Μία ιστορική αναδρομή τις φρικαλεότητες του Ραφέτ Πασά της Σαμψούντας και του ηρωισμού των Ποντίων - Μετά από 18 ημέρες μαχών, 95 γυναικόπαιδα ζήτησαν από τους αντάρτες να τους σκοτώσουν για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων
Γράφει ο Παναγιώτης Σαββίδης
Την περίοδο 1915- 1922 στο δυτικό τμήμα του Πόντου, όπου μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού ήταν τουρκόφωνοι, αναπτύχθηκαν και έδρασαν ένοπλα αντάρτικα σώματα, προκειμένου να προστατεύσουν τα ελληνικά χωριά της περιοχής, από τους διωγμούς και τη μανία των Τούρκων. Η ένοπλη οργάνωση στάθηκε σχετικά σωτήρια για τον ελληνισμό του δυτικού Πόντου, αφού έως τότε είχε πληρώσει βαρύ φόρο αίματος από τις συνεχείς εκτοπίσεις, που αφάνισαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού.
Σπουδαιότερα κέντρα αντίστασης ήταν η Αμισός, η Πάφρα, η Οινόη, η Θέρμη (Τέρμε), η Αμάσεια, η Ορντού κ.α. Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, στα Απομνημονεύματά του για τον Πόντο αναφέρει για τη δημιουργία των ανταρτικών σωμάτων: “Η βίαιη ένταξη στα “Τάγματα εργασίας” (Αμελέ Ταμπουρού) έγινε αφορμή να γεννηθούν τ’ ανταρτικά σώματα των Ποντίων. Πολλοί άνθρωποι αντιδρώντας και ζητώντας να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο δραπέτευσαν απ’ τα εργατικά τάγματα και κατέφευγαν στα βουνά, όπου ζούσαν κατά μικρές ομάδες που συχνά κατέβαιναν ως τα χωριά τους. Εφοδιάστηκαν σιγά-σιγά με όπλα και πολεμοφόδια και έτσι μπορούσαν τώρα να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Τούρκων”.
Η αιματοβαμμένη σπηλιά…
Στο βιβλίο του “Πάφρα του Πόντου. Η χώρα των γενναίων” ο πρωτοπρεσβύτερος, και διδάκτωρ του ποιμαντικού τμήματος της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Νικόλαος Κυνηγόπουλος περιγράφει την τραγωδία της σπηλιάς της Παναγίας στο βουνό Ότκαγιά, στον δυτικό Πόντο, όπου είχαν αναζητήσει καταφύγιο Έλληνες αντάρτες και γυναικόπαιδα χωριών της περιοχής. Στο ίδιο σημείο, υπήρχε παλιότερα το μοναστήρι της Παναγίας του Οκτκαγιά, γνωστή και ως Παχατσάχ Παναγιασί (σημαίνει “Η Παναγία που κάνει τον τυφλό να βλέπει”), ερείπια του οποίου ακόμα διασώζονται. το τέλος ανταρτών και γυναικόπαιδων στη σπηλιά της Παναγίας, συγκλονίζει…
Γράφει συγκεκριμένα ο π. Νικόλαος Κυνηγόπουλος
‘Ηταν δε πολύ ανήσυχος και νευριασμένος που δεν μπόρεσε να υποτάξει τους αντάρτες της περιοχής της Σαμψούντας. Ο Ραφέτ πήρε τηλέφωνο στη στρατιωτική διοίκηση της Πάφρας και έδωσε αυστηρή εντολή στον μπίνμπαση Μεχμέτ Αλή να αφανίσει τους γκιαούρηδες που τρύπωσαν στην απόκρυφη κουφάλα του βουνού.
Ο Μεχμέτ την όλη επιχείρηση την ανέθεσε στον αιμοβόρο Τούρκο υπαξιωματικό της περιοχής, τον Ταλίπτσαούς και του είπε: Πεντακόσιες λίρες από μένα και όλα όσα βρεις στα κουφάρια των απίστων. Την άλλη μέρα χαράματα ξεκίνησαν τα μπουλούκια των Τούρκων φορτωμένα με τρόφιμα και πυρομαχικά, με ζουρνάδες και νταούλια σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι.
Το μεσημέρι έφτασαν στα απόκρημνα βράχια του Ότκαγια και η επίθεση άρχισε. Οδηγήθηκε όμως σε αποτυχία, αφού σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι.
Ο Ταλίπ φώναζε στους ζαπτιέδες του βγάζοντας το μαστίγιό του:
“Κιοτήδες! Γομάρια! Να σκαρφαλώσετε γρήγορα στα βράχια και να μου φέρετε αμέσως τα κεφάλια αυτών που τόλμησαν να αντισταθούν”! Και δεύτερη επίθεση απέτυχε. Ώρες ολόκληρες ο τουρκικός στρατός δέχονταν τις βρισιές και τις απειλές του Τσαούς αδιαμαρτύρητα. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν και τη δεύτερη μέρα αλλά όλες απέτυχαν. Στις επιθέσεις της τρίτης ημέρας ο ίδιος ο Ταλίπ τραυματίστηκε στον ώμο και έχασε δέκα Ζαπιτιέδες. Παρά ταύτα οι επιθέσεις συνεχίστηκαν και την τέταρτη μέρα. Τέλος απελπισμένος και τσακισμένος ο Τσαούς αναγκάστηκε να ζητήσει ενίσχυση από την Πάφρα.
Άρχισε νέα επίθεση που κράτησε τρεις ώρες. Τελικά απέτυχε και αυτή. Ο Μεχμέτ έγινε θηρίο από το κακό του. Δεν ήθελε να δει κανένα μπροστά του. ‘Ολη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Τη δεύτερη μέρα έγινε νέα επιχείρηση, η οποία όμως είχε χειρότερα αποτελέσματα. Τότε προσπαθώντας να βρει λύσεις για αποτελεσματική ενέργεια, βρίσκει άλλο καταλληλότερο μέρος για τα κανόνια του και σφυροκοπεί το στόμιο της σπηλιάς επί μια ώρα. Σε λίγη ώρα άλλη επίθεση αρχίζει, το αίμα χύνεται άφθονο στη γη και βάφει με κόκκινο χρώμα τα βράχια. Οι χαράδρες γεμίζουν από πτώματα.
Ύστερα από τις αποτυχίες αυτές, μοναδική ελπίδα για την κατάληψη της σπηλιάς απέμεινε να πέσει από μόνη της, αφού εξαντληθούν τα πολεμοφόδια των γκιαούρηδων. Την άλλη μέρα φάνηκε από τη μερια των Ρωμιών έλλειψη πυρομαχικών. Έστειλε το απόγευμα ο Μεχμέτ Ντελάλη για να ζητήσει ειρήνευση.
Επειδή δε φαίνονταν καμία άσπρη σημαία τον Ντελάλη με τρεις αξιωματικούς για να πλησιάσουν πιο κοντά στη σπηλιά. Μετά από τρία λεφτά η απάντηση ήρθε με πυροβολισμούς. Οι δύο τραυματίστηκαν και επέστρεψαν άπρακτοι.
Ο Μεχμέτ από το κακό του έσπασε το σπαθί του, γκρέμισε τη σκηνή του και κυλίστηκε χάμω. Τα χείλη του έτρεμαν. Οι αξιωματικοί του νόμισαν ότι τρελάθηκε. Όταν συνήλθε λίγο, διέταξε τα πυροβόλα να φράξουν την πόρτα της σπηλιάς με οβίδες. Μετά διέταξε γενική επίθεση, αφού προειδοποίησε όλους πως όποιος γυρίσει πίσω χωρίς να κυριευτεί η σπηλιά θα αποκεφαλιστεί σαν το πρόβατο.
Οι στρατιώτες του στη συνέχεια χύμηξαν απάνω και σκαρφάλωσαν στα μονοπάτια. Κοντά στη σπηλιά άναψε θανατερή μάχη. Ο Μεχμέτ ρίχτηκε και εκείνος στη φωτιά με το πιστόλι του. Ξαφνικά σταμάτησαν τα πυρα των στρατιωτών και των Ρωμιών.
Οι Τούρκοι μόλις άκουσαν τη φωνή χάρηκαν και χωρίς εμπόδιο πλέον όρμησαν στη σπηλιά μέσα πατώντας στα πτώματα των ανταρτών, που ήσαν αγκαλιασμένα. Σε τρία λεπτά η σπηλιά έγινε κόλαση. Ακούγονταν ουρλιαχτά και κλάματα. Οι φρικτές σκηνές της βίας, ατίμωσης, των οργίων και του θανάτου διαδέχονταν η μία την άλλη ώρες ολόκληρες. Οι κραυγές πόνου, ντροπής, φρίκης αντιλαλούσαν στη σπηλιά της Παναγιάς χωρίς τελειωμό. Τα μπουλούκια των αποκτημένων κακούργων, αφού κόρεσαν όλα τα βρωμερά και βάρβαρα ένστικτά τους έσυραν τα γυναικόπαιδα έξω από τη σπηλιά και τα οδήγησαν στο κοντινό τούρκικο χωριό Τζαχιούρ.
Ο ίδιος ο Μεχμέτ πήγε στην Πάφρα και ανήγγειλε στο Ραφέτ την επιτυχία του. Στην πλατεία του χωριού Τζαχιούρ ατίμασαν ομαδικά τις γυναίκες και τα κορίτσια και ντουφέκισαν τα παιδιά. Το αχαλίνωτο όργιο και η σφαγή συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ. Την άλλη μέρα ο Μεχμέτ διέταξε και έκοψαν τα κεφάλια τριάντα ανδρών. Τα έβαλε σ’ ένα τσουβάλι και τα έστειλε στη Σαμψούντα για τρόπαιο νίκης από την σπηλιά της Παναγιάς στον προϊστάμενό του Ραφέτ. Τα τριακόσια γυναικόπαιδα που έμειναν στάλθηκαν εξορία στην Παφλαγονία με προορισμό την Κασταμονή, στην οποία έφτασαν τελικά μόνο 83 μισοπεθαμένα γυναικόπαιδα.
Η τραγωδία του Ότκαγια μαθεύτηκε παντού και οι Ρωμιοί περισσότερο αγανακτισμένοι με μεγαλύτερο πείσμα μάχονταν και προστάτευαν τα γυναικόπαιδα. Σε μια σπηλιά ήταν κρυμμένα 95 γυναικόπαιδα με δεκαπέντε αντάρτες. Ένα τάγμα Τούρκων για δεκαοχτώ μέρες έριχνε καυτό μολύβι, χωρίς να μπορούν να λυγίσουν την αντίσταση των ανταρτών. Τη δέκατη μέρα τα βόλια των ανταρτών τελείωσαν.
Τα γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων ζήτησαν να τους σκοτώσουν οι αντάρτες. Έτσι και έγινε. Στο τέλος αφού έσπασαν τα όπλα τους οι αντάρτες έπεσαν οι ίδιοι στα βράχια, στο γκρεμό και σκοτώθηκαν. Έτσι από τα 95 γυναικόπαιδα και τους δεκαπέντε άνδρες δεν έμεινε κανένας”.
Το 2018 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέφθηκε την περιοχή της Μπάφρας και βρέθηκε στο Όκταγια στην είσοδο της αιματοβαμμένης σπηλιάς και τέλεσε τρισάγιο στη μνήμη των θυμάτων. Η ενέργεια αυτή, εξόργισε Τούρκους εθνικιστές και εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους περί προσπάθειας αναβίωσης της “Δημοκρατίας του Πόντου”.
πηγή: https://panagia-ierosolymitissa.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου