Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Κυριακή αγίων 318 Πατέρων Α’ Οικουμενικής Συνόδου



Την Κυριακή πριν από τη μεγάλη ημέρα της Πεντη­κοστής, η Αγία Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη των αγίων Πατέρων της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου.

Πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι η Οικουμενική Σύνο­δος και ποια σημασία είχε η πρώτη Οικουμενική Σύνο­δος.

Οι άγιοι απόστολοι είπαν στους επισκόπους να διε­ξαγάγουν Εκκλησιαστική Σύνοδο, δηλαδή συνέδριο επισκόπων, οι οποίοι από κοινού έπρεπε να αποφασί­σουν για τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Ορίστηκε να συγκαλούνται συχνά τέτοιες Σύνοδοι, δύο φορές το χρόνο. Έτσι γινόταν, και τέτοιες τοπικές Σύνοδοι συγκαλούνταν για τη λύση των όχι πολύ σημαντικών ζητη­μάτων.

Όμως η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε λόγω της τεράστιας σπουδαιότητας ενός προβλήματος, που όμοιό του δεν είχε συμβεί στην ιστορία της Εκκλησίας. Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος ήταν ένα μεγάλο γεγονός στην ιστορία της Εκκλησίας, γιατί συγκλήθηκε για την καταδίκη της αίρεσης του Αρείου, για την οποία ο μακάριος Ιερώνυμος είπε το εξής: «Ο Άρειος ήταν μία σπίθα, όμως κατέκαψε σχεδόν όλη την οικουμένη». Βλέπετε τι ήταν αυτό!

Και ο άγιος πατέρας Δημήτριος του Ροστώφ μιλάει με τα εξής λόγια: «Ω καταραμένη σπίθα, μέρος της αι­ώνιας φωτιάς! Ω απαισιότατη σπίθα που έκαψες αμέ­τρητους ναούς του Αγίου Πνεύματος! Ω, δυσώδης και ζοφερή σπίθα που έπεσες από τη φωτιά της γεέννης! Οι άγιοι Πατέρες μόλις μπόρεσαν την έσβησαν με την καθαρή πηγή του λόγου του Θεού, όπως με το νερό της ζωής, με το οποίο είθε να γεμίσετε όλοι εσείς τα δοχεία των καρδιών σας!».

Βλέπετε πόσο φοβερό γεγονός ήταν αυτό στην ιστορία της Εκκλησίας.

Ποια ήταν η ουσία του γεγονότος;

Μέχρι τον Άρειο υπήρχαν οι αιρετικοί γνωστικοί, οι μανιχαίοι, όμως τέτοιος φοβερός αιρετικός, σαν τον Άρειο, δεν υπήρξε και είθε να δώσει ο Θεός ποτέ να μην υπάρξει.

Ο Άρειος ήταν ιερέας στην Αλεξάνδρεια, στην Αίγυ­πτο και άρχισε να διδάσκει ότι ο Κύριος Ιησούς Χρι­στός δεν ήταν αληθινός Θεός, πραγματικός Υιός του Θεού κατ’ ουσίαν και κατά φύσιν αλλά μόνο στην ηθι­κή έννοια. Αρνιόταν την αιωνιότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού, έλεγε ότι ο Κύριος προήλθε από το τίποτα, ενώ όλη η Εκκλησία πίστευε ότι ο Κύριος γεννήθηκε από τον Πατέρα, ότι είναι προαιώνιος Υιός Του. Ο Άρειος κατάφερε να διανθίσει τη διδασκαλία του με ωραίες ιδέες, και προσπάθησε να τη στηρίξει στην Αγία Γραφή, ώστε πολλοί επηρεάστηκαν από τα ψέ­ματα και την αίρεσή του.

Φαινόταν ότι ο Άρειος μιλούσε πολύ σωστά, γιατί διέθετε σπουδαίο μυαλό και μεγάλη ικανότητα να πα­ρουσιάζει το ψέμα σαν αλήθεια. Και βρέθηκαν πολλοί οπαδοί αυτής της φοβερής αιρετικής διδασκαλίας.

Και όταν έγινε φανερό ότι ο Άρειος αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς, ο επίσκοπος της Αλεξάνδρει­ας θορυβήθηκε και, μόλις βεβαιώθηκε ότι όσο και αν προσπαθεί να τον πείσει, παρόλα τα επιχειρήματα, ο Άρειος παρέμενε ακλόνητος στην αίρεσή του, τον απέ­κοψε από την Εκκλησία.

Η αναταραχή στην Εκκλησία ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου θεώρησε απα­ραίτητο να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος, στην οποία όφειλαν να έρθουν όλοι οι επίσκοποι για την κα­ταδίκη του Αρείου.

Η Σύνοδος έλαβε χώρα στην πόλη της Νίκαιας το έτος 325. Σ’ αυτή τη Σύνοδο ο Κύριος ανέδειξε πολ­λούς μεγάλους πατέρες, αρχιερείς και ιερείς, φωτισμέ­νους από το Πνεύμα του Θεού, που γκρέμισαν όλα τα ψεύτικα επιχειρήματα του Αρείου. Και σ’ αυτή τη Σύ­νοδο έλαμψαν ιδιαιτέρως, με το μυαλό και τη δύναμη της ευγλωττίας τους, ο άγιος Ευστάθιος Αντιόχειας, ο άγιος Μάρκελλος Αγκύρας και ο άγιος Αθανάσιος, ο διάκονος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο οποίος έγινε μετά ο μεγάλος άγιος ιεράρχης, ο Μέγας Αθανά­σιος.

Επέδειξε τέτοια δύναμη μυαλού και λόγου, ώστε μαζί με τους άλλους επισκόπους απέρριψε πλήρως την αίρεση του Αρείου και η Σύνοδος απέκοψε τον Άρειο από την Εκκλησία, του έδωσε ανάθεμα και, όπως γνω­ρίζετε, συνέταξε το πρώτο Σύμβολο της πίστεως, το οποίο ολοκληρώθηκε με προσθήκες περί του Αγίου Πνεύματος που έγιναν στη δεύτερη Οικουμενική Σύνο­δο.

Εμείς ομολογούμε την πίστη μας σύμφωνα με αυτό το Σύμβολο της πίστεως.

Πάνω σε τι στήριξε ο Άρειος την άρνησή του για τη θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού, για την ισότητά Του με τον Θεό Πατέρα;

Παρέθεσε το κείμενο της Αγίας Γραφής: «Πορεύο­μαι προς τον πατέρα· ότι ο πατήρ μου μείζων μού εστι» (Ιωάν. 14, 28). Κάποτε ο Ίδιος ο Χριστός είπε ότι είναι κατώτερος από τον Πατέρα, πώς λοιπόν Τον θεωρούμε ίσο με τον Πατέρα, Τον θεωρούμε Θεό; Όμως οι σοφοί άγιοι πατέρες απάντησαν: «Ναι, ο Πα­τέρας ήταν ανώτερος από τον Κύριο Ιησού Χριστό, όταν ο Ιησούς ήταν Θεάνθρωπος, όταν πραγματοποι­ούσε το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, κατά την ανθρώπινη φύση Του ήταν κατώτερος από τον Πατέρα». Αλλά μόνο κατά την ανθρώπινη φύση του, αφού κατά τη θεϊκή Του φύση ήταν πάντα ίσος με τον Πατέρα.

Παρουσιάστηκε πλήθος χωρίων από την Αγία Γρα­φή, τα οποία αδιάψευστα αποδεικνύουν την εκ Θεού γέννηση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Θα παραθέσω τα σπουδαιότερα στο τέλος του κηρύγματος, τώρα θα σας πω για ένα άλλο επιχείρημα, το οποίο παρέθεσε ο Άρειος: «Καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με πατρός» (Ιωάν. 6, 38).

Και έλεγε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν συνε­πώς διάκονος του Θεού, απεσταλμένος του Θεού, δεν επιτρέπεται να Τον θεωρούμε Αληθινό Θεό.

Όμως σ’ αυτή την περίπτωση ο Άρειος ενήργησε όπως είχε ενεργήσει ο διάβολος, όταν έβαλε σε πειρα­σμό τον Κύριο Ιησού Χριστό: παρέθεσε λόγους από την Αγία Γραφή, όμως απέκρυψε τις επόμενες λέξεις. Έτσι ενήργησε όταν ανέβασε τον Κύριο Ιησού στο πτερύγιο του ναού των Ιεροσολύμων και Του είπε: «Ει υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, και επί χειρών αρούσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου» (Ματθ. 4, 6).

Όπως βλέπετε, ο διάβολος βασίστηκε στην Αγία Γραφή, όμως απέκρυψε τις τελευταίες λέξεις «επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέ­οντα και δράκοντα» (Ψαλμός 90ός) τις έκρυψε, επειδή θα ήταν σαν να παραδεχόταν ότι ο Κύριος Ιησούς Χρι­στός θα συντρίψει την κεφαλή του φιδιού, θα λυτρώσει τον κόσμο από την εξουσία του.

Ακούστε τι έχει γραφτεί από τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο: «Ότι καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με. Τούτο δε εστι το θέλημα του πέμψαντός με πατρός, Ίνα παν ο δέδωκέ μοι μη απολέσω εξ αυτού, αλλά αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα. Τούτο δε εστι το θέλημα του πέμψαντός με, ίνα πας ο θεωρών τον υιόν και πιστεύων εις αυτόν έχη ζωήν αιώνιον, και αναστήσω αυτόν εγώ εν τη εσχάτη ημέρα» (Ιωάν. 6, 38-40).

Ποιος μπορεί να αναστήσει, εκτός από τον Θεό, ποιος μπορεί να έχει τέτοια εξουσία;

Όμως ο Άρειος το απέκρυψε αυτό, αποσπούσε κά­ποιες λέξεις από την Αγία Γραφή και διέκοπτε την αλ­ληλουχία τους με τις επόμενες.

Με αυτόν τον τρόπο ενεργούν και μέχρι σήμερα όλοι οι σεκταριστές, οι οποίοι αποσπούν μεμονωμένες λέξεις από την Αγία Γραφή και παρασύρουν τους αγράμματους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τη Γρα­φή, τους ανθρώπους που δεν μπορούν να κρίνουν και οι οποίοι ακριβώς γι’ αυτό πιστεύουν τον πρώτο λόγο τους. Έτσι και οι σαββατιστές λένε: «Πώς είναι δυνα­τόν να εορτάζουμε την Κυριακή, εάν η τρίτη εντολή ευ­θέως λέει: «Μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν, εξ ημέρας έργα και ποιήσεις πάντα τα έργα σου· τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου”;» (Έξοδ. 20, 8-10). Λένε: «Εάν έτσι όρισε ο Κύ­ριος, ποιος μπορεί να παραβεί αυτή την εντολή;».

Ρωτήστε λοιπόν αυτούς τους σαββατιστές: «Εάν εί­ναι έτσι, εάν θεωρούν ότι όλα πρέπει να γίνονται όπως έχουν καταγραφεί στον Μωσαϊκό νόμο, ο οποίος σε πολλά σημεία έχει καταργηθεί, έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί από τον Κύριο Ιησού Χριστό, για ποιο λόγο δεν προσφέρουν ως θυσία βόδια, αγελάδες, πρό­βατα, όπως έχει προσταχθεί στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης;» Αυτό το παρασιωπούν.

Πολλά ακόμα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στους ψεύτικους συμπερασματικούς λογισμούς των σεκταριστών· η δυστυχία έγκειται μόνο στο ότι παρα­σύρουν τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι τίποτα δεν μπορούν να αντειπούν και πιστεύουν όλα όσα λένε αυ­τοί που τους παραπλανούν με κείμενα από την Αγία Γραφή.

Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος έκανε μεγάλο έργο, αποδυναμώνοντας όλες τις αιρέσεις, γιατί ο Άρειος ήταν μια σπίθα, όμως κατέκαψε σχεδόν όλη την οικου­μένη: μόλις και μετά βίας η Αγία Εκκλησία αντιστάθηκε στην ορμή της αρειανικής αιρέσεως. Μετά τη Σύνο­δο της Νίκαιας, αφού αφόρισαν τον Άρειο και συνέτα­ξαν το Σύμβολο της Πίστεως, δεν υπάκουσαν όλοι στις αποφάσεις της Συνόδου για πολύ. Εκείνοι που δέχτη­καν τη διδασκαλία του Αρείου, τον ακολούθησαν, δεν ήθελαν να υποχωρήσουν, συνέχισαν με μανία να επι­διώκουν το θρίαμβο της αίρεσης· ξεκίνησε διαμάχη με­ταξύ των ορθοδόξων και των αρειανών, η οποία συνε­χίστηκε για 55 ακόμη χρόνια.

Αυτά ήταν τα χρόνια του μεγάλου μαρτυρίου της Εκκλησίας, της ανείπωτης έχθρας μέσα στην ίδια την Εκκλησία, γιατί ο αριθμός των οπαδών του Αρείου όλο και αυξανόταν.

Κάποιοι βυζαντινοί αυτοκράτορες θεώρησαν ότι ο Άρειος είχε δίκιο που δεν υποτάχθηκε στη Σύνοδο της Νίκαιας και απαίτησαν όλοι να ομολογούν την πίστη έτσι όπως δίδαξε ο Άρειος.

Υπήρξε σειρά αρειανοφρόνων αυτοκρατόρων οι οποίοι, έχοντας κρατική εξουσία αλλά και τεράστια εκκλησιαστική εξουσία, ταλαιπώρησαν την Εκκλησία. Επί 55 χρόνια εξαπλωνόταν η έντονη διαμάχη. Οι αρειανοί άρχισαν να τροποποιούν τη διδασκαλία του Αρεί­ου με σκοπό να τη μετριάσουν, να την κάνουν περισσό­τερο αποδεκτή, εισήγαγαν ουσιαστικές τροποποιήσεις και έτσι γεννήθηκε ο ημι-αρειανισμός.

Και η διαμάχη με τους ημιαρειανόφρονες ήταν εξαιρετικά σοβαρή και είχε τεράστιες απώλειες για την Εκκλησία. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός παρέδωσε στους αρειανούς όλους τους ναούς, οι ορθόδοξοι επί­σκοποι και οι ιερείς στάλθηκαν στην εξορία, οι ναοί τους έκλεισαν.

Κατά την τελευταία περίοδο της διαμάχης της Εκ­κλησίας με τους αρειανούς, έδρασαν οι τρεις μεγάλοι ιεράρχες: Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Διεξήγαγαν αποφασιστική μάχη κατά των αρειανών. Το πόσο σοβαρή ήταν αυτή η διαμάχη γίνεται φανερό από το ότι, όταν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, δεν βρήκε ούτε έναν ορθόδοξο ναό – όλοι ανήκαν στους οπαδούς του Αρείου.

Έπρεπε να αρχίσει την θεία Λειτουργία και το κή­ρυγμα σε ένα απλό σπίτι, όμως το κήρυγμά του ήταν τόσο δυνατό, ώστε μετά από 2-3 χρόνια όλος ο λαός ακολούθησε τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και οι να­οί επεστράφηκαν στους ορθοδόξους.

Ιδού πόσο σοβαρή, πόση διάρκεια είχε η διαμάχη με τους αρειανούς και υπήρξαν λαοί, όπως οι γότθοι, οι οποίοι για πάντα παρέμειναν αρειανόφρονες.

Καταλαβαίνετε τώρα όλη τη δύναμη του Αρείου, κατανοείτε για ποιο λόγο ο μακάριος Ιερώνυμος τον χαρακτήρισε σπίθα και ο άγιος Δημήτριος μιλάει για την καταραμένη σπίθα που προήλθε από τη φωτιά του άδη.

Βλέπετε πόσο μεγάλο γεγονός εορτάζουμε σήμερα, γιατί εορτάζουμε όχι μόνο τη μνήμη της πρώτης Οικου­μενικής Συνόδου, αλλά εορτάζουμε και δοξάζουμε τη μνήμη των 318 Πατέρων της Συνόδου της Νίκαιας, εορ­τάζουμε το θρίαμβο της Ορθοδοξίας πάνω στους αιρε­τικούς, που εκφράστηκε από τη μεγάλη Σύνοδο στο πρώτο Σύμβολο της Πίστεως.

Σας είπα ότι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη διαμάχη. Όταν καταλάμ­βαναν το θρόνο οι αρειανόφρονες αυτοκράτορες, τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν υπό διωγμό, όταν πάλι, με­τά το θάνατό τους, ανέρχονταν στο θρόνο άλλοι αυτο­κράτορες, αντίπαλοι των αρειανών, αναγεννιόταν και αναζωπυρωνόταν η ζωή στην Εκκλησία.

Εάν είχε τέτοια τεράστια σημασία η ανάμειξη των αυτοκρατόρων στις υποθέσεις της Εκκλησίας, άραγε εμείς επιδοκιμάζουμε την αυτοκρατορική εξουσία, την κρατική εξουσία πάνω στην Εκκλησία; Με κανένα τρό­πο, γιατί όχι μόνο σ’ αυτή την εποχή της διαμάχης με τους αρειανούς αλλά και σε ακόμη πιο δύσκολη, φοβε­ρή περίοδο, την περίοδο των διωγμών αυτών που τι­μούσαν τις άγιες εικόνες, οι αυτοκράτορες ταλαιπώ­ρησαν την Εκκλησία ακόμη πιο πολύ από ό,τι οι αρειανόφρονες αυτοκράτορες.

Άραγε είναι ωφέλιμο, όταν η Εκκλησία εξαρτάται από τέτοια κρατική εξουσία, το ότι εξαναγκάζεται να δεχτεί κάτι που δεν θέλει; Ασφαλώς όχι.

Από την ιστορία γνωρίζουμε και άλλα τέτοια παρα­δείγματα, όπου η ανάμειξη της κρατικής εξουσίας στις εκκλησιαστικές υποθέσεις υπήρξε εξαιρετικά επιζή­μια.

Μήπως δεν μπορούμε να πούμε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο, εάν η Εκκλησία αφηνόταν μόνη της, εάν κα­νένας δεν ασκούσε πίεση πάνω της, εάν αντιμετώπιζε τα προβλήματά της με τη σύνοδο των επισκόπων.

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η Εκκλησία ενίοτε χρειάζεται την αρωγή της κρατι­κής εξουσίας. Θα ήταν πολύ καλό εάν η Εκκλησία έχαιρε της απόλυτης αναγνώρισης και, σε αναγκαίες περιπτώσεις, τη συμβολή της εξουσίας.

Υπάρχουν περιπτώσεις, όταν η Εκκλησία είναι αδύ­ναμη, που μόνο η κρατική εξουσία μπορεί να επαναφέ­ρει την πρέπουσα τάξη.

Θα φέρω ένα μικρό παράδειγμα. Καθαίρεσα έναν ιερέα ο οποίος εξετέθη στο μεθύσι και σε πολλές ακο­λασίες. Γι’ αυτό έπρεπε να του αφαιρέσω το αξίωμά του. Και τι συμβαίνει λοιπόν, αυτός που καθαιρέθηκε συνεχίζει να λειτουργεί σαν ιερέας, δεν βγάζει τα ράσα, το σταυρό, συνεχίζει να έχει μακριά μαλλιά και τολμά να τελεί μυστήρια: πηγαίνει στα χωριά και τελεί το μυ­στήριο της βαπτίσεως, το μυστήριο του γάμου, τελεί παρακλήσεις και παννυχίδες. Δεν μπορώ να κάνω τίπο­τα εδώ, μπορεί μόνο να τον τιθασεύσει η κρατική εξου­σία. Ιδού, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η βοήθεια της κρατικής εξουσίας στην Εκκλησία.

Επομένως, ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κρά­τος είναι ευνοϊκός για την Εκκλησία, εάν από την πλευρά του κράτους υπάρχει στάση συμπάθειας ως προς τις εκκλησιαστικές υποθέσεις και βοηθάει όταν είναι απαραίτητο.

Υπάρχει μια σημαντική εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού προς την Εκκλησία. 0 Κύριος ενετείλατο, σε αυτές τις στιγμές, όταν είμαστε αδύναμοι, να εναπο­θέτουμε όλες τις ελπίδες μας στον Θεό. Γιατί, παρ’ όλους τους διωγμούς από τους αρειανούς, η Ορθοδο­ξία που αποκαταστάθηκε και εδραιώθηκε, συμπλήρω­σε, ολοκλήρωσε τη σύνταξη του Συμβόλου της πίστεώς μας και θριάμβευσε πάνω σε όλους τους αιρετικούς.

Ας πιστεύουμε λοιπόν μόνο έτσι, όπως μας διδά­σκει το Σύμβολο της Πίστεως.

Ας πιστεύουμε ότι ο Κύριος Ιησούς είναι ο Αληθινός Θεός, ο Αληθινός Υιός του Θεού, γιατί υπάρχουν βαθιά ερείσματα γι’ αυτό. Ο Ίδιος ο Κύριος πολλές φορές το φανέρωσε με τα λόγια Του, όπως και οι άγιοι απόστο­λοί Του:

Απόστολος Ιωάννης: «Ούτός εστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Α’ Ιωάν. 5, 20).

Απόστολος Ιούδας: «Αρνούμενοι τον μόνον Δε­σπότην Θεόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» (Ιού­δα 1, 4).

Ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος στον Τίτο μι­λάει για την ελπίδα της φανέρωσης της δόξας του με­γάλου Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. (Τίτ. 2, 13).

Ο απόστολος Παύλος προς τους Ρωμαίους: «Χρι­στός, ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας» (Ρωμ. 9, 5).

Ο απόστολος Παύλος προς τους Κολασσαείς: «Ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητας σωματικώς» (Κολασ. 2, 9).

Και ο Ίδιος ο Κύριος: «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμι» (Ιωάν. 8, 58). «Και νυν δόξασόν με συ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη ή είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι» (Ιωάν. 17, 5).

25 Μαΐου 1947



[Πηγή: “Ο Λόγος ο του Σταυρού (Λόγοι και Ομιλίες από τη Συμφερούπολη 1946-1948)” τόμος Β’, Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, εκδόσεις “Επιστροφή”]

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. β’.
Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου