Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821– 2. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ 1821
2. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Η ΨΥΧΗ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Ὁ Ἀρχιστράτηγος τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στὸ Ραμαβούνι τῆς Μεσσηνίας προερχόμενος ἀπὸ τὸ Λιμποβίσι Ἀρκαδίας, στὶς 3 Ἀπριλίου τοῦ 1770. Ἀπεβίωσε στὴν Ἀθήνα στὶς 4 Φεβρουαρίου 1843. Προερχόμενος ἀπὸ οἰκογένεια κλεφτῶν, μὲ πολύχρονους ἀγῶνες κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν καὶ δεκάδες θυμάτων, ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδας. Πέρασε πολλά. Σὲ ἀνταπόδοση τῶν πολεμικῶν νικῶν του σὲ βάρος τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τῶν προσπαθειῶν του νὰ μείνουν ἑνωμένοι οἱ Ἕλληνες φυλακίστηκε ἀπὸ ὅσους τὸν φθονοῦσαν γιὰ ἕξι μῆνες καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ ἔβλεπε μόνο τὸν δεσμοφύλακά του. Τὸν ἀπελευθέρωσαν γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Ἰμπραήμ. Ἀνεξίκακος πῆρε πάλι τὴν Ἀρχιστρατηγία καὶ συνετέλεσε στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδας, παρὰ τὸ ὅτι σκότωσαν τὸ παιδί του, τὸν Πάνο, σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν. Στὴν Ἀντιβασιλεία καταδικάστηκε σὲ θάνατο… Τοῦ ἐδόθη χάρις ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ὄθωνα. Γιὰ τὸ καλὸ τῆς Πατρίδας πάλι ἔδειξε ψυχικὴ ἀνωτερότητα καὶ συμπεριφέρθηκε στὸν βαυαρὸ βασιλιά, ὡς νὰ μὴν εἶχε τίποτε σὲ βάρος του συμβεῖ…

   ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ

Ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐπανάστασης

.                 «Εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου (1821) ἀνεχώρησα ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἔφθασα εἰς τὴν Σκαρδαμούλα εἰς τοῦ πατρικοῦ μου φίλου Καπετὰν Παναγιώτη Μούρτζινου. Τὸ κίνημά μας ἔγινε εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἀπὸ τὰς 6 τοῦ Ἰανουαρίου ἕως τὰς 22 Μαρτίου, ἐπροσπάθησα, ἐνέργησα εἰς τὴν Μάνην νὰ ἑνώσωμεν διάφορα σπίτια Μανιάτικα κατὰ τὴν συνήθειά τους καὶ τοὺς ἑνώσαμεν, τοὺς ἀδελφώσαμεν. Ἀφοῦ ἐπροετοιμάσαμεν καὶ συναγροικήθημεν, ὁ Ζαΐμης μὲ τοὺς ἄλλους, ἀναγκασμένοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἢ νὰ μείνουν ἔτζι, ἐκτύπησαν τὸν Βοϊβόδα τῶν Καλαβρύτων…Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμεν τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην σημαντικὸν Τοῦρκον τῆς Τριπολιτζᾶς…»

Ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος

.                 «Οἱ Ἀναγνωσταρᾶς, Μπεϊζαντές, Μπούρας πᾶνε στὸ Λεοντάρι. Ἔμεινα μόνος μου μὲ τὸ ἄλογό μου εἰς τὸ Χρυσοβίτζι. Γυρίζει ὁ Φλέσσας καὶ λέγει ἑνὸς παιδιοῦ: μεῖνε μαζί του, μὴν τὸν φάνε τίποτες λύκοι. Ἔκατζα ἕως ποὺ ἐσκαπέτησαν μὲ τὰ μπαϊράκια τους, ἀπὲ κατέβηκα κάτου. Ἦτον μιὰ ἐκκλησιὰ εἰς τὸν δρόμον (ἡ Παναγιὰ στὸ Χρυσοβίτζι), καὶ τὸ καθισιό μου ἦτον ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάδα: Παναγιά μου βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν! Καὶ ἐπῆρα ἕναν δρόμο κατὰ τὴν Πιάνα».

Παρακαταθήκη πρὸς τοὺς νέους

.                 Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετὰ ἀπὸ πρόταση τοῦ Γεωργίου Γενναδίου, δασκάλου τοῦ Γένους καὶ Γυμνασιάρχου στὸ Α΄ Γυμνάσιο, ποὺ βρισκόταν καὶ βρίσκεται στὴν Πλάκα, μίλησε πρὸς τοὺς μαθητές του, στὶς 7 Ὀκτωβρίου τοῦ 1838. Μεταξὺ ἄλλων εἶπε: «Ὅταν ἀποφασίσαμε τὴν Ἐπανάσταση δὲν συλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἅρματα, οὔτε πὼς οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις,…ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μιὰ καὶ ὅλοι, ὁ κλῆρος μας, οἱ προεστοί, οἱ καπεταναῖοι, οἱ πεπαιδευμένοι, οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση… Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν Πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι ὅταν πιάσαμε τὰ ἅρματα, πρῶτα εἴπαμε ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος…

Ἡ Εὐρώπη καὶ ἡ Ἑλλάδα

.                 Στὰ 1843 τὸν Κολοκοτρώνη ἐπισκέφθηκε ἕνας νεαρὸς σπουδασμένος στὴν Εὐρώπη καὶ τοῦ ἐκθείασε τὰ τῶν σπουδῶν του. Ὁ Κολοκοτρώνης σχολίασε ἔτσι ὅσα τοῦ εἶπε σὲ ἕναν ἄλλο νέο: «Εἰς τὴν Εὐρώπην ἐμάζωνε Ἀϊβασιλιάτικα ἀπὸ τοὺς καθηγητάς του, χρυσάφι καθαρό. Τὸ δικό μου εἶναι σμιγμένο μὲ χῶμα πολύ, ἂν τοῦ φανῆ πὼς ἀξίζει, ἂς τὸ παστρέψη, ἂς τὸ καθαρίση νὰ δείξη τὴ λαμπράδα του. Βλέπετε τοῦτον τὸν ὀντά, εἶναι ἀστόλιστος, καθίσματα δὲν ἔχει, οἱ τοῖχοι ξεροὶ – τούτη εἶναι ἡ Ἑλλάδα καθὼς ἐμεῖς σᾶς τὴν παραδώσαμε, ἐμεῖς οἱ γέροι στοὺς νέους. Ἐμεῖς εἰς τὰ 1821 ἐκαθαρίσαμεν τὸν τόπον, ἐκουβαλίσαμεν τὰ λιθάρια, ἐκτίσαμεν τὴν οἰκοδομήν, ἐσεῖς θὰ ἐντύσετε τὰ γυμνὰ τείχη, θὰ φέρετε ταῖς πολύτιμαις ζωγραφιαῖς, θὰ στήσετε εὔμορφα τραπέζια καὶ τοὺς καθρέπταις, τοῦτο θὰ κάμη προκοπή σας καὶ τὰ γράμματα – καὶ ἡ εὐχαῖς τῶν συμπολιτῶν σας καὶ τὰ ἔργα σας θὰ σᾶς ἀνεβάσουν εἰς τὰ λιμέρια τὰ ἀθάνατα τῶν δικαίων….

Καμία συνθηκολόγηση μὲ τοὺς Τούρκους

.                 Ὅταν ὁ Ἄγγλος ἀντιναύαρχος Χάμιλτον εἶπε στὸν Κολοκοτρώνη ὅτι πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμὸ μὲ τοὺς Τούρκους ἔτσι τοῦ ἀπάντησε: «Τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς καπετὰν Χάμιλτον ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους σκλάβωσε μὲ τὸ σπαθὶ καὶ ἄλλοι, καθὼς ἐμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλέας μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε. Ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον ἀνυπότακτα. Μὲ εἶπε ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρὰ καὶ τὰ φρούρια; Τοῦ ἀπάντησα ὅτι ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι κλέπται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη, τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά. Ἔτζι δὲν μὲ ὡμίλησε πλέον».

Ὁ Τερτσέτης γιὰ τὸν Κολοκοτρώνη

.                 Ὁ Κολοκοτρώνης ὑπαγόρευσε στὸν Γ. Τερτσέτη τὰ ὅσα συνέβησαν πρό, κατὰ καὶ μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ αὐτὸς ἔτσι τὸν καταγράφει: «Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ὡς ἱστορικὸς συγγραφέας καταγράφεται ὡς Ἕλληνας χρονολογικὰ τρίτος, μετὰ τοὺς Ὅμηρο καὶ Ἡρόδοτο. Ὁμοιάζουν οἱ τρεῖς ὡς τρεῖς ἀκτίνες ἑνὸς κέντρου φωτεινοῦ, ἔχουν πατρίδα των τὴν Ἑλλάδα, θέμα πόλεμον Εὐρώπης ἐναντίον Ἀσίας, ὁμιλοῦν τὴν Ἑλληνικὴν φωνήν… Κατώτερος ὁ Κολοκοτρώνης ἀπὸ τοὺς δύο προγενεστέρους του εἰς τὴν τέχνην, ὡς τὸ «Τρία πουλάκια κάθονται» ἀπὸ τὸ «Μῆνιν ἄοιδε Θεά», ἀλλὰ ἀνώτερος πάλιν, ἐπειδὴ ὅσα ἔπραξε αὐτὸς πρὶν τὰ γράψη μὲ τὸ κοντύλι τὰ ἐχάραξε μὲ τὸ σπαθί του, καύχημα ποὺ δὲν ἔχουν οἱ ἄλλοι δύο».

Ἡ κηδεία του

.                 Γράφει σχετικὰ ὁ καθηγητὴς τῆς Ἱστορίας στὸ Πανεπιστημίο Ἀθηνῶν Ἀπ. Β. Δασκαλάκης: «Ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου τοῦ Γέρου τοῦ Μωριᾶ ἐβύθισε εἰς τὸ πένθος τὴν πρωτεύουσαν καὶ σύμπασαν τὴν Ἑλλάδα. Οἱ βασιλεῖς, τὰ μέλη τῆς κυβερνήσεως, στρατηγοί, ναύαρχοι, ἀνώτεροι ἀξιωματοῦχοι, ἔσπευσαν εἰς τὴν κατοικίαν του διὰ νὰ ὑποκλιθοῦν πρὸ τοῦ μεγάλου νεκροῦ. Τὰ παλληκάρια παρετάχθησαν εἰς τοὺς γύρωθεν τῆς κατοικίας δρόμους ὅπου τὰ πλήθη συνωστίζοντο μὲ ἄφατον κατήφειαν. Οἱ ἐπιζῶντες ἥρωες τοῦ Ἀγῶνος καὶ συμπολεμισταί του ἐγονάτιζον πρὸ τοῦ νεκροῦ του, κατεφίλουν τὰς χεῖρας του καὶ ἐπότιζον μὲ δάκρυα τὴν φουστανέλαν του. Ἡ κηδεία του ἦτο πρωτοφανής. Ὅλος ὁ ἐν Ἀθήναις στρατὸς ἦτο παρατεταγμένος μέχρι τοῦ νεκροταφείου. Τὸ φέρετρον περιεστοίχιζον οἱ Κουντουριώτης, Γιατράκος, Τσωρτς, Τζαβέλας, Πλαπούτας, Μακρυγιάννης, Δεληγιάννης καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιζῶντες τῆς Παλιγγενεσίας καὶ ἠκολούθει μετὰ δακρύων ὅλος ὁ ἀθηναϊκὸς λαός. Γιὰ ὅλους εἶχεν ἐκλείψει ὁ μεγαλύτερος καὶ ὁ ἐνδοξότερος πολέμαρχος τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας».-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου