντας ἔσκαβα τή γῆ γιά νά
ξεφύγω ἀπό τόν ἥλιο καί νά χαθῶ πάλι στό σκοτεινό χῶμα τῆς γῆς.
Δόξα
τῷ Θεῷ ἔγινε αὐτός ὁ πόλεμος! Καί δόξα τῷ Θεῷ ὁ ἐχθρός μέ αὐτόν τόν
τρόπο μέ ἔκανε παράλυτο! Αὐτός ὁ ἐχθρός εἶναι γιά μένα ὁ μεγαλύτερος
εὐεργέτης. Ἔχασα τά πόδια ἀλλά κέρδισα τήν ψυχή. Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ
σοφία τοῦ Θεοῦ! Χρησιμοποιεῖ καί τά πιό αὐστηρά μέσα γιά τό καλό μας.
Ἐγώ ἔδωσα μόνο τά πόδια μου γιά τήν ψυχή. Ποῦ νά ξέρατε πόσο περισσότερο
ἀξίζει ἡ ψυχή ἀπό τά πόδια!
Ἀπό τότε πού κάθομαι σ᾿ αὐτήν τήν καρέκλα καί παρατηρῶ τόν κόσμο ἀπό τό
παράθυρο, τακτοποίησα τίς σκέψεις μου καί τά αἰσθήματά μου. Γιά πολύ
καιρό μέσα στό κεφάλι μου καί στήν καρδιά μου ἐπικρατοῦσε χάος. Ὁ
ἄνθρωπος βρίσκει τήν ἁρμονία στήν ζωή καί στόν κόσμο, μόνον ὅταν τήν
βρεῖ μέσα του. Αὐτήν τήν ἐσωτερική ἁρμονία μόλις τώρα τήν βρῆκα.
Ἀπομάκρυνα τό χάος καί τόν φόβο ἀπό μέσα μου. Παλιά αἰσθανόμουν φόβο
ἀκόμη καί γιά ἕνα ἁπλό συνάχι. Σήμερα ὑπάρχουν δίπλα μου δύο παράλυτα
πόδια, πού κάποτε ἥταν βασικά μέλη τοῦ σώματός μου, καί δέν φοβᾶμαι
καθόλου. Μιά ἀνατροπή συνέβη μέσα στήν ψυχή. Τώρα πού ἔγινα πιό
ἄσχημος, ὁ κόσμος μοῦ φαίνεται πιό ὄμορφος. Ὅταν μέ συμπονᾶ ὅλος ὁ
κόσμος, τότε ἀρχίζω νά λυπᾶμαι ὅλο τόν κόσμο».
Ὅπου πίστις ἐκεῖ ἀγάπη
ὅπου ἀγάπη ἐκεῖ εἰρήνη
ὅπου εἰρήνη ἐκεῖ εὐλογία
ὅπου εὐλογία ἐκεῖ ὁ Θεός,
ὅπου ὁ Θεὸς ἐκεῖ οὐδεμία ἀνάγκη.
Ἔτσι
μοῦ μίλησε ὁ παράλυτος ἄνθρωπος. Πόσοι ἀπό σᾶς δέν θά ἔλεγαν: Ἐγώ στή
θέση του θά αὐτοκτονοῦσα. Ὁ ἀριθμός τῶν αὐτοκτονιῶν στήν ἐποχή μας
αὐξανει ἀνησυχητικά καί γιά λόγους λιγότερο σοβαρούς ἀπό ὅ,τι εἶναι δύο
παράλυτα πόδια. Ἡ ἀγωγή καί ἡ διαπαιδαγώγηση παίζει σημαντικό ρόλο στό
θέμα αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος διαπαιδαγωγεῖται ἤ γιά νά γίνει αἰσιόδοξος ἤ γιά
νά γίνει αὐτόχειρας. Ἡ γενιά μας ἔχει διαπαιδαγωγηθεῖ γιά τό δεύτερο. Οἱ
γονεῖς εἶναι οἱ πρῶτοι πού προετοιμάζουν τούς αὐτόχειρες.
Ἡ μάνα γιά παράδειγμα ψιθυρίζει κάθε πρωί στόν γιό της:
«Ἀπόφευγε τούς ἀνθρώπους, γιέ μου». «Οἱ ἄνθρωποι, συνεχίζει ἡ μάνα,
εἶναι ἐγωιστές, φθονεροί καί ψεῦτες». «Ἀπόφευγε τούς ἀνθρώπους, γιέ
μου». «Νά κοιτᾶς μόνο τόν ἑαυτό σου».
Μετά τή μάνα ὁ πατέρας ἐπαναλαμβάνει στό γιό:
«Τί κακός καιρός γιά τό χωράφι». «Πόσο ἄσχημη εἶναι ἡ φύση». «Πόσο
ἀηδιαστικά εἴναι τά ἀνθρώπινα ἔργα». «Πόσο βαρετός εἶναι ὁ ἥλιος».
«Πόσο θλιβερή εἶναι ἡ ζωή».
Ὁ πατέρας καί ἡ μάνα ἐπαναλαμβάνουν στό γιό τους συχνά τά τρελά λόγια
ἑνός ἀπαισιόδοξου ποιητή: «Ἀδελφέ μου, στόν κόσμο δέν ὑπάρχει ἀγάπη».
Δέν
ὑπάρχει μεγαλύτερη καταδίκη αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἀπό αὐτήν. Ὁ κόσμος
ἐπιβιώνει λόγῳ τῆς ἀγάπης. Ἄν πεῖ κανείς πώς στόν κόσμο δέν ὑπάρχει
ἀγάπη, αὐτό εἶναι ἡ πιό φρικτή καί ψευδής καταδίκη τοῦ κόσμου. Μέ τήν
παραπάνω φράση τοῦ ἀποτυχημένου καί ἀπαισιόδοξου ποιητῆ διαπαιδαγωγεῖται
ὁλόκληρη ἡ γενιά μας. Θά βρεῖτε ἑκατοντάδες νέους καί ἡλικιωμένους πού
δέν ξέρουν τό «Πάτερ ἡμῶν» καί δέν διαβάζουν τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά δέν θά
βρεῖτε οὔτε μερικές δεκάδες ἀνθρώπων, πού δέν ἐπαναλαμβάνουν καθημερινα:
Ἀδελφέ μου, σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο δέν ὑπάρχει ἀγάπη. Ὅποιος ὅμως
ἐπαναλαμβάνει αὐτά τά λόγια, δέν σκέφτεται πώς ὑπάρχει σ᾿ αὐτόν τόν
κόσμο τό χαμόγελο καί ἡ χαρά. Ἀκόμη καί οἱ δάσκαλοι καί οἱ καθηγητές
συνεχίζουν νά ὑποτιμοῦν τούς μαθητές κρατώντας τους ἐπίτηδες σέ μιά
μεγάλη ἀπόσταση ἀπ᾿ αὐτούς. Με μιά λέξη σερνόμαστε καί δέν προχωρᾶμε.
Μελαγχολικοί, χλωμοί, συντετριμμένοι ἄνθρωποι περπατοῦν. Ἡ χαρά μας
εἶναι μισή λύπη. Τό χαμόγελό μας δέν μοιάζει μέ τό χρυσαφένιο φῶς τοῦ
ἡλίου, ἀλλά μέ τό χλωμό, μελαγχολικό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. Οἱ πολλοί εἶναι
συνηθισμένοι στήν κλειστή ζωή τοῦ δωματίου. Ἡ διασκέδασή μας φθάνει στά
ὅρια τῆς ἁμαρτίας. Ἐξαιτίας τῆς ἀγωγῆς καί τῆς διαπαιδαγώγησής μας,
ὁλόκληρη ἡ χῶρα μας εἶναι «παράλυτη». Σ᾿ αὐτό ὀφείλεται ἡ ἀπαισιοδοξία
μας, ἡ μελαγχολία καί ἡ θλίψη μας, ἡ ἔλλειψη χαρᾶς. Τό μεγαλύτερο μέρος
τῆς μελαγχολίας μας προέρχεται ἀπό τίς ἐσωτερικέςσυνθῆκες πού ἐπικρατοῦν
στά σχολεῖα, στήν ἐκκλησία, στήν οἰκογενειακή καί στή δημόσια ζωή.
Σπάνιο νά βρεῖ κανείς ἕνα παράλυτο πού νά εἶναι αἰσιόδοξος.
Πολλοί
νομίζουν ὅτι ἔτσι ἁπλά κάποιος εἶναι αἰσιόδοξος καί κάποιος
ἀπαισιόδοξος. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι. Αἰσιοδοξία σημαίνει εὐτυχία, ἐνῶ
ἀπαισιοδοξία σημαίνει δυστυχία. Μεγαλύτερη εὐτυχία γιά ἕναν ἄνθρωπο δέν
εἶναι ἡ ὑγεία, ὁ πλοῦτος, οἱ φίλοι καί ἡ δόξα. Ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία γιά
ἕναν ἄνθρωπο εἶναι νά ἔχει αἰσιοδοξία. Οὔτε μεγαλύτερη δυστυχία γιά ἕναν
ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἡ φτώχεια, ἡ μοναξιά, ἡ ἐγκατάλειψη, ἡ
ἀδικία, ἡ ὁποιαδήποτε δυσκολία καί ἀπώλεια. Ἡ μεγαλύτερη δυστυχία γιά
ἕναν ἄνθρωπο εἶναι νά εἶναι ἀπαισιόδοξος, γιατί ἐνῶ ἡ αἰσιοδοξία
ἀποτελεῖ ὕμνο τῆς ζωῆς, ἡ ἀπαισιοδοξία ἀποτελεῖ ὕμνο στόν θάνατο.
Οἱ
ἄνθρωποι δέν μποροῦν μέ τίποτε νά συνηθίσουν νά παρατηροῦν τά πάντα ἀπό
τήν ὀπτική τῆς αἰωνιότητος. Ὅλα ὅσα παράγει αὐτός ὁ κόσμος, τά παράγει
γιά τήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀγάπη μας καί ἡ φιλία μας εἶναι ἀξεπέραστες στόν
χρόνο, ὅπως καί ὁ κόσμος. Τά μάτια μας κάνουν λάθος ὅταν μᾶς λένε πώς
ὅλα περνᾶνε, ὅπως μᾶς ἐξαπατοῦν γιά τήν κίνηση τοῦ ἡλίου. Ὑπάρχει ἕνα
περιβάλλον πνευματικό ὅπου ὅλα ζοῦν καί κινοῦνται. Αὐτό τό περιβάλλον
εἶναι σταθερό καί ἀκίνητο. Ὅλα ὅσα ἔζησαν στή γῆ, ζοῦν καί σήμερα σ᾿
αὐτό τό πνευματικό περιβάλλον. Ὅλα ὅσα ζοῦν σήμερα, θά ζοῦν αἰώνια σ᾿
αὐτόν τόν πνευματικό τόπο.
Ἡ
ἀγάπη καί ἡ φιλία δέν χάνονται μέ τόν θάνατο, ἀλλά συνεχίζουν νά
ὑπάρχουν σέ μιά πολύ πιό καθαρή καί ἔξοχη μορφή στόν ἄλλο κόσμο.
Ἀνάμεσα
στόν ἄλλο κόσμο καί σ᾿ αὐτόν πού ζοῦμε ὑπάρχουν σύνορα ἐξαιτίας τῆς
μυωπίας μας, καί δέν βλέπουμε τήν συνέχεια, τήν προέκταση αὐτῆς τῆς ζωῆς
μετά τόν θάνατο. Καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε μέ πνευματικά μάτια τό
«τώρα».
Ὅλοι
ἐμεῖς ὑφαίνουμε τό ὑφαντό τῆς ἱστορίας, ἀδέλφια μου. Εἴμαστε ὑφάντες
τῆς ἱστορίας ἀλλά ὑπάρχει καί ἕνας μεγαλύτερος ἀπό μᾶς Ὑφαντής. Ὅλες οἱ
ἡμέρες πού συναποτελοῦν τό παρελθόν, ἀπό μόνες τους δέν θά σήμαιναν
τίποτε, ἄν δέν ἀποτελοῦσαν καί αὐτές μέρος ἑνός ὑφαντοῦ πού εἶναι ἡ ζωή
μας. Ὁ χρόνος ὅλων τῶν ἀνθρώπων στόν κόσμο ἀπό μόνος του δέν θά ἥταν
τίποτε, ἄν δέν εἵχε σάν στόχο του καί περιεχόμενό του τήν δημιουργία
μιᾶς παγκόσμιας σύνθεσης, ἑνός παγκοσμίου ἐργόχειρου ὑφαντοῦ. Κάθε ἔργο
μας μέχρι αὐτήν τήν στιγμή, κάθε λέξη καί κάθε συναίσθημα διατηρεῖται
καί δέν χάνεται ὡς μέρος τῆς προσωπικῆς μας σύνθεσης. Ὅλος ὁ ἡρωισμός
μας καί ὅλη ἡ φαυλότητά μας στέκονται ἀκίνητα στήν ὕφανση τοῦ
παρελθόντος μας.
Ἐμεῖς
οἱ ἄνθρωποι δέν ἀποτελοῦμε θεματοφύλακες τῆς ἱστορίας μας, εἴμαστε μόνο
οἱ ὑφάντες της. Τό παρελθόν διαφυλάσσεται ἀπό Ἐκεῖνον πού δέν λησμονεῖ
τίποτε. Τά κλειδιά τοῦ παρελθόντος κρατᾶ ὁ Ὕψιστος Ὑφαντής, πού
προσεκτικά ἀγρυπνᾶ πάνω ἀπό κάθε νῆμα πού πλέκεται στό ἐργοχειρό Του.
Ἀναλογιστεῖτε φίλοι μου, ποιά εἶναι ἡ συμβολή σας στό τεράστιο αὐτό
ὑφαντό τοῦ Θεοῦ; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι λόγος τῆς αἰσιοδοξίας.
Ἡ αἰσιοδοξία ἀποτελεῖ τό φωτοστέφανο τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας καί τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας.
Αἰσιόδοξος ἥταν ὁ Θεμελιωτής τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ πιό Αἰσιόδοξος ἀπό ὅλους τούς αἰσιόδοξους στόν κόσμο.
Παρέμενε αἰσιόδοξος καί ὅταν ἐγκαταλελειμένος ἀπό ὅλους προσευχόταν
μόνος στόν Θεό, ἐκείνη τήν μοιραία νύχτα πρίν ἀρχίσει ἡ τραγωδία.
Καί τότε πού τόν σύρανε ἀπό τόν Ἡρώδη στόν Πιλᾶτο χλευάζοντάς τον.
Καί τότε πού Τοῦ ἔβαλαν ἀγκάθινο στεφάνι, πού Τοῦ ἔσχιζε τό θεϊκό Του
κεφάλι, καί τότε ὅταν ὑπό τό βάρος τοῦ Σταυροῦ ἔβγαινε ἔξω ἀπό τά
Ἱεροσόλυμα, πού Τόν ἀποχαιρετοῦσαν μέ γέλια, μέ κατάρες καί μέ τόν ἥχο
τῶν ἀδύναμων δακρύων τῶν γυναικῶν.
Καί τέλος ὅταν τό ποτήρι τῆς πίκρας ξεχείλισε καί εἰσῆλθε στήν ἱστορία ἡ λέξη Γολγοθᾶς, πάλι παρέμεινε αἰσιόδοξος.
Αἰσιόδοξοι ἥταν καί οἱ Χριστιανοί μάρτυρες.
Ἀφοῦ οἱ μάρτυρες καί οἱ μεγαλομάρτυρες ἥταν αἰσιόδοξοι, πῶς ἐμεῖς νά εἴμαστε ἀπαισιόδοξοι;
Αἰσιόδοξοι ἥσαν ὅσοι στίς ρωμαϊκές ἀγορές πάλαιψαν μέ ἄγριαθηρία, γιά νά διασκεδάσει ὁ Καίσαρας.
Αἰσιόδοξοι ἥσαν ὅσοι καίγονταν στήν πίσσα στίς πλατεῖες γιά τήν ψυχαγωγία τοῦ Καίσαρα καί τῶν γυναικῶν του.
Αἰσιόδοξοι ἥσαν ὅσοι γύριζαν δεμένοι στόν τροχό καί ὅσοι θάφτηκαν ζωντανοί στήν γῆ.
Αἰσιόδοξοι
ἥσαν ἐκεῖνοι πού δέν γνώριζαν τήν ἰσότητα οὔτε τήν ἐλευθερία τοῦ τύπου.
Πῶς λοιπόν ἐμεῖς νά γινόμαστε ἀπαισιόδοξοι; Γιατί νά γινόμαστε
ἀπαισιόδοξοι;
Οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅταν καίγονταν στή φωτιά φώναζαν: Ἐμεῖς καί πάλι πιστεύουμε.
Αὐτοί καί ὅταν τούς ἔσχιζαν τά θηρία ψιθύριζαν: Ἐμεῖς πάλι ἐλπίζουμε.
Πάνω στόν σταυρό, κλαίγοντας μέ λυγμούς ἔλεγαν:Ἐμεῖς καί τώρα σᾶς ἀγαπᾶμε.
Ἐμεῖς ἀγαποῦμε τήν μαρτυρική ζωή μας καί προσδοκοῦμε μιά καλύτερη ζωή.
Πιστεύουμε στόν Ἕνα καί Παντοδύναμο Θεό πού κυβερνᾶ τόν ἥλιο καί
μετρᾶ ὅλους τούς πόνους μας καί ὅλες τίς ἀδικίες τῶν βασανιστῶν μας.
Αὐτούς
τούς ἀνθρώπους πού τούς κλώτσησαν σάν ἄχρηστες πέτρες, τούς πῆρε ὁ
Θεός, ὁ Κτίστης τῶν πάντων, νά ἀποτελέσουν τό θεμέλιο τῆς ἐκκλησίας Του.
Ἡ ἐκκλησία Του ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερο οἰκοδόμημα αἰσιοδοξίας που
κτίστηκε στή γῆ. Ἡ αἰσιοδοξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν ἀποτελεῖ μία ἁπλῆ
πνευματική θεωρία, γιατί εἶναι δοκιμασμένη καί τεκμηριωμένη.
«Δέν θά μποροῦσα νά ἀποκαλέσω τόν ἑαυτό μου Χριστιανό, ἐάν δέν ἤμουν αἰσιόδοξος.
Καί ἄν ἀποκαλοῦσα τόν ἑαυτό μου Χριστιανό καί δέν ἤμουν αἰσιόδοξος, δέν θά ἤμουν εἰλικρινής Χριστιανός.
Καί ὅλοι ἐσεῖς ματαίως ἀποκαλεῖσθε Χριστιανοί, ἐάν δέν εἵσθε αἰσιόδοξοι.
Ὁ Χριστιανισμός ἀποτελεῖ τό μέγιστο κάστρο αἰσιοδοξίας.
Ὁ Χριστιανισμός θεμελιώνεται στήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη.
Γιατί αὐτά τά τρία μόνο σώζουν: πίστη, ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη.
Ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη συναποτελοῦν τήν αἰσιοδοξία.
Μόνον ἡ αἰσιοδοξία μᾶς σώζει. Ἄν δέν ἔχουμε αἰσιοδοξία, δέν ἔχουμε πίστη.
Χωρίς πίστη εἴμαστε σάν ζῶα πού σήμερα τό πρωί σφαγιάστηκαν στό σφαγεῖο.
Χωρίς τήν αἰσιοδοξία, ὅλοι μας εἴμαστε ἀνάπηροι.
Μεγαλύτερη ἀναπηρία ἔχει ὁ ἄνθρωπος χωρίς αἰσιοδοξία παρά ὁ ἄνθρωπος χωρίς πόδια.
Ὁ Θεός ἐν σοφίᾳ τά πάντα ἔκτισε.
Στό
πρόσωπο τοῦ αἰσιόδοξου καθημερινά πέφτουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, τοῦ
ζεσταίνουν καί τοῦ φωτίζουν τήν ψυχή, ἐνῶ τό πρόσωπο τοῦ ἀπαισιόδοξου
μένει χωρίς τό ἥλιο, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ψυχή του νά εἶναι κρύα καί
σκοτεινή. Ὁ πρῶτος καθημερινά βλέπει τά λουλούδια, ἐνῶ ὁ δεύτερος τόν
σκουπιδότοπο. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει καμμιά δημιουργία χωρίς αἰσιοδοξία.
Ἀδελφοί
μου, ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι. Ἄς ἀτενίσουμε τόν κόσμο μας τήν ἡμέρα, ἄς
δοῦμε ψηλά στόν οὐρανό τήν νύχτα καί ἄς ἔχουμε πίστη στόν Θεό. Ὑπάρχει ὁ
Δημιουργός, ὁ Πλάστης τοῦ κόσμου καί Πατέρας μας. Ἡ σκέψη αὐτή, ἄς
εἶναι ἡ βάση τῆς αἰσιοδοξίας μας. Κάθε σπόρος ἀφοῦ σαπίσει, τότε
βλαστάνει καί γίνεται λουλούδι. Μέ τόν θάνατο ἐμεῖς σαπίζουμε γιά νά
βλαστήσουμε στήν ἄλλη ζωή. Ἐπειδή εἴμαστε παιδιά ἑνός ἀθάνατου Πατέρα,
γι᾿ αὐτό εἴμαστε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀθάνατοι. Τί εἴδους Πατέρας θά ἥταν
αὐτός πού δέν θά δημιουργοῦσε παιδιά ὅμοια μ᾿ Αὐτόν; Ποιός Πατέρας θά
ζοῦσε δισεκατομμύρια χρόνια καί θά εἵχε γιούς τῶν ὁποίων ἡ ζωή δέν
διαρκεῖ οὔτε ἑκατό χρόνια; Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι ἐπειδή κανείς δίκαιος
δέν θά πάει στήν κόλαση καί οὔτε ἕνας μή μετανοιωμένος ἁμαρτωλός στόν
παράδεισο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως γιά νά κατορθώσει νά εἰσέλθει στόν παράδεισο,
πρέπει πρῶτα ὁ παράδεισος νά εἴσέλθει μέσα του. Στήν κόλαση ὁδηγεῖται
αὐτός πού ἡ κόλαση ὑπάρχει ἤδη μέσα στήν ψυχή του. Ὁ παράδεισος εἶναι
ἀθάνατη χαρά καί θεϊκή ἀνύψωση. Ἡ κόλαση αἰώνια λύπη καί ἡ γεμάτη ἐνοχές
καί τύψεις συνείδηση. Ἡ τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἡ ἀνταμοιβή τῶν
Δικαίων εἶναι οἱ ὑψηλότεροι μαθηματικοί νόμοι τῆς οἰκουμένης.
Ἄς
εἴμαστε αἰσιόδοξοι, ἀκόμη καί ὅταν ζημιωνόμαστε, γιατί ἡ ζημιά μας δέν
εἶναι ποτέ ἄστοχη καί χωρίς λόγο. Τά βάσανά μας, εἶναι σημαντικός
παράγοντας στήν συνολική πορεία ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος. Τά βάσανά μας
εἶναι μισθός μέ τόν ὁποῖο πληρώνουμε εἰσιτήριο γιά νά εἰσέλθουμε στόν
τόπο τόν ὁποῖο φωτίζει ὁ Θεός μέ πολλούς ἥλιους.
Ἐγώ
προσωπικά τρεῖς φορές στή ζωή μου ἔφθασα κοντά στόν θάνατο καί μπορῶ νά
σᾶς ἐξομολογηθῶ καί νά σᾶς δώσω τήν μαρτυρία πώς τά ὅσα πέρασα δέν ἥταν
οὔτε φοβερά οὔτε ἀνυπόφορα. Θυμᾶμαι ἐκεῖνες τίς στιγμές μέ χαρά, ἐπειδή
αὐτά τά τρία γεγονότα ὀμορφαίνουν τή ζωή μου καί σήμερα, καί κάνουν τήν
ψυχή μου πιό δυνατή. Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι καί ὅταν μεγαλώνουμε σέ
ἡλικία, ὅπως ὅταν ἤμασταν νέοι. Κάθε ἡλικία ἔχει τό μεγαλεῖο της καί τήν
ὀμορφιά της.
Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι ὡς Χριστιανοί, γιατί στήν πίστη μας βρῆκαν παρηγοριά καί οἱ πιό ἀπαλπισμένοι.
Ἄς αἰσιοδοξοῦμε ὅλοι μας καί ὡς λαός. Δέν μᾶς ξέχασε αὐτός πού
δημιουργεῖ τήν Ἱστορία. Ὁ ρόλος μας στήν Ἱστορία εἶναι σημαντικός καί
ἐξελίσσεται σέ ἀκόμη πιό σημαντικό.
Ὅταν παλεύουμε γιά τήν ἐλευθερία, ἀγωνιζόμαστε γιά κάτι θεϊκό, γιατί ὁ
Θεός εἶναι Πατέρας τῶν ἐλεύθερων καί ὄχι τῶν ὑποδουλωμένων ψυχῶν καί
σωμάτων.
Ἄς σκεφτόμαστε αἰσιόδοξα, ἐπειδή μόνον ἡ αἰσιόδοξη σκέψη φθάνει μέχρι τόν Θεό.
Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι καί μέ τά συναισθήματά μας, γιατί ἡ αἰσιοδοξία
εἶναι τό φάρμακο τῆς λύπης καί ἡ πηγή τῆς ἀληθινῆς καί αἰώνιας χαρᾶς.
Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι καί μέ τά ἔργα μας, ἐπειδή τά καλά ἔργα μας
συνυφαίνονται μέ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, καί διατηροῦνται αἰώνια ὅπως καί τά
ἔργα τοῦ Θεοῦ.
Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι γιατί καί ἡ ἴδια ἡ ζωή εἶναι αἰσιόδοξη καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἡ πιό ὑψηλή ἔκφραση τῆς ζωῆς.
Τό νά εἶναι κανείς αἰσιόδοξος σημαίνει νά ζεῖ καί νά ἐκτιμᾶ δίκαια τό δῶρο τῆς ζωῆς».
Ἀπό τό βιβλίο: “Νά εἴμαστε αἰσιόδοξοι, ὅτι καί ἄν συμβαίνει”
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Πηγή: https://www.hristospanagia.gr