Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Ἡ εὐχαριστία, 36 ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 



O

Ἰσαάκ, ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ Ἀπολλώ, ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἀρετές του, εἶχε καὶ ξεχωριστὴ εὐλάβεια γιὰ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κοινωνήσει, ἑτοιμαζόταν μὲ προσευχὴ ἰδιαίτερη καὶ πνευματικὴ μελέτη. Ὅσο διαρκοῦσε ἡ Θεία Λειτουργία, δὲν ἄφηνε κανένα νὰ τοῦ μιλήσει μέσα στὴν ἐκκλησία, ὁποιαδ ήποτε ἀνάγκη κι ἂν παρουσιαζόταν. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπόλυση ἔτρεχε στὸ κελί του σὰν νὰ τὸν κυνηγοῦσαν. Πήγαινε γιὰ νὰ διαβάσει τὴν Εὐχαριστία γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία. Γονάτιζε καὶ μὲ δάκρυα χαρᾶς εὐχαριστοῦσε τὸν Χριστὸ ποὺ κατοικοῦσε μέσα του.

Εἶχε γίνει συνήθεια στὴ Σκήτη νὰ δίνουν στοὺς Ἀδελφοὺς μετὰ τὴ Λειτουργία ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν προσφορὰ κι ἕνα ποτήρι κρασί. Ὃ Ἰσαὰκ ποτὲ δὲ στάθηκε νὰ πάρει, γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει ἔξω ἀπὸ τὸ κελί του καὶ σκορπιστεῖ ὁ νοῦς του.

― Γιατί μᾶς ἀποφεύγεις, ἀββᾶ, ὅταν ἔρχεσαι στὴν Ἐκκλη σία; τὸν ρώτησαν κάποτε οἱ νεώτεροι.

― Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς πληροφορήσει, ἀδελφοί μου, ἀποκρί θηκε ἐκεῖνος, πὼς δὲν ἀποφεύγω ἐσᾶς, ἀλλὰ τὴν πονηρία τοῦ διαβόλου. Ὅταν κρατᾶς ἀναμμένη λαμπάδα καὶ σταθεῖς πολλὴ ὥρα στὸν ἀέρα, δίχως ἄλλο θὰ σοῦ σβήσει. Τὸ ἴδιο παθαίνει κι ὁ νοῦς. Φωτίζεται ἀπὸ τὴ Χάρη τῶν Μυστηρίων στὴν Ἐκκλησία, μὰ σὰν ἀργοπορήσουμε ἔξω ἀπὸ τὸ κελί μας, φυσᾶ σ’ αὐτὸν ὁ ἄνεμος τῆς πολυπραγμοσύνης καὶ σβήνει ὁ ταλαίπωρος. Πηγαίνω γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τὸν Θεό, γιὰ να μοῦ γίνει πιὸ μεγάλη ἡ χαρά μου.

Ὁ μοναχὸς αὐτὸς ζεῖ τὴν μεγάλη παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα του, μὲ τὴν Θεία Κοινωνία, καὶ συγκλονίζεται ἀπὸ δύο αἰσθήματα. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ δὲν θέλει νὰ τοῦ φύγει αὐτὴ ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ Χριστοῦ ποὺ τοῦ δίνει τόση χαρὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλημμυρίζει ἀπὸ μία καρδιακὴ εὐχαριστία.

Ἡ ἐξοικείωση μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθὼς καὶ ὁ ἐθισμὸς ἀπὸ τὴν συνεχῆ Θεία Κοινωνία εἶναι τὸ χειρότερο πνευματικὸ ἀτύχημα ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν χριστιανό. Χάνει ὅλη τὴν χαρά του καὶ τὴν γεύση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνας διαρκὴς ἀγώνας γιὰ νὰ κρατήσει τὴν οἰκείωσή του μὲ τὸ Μυστήριο καὶ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν λιθώδη ἐξοικείωση, ποὺ ἰσοπεδώνει τὰ Ἅγια καὶ φθάνει τὸν ἄνθρωπο στὴν πνευματικὴ ἀναισθησία. Αὐτὸ τὸ πετυχαίνει κατὰ πρῶτον μὲ τὴν βαθειὰ αἴσθηση τῆς πίστεως καὶ δεύτερον μὲ τὴν προσευχὴ τῆς εὐχαριστίας. Στὴ συνεχῆ αὐτὴ ἀνανέωση τῆς πίστεώς μας βοηθᾶ πολὺ ἡ ὑπενθύμιση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων. Ὁ ἀπ. Παῦλος λέγει: τὸ νὰ σᾶς κηρύττω συνεχῶς γιὰ μένα δὲν εἶναι ὀκνηρὸ καὶ γιὰ σᾶς εἶναι μεγάλη ἀσφάλεια.

Στὴ Θεία Λειτουργία γίνεται τὸ μεγάλο θαῦμα, τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ συνέχεια τῆς θυσίας τοῦ Σταυροῦ στὸν Γολγοθά. Ὁ χριστιανὸς προσκαλεῖται μὲ τὸ «προσέλθετε» νὰ κοινωνήσει αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου. Πιστεύει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ κοινωνᾶ, δὲν τὸν γελᾶ ἡ γεύση καὶ νιώθει νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἔχει βάλει τὰ χείλη του στὴν ἄχραντο πλευρά Του καὶ νὰ πίνει ἀπὸ τὸ ζωήρυτο Αἷμα Του. Μετὰ τὴν Κοινωνία του ζεῖ μεγάλες καὶ οὐράνιες καταστάσεις χάριτος. Ἔνοικός του εἶναι ὁ Χριστός, βλέπει ὅλο τὸν ἑαυτό του νὰ εἶναι ἕνα μὲ τὸν Χριστό. Βλέπει πὼς ὁ καθένας χριστιανὸς εἶναι ἕνα μὲ τὸν Ἕνα καὶ ὅλοι μαζὶ Σῶμα Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος θεολόγος, ζώντας μὲ πολὺ ἔντονο τρόπο αὐτὴν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τὴν περιγράφει σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ προσευχητικὰ ποιήματα τῶν θείων ἐρώτων του, ποὺ ὀνομάζεται «Καθένας Ἕνας». Παραθέτουμε ἕνα ἐκφραστικὸ ἀπόσπασμα:

«Μέλη τοῦ Χριστοῦ γινόμαστε κι ὁ Χριστὸς δικά μας μέλη,

Καὶ τὸ χέρι μου Χριστός, καὶ τὸ πόδι μου Χριστός, ἐμένα τοῦ πανάθλιου,

Καὶ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πόδι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀθλιότητα δική μου.

Κινῶ τὸ χέρι, καὶ Χριστὸς ὁλόκληρος εἶναι τὸ χέρι μου.

Κατάλαβε: ἡ ἅγια Θεότητα δὲν χωρίζεται.

Κινῶ τὸ πόδι καὶ νά, φωτεινὸ εἶναι ὅπως Ἐκεῖνος».

Καὶ κάπου ἀλλοῦ λέγει: «Αὐτὸς εὑρίσκεται ἐντός μου...

ὅλος περιπλεκόμενος, ὅλον καταφιλεῖ με... Ὅλον τε δίδωσιν Αὐτὸν Ἐμοὶ τῷ ἀναξίῳ...

Καὶ ἐμφοροῦμαι τῆς Αὐτοῦ ἀγάπης καὶ τοῦ κάλλους...

Μεταλαμβάνω τοῦ φωτός,

μετέχω καὶ τῆς δόξης... Καὶ λάμπει μου τὸ πρόσωπον, ὡς καὶ τοῦ ποθητοῦ μου... Καὶ ἅπαντα τὰ μέλη μου γίνονται φωτοφόρα... Ὡραίων ὡραιότερος τότε ἀποτελοῦμαι πλουσίων πλουσιότερος καὶ δυνατῶν ἁπάντων ὑπάρχω δυνατώτερος καὶ βασιλέων μείζων».  

Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα μας ξεσπάει σὲ μία μεγαλόφωνη εὐχαριστία. Καταφεύγει κανεὶς σὲ μία σιωπὴ ἐξωτερικὴ καὶ σὲ μία κραυγὴ χαρᾶς ἐσωτερική. Εἶναι ἡ εὐχαριστία ποὺ ξεχειλίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο πιὸ πολὺ Τὸν εὐχαριστεῖ, τόσο πιὸ πολὺ κρατᾶ τὴν εὐλογία μέσα του, τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του.

Ἄραγε πῶς διαγράφεται πρακτικὰ ἡ εὐχαριστία τοῦ χριστιανοῦ μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία;

Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ νὰ μὴ φεύγει κανεὶς ἀμέσως μετὰ τὴν Θεία Μετάληψη, ἀλλὰ νὰ περιμένει νὰ ἀκούσει καὶ νὰ συμμετάσχει στὶς εὐχὲς τῆς εὐχαριστίας. Ὅταν κοινωνήσουν ὅλοι, τότε ὁ ἱερέας προσκαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ κοινώνησαν «ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Παράλληλα, γονατίζει καὶ διαβάζει τὴν εὐχὴ τῆς εὐχαριστίας μὲ πολλὴ εὐλάβεια εἰς ἐπήκοον ὅλων. Ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία τελειώνει μὲ τὴν χαρὰ τῆς εὐχαριστίας αὐτῆς.

«Εὐχαριστοῦμέν σοι, Δέσποτα φιλάνθρωπε, εὐεργέτα τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὅτι καὶ τῇ παρούσῃ ἡμέρᾳ κατηξίωσας ἡμᾶς τῶν ἐπουρανίων σου καὶ ἀθανάτων μυστηρίων. Ὀρθοτόμησον ἡμῶν τὴν ὁδόν, στήριξον πάντας ἡμᾶς ἐν τῷ φόβῳ σου, φρούρησον ἡμῶν τὴν ζωήν, ἀσφάλισαι ἡμῶν τὰ διαβήματα, εὐχαῖς καὶ ἱκεσίαις τῆς ἐνδόξου Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, καὶ πάντων τῶν ἁγίων σου. Ὅτι σὺ εἶ ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ εἶναι τόσο ἱερὴ ἀποσυντονιζόμαστε, μᾶς πιάνει μία ἀδημονία γιὰ νὰ φύγουμε μὲ τὸ «δι’ εὐχῶν», ἀρχίζουν τὰ μνημόσυνα, ὁ λαὸς μετακινεῖται σὰν μᾶζα πρὸς τὸ ἀντίδωρο, γιὰ νὰ εἶναι πιὸ κοντὰ καὶ νὰ τελειώσει γρήγορα. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἐπιτρέπουν αὐτὴν τὴν χαρὰ τῆς εὐχαριστίας. Μᾶς ξεφεύγει ἡ πιὸ πολύτιμη πράξη μας ποὺ θὰ μᾶς κρατήσει τὴν εὐλογία, ἡ εὐχαριστία.

Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μιλᾶ πολὺ σκληρὰ γιὰ τὴν κακιὰ συνήθεια ποὺ συμβαίνει κυρίως στὶς μεγάλες γιορτὲς ποὺ οἱ χριστιανοὶ φεύγουν ἀμέσως μόλις κοινωνήσουν μὴ περιμένοντας τὴν εὐχαριστία. Τοὺς λέγει ὅτι κανονικὰ ἔπρεπε νὰ κλείνουν τὶς πόρτες καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπουν νὰ φεύγουν στὰ σπίτια τους, πρὶν ὅλοι μαζὶ εὐχαριστήσουν τὸν Χριστὸ γιὰ τὰ Δῶρα ποὺ τοὺς ἔδωσε. «Αὐτὸ εἶναι μεγάλη καταφρόνηση γιὰ τὸν Θεό. Τί κάνεις, ἄνθρωπε; Ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, οἱ Ἄγγελοι εἶναι ἐδῶ, μπροστά μας εἶναι ἡ φρικτὴ Θυσία, οἱ ἀδελφοί σου ζοῦν ὅλη αὐτὴν τὴν Μυσταγωγία, καὶ σὺ τὰ παρατᾶς ὅλα καὶ φεύγεις; Καὶ ὅταν βρεθεῖς σὲ δεῖπνο δὲν τολμᾶς νὰ φύγεις, ἀκόμη κι ἂν ἔχεις χορτάσει, ἐφόσον ἀκόμη κάθονται οἱ φίλοι σου. Ἐδῶ ὅμως, ἐνῶ ἀκόμη τελοῦνται τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἱερὰ τελετὴ ἐπιτελεῖται, τὰ παρατᾶς ὅλα καὶ φεύγεις; Πῶς θὰ συγχωρηθεῖς γιὰ ὅλα αὐτά; Ποιά μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀπολογία σου; Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τίνος ἔργο κάνουν αὐτοὶ ποὺ ἀναχωροῦν καὶ δὲν προσφέρουν στὸν Θεὸ τὶς εὐχαριστήριες ὠδὲς στὸ τέλος τῆς τραπέζης; Ἴσως εἶναι λίγο σκληρὸ καὶ βαρύ, ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τὸ πῶ γιὰ τὴν ραθυμία τῶν πολλῶν. Ὁ Ἰούδας, ὅταν κοινώνησε στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, τὴν τελευταία ἐκείνη νύχτα, σηκώθηκε καὶ ἔφυγε ἐνόσω ἐκεῖνοι ἀκόμη κάθονταν στὴν τράπεζα. Ἐκεῖνον μιμοῦνται ὅσοι σηκώνονται καὶ φεύγουν πρὶν ἀπὸ τὴν τελευταία εὐχαριστία. Ἂν δὲν ἔφευγε ἐκεῖνος, δὲν θὰ γινόταν προδότης. Ἂν δὲν παρατοῦσε τοὺς συμμαθητές του, δὲν θὰ χανόταν. Ἂν δὲν ξεχώριζε ἀπὸ τὸ κοπάδι, δὲν θὰ τὸν εὕρισκε μόνο του ὁ λύκος, γιὰ νὰ τὸν καταφάει. Ἂν δὲν χωριζόταν ἀπὸ τὸν ποιμένα, δὲν θὰ τὸν ἅρπαζε τὸ θηρίο. Καὶ ἐκεῖνος μὲν ἔφυγε μὲ τοὺς Ἰουδαίους σὰν προδότης, οἱ ἄλλοι δὲ μαθητὲς ἔφυγαν, ἀφοῦ ἔψαλλαν ὕμνους μὲ τὸν Δεσπότη τους. Βλέπεις ὅτι καὶ στὴ Θεία Λειτουργία ἡ τελευταία εὐχὴ τῆς εὐχαριστίας γίνεται κατὰ τὸν τύπο ἐκεῖνο. Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἂς τὰ ἐννοοῦμε ὅλα αὐτά, ἂς τὰ σκεπτόμαστε φοβούμενοι τὸ κρῖμα ποὺ στέκεται μπροστά μας. Αὐτὸς ὁ Χριστὸς σοῦ δίνει τὴν σάρκα Του· σὺ ὅμως οὔτε μὲ τὰ λόγια σου δὲν τὸν ἀμείβεις, οὔτε Τὸν εὐχαριστεῖς γιὰ ὅσα ἔλαβες. Καὶ ἐνῶ, ὅταν τρῶς γήινη τροφὴ μετὰ τὴν τράπεζα, καταφεύγεις στὴν προσευχή, ὅμως ὅταν μετέχεις τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τροφὴ πνευματικὴ ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ὁρατὴ καὶ ἀόρατη κτίση, καὶ ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ εὐτελὴς ἡ φύση σου, δὲν μένεις νὰ Τὸν εὐχαριστήσεις μὲ λόγια καὶ πράγματα».

Ἕνας δεύτερος τρόπος ἀληθινῆς εὐχαριστίας μετὰ ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ καινούργια ἀγαπητικὴ σχέση ποὺ ἀναπτύσσεται μὲ τοὺς ἀδελφούς, καθὼς καὶ ἡ καθαρὴ χριστιανικὴ ζωή. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ εἶναι ὁ εἰδικὸς διδάσκαλος γιὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία λέγει ὅτι πρακτικὰ ἡ ἀληθινὴ εὐχαριστία στὸν Θεὸ συμπεριλαμβάνει τὴν ἀγάπη στοὺς ἀδελφούς. Δὲν μπορεῖ αὐτὸς ποὺ κοινωνᾶ νὰ ντροπιάζει τὸν ἀδελφό του μὲ τὴν συμπεριφορά του, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὸν φτωχὸ καὶ νὰ ἀποσχίζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸν πλησίον. Δὲν μπορεῖ, μετὰ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Τράπεζα, λόγῳ τῶν ἑορτῶν νὰ καταφεύγει σὲ μεθύσια καὶ φαγοπότια καὶ νὰ χάνει τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς μᾶς δίδει τὴν τροφή Του, τὸν Ἑαυτό Του, ἐξ ἴσου σὲ ὅλους μας καὶ δὲν μᾶς χωρίζει, λέγει «λάβετε πάντες» καὶ «πίετε πάντες». Πόσο Τὸν εὐχαριστοῦμε ὅταν δίνουμε τὴν ἀγάπη μας σ’ ὅλους!… Ὁ Κύριος λέγει «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Πῶς κοινωνᾶς εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Χριστοῦ, ὅταν μετὰ ἀγνοεῖς τὸν φτωχό; Ὁ φτωχὸς δίπλα μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂς τὸν θρέψουμε ὅπως μᾶς ἔθρεψε μὲ τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του. Για τοὺς σταυρωτές Του ὁ Χριστὸς προσευχόταν καὶ σὺ τὸ ἴδιο νὰ κάνεις γιὰ τοὺς ἐχθρούς σου. Καὶ παρακαλοῦσε ὁ ἱερὸς πατὴρ τὸν λαὸ καὶ τοὺς ἔλεγε: «ἐλᾶτε νὰ θρέψουμε τὸν Χριστό, ἐλᾶτε νὰ Τὸν ποτίσουμε, νὰ Τὸν ντύσουμε, αὐτὴ εἶναι ἡ ἄξια εὐχαριστία γιὰ τὸ τραπέζι ποὺ Αὐτὸς μᾶς στρώνει στὴν κάθε Θεία Λειτουργία». Ἐπιπλέον ὁ πιστός, ἀφοῦ ἀπόλαυσε τὴν τράπεζα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ γλώσσα του γεύτηκε τις σάρκες Του, ὀφείλει νὰ εἶναι γλυκὺς καὶ καταδεκτικὸς σ’ ὅλους, ὅμοιος μὲ τοὺς ἀγγέλους. Πρέπει νὰ κρατᾶ καθαρὰ τὰ χέρια του καὶ τὴν γλώσσα του καὶ τὰ χείλη του, ποὺ ἔγιναν ἡ πόρτα γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ Χριστός. Καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὴ ἡ πρακτικὴ ἀγάπη σ’ ὅλους, ἐχθροὺς καὶ φίλους καὶ πένητες, εἶναι ἡ ἀληθινὴ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό. Στ’ ἀλήθεια, στὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ τὸ δίνεις σὰν ἀντίδωρο ἀγάπης, «εἰς ἀγάπης ἀντέκτισιν».

Ὁ τρίτος τρόπος εὐχαριστίας γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία εἶναι οἱ εὐχὲς τῆς Θείας Εὐχαριστίας ποὺ μόνοι μας λέμε ὡς προσευχὴ στὸ κελί μας σὲ μία προσωπικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Οἱ εὐχὲς περιέχονται στὸ βιβλίο τῶν προσευχῶν περὶ Θείας Μεταλήψεως.

Καὶ ἔσκυβα καὶ γονάτιζα στὸν Θεὸ καὶ ἐξ ὅλης καρδίας τὸν εὐχαριστοῦσα ποὺ μὲ μαθαίνει πῶς νὰ Τὸν εὐχαριστῶ καὶ νὰ μὴ μένω ξερὸς καὶ τυπικὸς στὴν κοινωνία μου μαζί Του. Καὶ τί πιὸ μεγάλο στὴν ζωή μου νὰ μετέχω τῆς Θείας φύσεως καὶ νὰ ἀφθαρτοποιοῦμαι; Ἐγὼ ὁ φθαρτὸς καὶ γήινος νὰ γίνομαι Θεοῦ δοχεῖον, Χριστοφόρος, ὅμαιμος καὶ σύναιμος Χριστοῦ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου