Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Ἀκηδία (37) ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 


Κ

άποτε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, ποὺ καθόταν μόνος στὴν ἐρημιά, ἔπεσε σὲ ἀκηδία πνευματική, τὸ λογικό του σκοτιίστηκε καὶ ἡ ἀπελπισία τὸν ἔζωνε ἀσφυκτικά. Γι’ αὐτὸ προσευχήθηκε στὸν Θεό: «Κύριε, θέλω νὰ σωθῶ καὶ δὲν μ’ ἀφήνουν οἱ λογισμοί. Τί νὰ κάνω γιὰ τὴ στενοχώρια μου αὐτή; Πῶς θὰ σωθῶ;».

Σὲ λίγο σηκώθηκε καὶ περπάτησε λίγο πιὸ κάτω. Βλέπει τότε ὁ Ἀντώνιος ἕναν ὅμοιο μὲ τὸν ἑαυτό του ποὺ καθόταν κι ἐργαζόταν. Ἔπειτα ἄφηνε τὴ δουλειά του, σηκωνόταν καὶ προσευχόταν. Μετὰ πάλι καθόταν κι ἔπλεκε συνέ χεια, καὶ πάλι σηκωνόταν καὶ προσευχόταν. Ἦταν δηλαδὴ ἄγγελος Κυρίου, ποὺ τὸν ἔστειλε ὁ Θεός, γιὰ νὰ διορθώσει τὴ ζωὴ τοῦ Ἀντωνίου καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία του.

Κι ἄκουσε ὁ Ἀντώνιος τὸν Ἄγγελο νὰ λέει: «Ἔτσι νὰ κάνεις καὶ θὰ σωθεῖς». Κι ὁ Ἀντώ νιος, μόλις τὸ ἄκουσε, γέμισε ἀπὸ χαρὰ καὶ πῆρε θάρρος. Ἔτσι ἔκανε κι αὐτὸς καὶ σώθηκε.

Ὁ μέγας ἀσκητής, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, βρέθηκε σὲ μεγάλο πειρασμό. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ πονηρὸς πειράζει ἰδιαίτερα τοὺς ἀγωνιστές, διότι, ἂν τοὺς ρίξει στὴν πτώση τῆς ἀπελπισίας, ἀπὸ πίσω τους πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές τους ἀκολουθοῦν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι «πεποιθὼς ἑαυτῷ» καὶ νὰ νιώθει δυνατὸς καὶ νὰ μὴ φυλάγεται. Δόλια ὁ διάβολος τὸν ροκανίζει μὲ λογισμοὺς καὶ μὲ τὴν λιθώδη ἀκηδία γιὰ νὰ τὸν καταστρέψει. Ὁ ἅγιος ἐδῶ καταφεύγει ἐναγώνια στὴν προσευχὴ καὶ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ ἀγγέλου Του ἀποκαλύπτει τὴν γιατρειὰ ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτό, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐργασία. Ὅμως τί εἶναι ἀκηδία καὶ πῶς ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο;

Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀ- τὸ στερητικὸ καὶ τὴν λέξη κῆδος ποὺ σημαίνει φροντίδα, καὶ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀφροντισιᾶς. Εἶναι δηλαδὴ ἡ ἀκηδία μία ἀρρώστια πνευματική, ποὺ περιγράφεται σὰν μία τεμπελιὰ καὶ ἀνορεξία γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Τὴν ἀρρώστια αὐτὴ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος τὴν θεωρεῖ παράλυση τῆς ψυχῆς καὶ τὴν τοποθετεῖ σὰν τὴν πρώτη καὶ χειρότερη ἀσθένειά της. Στὴν προσευχή του τὴν ὀνομάζει καὶ ἀργία καὶ παρακαλεῖ «Κύριε καὶ Δεσπότα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας…μὴ μοι δός». Ὅταν ἐπισκέπτεται ἡ ἀρρώστια αὐτή, λέγει ὁ Ἅγιος Κασσιανός, φέρνει ὕπνο τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἀδιαφορία στὴ μελέτη τῶν θείων λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀποχὴ ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ τὰ Ἱερὰ μυστήρια, ὁ ἄνθρωπος πέφτει σὲ ἀργολογίες καὶ ἄσκοπες συζητήσεις, δὲν εἶναι εὐχαριστημένος μὲ τίποτα, ἀλλάζει τόπους καὶ κάνει τουρισμό, γιὰ νὰ ἠρεμήσει καὶ ἀσχολεῖται ἀνεξέλεγκτα μὲ τὸ φαγητὸ καὶ τὸν ὕπνο. Ἡ ἀκηδία, λέγει ὁ Ἅγιος Νεῖλος, εἶναι ἡ ἀτονία τῆς ψυχῆς στὸν ἄνθρωπο ποὺ δημιουργεῖ φιλίες συνεχεῖς μὲ ἀνθρώπους, ποὺ τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ, ποὺ μισεῖ τὴν δουλειά, ποὺ δὲν βρίσκεται σὲ ἡσυχία, ποὺ τὸν πιάνει ζάλη ἀντίδρασης μὲ τὴν ψαλμωδία, ποὺ τεμπελιάζει γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ ποὺ ἀποχαυνώνεται ὅταν πρόκειται νὰ ἀσκηθεῖ. Ἡ ἀκηδία, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, εἶναι ἡ πάρεση τῆς ψυχῆς καὶ ἡ παράλυση τοῦ μυαλοῦ, ἡ τεμπελιὰ τῆς ἄσκησης, τὸ μίσος γιὰ τὴν δουλειά, τὸ θέλγητρο γιὰ τὰ κοσμικὰ πράγματα, ὁ κατήγορος τοῦ Θεοῦ πὼς εἶναι ἄσπλαχνος καὶ ἀφιλάνθρωπος. Λέγει δὲ ὅτι ἡ ἀκηδία εἶναι ὁ «περιεκτικὸς θάνατος» στὸν μοναχὸ καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ὀκνηρία σκορπίζει ὅλο τὸν πλοῦτο του. Ὁ βαρύτατος δαίμονας τῆς ἀκηδίας προέρχεται, λέγει ὁ Ἀντίοχος ὁ Μοναχός, ἀπὸ τὴν λύπη, τὶς θλίψεις, ἀπὸ τὸ δαιμόνιο τῆς πολυλογίας, τὶς κακὲς σκέψεις, τὴν κόπωση, τὸ ἀνικανοποίητο καὶ τὴν γκρίνια.

Ἡ ἀκηδία εἶναι ἕνα ἀκατάσχετο κακὸ ποὺ ἔρχεται ὕπουλα καὶ πλημμυρίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ κύριο στόχο νὰ τὸν φτάσει στὴν ἀπελπισία καὶ στὴ μικροψυχία ποὺ εἶναι οἱ θυγατέρες της. Ἡ ἀργία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶναι καταστροφή. Ὅπως τὸ νερὸ ποὺ μένει στάσιμο σαπίζει καὶ τὸ ἀχρησιμοποίητο σίδερο σκουριάζει καὶ τὸ ἀκαλλιέργητο χωράφι γεμίζει μὲ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὴν ψυχή. Ἡ ἁμαρτία ἔρχεται καὶ φωλιάζει μὲ ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡ διάνοια γεμίζει μὲ λογισμοὺς ἀμφιβόλους, ὅπως διαβάζουμε στὴν Ἁγία Γραφή, «ἐπιθυμίαι ὀκνηρὸν ἀποκτείνουσιν» (Παροιμ. 21,25). Ὁ Μ. Βασίλειος ἔλεγε ἐπιγραμματικὰ ὅτι ἡ ἀργία εἶναι «ἀρχὴ κακουργίας». Τὸ τραγικότερο ὅμως ὅλων εἶναι ὅτι ἡ ἀργία ὁδηγεῖ στὴν περιέργεια, ὅπως τὸ λέγει ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος. Περιέργεια ἐδῶ σημαίνει μία διαρκῆ ἐξωστρέφεια καὶ μέριμνα γιὰ τὸ τί κάνει ὁ ἄλλος, μία ἀδιάκριτη ἐνασχόληση μὲ τὶς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων. Ὁ ἀπ. Παῦλος μιλᾶ μὲ αὐστηρὴ γλῶσσα ἐναντίον ἐκείνων τῶν Θεσσαλονικέων, ποὺ δὲν ἐργάζονταν περιμένοντας τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ περιεργάζονταν τὰ σημεῖα καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων... «καὶ γὰρ ὅτε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς, τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω. ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μη δὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους· τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν. Ὑμεῖς δέ, ἀδελφοί, μὴ ἐκκακήσητε καλοποιοῦντες» (Β΄ Θεσ. 3, 10-13).

Σ’ αὐτόν, ποὺ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ ζεῖ σὲ μία ἀκηδία, ὁ διάβολος τοῦ βρίσκει δουλειά. Ἡ περιέργειά του τότε ἑστιάζεται στὰ μάτια του καὶ στὰ αὐτιά του. Τέσσερα εἴδη περιέργειας σὰν πειρασμὸς δαιμονικὸς βαρὺς ἔρχονται νὰ μποῦν μέσα του καὶ εἶναι, πρῶτον ἡ φιλαρέσκεια-τὸ ὑπερήφανο μάτι, δεύτερον ἡ φιλαργυρία –τὸ φιλάργυρο μάτι, τρίτον ἡ ζηλοφθονία-τὸ φθονερὸ μάτι καὶ τέταρτον ἡ ὀφθαλμοπορνεία- τὸ πορνικὸ μάτι. Στὸν καιρὸ τῆς ἀκηδίας του ὁ Δαβίδ, ὅταν τελείωσαν οἱ μάχες καὶ βρισκόταν στο παλάτι, ἔπεσε μὲ τὴν περιέργεια τῶν ματιῶν του στὴν μοιχεία καὶ κατόπιν ὁδηγήθηκε στὸ φόνο. Ἀπὸ φθόνο παρέδωσαν στὸ θάνατο οἱ μόνιμα ἀκηδιῶντες ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι τὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς εὐεργέτησε.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀμέλεια στὰ πνευματικὰ δημιουργεῖ ἔντονα τὴν περιέργεια καὶ τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴν τηλεόραση ποὺ ἔχει καταντήσει τὸ ἀτελειωτο σκουπιδαριὸ πεταμένο μέσα στὸ κάθε σπίτι. Ἡ τηλεόραση ἔχει ὑποκαταστήσει κάθε πνευματικὸ ἐνδιαφέρον καὶ κανένας πλέον δὲν μελετᾶ οὔτε προσεύχεται. Ὅλη ἡ ἀκηδία τοῦ χριστιανοῦ στὰ πνευματικὰ καλλιεργεῖται μὲ τὴν μόνιμη ἐνασχόλησή του μὲ τὴν τηλεθέαση. Ἂν κανεὶς προσέξει τὴν προσκόλληση τῶν ἀνθρώπων στὰ σήριαλ καθὼς καὶ τὸν βομβαρδισμὸ τῶν διαφημίσεων, ὅπως καὶ τὴν παραθυροφιλία τῶν εἰδήσεων, τότε μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ὄντως τὸ κουτὶ αὐτὸ τρελαίνει τὸν κόσμο, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἔχει κυριολεκτικὰ γίνει τὸ ναρκωτικὸ μὲ τὴν πρίζα, ποὺ ναρκώνει καὶ κατακαίει κάθε ὄμορφο πόθο γιὰ τὸν Θεό.

Ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ παλέψει γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει τὸν πειρασμὸ τῆς ἀκηδίας νὰ εἰσέλθει στὴ ζωή του. Εἶναι μία ἀγωνία καὶ μία ἔγνοια διαρκὴς στὴ ζωή του, γιὰ νὰ κρατᾶ τὸν ἑαυτό του σὲ μία συνεχῆ πνευματικὴ ἀνανέωση. Πῶς νὰ παλέψει καὶ πῶς νὰ ἀντισταθεῖ στὸν πειρασμὸ αὐτό; Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνουν τὴν πρακτικὴ τοῦ ἀγῶνος αὐτοῦ. Εἶναι τέσσερα πράγματα.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἐργασία καὶ ἡ προσευχή, ποὺ δίδαξε ὁ Ἄγγελος τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο. Ἡ ἐργασία εἶναι ἡ καταλληλότερη φυγὴ ἀπὸ τὴ σκέψη, ποὺ σὰν παλιάτσος πλανεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν παρασύρει. Δὲν τοῦ μένει χρόνος νὰ ἁμαρτήσει καὶ παράλληλα ἡ ἐργασία τὸν κάνει δυνατὸ καὶ ἐπιμελῆ σ’ ὅλη τὴν ζωή του. Ὁ Κύριος κάλεσε τοὺς μαθητές του στὸ ἀποστολικό τους ἀξίωμα τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας των καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος λέγει ὅτι κριτήριο γιὰ τὴν ἱερωσύνη εἶναι ἂν ὁ ὑποψήφιος ἔδειξε νοικοκυριὸ καλὸ στὴν οἰκογένειά του. Ἡ ἐργασία κάνει τὸν ἄνθρωπο ὑπομονετικὸ καὶ κάτω ἀπὸ μία πέτρα ποὺ χτίζει καὶ μία ἐργασία ποὺ ἐπιτελεῖ θάβει τοὺς κακοὺς λογισμούς του καὶ δουλαγωγεῖται στὴν εὐσέβεια. Ὁ συνδυασμὸς μὲ τὴν προσευχὴ εἶναι τὸ ἄριστο καὶ τὸ σπουδαῖο. Ἡ προσευχὴ γλυκαίνει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἀνανεώνει πνευματικὰ μὲ τὴν ἀγάπη της στὸν Θεό. Ἂν ἡ ἐργασία εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὴν ἀκηδία, τότε ἡ προσευχὴ ἑδραιώνει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐπιμέλεια τὴν πνευματική.

Τὸ δεύτερον εἶναι ἡ ἐπιμέλεια στὴν καθημερινή μας πνευματικὴ ζωή, ποὺ περιλαμβάνει τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἂν ποῦμε πὼς ὅποτε μπορέσουμε θὰ προσευχηθοῦμε καὶ θὰ μελετήσουμε, ἴσως νὰ φύγει ὅλη ἡ ἡμέρα καὶ νὰ μὴν προλάβουμε νὰ κάνουμε τίποτα καὶ ἡ βραδινὴ νύστα μὲ τὴν κούραση δαμάζει κάθε θέληση. Εἶναι ἀνάγκη νὰ βάλουμε κάποιο πρόγραμμα σὲ σταθερὲς ὧρες γιὰ τὴν προσωπική μας αὐτὴ στιγμὴ μὲ τὸν Θεό. Κλείσου στὸ κελί σου, λέγει ὁ Χριστός, «εἴσελθε στὸ ταμιεῖον σου» καὶ προσευχήσου. Ὅλα θέλουν μία θυσία καὶ ἕνα κόπο. Δῶσε αἷμα, γιὰ νὰ πάρεις πνεῦμα. Τὸ νὰ σηκωθεῖ κανεὶς πιὸ πρωὶ γιὰ νὰ διαβάσει καὶ νὰ προσευχηθεῖ, ἐπειδὴ μετὰ θὰ σηκωθοῦν τὰ παιδιά του καὶ θὰ πάει στὴ δουλειά, εἶναι ἕνα ἐσωτερικὸ καθῆκον καὶ μία βία ἁγία. Καὶ πῶς ἀλλιῶς νὰ γίνει, ἂν δὲν δώσουμε αὐτὸν τὸν κόπο καὶ τὴν προσπάθεια; Τελικά, αὐτὸ ποὺ μένει εἶναι ὁ ζῆλος καὶ ἡ ἐπιμέλεια καὶ ἡ σταθερότητα στὸ πρόγραμμα. Πάντοτε σιγοψιθυρίζει ὁ πονηρὸς δικαιολογίες καὶ προφάσεις γιὰ νὰ ἀναβάλλουμε καὶ νὰ μεταβάλλουμε τὴν προσευχή μας ἀπὸ ἕνα Μικρὸ Ἀπόδειπνο σὲ ἕνα σκέτο Κύριε Ἐλέησον, ὄχι ὅτι εἶναι κακὸ κι αὐτό, ἀλλὰ αὐτὸ μετὰ γίνεται συνήθεια καὶ μόνιμη κατάσταση. Τὸ χειρότερο ἁμάρτημά μας εἶναι ἡ αὐτολύπηση. Κρίμα, λέμε στὸν ἑαυτό μας, εἶμαι κουρασμένος, δὲν πειράζει θὰ διαβάσω αὔριο. Καὶ χάνουμε τὸ σήμερα καὶ μπαίνουμε στὴν ἀναβολή, στὴ χώρα τοῦ ποτέ. Καὶ ἡ κάθε ἡμέρα γίνεται καὶ ἕνα ξέφτισμα τῆς ἀγάπης μας στὸν Θεό. Ὁ μακαριστὸς π. Ἐπιφάνιος, ἄξιος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, γυρνώντας στὸ κελί του μετὰ ἀπὸ ὁλοήμερη ἐξομολόγηση καὶ ἀνεβαίνοντας τὰ σκαλοπάτια, ἄκουγε τὸν λογισμό του νὰ τοῦ λέει: «πήγαινε νὰ κοιμηθεῖς, τόσο κουρασμένος ποὺ εἶσαι οὔτε καὶ ποὺ θὰ καταλαβαίνεις αὐτὰ ποὺ θὰ λὲς στὸ Ἀπόδειπνο». Καὶ ἔλεγε ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ κοντράροντας τὸν λογισμό του «δὲν πειράζει, ἐγὼ θὰ πῶ τὴν προσευχή μου, κι ἂς ἔχω μισὸ μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό». Καὶ ἕνας γέροντας, ὅταν ἄρχισε ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τοῦ Πάσχα, ἀποφάσισε νὰ μείνει ἔγκλειστος προσευχόμενος. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἑβδομάδα γέμισε τὸ κελί του μὲ κοριούς, πειρασμὸς τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ τὸν ἐκδιώξει ἀπὸ τὸν κανόνα του. Ὁ ἴδιος παρέμεινε ἀντέχοντας ὅλη τὴν δυσκολία. Καὶ νὰ ποὺ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες γέμισε τὸ κελί του ἀπὸ μυρμήγκια ποὺ κυριολεκτικὰ σκούπισαν καὶ καθάρισαν τὰ πάντα. Νὰ ποὺ ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ ἐπιμένει στὴν ἀκρίβεια τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.

Τρίτον τὴν ἀκηδία τὴν ἀποβάλλει ἡ αἴσθηση τῆς ἐπάρκειας γιὰ τὸ καθετὶ ποὺ ἔχει καὶ κατέχει στὴ ζωή του ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι χαρούμενος καὶ εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ λίγα καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ δοξάζει τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Ἔμαθα, λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, νὰ εἶμαι αὐτάρκης σὲ κάθε περίπτωση, εἴτε ὅταν ἔχω περίσσια τὰ ἀγαθά, εἴτε τὰ ἔχω ἐλαττωμένα. Καὶ ἔλεγε ὅτι, ἂν ἔχουμε διατροφὲς καὶ σκεπάσματα, ἂς ἀρκούμαστε σ’ αὐτά. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀσκητικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς. Ἡ αὐτάρκεια εἶναι ἀρετὴ ποὺ μαθαίνει τὸν ἄνθρωπο γιὰ ὅλα νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, καὶ γιὰ τὶς δυσκολίες καὶ γιὰ τὶς χαρὲς καὶ νὰ λέγει ταπεινά, ὅπως ὁ Ι. Χρυσόστομος, τὴν προσευχὴ «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἕνας φτωχὸς μοναχὸς κάποια ἡμέρα κοιμόταν σὲ μία ψάθα καταγῆς σὲ δύσκολο καιρό. Τὰ πόδια του ἦταν ἔξω ἀπὸ τὰ σκεπάσματα καὶ τουρτούριζε ἀπὸ τὸ κρύο. Καὶ τὸν ἄκουσαν νὰ προσεύχεται ἤρεμος στὸν Χριστὸ καὶ νὰ λέγει: «Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε, ἐγὼ εἶμαι πολὺ καλά. Τόσοι ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι ἄρρωστοι ἢ καὶ βρίσκονται στὴ φυλακὴ καὶ ἐγὼ ἁπλώνω τὰ πόδια μου καὶ περπατῶ καὶ εἶμαι ἐλεύθερος καὶ κοντά Σου».

Τέταρτον ἡ θύμηση τῆς γήινης ὑπόστασης ἀπομακρύνει τὴν ἀκηδία, μιὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βασίζεται κανεὶς στὴν ἐλπίδα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων. Ρωτήθηκε ἕνας γέροντας, γιατὶ ποτέ του δὲν ὀλιγώρησε καὶ ἀπάντησε ὅτι πάντοτε εἶχε στὴ σκέψη του ὅτι ἡ κάθε ἡμέρα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία του.

Καὶ ἔσκυβα καὶ παρακαλοῦσα τὸν Κύριο νὰ μοῦ πάρει τὴν ἀκηδία καὶ νὰ μοῦ δίνει ζῆλο καὶ χαρὰ στὴν πνευματικὴ ζωή μου. Ὅλα ἀπὸ τὸν Κύριο προέρχονται καὶ κατευθύνονται. Καὶ προσευχόμουν μὲ τὸ

«Ταχεῖαν καὶ σταθηρὰν δίδου παραμυθίαν τοῖς δούλοις σου, Ἰησοῦ, ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὰ πνεύματα ἡμῶν. μὴ χωρίζου τῶν ψυχῶν ἡμῶν ἐν θλίψεσι, μὴ μακρύνου τῶν φρενῶν ἡμῶν ἐν περιστάσεσιν, ἀλλὰ ἀεὶ ἡμᾶς πρόφθασον. Ἔγγισον ἡμῖν, ἔγγισον ὁ πανταχοῦ ὥσπερ καὶ τοῖς Ἀποστόλοις σου πάντοτε συνῇς, οὕτω καὶ τοῖς σὲ ποθοῦσιν ἕνωσον σαὐτὸν Οἰκτίρμον, ἵνα συνημμένοι σοι ὑμνῶμεν, καὶ δοξολογῶμεν τὸ πανάγιόν σου Πνεῦμα» (Οἶκος τοῦ Ὄρθρου τῆς Πεντηκοστῆς).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου