Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Η ορθόδοξη Πίστη μας του Αρχιμ. Επιφανίου Κ. Χατζηγιάγκου (19ο ΚΕΦ)

 


19. Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

11. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»

 

19.1. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Ἔννοια τοῦ θανάτου

Τὸ 11ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως λέει: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Πρὶν ὅμως ἀναπτύξουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ γεγονὸς ποὺ προηγήθηκε· στὸν θάνατο.

Θάνατος εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴ νέκρωση καὶ τὴ διάλυση τοῦ σώματος. Ὁ θάνατος εἶναι γεγονὸς πανανθρώπινο. Κανένας δὲν ἐξαιρεῖται. Ἐνῶ ὅμως ὁ θάνατος εἶναι τὸ πιὸ βέβαιο γεγονὸς στὴ ζωή μας, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι τὸ πιὸ ἀβέβαιο. Καὶ ὁ λόγος ποὺ μᾶς τὴν ἀπέκρυψε ὁ Θεὸς εἶναι γιὰ νὰ εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι γιὰ τὴν ἀναχώρησή μας.

 

Γιατί ὁ θάνατος;

Ὁ ἄνθρωπος δὲν πλάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ πεθαίνει, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζεῖ αἰώνια. Ὁ θάνατος μπῆκε ἀργότερα στὴ ζωή του, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ἄρα ὁ θάνατος εἶναι παρὰ φύσιν κατάσταση. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ἄνθρωπος ἀποστρέφεται τὸν θάνατο.

Πίσω ὅμως ἀπὸ τὸν θάνατο βρίσκεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἐπιτρέπει τὸν θάνατο «γιὰ νὰ μὴ γίνει τὸ κακὸ ἀθάνατο» (Γρηγ. Θεολ.).

 

Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ ὁ τελωνισμὸς τῶν ψυχῶν

Καὶ ἐρχόμαστε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου. «Τὴν ὥρα ἐκείνη», λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, «ἡ ψυχὴ δὲν θέλει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ προχωρεῖ πρὸς τὰ κάτω καὶ φοβᾶται καὶ τρομάζει» (Λόγ. Β΄ εἰς τὸν Λάζ. καὶ πλούσ.). Ἰδιαίτερα φοβερὸς εἶναι ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν (Ψαλμ. 33,22). Ἀντίθετα, ὁ θάνατος τῶν δικαίων εἶναι ἥσυχος, γαλήνιος καὶ ἤρεμος.

Ὅλες οἱ ψυχὲς μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὸ σῶμα δέχονται ἐπιθέσεις πονηρῶν πνευμάτων ποὺ τὶς διεκδικοῦν. Τὴ φοβερὴ ἐκείνη ὥρα ἡ ψυχὴ περνᾶ ἐξονυχιστικὸ ἔλεγχο ἀπὸ τοὺς δαίμονες γιὰ τὶς πράξεις ποὺ ἔκανε, καὶ διεξάγεται μεταξὺ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων ἕνας σκληρὸς ἀγώνας γιὰ τὸ ποιός θὰ τὴν πάρει. Οἱ δαίμονες κατηγοροῦν τὶς ψυχὲς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκαναν, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι προβάλλουν τὰ καλά τους ἔργα (ἐλεημοσύνες, νηστεῖες, προσευχὲς κ.λπ.). Τὰ πονηρὰ αὐτὰ πνεύματα λέγονται τελώνια.

Ἡ διδασκαλία γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν τελωνίων στηρίζεται στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του· «Ἔρχεται σὲ λίγο ὁ ἄρχοντας τοῦ ἁμαρτωλοῦ αὐτοῦ κόσμου, ὁ διάβολος, γιὰ νὰ μὲ ἐλέγξει, ἀλλὰ δὲν θὰ βρεῖ σ’ ἐμένα τίποτα δικό του» (Ἰω. 14,30). Τὴν ὕπαρξη τῶν τελωνίων δέχονται καὶ πολλοὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἂν τελικὰ ἡ ψυχὴ βρεθεῖ ὅτι ἔζησε «θεάρεστα καὶ μὲ εὐσέβεια», παραλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ «πορεύεται σ’ ἐκείνη τὴν ἀπερίγραπτη  χαρὰ» τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἂν ὅμως βρεθεῖ ὅτι ἔζησε «μὲ ἀμέλεια καὶ ἀσωτία», τότε οἱ ἄγγελοι τὴν ἐγκαταλείπουν μὲ βαθειὰ θλίψη «καὶ τὴν παραλαμβάνουσιν οἱ αἰθίοπες (μαῦροι) ἐκεῖνοι δαίμονες γιὰ νὰ τὴ ρίξουν μὲ ἀπέραντη χαιρεκακία στὶς φυλακὲς τοῦ Ἅδη» (Κυρίλ. Ἀλεξαν., Περὶ ἐξόδου ψυχῆς· P.G. 77,1073C-1076D).

 

19.2. Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

 

Γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ψυχῶν στὸν ἄλλο κόσμο μᾶς δίνει ἀρκετὲς πληροφορίες μιὰ πολὺ σπουδαία παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου (βλ. Λουκ. 16,22-31). Ἀπ’ αὐτὴν μποροῦμε νὰ πάρουμε πληροφορίες γιὰ τὰ ἑξῆς σημαντικὰ θέματα:

1. Πῶς καὶ ποῦ μεταφέρονται οἱ ψυχὲς μετὰ τὸν θάνατο. Οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων μεταφέρονται «ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους» «στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ», δηλαδὴ στὸν Παράδεισο. Ἀντίθετα, οἱ ψυχὲς τῶν ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν μεταφέρονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες «εἰς τὸν τόπον τῆς βασάνου», δηλαδὴ στὸν  Ἅδη.

2. Πῶς ζοῦν οἱ ψυχὲς στὴ μεταθανάτια ζωή τους. Ἡ κατάσταση, στὴν ὁποία πηγαίνει ἡ ψυχὴ μετὰ τὸν θάνατο καὶ παραμένει ἐκεῖ μέχρι τὴ Δευτέρα Παρουσία, ὀνομάζεται «Μέση Κατάσταση». Εἶναι μιὰ κατάσταση ἀναμονῆς, ὅπου προγεύεται σὲ σχετικὸ βαθμὸ αὐτὰ ποὺ θὰ ζήσει σὲ τέλειο βαθμὸ μετὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία. Οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων χαίρονται καὶ εὐφραίνονται, ἐνῶ οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν βασανίζονται καὶ ὑποφέρουν.

3. Ἀδύνατη ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴ μιὰ κατάσταση στὴν ἄλλη. Δὲν μπορεῖ ἡ ψυχὴ ἑνὸς δικαίου νὰ μεταβεῖ στὸν Ἅδη, οὔτε ἡ ψυχὴ ἑνὸς κολασμένου νὰ μεταβεῖ στὸν Παράδεισο. Διότι, ὅπως λέει ὁ Ἀβραάμ, μεταξὺ τῶν δύο καταστάσεων ὑπάρχει «χάσμα μέγα».

4. Οἱ ψυχὲς ἀναγνωρίζονται μεταξύ τους. Ὁ πλούσιος ἀναγνώρισε τὸν Λάζαρο, ἀναγνώρισε καὶ τὸν Ἀβραὰμ ποὺ ἔζησε πολλοὺς αἰῶνες πιὸ πρίν. Ἑπομένως οἱ ψυχὲς ἀναγνωρίζονται μεταξύ τους καὶ μάλιστα σὲ τελειότερο βαθμό.

5. Οἱ ψυχὲς μᾶς θυμοῦνται καὶ προσεύχονται γιὰ μᾶς. Βλέπουμε τὸν πλούσιο νὰ θυμᾶται τοὺς ἀδελφούς του καὶ μάλιστα νὰ ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτούς. Ἑπομένως, οἱ κεκοιμημένοι πατέρες καὶ ἀδελφοί μας μᾶς σκέφτονται καὶ προσεύχονται γιὰ μᾶς. Ἰδιαιτέρως προσεύχονται καὶ πρεσβεύουν γιὰ μᾶς οἱ ἅγιοι, καὶ πιὸ πολὺ ἡ Παναγία.

 

Μετενσάρκωση (ἢ μετεμψύχωση)

Σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία αὐτὴ οἱ ψυχὲς μετὰ τὸν θάνατο ξαναμπαίνουν σὲ σώματα ἄλλων ἀνθρώπων ἢ καὶ ζώων! Ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τὴ μετενσάρκωση, θεωρώντας την πλάνη τοῦ διαβόλου. Ὁ ἀπ. Παῦλος λέει ὅτι «ἅπαξ» (μόνο μιὰ φορά) πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος (Ἑβρ. 9,27). Ἐξ ἄλλου, ἂν μιὰ ψυχὴ εἶχε περάσει ἀπὸ πολλὰ σώματα, ὅταν γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σὲ ποιό ἀπ’ ὅλα θὰ ξαναγυρίσει; Καὶ τὰ ὑπόλοιπα σώματα μὲ ποιά ψυχὴ θὰ ἀναστηθοῦν;

Τὴν θεωρία γιὰ τὴν μετενσάρκωση ὑποστήριζαν πολλοὶ ἀρχαῖοι λαοὶ καὶ φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πλάτωνας. Σήμερα ἀποτελεῖ δόγμα τοῦ Βουδισμοῦ, τοῦ Ἰνδουισμοῦ, τῆς Θεοσοφίας καὶ τοῦ Πνευματισμοῦ.

 

Ἐπικοινωνία μὲ τὶς ψυχές. Τὰ «μέντιουμ»

Μιὰ ἄλλη πλάνη τοῦ διαβόλου εἶναι ὁ πνευματισμός. Εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν κόσμο τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ γίνεται μέσω ἀνθρώπων ποὺ ὀνομάζονται «μέντιουμ». Τὰ μέντιουμ καλοῦν, ὅπως λένε, νεκροὺς μὲ τοὺς ὁποίους συνομιλοῦν καὶ μεταφέρουν μηνύματα στοὺς συγγενεῖς τους. Ἀκόμα μπορεῖ οἱ ἴδιοι οἱ συγγενεῖς νὰ δοῦν τὰ ἀγαπημένα τους πρόσωπα καὶ νὰ συνομιλήσουν μαζί τους.

Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν παραδέχεται αὐτὰ τὰ φαινόμενα, διότι οἱ ψυχὲς ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο πηγαίνουν κατ’ εὐθεῖαν στὸν χῶρο ἀναμονῆς καὶ δὲν ξαναγυρίζουν στὴ γῆ. Ἡ φωνὴ τῶν νεκρῶν ποὺ ἀκούγεται ἢ ἡ μορφή τους ποὺ ἐμφανίζεται εἶναι καθαρὰ σατανικὲς ἐνέργειες. Οἱ δαίμονες μποροῦν ἄριστα νὰ μιμηθοῦν τὴ φωνὴ τῶν νεκρῶν μας ἢ καὶ νὰ πάρουν τὴ μορφή τους. Τὰ μέντιουμ εἶναι ἀσφαλῶς ὄργανα τοῦ διαβόλου.

 

19.3. ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ

 

Εὐχὲς ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων. Μνημόσυνα.

Ὅπως οἱ ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων προσεύχονται γιὰ μᾶς, ἔτσι καὶ ἐμεῖς προσευχόμαστε γι’ αὐτές. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε εἰδικὲς εὐχὲς ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὲς ὅρισε καὶ τὰ Μνημόσυνα, ποὺ τελοῦνται σὲ καθορισμένες μέρες.

Ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ Μνημόσυνα τὶς ἑξῆς ἡμέρες: Τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸν θάνατο («τριήμερα») πρὸς τιμὴν τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναστήθηκε τριήμερος, τὸν ὁποῖο παρακαλοῦμε νὰ συγχωρήσει τοὺς κοιμηθέντας. Τήν ἐνάτη ἡμέρα («ἐννιάμερα») πρὸς τιμὴν τῶν ἐννέα ταγμάτων τῶν Ἀγγέλων, τοὺς ὁποίους παρακαλοῦμε νὰ πρεσβεύουν «ὑπὲρ ἀναπαύσεως» τῶν κοιμηθέντων. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα («τεσσαρακονθήμερα») «γιὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος», ποὺ ἔγινε σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἔχουμε μετὰ τὰ «τρίμηνα», τὰ «ἑξάμηνα», τὰ ἐννιάμηνα» καὶ τέλος τὰ ἐτήσια μνημόσυνα.

Ὅρισε ἐπίσης δυὸ φορὲς τὸν χρόνο, τὰ Σάββατα πρὸ τῆς Ἀπόκρεω καὶ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, τὰ λεγόμενα Ψυχοσάββατα, νὰ τελοῦνται κοινὰ Μνημόσυνα γιὰ ὅσους ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ χωρὶς νὰ τοὺς γίνουν κηδεῖες καὶ μνημόσυνα (σὲ θάλασσες, σὲ ἐρημιές, σὲ πολέμους κ.λπ.), καὶ μᾶς καλεῖ νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν ἀνάπαυσή τους.

Κατὰ τὰ Μνημόσυνα προσφέρονται τὰ κόλλυβα, δηλαδὴ βρασμένο σιτάρι μαζὶ μὲ ἄλλους καρπούς. Τὰ κόλλυβα ἔχουν ἕνα πολὺ διδακτικὸ συμβολισμό. Ὅπως τὸ σιτάρι πέφτει στὴ γῆ, σαπίζει καὶ διαλύεται, ἀλλὰ μετὰ βλαστάνει καὶ δίνει ἕνα νέο φυτό, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει, τὸ σῶμα του θάβεται στὴ γῆ, σαπίζει καὶ διαλύεται, ἀλλὰ κάποια μέρα θὰ ἀναστηθεῖ ὡραιότερο καὶ θὰ ἀποκτήσει μιὰ νέα ζωὴ ἄφθαρτη καὶ αἰώνια.

 

Ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ Μνημόσυνα

Ὑπάρχει ὅμως καμμιὰ ὠφέλεια στὶς ψυχὲς ἀπὸ τὰ Μνημόσυνα; Βεβαίως μετὰ τὸν θάνατο δὲν μποροῦν νὰ ἀλλάξουν κατάσταση οἱ ψυχές. Ὡστόσο τὰ Μνημόσυνα προσφέρουν κάποια ὠφέλεια σ’ αὐτές. Στὴν Ἁγία Γραφὴ βλέπουμε ὅτι ἀναπέμπονται εὐχὲς γιὰ ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν, γιὰ νὰ βροῦν ἔλεος τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως (βλ. Β΄ Μακ. 12,40-43. Β΄ Τιμ. 1,18). Ἀλλὰ καὶ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι οἱ προσευχές, τὰ μνημόσυνα, καὶ ἰδιαιτέρως ἡ μνημόνευση τῶν κεκοιμημένων κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία, ὠφελοῦν πολὺ τὶς ψυχές τους. Μέχρι ποιό σημεῖο ὅμως βοηθοῦν δὲν γνωρίζουμε.   

Μεγάλη ὠφέλεια ἐπίσης προσφέρουν στὶς ψυχὲς καὶ οἱ ἐλεημοσύνες ποὺ γίνονται ἀπὸ ἐμᾶς γι’ αὐτές.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνουμε γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν μας ὠφελοῦν καὶ ἐμᾶς, διότι εἶναι πράξεις ἀγάπης καὶ ὁ Θεὸς τὶς εὐλογεῖ. Τονώνουν ἐπίσης τὴν πίστη μας στὴ μέλλουσα ζωὴ καὶ κρατοῦν ἄσβεστη τὴν ἐλπίδα τῆς συναντήσεως.

 

19.4. Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

 

Τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας

Ἐρχόμαστε τώρα νὰ δοῦμε τὸ σημαντικώτατο δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια διακηρύττει τὸ 11ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ποὺ λέει: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Δηλαδή, περιμένω ἀνυπόμονα, μὲ πόθο καὶ λαχτάρα, τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἡ πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν μαζὶ μὲ τὴν πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ κέντρο τοῦ κηρύγματος τῶν ἀποστόλων.

Τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα ἀναπτύσσει ὁ ἀπ. Παῦλος στὸ 15ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του. Λέει μεταξὺ τῶν ἄλλων ὅτι, ἐὰν οἱ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονται, οὔτε καὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Καὶ ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, ἡ πίστη μας εἶναι μάταιη καὶ χωρὶς περιεχόμενο. Κ’ ἐμεῖς ὅλοι, ποὺ ἔχουμε στηρίξει τὶς ἐλπίδες μας στὸ Χριστό, θὰ εἴμαστε οἱ πιὸ ἄθλιοι καὶ ἀξιολύπητοι ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀλλὰ ὄχι! συνεχίζει ὁ ἀπόστολος. Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή του ἔγινε «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων» (βλ. Α΄ Κορ. 15,14-20), ὁ πρῶτος δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ ἀναστήθηκε, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ (βλ. Ρωμ. 6,9). Τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν. Ἀφοῦ ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ἡ κεφαλή, θὰ ἀναστηθεῖ καὶ τὸ σῶμα του, ἡ Ἐκκλησία, δηλαδὴ ὅλοι οἱ πιστοί.

 

Ἔννοια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν

Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε ἀνάσταση νεκρῶν;  Σύμφωνα μὲ τὴ θεία ἀποκάλυψη, πρῶτον· αὐτὸ τὸ σῶμα, ποὺ θάφτηκε στὴ γῆ καὶ διαλύθηκε, θὰ ξαναδημιουργηθεῖ. Δηλαδὴ τὰ στοιχεῖα (ὑλικὰ) ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν θὰ ἑνωθοῦν ξανὰ καὶ θὰ δημιουργήσουν τὸ ἀρχικὸ σῶμα. Δεύτερον· ἡ ψυχή, ἡ ὁποία μὲ τὸν θάνατο χωρίστηκε ἀπὸ τὸ σῶμα, θὰ ἐπιστρέψει καὶ θὰ ἑνωθεῖ ξανὰ μ’ αὐτό. Καὶ τρίτον· τὸ σῶμα θὰ πάρει ζωὴ καὶ θὰ ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο γιὰ νὰ ζήσει τὴν αἰώνια ζωή.

 

Ἀντιρρήσεις

Τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ τὴ δεχτεῖ κάποιος, γιατὶ προσκρούει στὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ ἐμπειρία. Πῶς εἶναι δυνατόν, τὸ σῶμα ποὺ σαπίζει στὴ γῆ καὶ διαλύεται καὶ τὸ τρῶνε τὰ σκουλήκια νὰ ἀναστηθεῖ; Ἀπαντοῦμε.

1.  Τὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν δὲν θὰ τὸ ἐνεργήσει κάποια ἀνθρώπινη δύναμη. Θὰ τὸ ἐνεργήσει παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀδύνατο (βλ. Λουκ. 1,37). Ὅπως μὲ τὸν παντοδύναμο λόγο του δημιούργησε τὸ Σύμπαν, καὶ μάλιστα χωρὶς προϋπάρχουσα ὕλη, ἔτσι καὶ τώρα θὰ ἀναστήσει τὰ νεκρὰ σώματα.

2.  Τὸ ἀπαιτεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. «Διότι βλέπουμε πολλοὶ δίκαιοι νὰ ἀδικοῦνται, ἐνῶ πολλοὶ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἄδικοι νὰ εὐημεροῦν μὲ πλούτη καὶ ἀπολαύσεις. Θὰ ὑπάρξει λοιπὸν ἀνάσταση. Διότι εἶναι δίκαιος ὁ Θεός “καὶ ἀνταμείβει αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τὸν εὐαρεστήσουν” (Ἑβρ. 11,6)… Καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ ψυχὴ ἐργάστηκε τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα, μαζὶ θὰ πάρουν καὶ τὶς ἀμοιβὲς καὶ τὶς τιμωρίες» (Ἰω. Δαμασκ., Περὶ ἀναστάσεως 27 [100] σελ. 444).        

3. Τὸ σῶμα ἔχει ἁγιασθεῖ μὲ τὸ Βάπτισμα, ἔχει τραφεῖ μὲ τὴ Θεία Κοινωνία καὶ ἔγινε «ναὸς τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 3,16.) «Πῶς λοιπὸν τὸ σῶμα θὰ παραδοθεῖ στὴ φθορὰ καὶ δὲν θὰ μετέχει στὴ ζωή, αὐτὸ ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου;» (ἁγ. Εἰρην., Αἱρέσ. Δ΄ XVIII· Μigne 7,1028-29).

 

Μαρτυρίες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ

Ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Μᾶς τὴ φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὴν Ἁγία Γραφή.

1) Μαρτυρίες ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη

Ὁ προφήτης Ἠσαΐας διακηρύττει: «Θὰ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροὶ καὶ θὰ σηκωθοῦν αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται στὰ μνήματα» (Ἠσ. 26,19). Ἀναφορὰ γίνεται καὶ στὸ βιβλίο Β΄ Μακκαβαίων, ὅπου ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἡρωικοὺς ἀδελφοὺς εἶπε στὸν τύραννο ποὺ τὸν βασάνιζε: «Ἀπὸ τὸν οὐράνιο Θεὸ ἔχω λάβει αὐτὰ τὰ μέλη (τοῦ σώματός μου) καὶ γιὰ τοὺς νόμους του τώρα τὰ περιφρονῶ καὶ τὰ θυσιάζω, ἀλλὰ καὶ ἀπ’ Αὐτὸν ἐλπίζω νὰ τὰ ἀποκτήσω κάποια μέρα» (Β΄ Μακ. 7,11). Τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ κείμενο τῆς Π. Διαθήκης, ποὺ μιλᾶ γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, εἶναι μιὰ προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ. Πρόκειται γιὰ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ προφήτης, κατὰ τὸ ὁποῖο βρέθηκε σὲ μιὰ πεδιάδα γεμάτη ἀπὸ ὀστᾶ ἀνθρώπων. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κήρυξε σ’ αὐτὰ καὶ ἀμέσως συναρμολογήθηκαν, καλύφθηκαν μὲ σάρκα καὶ δέρμα, καὶ τέλος πῆραν ζωή (βλ. Ἰεζ. 37,1-14).

2) Μαρτυρίες ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη  

α) Πρώτη καὶ κύρια μαρτυρία εἶναι τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς διαβεβαιώνει: «Θὰ ἔλθει ἡ ὥρα ποὺ ὅλοι ὅσοι βρίσκονται στὰ μνήματα θὰ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅσοι ἔπραξαν ἔργα ἀγαθά, θὰ ἀναστηθοῦν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴ αἰώνια. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἔπραξαν τὰ κακὰ θὰ ἀναστηθοῦν γιὰ νὰ κατακριθοῦν» (Ἰω. 5,28-29).

β) Δεύτερη εἶναι τοῦ ἀπ. Παύλου ποὺ λέει: «Ἐφ’ ὅσον πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς κ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν πεθάνει μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ θὰ τοὺς ἀναστήσει καὶ θὰ τοὺς πάρει μαζί του στὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ νὰ ζήσουν μαζί του» (Α΄ Θεσ. 4,14).

γ) Ὁ ἴδιος ἀπόστολος κάνει ἐκτενῆ λόγο γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στὸ 15ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του.

Καὶ μιὰ ἄλλη ἀπόδειξη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ προφητεῖες. Οἱ περισσότερες ἀπ’ αὐτὲς ἔχουν ἐκπληρωθεῖ κατὰ γράμμα. Αὐτὸ μᾶς ἐγγυᾶται ὅτι καὶ οἱ προφητεῖες ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ θὰ ἐκπληρωθοῦν κι αὐτές.

 

Μαρτυρίες ἀπὸ τὴ φύση

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ Θεὸς φρόντισε τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν νὰ τὸ φανερώσει καὶ μὲ παραδείγματα ἀπὸ τὴ φύση. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν σπόρο τοῦ σιταριοῦ, ποὺ ἔχουμε ἀναφέρει, ὁ ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἰεροσολύμων προσθέτει: «Χειμώνας τώρα. Τὰ δένδρα εἶναι σὰν νεκρά. Ποῦ εἶναι τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς ἢ τοῦ ἀμπελιοῦ; Τὴν ἄνοιξη ὅμως ζωντανεύουν, ξαναντύνονται τὰ φύλλα τους σὰν νὰ ἀνασταίνονται νεκρὰ ἀπὸ τὸν τάφο. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς γνωρίζει τὴν ἀπιστία σου, γι’ αὐτὸ κάθε χρόνο ἀναπαριστάνει μ’ αὐτὰ τὰ φυσικὰ φαινόμενα τὴν ἀνάσταση, γιὰ νὰ πιστέψεις ὅτι αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὰ ἄψυχα, συμβαίνουν καὶ στὰ ἔμψυχα καὶ λογικὰ δημιουργήματα» (Κατήχ. ΙΗ΄, Στ΄-Ζ΄).

 

Πῶς θὰ γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν

Ἂς δοῦμε ὅμως πῶς περιγράφει ὁ ἀπ. Παῦλος τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γράφει στὴν Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του: «Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ πρόσταγμα, μὲ φωνὴ ἀρχαγγέλου καὶ μὲ σάλπιγγα Θεοῦ θὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ οἱ νεκροὶ ποὺ εἶχαν πεθάνει πιστοὶ στὸ Χριστὸ θὰ ἀναστηθοῦν πρῶτοι. Ἔπειτα ἐμεῖς, ὅσοι θὰ ζοῦμε ἀκόμα τότε, μαζὶ μὲ αὐτοὺς θὰ ἁρπαχθοῦμε μὲ σύννεφα γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Κύριο μετέωροι στὸν ἀέρα. Καὶ ἔτσι θὰ εἴμαστε πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο» (Α΄ Θεσ. 4,16-17).

Καὶ ἀλλοῦ: «Θὰ σαλπίσει ὁ ἄγγελος καὶ οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν ἄφθαρτοι. Καὶ ὅσοι θὰ ζοῦμε τότε θὰ ἀλλάξουμε. Καὶ θὰ ἀλλάξουμε διότι πρέπει τὸ φθαρτὸ αὐτὸ σῶμα νὰ ντυθεῖ ἀφθαρσία καὶ τὸ θνητὸ αὐτὸ σῶμα νὰ ντυθεῖ ἀθανασία» (βλ. Α΄ Κορ. 15,51-55).

Βλέπουμε κ’ ἐδῶ ὅτι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θὰ γίνει κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Καὶ οἱ μὲν νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν «ἄφθαρτοι», ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ζοῦν θὰ ἀλλάξουν ὡς πρὸς τὸ σῶμα· θὰ γίνει καὶ αὐτῶν τὸ σῶμα ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο, ὅπως αὐτῶν ποὺ ἀναστήθηκαν.

 

Πῶς θὰ εἶναι τὰ ἀναστημένα σώματα

Ὅπως συμπεραίνουμε ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα, τὰ ἀναστημένα σώματα θὰ εἶναι ὅπως τὰ τωρινά, ἀλλὰ θὰ ἔχουν διαφορετικὲς ἰδιότητες. Θὰ εἶναι ἄφθαρτα καὶ ἀθάνατα. Δὲν θὰ ἔχουν τὶς φυσικὲς ἀνάγκες ποὺ ἔχουν τώρα. Δὲν θὰ πεινοῦν, δὲν θὰ διψοῦν, δὲν θὰ πονοῦν, δὲν θὰ ἀρρωσταίνουν, οὔτε καὶ θὰ πολλαπλασιάζονται (βλ. Ματθ. 22,30).

Ὅλα τὰ σώματα θὰ ἀναστηθοῦν. Ἀλλὰ ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγ. Κύριλλος δὲν θὰ εἶναι ὅλα τὰ ἴδια. Οἱ δίκαιοι θὰ λάβουν σῶμα «ἐπουράνιον» (Α΄ Κορ. 15,40), γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Θὰ εἶναι ἔνδοξο καὶ λαμπρό, σὰν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Ἀνάσταση (βλ. Φιλιπ. 3,20-21). Ἀντίθετα, τὰ σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ ἀναστηθοῦν κι αὐτά, διότι ἡ ἀνάσταση εἶναι κοινὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, θὰ εἶναι ὅμως σκοτεινὰ καὶ ἀπαίσια. Θὰ εἶναι κι αὐτὰ ἄφθαρτα καὶ ἀθάνατα, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν αἰώνια μακαριότητα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπομένουν αἰώνιες τιμωρίες.

 

Ἡ πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν

Ἡ πίστη αὐτὴ καὶ ἡ ἐλπίδα στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἰεροσολύμων, εἶναι «ρίζα κάθε ἀγαθοεργίας». Ὅποιος πιστεύει ὅτι τὸ σῶμα του θὰ ἀναστηθεῖ, φροντίζει νὰ τὸ διατηρεῖ καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο. Καί, σὰν στολὴ τῆς ψυχῆς του, δὲν τὸ μολύνει μὲ πορνεῖες καὶ ἄλλες ἀκαθαρσίες (Κατήχ. ΙΗ΄).

Ἀντίθετα, ὅποιος δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ στὴν ἀνταπόδοση, θὰ κυλιέται στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας χωρὶς κανένα φραγμό. Ὅπως πολὺ εὔστοχα συμπεραίνει ὁ ἀπ. Παῦλος, «ἂν οἱ νεκροὶ δὲν θὰ ἀναστηθοῦν, τότε ἂς ἐφαρμόσουμε ἐκεῖνο ποὺ λένε οἱ ἄπιστοι καὶ ὑλιστές: “Ἂς φᾶμε κι ἂς πιοῦμε, διότι αὔριο πεθαίνουμε”» (Α΄ Κορ. 15,32).


Από το βιβλίο "Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΙ ΜΑΣ"


                   ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΠΡΗΣ Χ & ΣΙΑ Ο.Ε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου