Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας συνέβη το εξής περιστατικό.
Οι πληρεξούσιοι, όπως έλεγαν τότε τους βουλευτές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, συνεδρίαζαν στα χωράφια και τα περιβόλια, όπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας.
Ο Γέρος του Μοριά λαγοκοιμόταν, αφήνοντας τους λογιότατους να ερίζουν, με την ακατανόητη, γι’ αυτόν, στεγνή και τυποποιημένη γλώσσα τους. Ακούγοντας όμως τα λόγια και την φασαρία, πήδηξε μ’ ένα σάλτο κάτω από την λεμονιά και πηγαίνοντας κατ’ ευθείαν προς το προεδρείο, έξαλλος άρχισε να ρωτά:
– Τίνος το αυτί θα κόψετε, ωρέ πατριώτες;
– Ε! Καλά δα, δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, ωρέ γραμματιζούμενοι. Πώς θέλετε να καταλάβω, εγώ ο σκράπας, τις ελληνικούρες σας. Λέξεις κόψτε όσες θέλετε, αυτιά μια φορά να μην πειράξετε, γιατί θα ‘χουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Είπα κι εγώ παλάβωσαν οι καλαμαράδες… Τι κόρακα μαθές.
Το θυμήθηκα το ωραίο περιστατικό από την ζωή του ήρωα για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί πάντοτε με συγκινεί ο λόγος των αγωνιστών του Εικοσιένα και φροντίζω, τέτοια ευθαλή και μυρίπνοα άνθη της ιστορίας μας, να τα μοιράζομαι με τους μαθητές μου και, δεύτερον, γιατί και σήμερα συνεχίζεται η τακτική των τότε πληρεξούσιων από τους τωρινούς… πληρεξουσιαστές (αν μου επιτρέπεται ο νεολογισμός). Χρησιμοποιούν λέξεις ή φράσεις καινοφανείς αντικαθιστώντας παλιές και γνωστές, δυσάρεστες και αποτρόπαιες.
Ένα από τα πιο ουσιαστικά καθήκοντα των εξουσιών, ιδίως στην σημερινή συγκυρία, συνίσταται στο να βαπτίζουν, με λαοφιλές λέξεις ή ουδέτερες ή να επινοούν νέες, τα πράγματα που οι λαοί απεχθάνονται με τα παλιά τους ονόματα. Η δύναμη των λέξεων είναι τόσο μεγάλη, που αρκούν όροι καλά επιλεγμένοι, για να τους κάνουν να δεχτούν τα πιο μισητά και καταστροφικά πράγματα.
Παράδειγμα. Εφευρέθηκε παλαιότερα μια τρισάθλια λέξη, η «κινητικότητα», για να καλύψει και να καρυκεύσει την απεχθή λέξη απόλυση. Σε τέτοιες λέξεις είχε διαπρέψει το ΠΑΣΟΚ, επί Ανδρέα κυρίως. Χρησιμοποιούσε, λόγω ιδεοπενίας, λέξεις με λαμπυρίζον περιτύλιγμα-ανανέωση, ανασυγκρότηση, αλλαγή, μεταρρύθμιση- στις οποίες, εάν έξυνες το κέλυφος και τις ξεφλούδιζες, εισέπνεες τις αναθυμιάσεις που έκρυβαν. (Ο γενέθλιος βέβαια χώρος αυτού του γλωσσικού πονηρεύματος, είναι το ΚΚΕ, που διαμορφώθηκε από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’30. Η γνωστή «ξύλινη γλώσσα»).
Να απαριθμήσω και άλλες τέτοιες λέξεις ή φράσεις-πτώματα τυμπανιαίας αποφοράς. Συμφωνία των Πρεσπών αντί για προδοσία, μνημόνια αντί για ξεπούλημα και εκποίηση της πατρίδας, διαρθρωτικές αλλαγές, ευελιξία, οριζόντιες ή κάθετες περικοπές, το τρένο της ανάπτυξης, διεύρυνση της φορολογικής βάσης, «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ», εργαστήρια δεξιοτήτων, διαφορετικότητα και λοιπά και λοιπά. Και, όπως προείπα, αν αφαιρέσεις το φανταχτερό βερνίκι κρύβονται δράματα, ανθρώπινες τραγωδίες, δυστυχία, προστυχιές και αγραμματοσύνη.
Στο σχολείο ακολουθείται άλλη τακτική, προαγωγός της περιρρέουσας αγλωσσίας. Πέραν του ότι απουσιάζουν λέξεις εδραίες και υψηλές-ελευθερία, δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, εντιμότητα, ηρωισμός-κυριαρχεί περίπου αυτό που ο Σεφέρης αποκαλούσε «αριστερή καθαρεύουσα». («Δοκιμές»). Μακροπερίοδες, δυσνόητες και δυσανάπνευστες φράσεις, άγονοι και επαναληπτικοί πλατυασμοί, στερεότυπη μεγαλορρημοσύνη, ασκήσεις γλωσσικές που υπερβαίνουν το λεξιλόγιο και την ηλικία των παιδιών, γεγονός, που αιτιολογεί την ύπαρξη βοηθημάτων από την Α’ κιόλας Δημοτικού.
Παραπέμπω σε δύο κείμενα δυσνόητης και ανόητης γραφής, τα οποία περιέχονται σε βιβλία Γλώσσας, Δημοτικού και Γυμνασίου. Το πρώτο είναι από το βιβλίο Γλώσσας, τετράδιο εργασιών, Β’ Δημοτικού, β’ τεύχος, σελ. 10.
«Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας σκύλος που δεν ήξερε να γαβγίζει. Δε γάβγιζε, δε νιαούριζε, δε μουγκάνιζε, δε χλιμίντριζε, δεν ήξερε να κάνει καμιά φωνή ζώου. Ήτανε ένα μοναδικό σκυλί, που ποιός ξέρει πώς κατέφτασε από έναν τόπο όπου δεν υπήρχανε σκυλιά. Το ίδιο δεν καταλάβαινε πως του έλειπε τίποτα. Οι άλλοι του ανοίξανε τα μάτια. Του λέγανε:
-Μα εσύ δε γαβγίζεις;
-Δεν ξέρω, είμαι ξένος.
-Άκου απάντηση! Δεν το ξέρεις πως τα σκυλιά γαβγίζουν;
Στοιχεία και θέματα από το κλίμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού απαντούν συχνά στο έργο των ποιητών της πρώτης αθηναϊκής (ή φαναριώτικης) σχολής, τα χρονικά όρια της οποία ορίζονται από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως τα 1880. Ωστόσο, και παρά τις σποραδικές εμφανίσεις βυρωνικών εξάρσεων, ο αθηναϊκός ρομαντισμός χαρακτηρίζεται εξαρχής από την επιδίωξη μορφικής επιμέλειας και θεματικής ευπρέπειας τόσο, ώστε από πολλές απόψεις να μοιάζει συγγενέστερος προς την ποιητική του νεοκλασικισμού ή, όπως έχει υποστηριχτεί, να αποτελεί μία ιδιάζουσα «τοπική» εκδοχή ρομαντικού νεοκλασικισμού».
Ερώτηση: βγαίνει νόημα από τα δύο κείμενα; Μπορεί ένα 7χρονο παιδί να «αποκρυπτογραφήσει» τον κωφό και άλαλο σκύλο (υπάρχουν σκυλιά που δεν γαβγίζουν; αγνοώ), ή ένας 15χρονος τις θολοκουλτουριάρικες τιποτολογίες του δεύτερου κειμένου;
Ανακεφαλαιώνοντας: από την μια αλλοίωση εννοιών, ασαφείς νεολογισμοί και απόκρυψη λέξεων, οι οποίες είναι «σημαίες» αγώνων του λαού-ελευθερία, εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία-και από την άλλη σύγχυση και ασάφεια. Πού καταλήγουμε; Στην «γλωσσική αποκολοκύνθωση» που θα έλεγε ο αείμνηστος Σ. Καργάκος.
Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου