Καὶ πάλι
παραβολὴ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ
πτωχοῦ Λαζάρου.
Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος ποὺ ντυνόταν πάντα μὲ πορφύρα καὶ βύσσο, καὶ καθημερινὰ εἶχε πλούσιο τραπέζι. Ἦταν καὶ ἕνας πτωχός, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, καὶ ἦταν πληγωμένος καὶ πεταμένος στὴν πορτάρα τοῦ πλουσίου, μήπως καὶ φάη κανένα ψίχουλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπεφτα ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, καὶ ἐπὶ πλέον τὰ σκυλιὰ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα νὰ πεθάνη ὁ πτωχὸς καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν οἱ ἄγγελοι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Πέθανε καὶ ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Ἀπὸ τὸν ᾅδη ὅπου βασανιζόταν σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ νὰ ἔχη στὴν ἀγκαλιά του τὸν Λάζαρο. Φώναξε τότε καὶ εἶπε˙ Πατέρα Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ μοῦ δροσίση τὴν γλῶσσα μὲ τὴν ἀκρη τοῦ δακτύλου του, διότι καίγομαι. Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπάντησε˙ Παιδί μου θυμήσου ὅτι σὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθά σου στὴν ζωή σου, καὶ ὁ Λάζαρος ἐπίσης τὰ κακά. Τώρα ἐδῶ καλοπερνᾶ καὶ σὺ ὑποφέρεις. Ἐπὶ πλέον μᾶς χωρίζει χάσμα, ποὺ δὲν μποροῦμε, καὶ νὰ θέλωμε, νὰ τὸ περάσουμε, οὔτε ἐσεῖς ἐδῶ νὰ ‘ρθῆτε. Καὶ εἶπε˙ Σὲ παρακαλῶ νὰ τὸν στείλης στὸ σπίτι μου, διότι ἔχω ἄλλους πέντε ἀδελφούς, νὰ τοὺς μιλήση, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν καὶ ἐκεῖνοι στὸν τόπο αὐτὸ μὲ τὰ βάσανα. Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ˙ Ἔχουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, αὐτοὺς νὰ ἀκούσουν. Καὶ ξανὰ εἶπε˙ Ὄχι, πατέρα Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει καὶ τοὺς μιλήσει, θὰ μετανοήσουν. Γιὰ νὰ τοῦ πῆ τελικά˙ Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τότε, καὶ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθῆ, δὲν θὰ πεισθοῦν.