8.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
2. «Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν…»
8.1.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Εἰσαγωγὴ στὸ
2ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως
Στὸ 2ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τονίζεται ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο στὸ ὁποῖο στηρίζεται ἡ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν τέλειος Θεὸς ἀλλὰ ἕνα δημιούργημα (κτίσμα), δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ἑπομένως ἡ πίστη μας θὰ ἦταν μάταιη.
Ἱστορικὲς
μαρτυρίες γιὰ τὸν Χριστὸ
Κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲ ὑπῆρξε ποτέ Χριστός. Αὐτὸ ὅμως δὲν
εὐσταθεῖ. Πολλοὶ ἱστορικοί, Ἑβραῖοι καὶ Ρωμαῖοι, μαρτυροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε
πράγματι ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο. Ἐξ ἄλλου, ἂν ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνα ἀνύπαρκτο
πρόσωπο, δὲν θὰ χώριζε τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου ἡ γέννησή του σὲ πρὸ Χριστοῦ καὶ
μετὰ Χριστὸν ἐποχή.
Οἱ ἐπίσημες ὅμως καὶ αὐθεντικὲς πηγὲς καὶ μαρτυρίες γιὰ τὸν Χριστὸ εἶναι
τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἰδιαιτέρως τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια. Συντάχθηκαν
ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες (Ματθαῖος, Ἰωάννης) ἢ ἀκροατὲς τῶν αὐτοπτῶν (Μᾶρκος,
Λουκᾶς).
Γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν μαρτυριῶν αὐτῶν οἱ συγγραφεῖς τῶν Εὐαγγελίων καὶ ὅλοι οἱ ἀπόστολοι δὲν δίστασαν νὰ θυσιάσουν καὶ τὴ ζωή τους, πρᾶγμα ποὺ πιστοποιεῖ ὅτι ἦταν ἀπολύτως βέβαιοι γι’ αὐτὰ ποὺ κατέθεσαν, καὶ ἑπομένως οἱ μαρτυρίες τους εἶναι ἀληθινές.
Τὸ πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ μοναδικὸ
Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι μοναδικὸ στὴν ἱστορία τοῦ
κόσμου. Στὸ πρόσωπό του ἑνώθηκαν δύο φύσεις·
ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ὡς Θεὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα προαιώνια. Ὡς
ἄνθρωπος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία πρὶν ἀπὸ 2000 περίπου χρόνια.
Στὴν Ἁγία Γραφὴ βλέπουμε νὰ παρουσιάζεται καὶ μὲ τὶς δύο του
φύσεις. Ἄλλοτε ἐνεργεῖ ὡς Θεός (κάνει θαύματα, συγχωρεῖ ἁμαρτίες, διαβάζει τὶς
σκέψεις τῶν ἀνθρώπων) καὶ ἄλλοτε ἐνεργεῖ ὡς ἄνθρωπος (πεινᾶ, διψᾶ, κουράζεται,
κοιμᾶται, πάσχει, πεθαίνει).
8.2.
Η ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ἂς πάρουμε μία-μία τὶς λέξεις τοῦ 2ου ἄρθρου.
«ἕνα Κύριον». Ὁ Χριστὸς
εἶναι «Κύριος», δηλαδὴ κυρίαρχος σὲ
ὅλη τὴν πλάση. Καὶ μάλιστα ἕνας καὶ μοναδικὸς Κύριος. Μετὰ τὴν Ἀνάστασή του
εἶπε στοὺς μαθητές του· «Μοῦ δόθηκε κάθε
ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ» (Ματθ. 28,18· πρβλ. καὶ Α΄ Κορ. 8,6-7. Ρωμ.
14, 9. Ἀπ. 19,11-16 κ.ἄ.).
«Ἰησοῦν». Ἡ λέξη «Ἰησοῦς» εἶναι ἑβραϊκὴ καὶ σημαίνει «ὁ
Θεὸς σώζει», δηλαδὴ «σωτήρας». Εἶναι τὸ ὄνομα ποὺ δόθηκε στὸν Κύριο κατὰ τὴν
περιτομή, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 1,21).
Ὁ Χριστὸς ἦταν πραγματικὸς «Ἰησοῦς», σωτήρας κυριολεκτικὰ καὶ μὲ
ἀπόλυτη ἔννοια, διότι ἔσωσε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία (Ματθ. 1,21· πρβλ. καὶ
Πράξ. 4,12).
«Χριστόν». «Χριστὸς»
λέγεται αὐτὸς ποὺ ἔχει χριστεῖ. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη «Χριστὸς Κυρίου» λεγόταν αὐτὸς ποὺ μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ χριόταν μὲ τὸ
εἰδικὸ λάδι γιὰ νὰ γίνει προφήτης ἢ ἀρχιερέας ἢ βασιλιᾶς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστὸς Κυρίου» μὲ τὴν πλήρη καὶ
ἀπόλυτη ἔννοια. Χρίστηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μὲ Πνεῦμα Ἅγιο. Μὲ τὸ χρίσμα αὐτὸ
πῆρε τὰ τρία μεγάλα ἀξιώματα· τὸ προφητικό, τὸ ἀρχιερατικὸ καὶ τὸ βασιλικό (βλ.
Ἠσ. 61,1. Λουκ. 4,18· πρβλ. καὶ Ψαλμ. 44,8). Ἡ λέξη «Χριστὸς» στὰ ἑβραϊκὰ
λέγεται «Μεσσίας» (βλ. Ἰω. 4,25).
«τὸν
υἱὸν τοῦ Θεοῦ». Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας μεγάλος ἅγιος ἢ ἕνας προφήτης.
Εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς
Πατέρας τόσο στὴ Βάπτιση ὅσο καὶ στὴ Μεταμόρφωση τὸν ὀνομάζει «υἱό του ἀγαπητό» (Ματθ. 3,17· 17,5·
πρβλ. καὶ Ἰω. 20,31, καθὼς καὶ Ματθ. 26,63-64).
Βέβαια, υἱοὶ
Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ ἰδιαίτερα οἱ πιστοί. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι φυσικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε θετοὶ (υἱοθετημένοι) υἱοί, «υἱοὶ κατὰ χάριν» (πρβλ. Ἰω. 1,12. Γαλ.
4,4-5).
«τὸν μονογενῆ». Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ
μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε
τὸν υἱό του τὸν μονογενῆ ἔδωκεν …» (Ἰω. 3,16· πρβλ. καὶ 1,18·
1,14).
«τὸν ἐκ
τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων». Ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν
ἀπ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Λέει ὁ Πατέρας στὸν Υἱό: «Πρὶν ἀπὸ τὸν
Αὐγερινὸ καὶ τ’ ἄλλα ἀστέρια, προαιώνια, σὲ γέννησα» (Ψαλμ. 109,3· πρβλ. καὶ Παροιμ. 8,23-25).
«Ὅταν ἀκοῦς ὅτι ὁ Θεὸς γεννᾶ, μὴ φανταστεῖς σωματικὴ γέννηση, … “Πνεῦμα
ὁ Θεός” καὶ πνευματικὴ ἡ γέννηση» (Κύριλ. Ἰεροσ.).
«φῶς ἐκ φωτός». Ὁ
Χριστὸς εἶναι «φῶς ἐκ φωτός». Δηλαδὴ
Φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ Φῶς, τὸν Πατέρα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μαρτυρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό
του ὅτι εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου»
(Ἰω. 8,12· πρβλ. καὶ Ἰω. 1,9. Ἑβρ. 1,3).
«Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ
ἀληθινοῦ». Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ποὺ προῆλθε ἀπὸ Θεὸ ἀληθινό, τὸν
Πατέρα (βλ. Α΄ Ἰω. 5,20).
Ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ μεγάλο αὐτὸ δόγμα τῆς πίστεώς μας,
μαρτυρεῖται σὲ πολλὰ χωρία τόσο τῆς Καινῆς ὅσο καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως: «…καὶ
Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1,1), «Ὁ Κύριός
μου καὶ ὁ Θεός μου» (ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ) (Ἰω. 20,28) κ.ἄ..
Ἐπειδὴ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀρνοῦνται πολλοὶ αἱρετικοί, ὅπως οἱ
Χιλιαστές, γι’ αὐτὸ παραθέτουμε κι ἄλλα σχετικὰ χωρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς: Ρωμ. 9,5.
Κολ. 2,9. Α΄Τιμ. 3,16. Τίτ. 2,13. Ψαλμ. 44,7 (πρβλ. Ἑβρ. 1,8). Ἠσ. 9,6. Ἰερ.
Βαρ. 3,36-38. Ἠσ. 40,3· 35,4-6.
«γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα». Ὁ Υἱὸς γεννήθηκε ἀπὸ
τὸν Πατέρα· δὲν πλάστηκε, ὅπως ὁ ὑλικὸς κόσμος. Γι’ αὐτὸ καὶ συμπληρώνει:
«ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Ὅπως αὐτὸ ποὺ γεννιέται ἀπὸ ἄνθρωπο εἶναι ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ
αὐτὸ ποὺ γεννιέται ἀπὸ Θεὸ εἶναι Θεὸς «ὁμοούσιος»,
δηλαδὴ τῆς ἰδίας οὐσίας μὲ τὸν Πατέρα ποὺ τὸν γέννησε.
«δι’ οὗ
τὰ πάντα ἐγένετο». Ἐδῶ ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ δημιουργία ὅλου τοῦ κόσμου ἔγινε διὰ μέσου
τοῦ Υἱοῦ (βλ. Ἰω. 1,3· πρβλ. καὶ Κολ. 1,16).
Πηγή:Από το βιβλίο "Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΙ ΜΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΠΡΗΣ Χ & ΣΙΑ Ο.Ε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου