Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Τὸ σβησμένο ἡφαίστειο (38) ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 


Ε

νας σύγχρονος χαρισματικὸς Γέροντας, ὁ πατὴρ Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ἦταν ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ τῶν οὐρανίων ἀποκαλύψεων. Ἔζησε ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ ἀποκαλύψεις καὶ στὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός. Ἐξομολογητικὰ μᾶς παρουσιάζει τὴ διαδικασία τῆς καρδιᾶς τοῦ πιστοῦ πῶς μπορεῖ νὰ ἀναθερμανθεῖ καὶ νὰ ζήσει ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐπίσκεψης τοῦ Χριστοῦ ἐμφανῶς. Δὲν εἶναι λόγια καὶ θεωρίες, ἀλλὰ ὄντως μία ἐμπειρία ὁλόκληρης ἀσκητικῆς ζωῆς. Ἡ καρδιά μας ὁμοιάζει, ἔλεγε, «μὲ ἐσβεσμένον ἡφαίστειον» καὶ πρέπει νὰ τὴν θερμάνουμε μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς προσευχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ἐλέησόν με». Μία θερμάστρα, ὅταν τὴν ἀφήσεις χωρὶς ξύλα, σβήνει, ἔλεγε ἕνας ἄλλος, ὁ ἅγιος Δωρόθεος, καὶ πρέπει νὰ ἀνοίξεις τὴν στάχτη, νὰ βρεῖς λίγα ζώπυρα, νὰ βάλλεις ξύλα καὶ φυσώντας λίγο λίγο νὰ τὴν ἀνάψεις καὶ νὰ ζεστάνει. Ὅταν ἡ καρδιὰ ἀρχίσει νὰ φυσᾶ καὶ νὰ ἀναπνέει τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀνάβει μία φωτιὰ μεγάλη ἀγάπης στὸν Κύριο καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν μαζέψεις. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ὅμως δὲν εἶναι μία τεχνικὴ ἐπανάληψη ἑνὸς λόγου ποὺ δὲν κινεῖται μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά. Ἡ σβησμένη καρδιά μας πρέπει νὰ ἀνθερμανθεῖ καὶ τὸ σβησμένο ἡφαίστειο νὰ γίνει ἐνεργό. Πῶς θὰ κινηθεῖ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐργασία καὶ ἡ ἀνάνηψη τῆς καρδιᾶς μας; Τρεῖς εἶναι οἱ καταστάσεις οἱ ὁποῖες κινοῦν σὰν μεγάλη δύναμη τὴν προσευχὴ αὐτὴ καὶ ἀναθερμαίνουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ τρίπτυχο αὐτὸ εἶναι ἡ ἀπόγνωση, ἡ φρίκη καὶ ὁ πόνος.

Μὲ τὴν λέξη ἀπόγνωση ἐννοεῖται ἡ ἀπελπισία τοῦ ἀνθρώπου νὰ διεξέλθει τὴν ζωή του μὲ τὶς δυνάμεις του. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ μεγάλη ταπείνωση μὲ τὴν ὁποία ὠθεῖται στὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, τοῦ θείου Φωτός, διὰ τῆς προσευχῆς. Πόσες φορὲς ζεῖ τὴν ἀπογοήτευση τῶν δυνάμεών του καὶ τῶν ἔργων του.. Μέσα στὴν ἀπελπισία του σηκώνει τὰ χέρια του ἐναγώνια στὸν οὐρανὸ γιὰ βοήθεια καὶ κραυγάζει: «Κύριε ὅπως θέλεις, ὅπως μπορεῖς, μόνον βοήθει μοι». Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος στὸν Ἅδη τῆς ἀπελπισίας, διότι μόνο ἀπὸ ἐκεῖ μπορεῖ νὰ βγεῖ στὴν ἀληθινὴ προσευχὴ καὶ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. «Ἐν ἀπογνώσει οὗτος θὰ ἐπικαλεῖται τὸ Ὄνομα τοῦ Ζῶντος Θεοῦ».

Ὁμοίως ἔρχεται καὶ ἡ φρίκη γιὰ νὰ κινήσει τὴν προσευχὴ μέσα μας καὶ νὰ ἀνάψει τὴν φωτιά της. Τί ἐννοοῦμε μὲ τὸν ὅρο φρίκη; Εἶναι ὁ πόνος ἀπὸ τὰ παθήματα καὶ τὴν θλίψη καὶ τὴν ἄσκηση ποὺ ἀφυπνίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ὕπνο του καὶ τὴν πνευματική του ραθυμία καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ προσευχή. Φρίκη νιώθει μπροστὰ στὸν θάνατο καὶ στὴ γήινη ματαιότητα. Μέσα σὲ λίγες στιγμὲς χάνει τὰ πάντα καὶ τὴν περιουσία του καὶ τοὺς ἀνθρώπους του καὶ νιώθει γυμνὸς καὶ ἔρημος σὲ μία βασανιστικὴ μοναξιά. Ὄντως κάθε γήινο μόνο ἕναν κορεσμὸ προσφέρει καὶ μία πρόσκαιρη ἡδονή. Πόσο δύσκολη εἶναι μία ἀρρώστια ποὺ τὸν καθηλώνει στὸ κρεβάτι καὶ ἐκεῖ ψάχνει νὰ βρεῖ τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ κουράγιο γιὰ νὰ σηκώσει τὴν μοναξιά του… Τότε ντύνεται τὴν προσευχὴ σὰν μία καταφυγή, σὰν ἕνα ροῦχο γιὰ νὰ σκεπάσει τὴν καρδιά του ποὺ κρυώνει καὶ συγκλονίζεται. Εἶναι τότε ποὺ ἡ καρδιά του σβησμένη ἔρχεται καὶ προφέρει τὴν προσευχὴ καὶ καίγεται ὁλόκληρη μὲ τὰ δάκρυά της. Ὅπως λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, τὸ νερὸ ὅταν τὸ σπρώξουμε στοὺς σωλῆνες τότε ἐκτινάσσεται ψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανό, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ψυχὴ ποὺ συνθλίβεται ἀπὸ τὴν φρίκη τῶν παθημάτων της. Ὁμοιάζει μὲ τὸν Ἰὼβ ποὺ ἡ καρδιά του βγαίνοντας μέσα ἀπὸ τὴν φρίκη τῶν παθημάτων του ξέσπαζε σὲ προσευχὴ εὐχαριστίας. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Εἰς τὰς πλέον θλιβερὰς στιγμὰς τῆς καταρρεύσεως τοῦ φυσικοῦ ἡμῶν ὀργανισμοῦ ἡ προσευχὴ “Ἰησοῦ Χριστὲ” ἀποβαί νει τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς. Ὅταν ἡ δραστηριότης τοῦ ἐγκεφάλου ἡμῶν παύῃ, πᾶσα δὲ ἄλλη προσευχὴ καθίσταται δύσκολος διὰ τὴν μνήμην καὶ τὴν προφοράν, τότε τὸ φῶς τῆς Θεογνωσίας, ὅπερ ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Ὀνόματος καὶ τὸ ὁποῖον ἐνδομύχως ἔχομεν ἀφομοιώσει, θὰ παραμείνει ἀναφαίρετον ἀπὸ τοῦ πνεύματος ἡμῶν. Ἰδόντες τὴν τελευτὴν τῶν ἐν προσευχῇ ἀποθανόντων πατέρων ἡμῶν, ἔχομεν ἰσχυρὰν τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ οὐράνιος εἰρήνη, ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα, θὰ περιβάλει καὶ ἡμᾶς εἰς τοὺς αἰῶνας. “Ἰησοῦ, σῶσόν με... Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον, σῶσον... Ἰησοῦ σῶσόν με... Ἰησοῦ ὁ Θεός μου”».

Τὸ τρίτο σημεῖο εἶναι ὁ πόνος γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του. Εἶναι ἡ βαθειὰ συντριβὴ καὶ ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καθὼς βλέπει τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τὸ βάθος τῶν ἁμαρτιῶν του. Τὸν σφίγγει μία βαθειὰ λύπη, ποὺ τελικὰ εἶναι ἡ «κατὰ Θεὸν λύπη» ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μᾶς πάει στὸν Θεό. Λέγει δὲ ἐπακριβῶς: «Ὅσον βαθύτερος εἶναι ὁ πόνος ἡμῶν ἐκ τῆς συνειδήσεως τῆς ἀποστάσεως ἡμῶν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας, τοσοῦτον ἐντονωτέρα εἶναι ἡ ὁρμὴ τῆς ψυχῆς ἡμῶν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ μετὰ μεγάλου πόθου, τῶν πολλῶν δακρύων προσεύχεται αὕτη ἀναζητοῦσα τὴν ἕνωσιν μετ’ Αὐτοῦ. Καὶ Οὗτος δὲν ἐξουδενοῖ συντετριμμένην καρδίαν, ἀλλ’ ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς· ἡ δὲ βαθεῖα καρδία τοῦ ἀνθρώπου συνειδητοποιεῖ τὴν συγγένειαν αὐτῆς μετ’ Αὐτοῦ, Ὅστις «εὐαισθήτως» εἶναι παρὼν καὶ ἐνεργεῖ ἐν ἡμῖν. Ἐκ τούτου καθίσταται φανερὸν ὅτι καὶ τὸ σῶμα ἡ μῶν, διὰ τοῦ ἰδιάζοντος εἰς αὐτὸ τρόπου, δέχεται τὴν πνοὴν τοῦ Ζῶντος Θεοῦ».

Τὰ τρία αὐτὰ βιώματα τῆς καρδιᾶς κινοῦν καὶ ἀναθερμαίνουν τὴν προσευχὴ καὶ τὴν φέρνουν στὸ φῶς. Ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ ἐγκαθίσταται μέσα στὴν καρδιά μας. «Καὶ τότε τὸ πῦρ τῆς Θείας ἀγάπης ὄντως ἅπτεται τῆς καρδίας. Ἡ ἀπόκτησις τῆς προσευχῆς διὰ τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ σημαίνει ἀπόκτησιν τῆς αἰωνιότητος». Τότε νιώθει ὁ πιστὸς νὰ ἀποκαλύπτεται μέσα του ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὰ δὲν μπορεῖ εὔκολα κανεὶς νὰ τὰ ἐννοήσει μὲ τὸν νοῦ του. Εἶναι θεϊκὲς καταστάσεις καὶ οὐράνιες ἐλλάμψεις, εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου.

Ἡ προσευχὴ ποὺ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς τρεῖς αὐτὲς καταστάσεις φέρνει τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἀπόγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν δυνάμεών μας καὶ ἡ φρίκη τῶν θλίψεων καὶ τῆς ματαιότητος τοῦ κόσμου καὶ ὁ πόνος τῆς συνειδήσεως γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας εἶναι ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ ἡ συντετριμμένη καρδιὰ ὅπου μπορεῖ νὰ εἰσέλθει καὶ ν’ ἀναπαυθεῖ ὁ Χριστός. Σ’ αὐτοὺς ὁ Θεὸς δίνει τὴν χάρη Του, «ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν». Ὁ ἴδιος Γέροντας τὰ περιγράφει μὲ θαυμαστὸ τρόπο:

«Ὅταν δὲ ὁ Κύριος μᾶς βρεῖ ἱκανοὺς νὰ δεχτοῦμε τὴν χάρι Του, τότε δὲν βραδύνει νὰ ἔλθῃ σὲ ἀπάντηση τῆς τα πεινῆς μας ἐπίκλησης τῆς προσευχῆς. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ μερικὲς φορὲς μᾶς ἀπορροφᾶ, ὥστε καὶ ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς νὰ εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν ἀπασχολημένοι μόνον μαζί Του. Ὁ ὁρατὸς οὗτος κόσμος παραχωρεῖ τὴν θέση αὐτοῦ σ’ ἄλλη πραγματικότητα ὑψηλοτέρας τάξεως. Ὁ νοῦς παύει νὰ διασκορπίζεται: γίνεται ὅλος προσοχή. Ἡ καρ δία ζεῖ κατάσταση, ποὺ δύσκολα μποροῦμε νὰ περιγράψουμε. Εἶναι γεμάτη μὲ φόβο, ἀλλὰ μὲ εὐλαβῆ φόβο, ζωοποιό. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀναπνέει μὲ συστολή· ὁ Θεὸς βλέπεται καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός· πληρ οῖ τὰ πάντα· καὶ ὁ ὅλος ἄνθρωπος (πνεῦμα-νοῦς, καρδία-αἴσθησις καὶ τὸ σῶμα εἰσέτι) ζῇ μόνο μὲ τὸν Θεό».

Καὶ ἐνῶ περιγράφει τὴν ὅλη αὐτὴ θαυμαστὴ ἐμπειρία τῆς προσευχῆς του, νιώθει τὸν φόβο μήπως χάσει τὸ χάρισμα αὐτό. Δὲν σταματᾶ, ἀλλὰ συνεχίζοντας γίνεται πιὸ ἀποκαλυπτικός:

«Τόλμησα νὰ μιλήσω γιὰ κάτι, ποὺ ὁ μοναχὸς τὸ φυλάγει συνήθως μέσα του σὰν πολύτιμο μυστικό, ἀπὸ τὸν φόβο του μήπως «ὁ Ἰησοῦς ἐκνεύσῃ ὄχλου ὄντος» (πρβλ. Ἰωάν. 5,13). Αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη μοῦ δόθηκε, ὅταν ἀκόμη ζοῦσα στὸ μοναστῆρι καὶ κατόπιν μὲ μεγαλύτερη δύναμη, ὅταν ἀναχώρησα στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ, στὴν ἀπομόνωσή μου, αἰσθάνθηκα τὴν παρουσία τοῦ Ζωντανοῦ μέχρι ποὺ νὰ ξεχνῶ τὸν κόσμο. Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψω κατάλληλα τὴν ἐμπειρία τῶν Θείων ἐπισκέψεων. Δὲν ἐπανα λαμβάνονται πάντοτε μὲ τὴν ἴδια μορφή, ἀλλὰ σχεδὸν σὲ κάθε περίπτωση ὑπεισέρχεται καὶ κάτι καινούργιο καὶ μὲ διαφορετικὴ ἀκολουθία.

Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ὅταν ἐπικαλούμουνα τὸ Ὄνομα τοῦ Ἰη σοῦ Χριστοῦ συνωδευόταν μὲ τὴν ἀόρατη ἔλευση Αὐτοῦ τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ- ἀπὸ τὴν στιγμὴ δὲ ἐκείνη τὸ Θαυμαστὸ τοῦτο Ὄνομα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα Ὀνόματα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη πιὸ πολὺ ἀπὸ πρὶν ἔγιναν γιὰ μένα ἀγωγοὶ ἕνωσης μαζί Του. Κατ’ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἤμουνα ἤδη ἱερέας. Ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπὸ τότε πῆρε ἄλλον χαρακτῆρα: Δὲν ἦταν μόνο πράξη καθαρῆς εὐλαβείας, μακρυὰ ἀπὸ ἀμφιβολίες πίστεως, ἀλλὰ αἰσθανόμουνα καὶ μὲ ὅλο μου τὸν ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ τελεῖ τὸ Μυστήριο. Τότε αἰσθάνθηκα βαθιὰ τὸ νόημα καὶ τὴν πραγματικότητα ποὺ περικλείεται στὰ λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Σὺ εἶ ὁ χαρισάμενος ἡμῖν οὐρα νίων μυστηρίων ἀποκάλυψιν» (εὐχὴ τῆς Προσκομιδῆς). Ὄντως ὁ Κύριος καὶ σὲ μᾶς τοὺς τιποτένιους ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο τῆς ἱερουργίας».

Ὅσο ἡ προσευχὴ χρονίζει στὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργεῖ ἀκόμη πιὸ μεγάλη τὴν ἀγάπη του μ’ Αὐτόν, τόσο ἡ καρδία του πλαταίνει καὶ γίνεται ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ γνώση αὐτὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ στὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τότε ἀρχίζει ἡ καρδία τοῦ πιστοῦ νὰ προσεύχεται «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς καὶ τὸν κόσμον Σου». «Ἡ πανήγυρις τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης -ἱλαρὰ καὶ ἁγία- ἐγείρει ἐν τῇ ψυχῇ βαθεῖαν εὐσπλαγχνίαν πρὸς ἅπασαν τὴν ἀνθρωπότητα».

Πόσο ὄμορφη εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σβησμένου ἡφαιστείου μὲ τὴν ὁποία παρουσιάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ἀπόμακρη ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ προσευχή!… Κάποτε ρώτησαν ἕναν γέροντα πῶς προσεύχεται καὶ ἐκεῖνος χωρὶς νὰ πεῖ λόγο σήκωσε τὰ χέρια του ψηλὰ καὶ μπῆκε στὴν προσευχή. Καὶ τὸν εἶδαν ὁλόκληρο φῶς καὶ τὰ δάχτυλά του νὰ ἔχουν γίνει τὸ καθένα τους καὶ μία λαμπάδα, δέκα λαμπάδες. Στ’ ἀλήθεια ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν βλέπει ὁ πιστὸς πρόσωπο μὲ πρόσωπο καὶ μπαίνει στὴν φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Καὶ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ χαρίζει τὴν ταπείνωση γιὰ νὰ μπορῶ νὰ Τὸν βλέπω μέσα μου καὶ ἡ χαρά μου νὰ εἶναι πεπληρωμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου