Ο ΠΟΤΑΜΟΣ
«Ἐάν τις διψᾶ ἐρχέσθω
πρός με καὶ πινέτω. Ὁ
πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή,
ποταμοὶ
ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος
ζῶντος»
(Ἰωάν. 7, 37-38))
ΣΗΜΕΡΑ,
ἀγαπητοί μου, σήμερα εἶνε μεγάλη γιορτή. Σήμερα εἶνε ἡ Πεντηκοστή. Εἶνε ἡ ἡμέρα
ἐκείνη, ποὺ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο μὲ μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν κατέβηκε στὴ γῆ καὶ
φώτισε τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς ἀνέδειξε πανσόφους κήρυκας τῆς
διδασκαλίας του.
Σήμερα
ἱδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ γιʼ αὐτὸ ἡ Πεντηκοστὴ θεωρεῖται σὰν Ἡμέρα τῶν
γεννεθλίων της.
Πῶς νὰ παρουσιάσουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἡμέρας; Ὁμολογοῦμε τὴν ἀδυναμία μας. Μόνο πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ αἰσθάνθηκαν μέσα τους τὴ φλόγα τῆς Πεντηκοστῆς νὰ κατακαίη κάθε εἶδος ἁμαρτίας καὶ νὰ φωτίζη τὴ διάνοιά τους καὶ νὰ τρανώνη τὴ γλῶσσα τους, μποροῦν ἐπαξίως νὰ ὑμνήσουν τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχουμε ἱερὸ χρέος, παρʼ ὅλη τὴν ἀδυναμία καὶ ἀναξιότητά μας, νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ ἐξηγοῦμε μὲ ὅση δύναμι ἔχουμε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, θὰ τολμήσουμε νὰ ποῦμε λίγες λέξεις.
* * *
Γιὰ
νὰ δώσουμε μιὰ εἰκόνα τῆς ἑορτῆς, ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ.
Ἐκεῖ, στὸ κεφάλαιο 47, ὁ Ἰεζεκιὴλ διηγεῖται ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε.
Καὶ
ἐπειδὴ ὁ λόγος περὶ ὁράματος, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὅπως ὑπάρχουν ἀληθινὰ καὶ
ψεύτικα νομίσματα, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ἀληθινὰ καὶ ψεύτικα ὁράματα. Ὁράματα
ἀληθινὰ εἶνε ἐκεῖνα ποὺ εἶδαν προφήτες καὶ ἀπόστολοι καὶ ἄλλοι ἅγιοι ἄνδρες καὶ
γυναῖκες τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινῆς διαθήκης, καὶ ὅσιοι καὶ μάρτυρες, ποὺ ἡ
καθαρὴ καρδιά τους ἦταν ὁ καθρέπτης στὸν ὁποῖο ἀντανακλῶταν τὸ ὑπερφυσικὸ φῶς.
Διότι μόνο οἱ «καθαροὶ τῆ καρδία τὸν Θεὸν ὄψονται»
(Ματθ. 5, 8).
Ἀλλὰ
ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀληθινὰ ὁράματα ὑπάρχουν καὶ ἄλλα ψεύτικα ὁράματα, ποὺ πλάθει ἡ
νοσηρὴ φαντασία ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ ἐνῶ δὲν ζοῦν ζωὴ ἁγία, ὅμως καυχῶνται
ὅτι βλέπουν ὁράματα καὶ κατορθώνουν νὰ παρασύρουν πολὺ κόσμο, ἰδίως στὴν ἐποχή
μας. Σὲ διάφορα μέρη καὶ προπαντὸς στὴν Ἀθήνα ὑπάρχουν γυναῖκες ὁραματίστριες,
ποὺ λένε ὅτι βλέπουν ὁράματα, ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς ἁγίους καὶ διδάσκουν διάφορα
πράγματα, ποὺ πολλὰ δὲν εἶνε σύμφωνα μὲ τὴν ἁγία Γραφή. Ἄς λένε ὅτι βλέπουν
ἁγίους. Διότι ὁ διάβολος, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 11, 14), γιὰ νὰ
ξεγελάση τοὺς ἀνθρώπους, φοράει μάσκα ἀγγέλων καὶ ἐμφανίζεται σὰν ἄγγελος καὶ
ἀρχάγγελος. Γιʼ αὐτὸ οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ προσέχουν καὶ νὰ μὴ δίνουν πίστι
σὲ κάθε πρόσωπο ποὺ λέει ὅτι βλέπει ὁράματα.
Ὁράματα
ἀληθινὰ εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ὑπάρχουν κυρίως στὴν ἁγία Γραφή. Τὰ εἶδαν, ὅπως εἴπαμε,
προφῆτες καὶ ἀπόστολοι καὶ ἅγιοι ἄνθρωποι.
* * *
Ἕνα
ἀπὸ τὰ ὁράματα αὐτὰ εἶνε καὶ τὸ ὅραμα τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ. Εἶδε ἀπὸ κάποια
πλευρὰ τοῦ ναοῦ νὰ ἀναβλύζη μιὰ μικρὴ πηγή. Ἔτρεχε ἀθόρυβα καὶ σὲ ἀρκετὴ
ἀπόστασι σχημάτιζε μικρὸ ρυάκι, ποὺ τὸ νερό του ἔφτανε μέχρι τὸν ἀστράγαλο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἕνας ἄνθρωπος μέτρησε τὴν ἀπόστασι αὐτὴ καὶ ἡ ἀπόστασι ἦταν χίλια μέτρα. Ὕστερα
ἀπὸ τὰ χίλια μέτρα τὸ νερὸ αὐξήθηκε καὶ ἔφθανε μέχρι τὰ γόνατα τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ ἡ ἀπόστασι αὐτὴ κάλυπτε μῆκος χιλίων μέτρων. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπόστασι αὐτὴ ὁ
ἄνθρωπος μέτρησε ἄλλα χίλια μέτρα καὶ τὸ νερό, ποὺ σχημάτιζε τώρα ποτάμι, εἶχε
αὐξηθῆ τόσο, ὥστε ἔφθανε μέχρι τὴ μέση τοῦ ἀνθρώπου. Ὕστερα ὁ ἄνθρωπος μέτρησε
ἄλλα χίλια μέτρα καὶ τὸ νερὸ εἶχε τόσο πολὺ αὐξηθῆ καὶ ἔτρεχε μὲ τόση ὁρμή,
ὥστε ἦταν ἀδύνατο πιὰ νὰ περπατήση ἄνθρωπος μέσα στὴν κοίτη τοῦ ποταμοῦ. Καὶ τὰ
νερὰ τοῦ ποταμοῦ ὅλο καὶ αὐξάνονταν. Καὶ ὁ ποταμὸς ἔγινε πολὺ μεγάλος καὶ
ὁρμητικὸς καὶ προχωροῦσε διαρκῶς. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ ποταμοῦ ὑψώνονταν
δένδρα καρποφόρα, ποὺ ἔδιναν μιὰ ἐξαιρετικὴ ὡραιότητα στὸ τοπίο, καὶ πλῆθος
ψάρια κολυμποῦσαν στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ. Ἄνθρωποι δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ ποταμοῦ
ἔτρωγαν τοὺς καρποὺς καὶ ἀλίευαν τὰ ψάρια καὶ ἔπιναν τὸ ζωογόνο νερό, καὶ
ζοῦσαν πανευτυχεῖς.
Αὐτὸ
εἶνε τὸ ὅραμα τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ. Ἀλλὰ τί σημαίνει τὸ ὅραμα αὐτό; Ὅπως
ἐξηγοῦν οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὅραμα αὐτὸ σημαίνει τὴ χάρι
τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἄρχισε νὰ τρέχη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε, ὅπως
εἴπαμε, ἱδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ
Ἐκκλησία στὴν ἀρχὴ ἔμοιαζε μὲ ἕνα μικρὸ ρυάκι. Ὁ ἀριθμὸς ὅλων ἐκείνων, ἀνδρῶν
καὶ γυναικῶν, ποὺ πίστευαν στὸ Χριστό, ὅπως μᾶς λένε οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων,
δὲν ἦταν παραπάνω ἀπὸ ἑκατὸν εἴκοσι. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν ἦλθε
τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ ὁ Πέτρος μίλησε μπροστὰ σὲ χιλιάδες λαοῦ γιὰ τὸ Χριστό,
τόση ἦταν ἡ ἐντύπωσι ποὺ προκάλεσε ἡ ὅμιλία τοῦ Πέτρου, ὥστε πίστεψαν τρεῖς
χιλιάδες ψυχές. Ἡ Ἐκκλησία ἔμεινε στὸν ἀριθμὸ τῶν τριῶν χιλιάδων πιστῶν; Ὄχι.
Δὲν πέρασαν λίγες ἡμέρες καὶ οἱ τρεῖς χιλιάδες ἔγιναν πέντε χιλιάδες, οἱ πέντε
χιλιάδες ἔγιναν δέκα χιλιάδες, οἱ δέκα χιλιάδες ἔγιναν εἴκοσι χιλιάδες, καὶ
διαρκῶς ἡ Ἐκκλησία αὐξανόταν. Αὐξανόταν μὲ τὴν ταχύτητα ἐκείνη ποὺ αὐξανόταν ὁ
ποταμὸς τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰεζεκιήλ.
Ἡ
Ἐκκλησία, ποὺ στὴν ἀρχή της ἔμοιαζε μὲ ρυάκι, αὐξήθηκε καὶ ἔγινε ποταμός˙
ποταμὸς γεμᾶτος εὐλογία καὶ χάρι˙ ποταμὸς ποὺ πότιζε τὰ καρποφόρα δέντρα καὶ
ἔτρεφε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς γλυκυτάτους καρποὺς τῶν δέντρων.
Θαυμαστὸ
φαινόμενο ἡ πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προκαλεῖ ἀπορία. Πῶς ἕνα μικρὸ ρυάκι,
πῶς δηλαδὴ δώδεκα ἄνθρωποι, αὐξήθηκαν καὶ ὁ χριστιανισμὸς σήμερα σʼ ὅλες τὶς
χῶρες εἶνε ἡ μεγαλύτερη θρησκεία καὶ ἀριθμεῖ πάνω ἀπὸ ἕνα δισεκατομμύριο
πιστούς; Καὶ τὸ σπουδαιότερο εἶνε, ὅτι ἡ αὔξησις αὐτὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν
ἔγινε μὲ τὴν βία, ἀλλὰ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἀπευθυνόταν πρὸς τὸν
ἐλεύθερο ἄνθρωπο λέγοντας˙ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω
μου ἐλθεῖν...» (Ματθ. 16, 24). Ὅπου δὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου
πιστευόταν καὶ ἐφαρμοζόταν, ἐκεῖ ἕνας ἀληθινὸς παράδεισος ἄνθιζε καὶ
καρποφοροῦσε, μιὰ νέα κοινωνία ἱδρυόταν.
Μὲ
ποταμὸ παρομοιάζει καὶ ὁ Κύριος τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἄρχισε νὰ
τρέχη ὕστερα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιφοιτήσεως. Λέει ὁ Χριστός, ὅτι ὅποιος
πιστεύει σʼ Αὐτὸν, αὐτὸς θὰ γίνη σὰν ποταμός, ποὺ θὰ τρέχη, θὰ ποτίζη καὶ θὰ
δροσίζη τὴν ἀνθρωπότητα. Νὰ τὰ λόγια του, ποὺ ἀκούσθηκαν σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο˙
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ
ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος».
* * *
Χριστιανοί
μου! Ὁ ποταμὸς ποὺ εἶδε ὁ Ἰεζεκιὴλ δὲν στέρεψε. Ἐξακολουθεῖ νὰ τρέχη, νὰ ποτίζη
καὶ νὰ δροσίζη τὴν ἀνθρωπότητα. Εἶνε ἡ ἁγία μας πίστι. Εἶνε ἡ ἁγία μας
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Δίπλα
μας εἶνε ὁ ποταμὸς αὐτός. Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ σήμερα λέγοντας˙ «Ἐάν τις διψᾶ,
ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Διψασμένοι ὁδοιπόροι τῆς γῆς, θὰ ἀκούσουμε τὴν
πρόσκλησι αὐτὴ καὶ θὰ πᾶμε στὸν ποταμὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου; Ἐὰν ναί, τότε,
ὤ τότε, ἕνας παράδεισος θὰ γίνη ἡ ψυχή μας. Ἐὰν ὄχι, ὤ εἶνε φοβερό, νὰ πεθάνη
κανεὶς ἀπὸ δίψα δίπλα στὸν ἀστείρευτο αὐτό ποταμό!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου
πρώην Φλωρίνης) ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν'',
σελ. 137-142 (ἕκδοσις Γ΄, ''Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ'', Ἀθῆναι 1990).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου