Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

7. Η ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΠΟΥ ΠΡΟΔΙΔΕΙ , ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Εκλεκτά Διηγήματα


 ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

Γεώργιος Χ. Μόδης

Ο διδάσκαλος Βασίλης Βαλτετσιώτης ήρθε μια μέρα τον Αύγουστο 1905 με το τραίνο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φλώρινας που ήταν τότε κάτω στο Αρμενοχώρι. Δεν έμοιαζε πολύ για δάσκαλος της εποχής εκείνης. Ήταν ένα λυγερό και ζωηρό ξανθὸ παλικάρι.

Μπήκε κι αυτός στην γραμμή όπως όλοι οι ταξιδιώτες μπροστά στο δωματιάκι, ο «κομισέρης» του σταθμού έγραφε όλους που πήγαιναν στην Φλώρινα. Φρόντισε να πάρει όσο μπορούσε περισσότερο κακόμοιρο ύφος. Όταν ήρθε η σειρά του και έδειξε το ελληνικό διαβατήριο ο αστυνομικός τινάχθηκε. Το «καλέμι» του (ο κάλαμος) έπεσε κατά γης. «Γιουνανλής»! «Γιουνανλής»! και «ντάσκαλλη»! φώναξε με κατάπληξη. Όλοι οι άλλοι γύρισαν και κύτταξαν επίσης με απορία και περιέργεια τον ξένο.

Ο «κομισέρης» έπειτα πήρε το καλέμι του κι έγραψε βιαστικά ένα σημείωμα που το έδωσε σε κάποιο χωροφύλακα. Υπήρχε διαταγή να καταγράφονται σε μια κατάσταση οι υπήκοοι «της υψηλής και θεόσωστης Αυτοκρατορίας» και οι σπάνιοι ξένοι που τολμούσαν να επισκεφτούν τότε τη Φλώρινα σε χωριστά σημειώματα, που ειδικοί χωροφύλακες έπρεπε να παραδίνουν στην Αστυνομική Διεύθυνση.

Ο δάσκαλος Βασίλης πήγε μʼ ένα αμάξι στη Φλώρινα, ενοικίασε ένα δωμάτιο και άρχισε απʼ την πρώτη Σεπτεμβρίου τα μαθήματα. Πήρε και την γυμναστική. Την έκαμνε με πολύ ζήλο και ζέση που όλα τα παιδιά είχαν κατενθουσιασθεί. Φρόνιμος, ήσυχος, ταπεινός πήγαινε απʼ το σχολειό στο σπίτι του ή στην Μητρόπολη. Έτρωγε σʼ ένα μικρό μαγειρείο. Δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και ταραγμένα. Στη γυμναστική όμως ήταν άλλος άνθρωπος. Όλος λεβεντιά, αέρα, νεύρα, έδινε τα παραγγέλματα με τόση έντονη ζωηρότητα και επιβολή που έγιναν σε δέκα μέρες τα παιδιά της «Αστικής σχολής» σωστοί στρατιώτες.

Απορούσε μόνο πως η αστυνομία δεν τον ενόχλησε ούτε καν τον ρώτησε, έναν «Γουνανλή».

Ένα όμως ηλιόλουστο απομεσήμερο την πρώτη του Οκτώβρη ο καϊμακάμης της Φλώρινας με τον αρχιαστυνόμο, τον εισαγγελέα και τους άλλους μπέηδες και αγάδες ανέβηκαν στον λόφο που ʼναι πάνω από την πόλη νʼ απολαύσουν αλκυονική θαλπωρή του «γαϊδουροκαλόκαιρου». Ένας χωροφύλακας και ένας κλητήρας κουβάλησαν χαλιά, ούζο και μεζέδες. Στρώθηκαν στο ήρεμο τούρκικο «μουχαμπέτ», ατέλειωτο αερολόγημα «περί ανέμων και υδάτων». Η πολιτεία με τα δένδρα και τα τζαμιά της και όλος ο κάμπος με τα νεοσπαρμένα χωράφια και τα νερά που γυάλιζαν στον ήλιο, απλώνοταν στα πόδια τους.

Ξάφνου ακούσθηκαν από κάτω, όπου τα ελληνικά σχολεία, δυνατά: «Εμπρός, μαρς: Εν δυο, εν δυο, μεταβολή μαρς, αριστερά μαρς». Οι Τούρκοι αλληλοκοιταχθήκαν. Τα δυνατά και ζεστά παραγγέλματα ακούονταν εκεί πάνω  καθαρότερα, παρά κάτω. Νόμισαν πως γυμνάζονταν γικαούρηδες στρατιώτες. Ο Καϊμακάμης είπε στον «πάς-πολίτς» (αρχιαστυνόμο).

- Τον ξέρεις αύτόν τον φωνακλά;

- Θάναι κανένας ρούμντασκάλ, μπέη αφέντη.

- Τον έχεις ιδεί στα μούτρα; Σν τι άνθρωπος είναι;

- Δεν τον είδα, μπέη αφέντη.

- Κάλεσε τον αύριο και στείλτον και σε εμένα να τον ιδώ. Περίεργος, πολύ περίεργος μου φαίνεται.

Τα εν δυο εξακολουθούσαν να δίνουν και να παίρνουν. Χαλνούσαν και το μουχαμπέτι.

Την άλλη μέρα αναστάτωση στην αστυνομία... Ο «ντασκάλ» ήταν ξένος και μάλιστα «Γιουνανλής»! Και δεν βρισκόταν πουθενά στα τεφτέρια της αστυνομίας! Διατάχτηκαν «ανακρίσεις». Ο «κομισέρης» είπε ότι έγραψε το σχετικό σημείωμα και το ʼδωσε στον αρχιφύλακα Μεμέτ. Ο Μεμέτ βεβαίωσε ότι το έδωσε το ίδιο βράδυ στα χέρια του «κομισέρ Γρηγόρ εφέντη».

Σαν περισσότερο γραμματισμένος έκανε τον υπασπιστή στην αστυνομική διεύθυνση. Ο Γρηγόρ εφέντης το είχε κομματιάσει. Μυρίσθηκε αμέσως τι είδος δάσκαλος θα ήταν ο ξένος. Έσκυψε ωστόσο με πολλὴ ψυχραιμία στʼ αυτί του «μπάς-πολίτς» και του λέγει:

- Μπέη εφέντη, σας το ʼδωσα το σημείωμα το ίδιο βράδυ. Το βάλατε στην αριστερή τσέπη. Μα είσαστε λιγάκι στο τσακίρ-κέφι, θα το πετάξατε.

Ο μπέη-εφέντης αγαπούσε πολύ τοπ έρημο το ούζο...

Η ανάκριση έκλεισε.

Δεν έκλεισε όμως καθόλου το ζήτημα του δασκάλου, που τον είχε προδώσει η γυμναστική. Ο Καϊμακάμης του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι. Επρόσταξε να φύγει από την Φλώρινα μέσα σε 24 ώρες. Είχε την ευθύνη για την τάξη, ησυχία και ασφάλεια του «καζά» (επαρχίας) και δεν μπορούσε νʼ αφήσει τον ξένο, που κανένας δεν ήξερε πούθε κρατούσε η σκούφια του να γυμνάζει τους γκαούρηδες.

Ο δάσκαλος αναγκάσθηκε να φύγει. Πήγε στο Μοναστήρι, όπου η έδρα του Βαλή. Τα σχετικά διαβήματα του ελληνικού προξενείου έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Παρουσιάσθηκε ο μητροπολίτης της Φλώρινας μαζί με τον μητροπολίτη Μοναστηρίου στον ίδιο τον «επιθεωρητή των τριών βιλαετίων» Χιλμή-πασά που έτυχε να βρίσκεται στο Μοναστήρι. Του είπαν ότι το «Υψηλό Πρόσωπο Του» είχε ευαρεστηθεί να επιτρέψει να παίρνουν και ξένους δασκάλους, αφού τόσοι εντόπιοι είχαν εξοντωθεί από τους κομιτατζήδες. Δεν έπρεπε να γίνει εξαίρεση για τον Βασίλη που ήταν διπλωματούχος δάσκαλος. Του είχαν προπληρώσει μάλιστα τα έξοδα του ταξειδίου και εξ μηνιάτικα. Ο Χιλμή άκουσε με ευμένεια και προσοχή και τους αποκρίθηκε: Ουδείς κανών άνευ εξαιρέσεως.

Ο δάσκαλος αποφάσισε πια να φύγει πίσω στην πατρίδα του. Θεώρησε το διαβατήριο, πήγε στο σιδηροδρομικό σταθμό και πέρασε στο τεφτέρι του «κομισέρη». Πετάχτηκε όμως μια στιγμή νʼ αγοράσει κουλούρια για τον δρόμο και μʼ ένα αμάξι βρέθηκε στην Φλώρινα, στο σπίτι του Ι. Θεοδοσίου.

Πρωί-πρωί την άλλη μέρα μʼ ένα καλό άλογο που ενοίκιασε από έναν Τούρκο έφυγε για το Πισοδέρι. Ο Τούρκος είπε του Θεοδοσίου.

- Τούτος ο τσορμπαζής θα έχει κάμει πολύν καιρό στο ιππικό. Τον κατάλαβε και το άλογο.

Ήταν ο ανθυπολοχαγός Βασίλης Πανουσόπουλος.

Αφού δεν τον ήθελαν δάσκαλο πήγαινε τώρα καπετάνιος στα βουνά του Πισοδέρι – Ανταρτικού και της Πρέσπας.

 

(«Ντόκτορ Γιάννη»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου