Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Κυριακή Γ΄ Ματθαίου- Ερμηνεία της Αποστολικής περικοπής από τον Ιερό Χρυσόστομο

 


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ρωμ.5,1-10]

    «Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ(:αφού λοιπόν γίναμε δίκαιοι μέσω της πίστεως, έχουμε ειρήνη με τον Θεό διαμέσου της μεσιτείας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού)»[Ρωμ.5,1].
    Τι σημαίνει: «εἰρήνην ἔχομεν»; Μερικοί λέγουν ότι σημαίνει «δεν διχογνωμούμε μετέχοντας σε λεκτικές διαμάχες για την εφαρμογή του μωσαϊκού νόμου», εμένα όμως μου φαίνεται πως μας μιλάει στο εξής για την όλη συμπεριφορά μας. Επειδή λοιπόν είπε πολλά για την πίστη και τη δικαίωση από τα έργα, αυτήν πρώτα έβαλε. Για να μη νομίσει κανείς πως τα λόγια αυτά είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να αδιαφορήσουμε, λέγει: «έχουμε ειρήνη». Δηλαδή, ας μην αμαρτάνουμε ποτέ πια, ούτε να επιστρέφουμε προς τα προηγούμενα, γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε πόλεμο με τον Θεό. «Και πώς είναι δυνατό», αναρωτιέται ίσως κάποιος, «το να μην αμαρτάνουμε ποτέ πια;». Πώς έγινε δυνατό το προηγούμενο; Γιατί, αν, ενώ ήμασταν υπεύθυνοι για τόσα αμαρτήματα, απαλλαχτήκαμε με τον Χριστό από όλα, πολύ περισσότερο θα μπορέσουμε με Αυτόν να μείνουμε σε εκείνα που είμαστε.

    Γιατί δεν είναι το ίδιο να αποκτήσουμε ειρήνη που δεν υπήρχε, και να κρατήσουμε αυτήν που δόθηκε, επειδή βέβαια η απόκτηση είναι πιο δύσκολο πράγμα από τη φύλαξη. Αλλά όμως το πιο δύσκολο έγινε εύκολο και πραγματοποιήθηκε. Επομένως και το πιο εύκολο θα είναι ευκολοκατόρθωτο σε εμάς, αν ακολουθούμε Εκείνον που για χάρη μας κατόρθωσε και αυτά. Εδώ όμως μου φαίνεται πως δεν υπονοεί μόνο το εύκολο, αλλά και το εύλογο. Γιατί, αν Αυτός μας συμφιλίωσε, ενώ ήμασταν εχθροί Του, είναι εύλογο να παραμένουμε στη συμφιλίωση και να Του αποδώσουμε αυτήν την αμοιβή, για να μη φανεί πως έχει συμφιλιώσει με τον Πατέρα σκαιούς και αχαρίστους.
   «δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν(: ο Οποίος με την πίστη μας προς Αυτόν μας έχει ήδη φέρει στην κατάσταση αυτή της χάριτος, στην οποία στεκόμαστε στερεά)»[Ρωμ.5,2]. «Γιατί ο Χριστός», λέγει, «μας έφερε με την πίστη μας στην κατάσταση αυτή της χάριτος, στην οποία έχουμε πλέον σταθεί και εδραιωθεί». Εάν λοιπόν, ενώ βρισκόμασταν μακριά, μας έφερε κοντά, πολύ περισσότερο θα μας κρατήσει, αν πλησιάσουμε κοντά.
     Εσύ όμως πρόσεχε, παρακαλώ, πως παντού αναφέρει τα δύο, και τα του Κυρίου Ιησού Χριστού και τα δικά μας. Αλλά τα δικά Του βέβαια είναι ποικίλα και πολλά και διαφορετικά, γιατί και πέθανε για χάρη μας, και μας συμφιλίωσε, και μας οδήγησε κοντά, και μας έδωσε χάρη ανέκφραστη, ενώ εμείς προσφέραμε την πίστη μόνο. Γι' αυτό, λέγει: «με την πίστη μας προς Αυτόν μας έχει ήδη φέρει στην κατάσταση αυτή της χάριτος, στην οποία στεκόμαστε στερεά». Πες μου, ποια «χάριν»Το να καταξιωθούμε να γνωρίσουμε τον Θεό, το να απαλλαχτούμε από την πλάνη, το να γνωρίσουμε καλά την αλήθεια, το να επιτύχουμε με βάπτισμα όλα τα αγαθά. Σε αυτό λοιπόν μας οδήγησε, για να λάβουμε αυτά τα δώρα· ούτε βέβαια απλά για να γίνει συγχώρηση και απαλλαγή από τα αμαρτήματα μόνο, αλλά για να απολαύσουμε και άπειρα αξιώματα.
    Και ούτε σε αυτά σταμάτησε, αλλά υποσχέθηκε και άλλα, εκείνα τα απόρρητα αγαθά που ξεπερνούν και νου και λόγο. Γι΄αυτό ακριβώς ανέφερε και τα δύο. Γιατί με το να πει: «τὴν χάριν ταύτην», δήλωσε τα παρόντα που λάβαμε, ενώ με το να πει: «καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(:και δεν τρέμουμε τώρα τη θεία οργή, αλλά καυχόμαστε ελπίζοντας ότι θα απολαύσουμε τη δόξα του Θεού)», αποκάλυψε όλα τα μελλοντικά. Και καλά είπε: «ἐν ᾗ ἑστήκαμεν (:στην οποία έχουμε εδραιωθεί)». Γιατί τέτοια είναι η χάρη του Θεού. Δεν έχει τέλος, δεν γνωρίζει πέρας, αλλά και σε μεγαλύτερα πάντοτε προχωράει, πράγμα που δεν είναι δυνατό στους ανθρώπους. Τι θέλω να πω: απέκτησε κάποιος αρχή και δόξα και εξουσία, όμως δεν στάθηκε πάνω σε αυτήν παντοτινά, αλλά γρήγορα τη χάνει. Και αν ακόμη δεν του την αφαιρέσει άνθρωπος, οπωσδήποτε θα την αφαιρέσει ο θάνατος, όταν έρθει. Εκείνα όμως που ανήκουν στον Θεό δεν είναι τέτοια. Γιατί ούτε ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος, ούτε η συγκυρία των πραγμάτων, ούτε ο ίδιος ο διάβολος, ούτε ο θάνατος, όταν έρθει, θα μπορέσει να μας απομακρύνει από αυτά. Αλλά όταν πεθάνουμε, τότε με περισσότερη ακρίβεια τα κατέχουμε, και απολαμβάνουμε περισσότερα, καθώς προχωρούμε πάντοτε.
      Επομένως, εάν δυσπιστείς στα μελλοντικά αγαθά, από τα παρόντα και από εκείνα που έλαβες ήδη, να πιστεύεις και σε εκείνα. Γιατί γι΄αυτό είπε: «καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ (:και δεν τρέμουμε τώρα τη θεία οργή, αλλά καυχόμαστε ελπίζοντας ότι θα απολαύσουμε τη δόξα του Θεού)», για να μάθεις ποια ψυχή πρέπει να έχει ο πιστός. Γιατί όχι μόνο γι’αυτά που έχουν δοθεί, αλλά και για τα μελλοντικά σαν να έχουν δοθεί, πρέπει να έχουμε βεβαιωθεί, γιατί καυχιέται κανείς γι’ αυτά που έχουν ήδη δοθεί. Αφού λοιπόν και η ελπίδα των μελλοντικών είναι τόσο βέβαιη και σαφής, όπως η ελπίδα εκείνων που έχουν ήδη δοθεί, και για εκείνη, λέγει, με όμοιο τρόπο καυχιόμαστε. Γι΄ αυτό και δόξα τα ονόμασε αυτά. Γιατί, αν συντελούν στη δόξα του Θεού, οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν, και αν ακόμη  όχι για μας αλλά γι’ Αυτόν.
    «Και τι λέγω», λέγει, ότι «τα μελλοντικά αγαθά είναι άξια για καύχηση;». Αλλά και τα παρόντα κακά είναι ικανά να γίνουν εγκαλλώπισμά μας και να μας κάνουν να υπερηφανευόμαστε γι’ αυτά. Γι΄ αυτό και πρόσθεσε: «οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν (:και δεν καυχόμαστε μόνο για τη δόξα που ελπίζουμε, αλλά καυχόμαστε και για τις θλίψεις)»[Ρωμ.5,3]. Σκέψου λοιπόν πόσο σπουδαία είναι τα μελλοντικά, όταν μεγαλοφρονούμε και για εκείνα που φαίνονται πως είναι λυπηρά. Τόσο μεγάλη είναι η δωρεά του Θεού, και έτσι τίποτε δικό της δεν είναι δυσάρεστο. Γιατί στα έξω πράγματα οι αγώνες έχουν κόπο και πόνο και ταλαιπωρία, ενώ τα στεφάνια και τα βραβεία φέρνουν την ευχαρίστηση. Εδώ όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά οι αγώνες δεν μας είναι λιγότερο ευχάριστοι από τα βραβεία. Επειδή λοιπόν πολλοί ήταν τότε οι πειρασμοί, ενώ η βασιλεία βρισκόταν στις ελπίδες, και τα κακά πάλι ήταν πραγματικότητα, ενώ τα αγαθά βρίσκονταν στην προσδοκία και αυτό ήταν εκείνο που παρέλυε τους ασθενέστερους, δίνει σε αυτούς τα βραβεία, ήδη και πριν από τα στεφάνια, λέγοντας ότι και στις θλίψεις πρέπει να καυχιόμαστε. Και δεν είπε, «πρέπει να καυχιέστε», αλλά «καυχιόμαστε», λέγει, παρουσιάζοντας την παραίνεση στο δικό του πρόσωπο.
    Έπειτα, επειδή ο λόγος φαινόταν πως είναι ασυνήθιστος και παράξενος, εάν πρέπει να καυχιέται εκείνος που αγωνίζεται με πείνα, και που είναι σε δεσμά και σε βάσανα, και που περιφρονείται και χλευάζεται, εξηγεί στη συνέχεια αυτό. Και το πιο σημαντικό βέβαια είναι ότι άξια για καύχηση λέγει πως είναι όχι για εκείνα τα μελλοντικά μόνο, αλλά και γι’ αυτά τα παρόντα. Γιατί πραγματικά οι ίδιες οι θλίψεις είναι από μόνες τους αγαθό πράγμα.
    Για ποιο λόγο; Γιατί ασκούν σε υπομονή. Γι΄ αυτό ακριβώς αφού είπε: «καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν», πρόσθεσε και την αιτία, λέγοντας: «εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται (:διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά-σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή)»[Ρωμ.5,3]. Βλέπε πάλι την εμμονή του Παύλου, πως στο αντίθετο στρέφει τον λόγο. Επειδή δηλαδή οι θλίψεις έκαναν προπάντων αυτούς να κουράζονται για τα μελλοντικά και τους οδηγούσαν σε απόγνωση, λέγει ότι γι’ αυτές λοιπόν πρέπει να έχουμε θάρρος και να μην απελπιζόμαστε για τα μελλοντικά. «Εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται (:διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά-σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή)», λέγει, «ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει (:η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό. Και η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει)»[Ρωμ.5,4-5].
    Οι θλίψεις λοιπόν όχι μόνο δεν εξαφανίζουν αυτήν την ελπίδα, αλλά και την αυξάνουν. Γιατί η θλίψη έχει βέβαια και πριν από τα μελλοντικά αγαθά μέγιστο καρπό την υπομονή και το ότι κάνει τέλειο εκείνον που δοκιμάζεται, συντελεί όμως κάπως και προς τα μελλοντικά αγαθά, αφού κάνει ακμαία μέσα μας την ελπίδαΓιατί τίποτε δεν μας κάνει τόσο να ελπίζουμε για τα αγαθά, όσο η αγαθή συνείδηση.
     Κανείς από εκείνους που έχουν ζήσει σωστά δεν δυσπιστεί για τα μελλοντικά, όπως ακριβώς βέβαια πολλοί από εκείνους που έχουν παραμελήσει την ψυχική τους σωτηρία, επειδή πιέζονται από πονηρή συνείδηση, δεν θέλουν να υπάρχει ούτε κρίση, ούτε ανταπόδοση. Τι λοιπόν συμβαίνει; Σε ελπίδες βρίσκονται τα αγαθά μας; Σε ελπίδες βέβαια, αλλά όχι σε ανθρώπινες, που διαψεύδονται και ντροπιάζουν πολλές φορές εκείνον που έχει ελπίσει, αφού εκείνος που αναμενόταν να πραγματοποιήσει αυτό πέθανε, ή ενώ ζούσε άλλαξε. Όμως τα δικά μας δεν είναι τέτοια, αλλά η ελπίδα είναι βέβαιη και σταθερή. Γιατί Εκείνος που υποσχέθηκε πάντοτε ζει, και εμείς, που πρόκειται να απολαύσουμε αυτά, και αν ακόμη πεθάνουμε, θα αναστηθούμε πάλι, και τίποτε γενικά δεν υπάρχει που να μπορεί να μας ντροπιάσει, σαν δηλαδή να υπερηφανευτήκαμε χωρίς λόγο και στα χαμένα και με σαθρές ελπίδες. Αφού λοιπόν τους απομάκρυνε αρκετά κάθε αμφιβολία με αυτά τα λόγια δεν σταματάει τον λόγο μέχρι τα παρόντα, αλλά προσθέτει πάλι τα μελλοντικά, γνωρίζοντας πως οι ασθενέστεροι στην πίστη και τα παρόντα ζητούν και δεν αρκούνται σε αυτά. Και επιβεβαιώνει αυτά από εκείνα που δόθηκαν ήδη.
    Για να μη λέγει δηλαδή κάποιος: «Τι λοιπόν, αν δεν θέλει να μας τα χαρίσει ο Θεός;». Γιατί το ότι μπορεί και μένει και ζει όλοι το γνωρίζουμε, από πού όμως θα μάθουμε, ότι και θα θελήσει; Από αυτά που έχουν ήδη γίνει. Από πού έχουν γίνει; Από την αγάπη, που έδειξε για μας. «Τι», λέγει, «κάνοντας;». Δίνοντας Πνεύμα Άγιο. Γι΄ αυτό αφού είπε: «Ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει (:η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει)», πρόσθεσε την απόδειξη αυτού, λέγοντας: «ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν (:διότι η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, στον Οποίο ελπίζουμε, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε ως αρραβώνας της ελπίδας μας)»[Ρωμ.5,5].
    Και δεν είπε: «έχει δοθεί», αλλά «έχει χυθεί μέσα στις καρδιές μας», για να δείξει την αφθονία της. Γιατί εκείνο που ήταν μέγιστο δώρο, αυτό έδωσε, όχι τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, αλλά αυτό που ήταν πιο πολύτιμο από όλα αυτά, και έκανε από ανθρώπους αγγέλους και υιούς Θεού και αδελφούς του Χριστού. Και ποιο είναι αυτό; Το Πνεύμα το άγιο. Εάν όμως δεν ήθελε να μας δωρίσει μεγάλα στεφάνια ύστερα από τους κόπους, δεν θα μας έδινε τόσα αγαθά πριν από τους κόπους. Τώρα όμως δείχνει τη θερμότητα της αγάπης Του από εδώ, γιατί δεν μας τίμησε σιγά σιγά και λίγο λίγο, αλλά έχυσε όλη την πηγή των αγαθών, και αυτά έγιναν πριν από τους αγώνες.
    Επομένως και αν ακόμη δεν είσαι πάρα πολύ άξιος, μην απελπίζεσαι, γιατί έχεις μεγάλο συνήγορο την αγάπη του Κριτή. Γι΄αυτό λοιπόν, αφού είπε και αυτός: «Η ελπίδα δεν ντροπιάζει», απέδωσε το καθετί όχι στα δικά μας κατορθώματα, αλλά στην αγάπη του Θεού. Αφού ανέφερε όμως τη χορήγηση του αγίου Πνεύματος, μεταβαίνει πάλι στη συνέχεια στον σταυρό, λέγοντας τα εξής: «῎Ετι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε(:Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη και μοναδική η αγάπη που μας έδειξε ο Θεός· διότι όταν εμείς ήμασταν ακόμη ασθενείς πνευματικά και δεν μπορούσαμε να εργαστούμε το καλό και να απαλλαγούμε μόνοι μας από την οργή, ο Χριστός στον κατάλληλο χρόνο που είχε ορίσει ο Θεός, πέθανε για να σώσει ανθρώπους ασεβείς. Κι αυτό αποδεικνύει πράγματι τη μεγάλη αγάπη του Θεού· διότι μόλις και μετά βίας θα βρεθεί άνθρωπος να πεθάνει για κάποιον δίκαιο· διότι για έναν καλό άνθρωπο ίσως να έκανε κανείς την τόλμη να πεθάνει. Ο Θεός όμως δείχνει περίτρανα την αγάπη που έχει από τα βάθη Του για μας, διότι ο Χριστός πέθανε για χάρη μας, όταν εμείς ήμασταν ακόμη γεμάτοι αμαρτίες)»[Ρωμ.5,6-8]
    Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: «Εάν λοιπόν για κάποιον ενάρετο άνθρωπο δεν θα προτιμήσει κανείς να πεθάνει αμέσως, σκέψου την αγάπη του Κυρίου, όταν φαίνεται πως Αυτός δεν σταυρώθηκε για ενάρετους, αλλά για αμαρτωλούς και εχθρούς», πράγμα που και ύστερα από αυτά λέγει: «ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ (:διότι ο Χριστός πέθανε για χάρη μας, όταν εμείς ήμασταν ακόμη γεμάτοι αμαρτίες. Πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα που δικαιωθήκαμε με το αίμα και τη θυσία του Χριστού, θα σωθούμε μέσω Αυτού από τη μέλλουσα οργή. Διότι εάν συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό με τον θάνατο του Υιού Του όταν ήμασταν εχθροί, πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε θα σωθούμε διαμέσου του Χριστού, ο Οποίος δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να πεθάνει, αλλά ζει ένδοξος στους ουρανούς ως μεσίτης δικός μας)»[Ρωμ.5,8-10].
     Και φαίνεται βέβαια τα λεγόμενα πως είναι τα ίδια, δεν είναι όμως για εκείνον που τα εξετάζει με προσοχή. Αλλά πρόσεχε· θέλει να τους βεβαιώσει για τα μελλοντικά. Και πρώτα τα παρουσιάζει από τη διάθεση του δικαίου, λέγοντας, ότι βεβαιώθηκε εκείνος, «ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι(:ότι εκείνο που υπόσχεται ο Θεός, είναι δυνατός και να το εκτελέσει)»[Ρωμ.4,21]. Έπειτα από τη χάρη που μας δόθηκε, και έπειτα από τις θλίψεις, γιατί μπορούν να μας οδηγήσουν στην ελπίδα, και από το άγιο Πνεύμα πάλι που λάβαμε. Στη συνέχεια όμως αποδεικνύει αυτό και από τον θάνατο και από τη δική μας προηγούμενη  κακία. Και φαίνεται βέβαια, πράγμα που είπα προηγουμένως, πως ένα είναι το λεγόμενο, στην πραγματικότητα όμως να είναι δύο και τρία και πολύ περισσότερα. Πρώτο, ότι πέθανε· δεύτερο, ότι πέθανε για χάρη των ασεβών· και τρίτο, ότι μας συμφιλίωσε, ότι μας έσωσε, ότι μας δικαίωσε, ότι μας έκανε αθάνατους, ότι μας έκανε υιούς και κληρονόμους.
      Όχι λοιπόν μόνο από τον θάνατο πρέπει να γινόμαστε ισχυροί, αλλά και από εκείνο που μας δόθηκε με τον θάνατο. Αν και βέβαια και αν ακόμη είχε πεθάνει μόνο για χάρη μας, ενώ ήμασταν τέτοιοι, αυτό το πράγμα θα ήταν μέγιστη απόδειξη αγάπης, όταν όμως φαίνεται πως, και πεθαίνοντας, δίνει δώρα, και μάλιστα τέτοια δώρα, και ενώ ήμασταν τέτοιοιαυτά τα πράγματα ξεπερνούν κάθε υπεροχή και οδηγούν στην πίστη και αυτόν που είναι υπερβολικά αναίσθητοςΓιατί δεν είναι άλλος Αυτός που πρόκειται να μας σώσει, αλλά Εκείνος που τόσο μας αγάπησε, αν και ήμασταν αμαρτωλοί, ώστε να παραδώσει και τον εαυτό Του στον θάνατο. Είδες πόσο συμβάλλει το χωρίο αυτό στην ελπίδα των μελλοντικών αγαθών; Γιατί πριν από αυτό δύο δύσκολα πράγματα υπήρχαν για τη σωτηρία μας, το ότι και αμαρτωλοί ήμασταν, και ότι έπρεπε να σωθούμε με τον θάνατο του Κυρίου, πράγμα που ήταν και απίθανο προτού να γίνει, και χρειαζόταν πολλή αγάπη για να πραγματοποιηθεί. Τώρα επειδή έγιναν αυτά, τα υπόλοιπα είναι εύκολα, γιατί και φίλοι έχουμε γίνει, και ο θάνατος δεν χρειάζεται στη συνέχεια.
     Αυτός λοιπόν που λυπήθηκε τόσο πολύ τους εχθρούς, ώστε να μη λυπηθεί το παιδί Του, τώρα που είμαστε φίλοι δεν θα βοηθήσει, τη στιγμή που δεν χρειάζεται πια να παραδώσει τον Υιό Του; Γιατί πολλές φορές κάποιος δεν σώζει ή γιατί δεν θέλει ή γιατί δεν μπορεί, έστω και αν θέλει, από τα οποία τίποτε δεν μπορούμε να πούμε για τον Θεό, από το γεγονός ότι παρέδωσε τον Υιό Του. Ότι όμως και μπορεί, και αυτό το απέδειξε ομοίως από το γεγονός ότι μας δικαίωσε, ενώ ήμασταν αμαρτωλοί. Ποιο λοιπόν μπορεί να είναι στη συνέχεια το εμπόδιο για να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθά; Κανένα.
    Έπειτα πάλι, για να μην ντρέπεσαι και κοκκινίζεις στο μέλλον, επειδή άκουσες αμαρτωλούς και εχθρούς, ασθενείς και ασεβείς, άκουσε τι λέγει: «Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμενοι ἐν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ νῦν τὴν καταλλαγὴν ἐλάβομεν (:και όχι  μόνο θα σωθούμε, αλλά και καυχιόμαστε για τις ευεργεσίες του Θεού. Καυχιόμαστε διαμέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, διά του Οποίου τώρα λάβαμε τη συμφιλίωση με τον Θεό)»[Ρωμ.5,11]. Τι σημαίνει: «Και όχι μόνο»; «Όχι μόνο σωθήκαμε», λέγει, «αλλά και καυχιόμαστε γι΄ αυτό ακριβώς, για το οποίο νομίζει κανείς πως ντρεπόμαστε».
     Γιατί το να σωθούμε ενώ ζούσαμε μέσα σε τόση κακία, είναι μέγιστη απόδειξη του ότι μας αγάπησε υπερβολικά Εκείνος που μας σώζει. Γιατί δε μας έσωσε με αγγέλους ή αρχαγγέλους, αλλά με τον Μονογενή Υιό Του. Επομένως, και το ότι μας έσωσε, και το ότι αν και ήμασταν τέτοιοι, μας έσωσε και το ότι έκαμε αυτό με τον Μονογενή Υιό Του, και όχι απλά με τον Μονογενή Υιό Του, αλλά με το αίμα Του, μας πλέκει πάρα πολλά στεφάνια καύχησης. Γιατί δεν είναι τίποτε ίσο για αιτία δόξας και παρρησίας από το να αγαπιόμαστε από τον Θεό και να αγαπάμε Αυτόν που μας αγαπάει. Αυτό κάνει τους αγγέλους λαμπρούς, αυτό τις Αρχές και τις Δυνάμεις, αυτό είναι μεγαλύτερο από τη βασιλεία. Γι΄ αυτό και ο Παύλος το τοποθετούσε πριν από τη βασιλεία.
    Γι΄ αυτό και τις ασώματες δυνάμεις μακαρίζω, γιατί και αγαπούν Αυτόν και υπακούουν σε όλα. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και ο προφήτης τούς θαύμαζε, λέγοντας: «Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ (:ευλογείτε και υμνείτε τον Κύριο όλοι οι άγγελοί Του, εσείς που είστε δυνατοί και κραταιοί σε ισχύ, εσείς που εκτελείτε κάθε λόγο του προστάγματός Του και πρόθυμα ακούτε τη φωνή των λόγων Του)»[Ψαλμ.102,20]. Για τον λόγο αυτόν και ο Ησαΐας εξυμνούσε τα Σεραφείμ [βλ. Ησ. 5, 1-7], παρουσιάζοντας τη μεγάλη τους αρετή από το ότι στέκονται κοντά στη δόξα εκείνη, πράγμα που ήταν απόδειξη πολύ μεγάλης αγάπης.
      Ας μιμηθούμε λοιπόν και εμείς τις ουράνιες δυνάμεις και ας φροντίσουμε όχι μόνο να σταθούμε κοντά στον θρόνο, αλλά και να έχουμε μέσα μας Αυτόν που  κάθεται πάνω στον θρόνο. Γιατί εκείνος αγάπησε ακόμη και αυτούς που Τον μισούσαν και εξακολουθεί να τους αγαπάει, και «βρέχει σε δίκαιους και αδίκους» [Ματθ.5,45: «Τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (:Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»]. Εσύ όμως αγάπησέ Τον τουλάχιστο, αφού σε αγαπάει· γιατί αγαπάει. «Και πώς», λέγει ίσως κάποιος, «αυτός που αγαπάει, απείλησε γέενα και κόλαση και τιμωρία;» Γι’ αυτή την ίδια την αγάπη. Γιατί ξεριζώνοντας την κακία  σου και τον φόβο σαν με κάποιο χαλινάρι και συγκρατώντας την ορμή σου προς τα χειρότερα, τα πάντα κάνει και επιχειρεί, αναχαιτίζοντάς σε και με τα αγαθά και με τα λυπηρά από τον κατήφορο, επαναφέροντάς σε προς τον εαυτό Του, και απομακρύνοντας από κάθε κακία, η οποία είναι πιο φοβερή από τη γέενα.
    Εάν όμως γελάς γι’ αυτά που λέγω, και θέλεις χίλιες φορές να ζεις μέσα στην κακία, παρά να τιμωρείσαι μία ημέρα, δεν είναι καθόλου παράξενο. Γιατί πραγματικά και αυτό είναι απόδειξη της ατέλειας της διάθεσής σου και της μέθης και της αθεράπευτης ασθένειάς σου. Επειδή και τα μικρά παιδιά, όταν δουν τον ιατρό να κάνει καυτηριασμούς ή να εγχειρίζει, φεύγουν και απομακρύνονται με δυνατές φωνές και σπαραγμούς, και προτιμούν πιο πολύ να υποφέρουν από τη διαρκή σήψη του σώματος, παρά, αφού υπομείνουν προσωρινό πόνο, να απολαμβάνουν στη συνέχεια την υγεία. Εκείνοι όμως που είναι συνετοί γνωρίζουν ότι η ασθένεια είναι πιο φοβερή από την εγχείριση, όπως ακριβώς βέβαια είναι χειρότερη η κακία από την τιμωρία· γιατί η μία σημαίνει θεραπεία και υγεία, ενώ η άλλη καταστροφή και παντοτινή ασθένεια.
      Ότι όμως η υγεία είναι καλύτερη από την ασθένεια, είναι στον καθένα φανερό. Καθόσον και τους ληστές αξίζει να τους θρηνούμε, όχι όταν ξεσχίζονται τα πλευρά τους, αλλά όταν τρυπούν τοίχους και σκοτώνουν. Γιατί, αν η ψυχή είναι καλύτερη από το σώμα, όπως ακριβώς βέβαια και είναι, όταν αυτή καταστρέφεται, είναι περισσότερο δίκαιο να στενάζουμε και να οδυρόμαστε· αν όμως δεν αισθάνεται, για τον λόγο αυτόν πρέπει να τη θρηνούμε περισσότερο. Γιατί πραγματικά αξίζει να λυπούμαστε περισσότερο εκείνους που επιθυμούν τον ακόλαστο έρωτα, από εκείνους που μεθούν, από εκείνους που βασανίζονται. «Και αν αυτά είναι πιο φοβερά», λέγει ίσως κάποιος, «γιατί προτιμούμε αυτά περισσότερο;». Γιατί «σε άλλους ανθρώπους», σύμφωνα με την παροιμία, «αρέσουν τα χειρότερα, και αυτά προτιμούν, περιφρονώντας τα καλύτερα». Αυτό το πράγμα είναι δυνατόν να το δούμε να συμβαίνει και στα φαγητά και στις πολιτείες και στις μιμήσεις τρόπων ζωής και στην απόλαυση της ηδονής και στις γυναίκες και στα σπίτια και στους αιχμαλώτους και στα χωράφια και σε όλα τα άλλα.
     Γιατί, πες μου, τι είναι πιο ευχάριστο, να ερχόμαστε σε συνουσία με γυναίκες ή με άνδρες; Με γυναίκες ή με ημίονους; Αλλά όμως θα βρούμε πολλούς να περιφρονούν βέβαια τις γυναίκες, όμως να έρχονται σε σαρκική σχέση με τα ζώα κα να ασελγούν σε σώματα ανδρών, μολονότι βέβαια τα φυσικά είναι πιο ευχάριστα από τα παρά φύση. Αλλά όμως υπάρχουν πολλοί που επιδιώκουν σαν ευχάριστα εκείνα που είναι καταγέλαστα και αηδή και προκαλούν την τιμωρία. «Γιατί», λέγει, «σε εκείνους αυτά φαίνονται πως είναι ευχάριστα». Αλλά γι΄ αυτό ακριβώς συμβαίνει να είναι δυστυχισμένοι, επειδή νομίζουν πως είναι ευχάριστα εκείνα που δεν είναι ευχάριστα. Έτσι θεωρούν και την τιμωρία χειρότερη από την αμαρτία. Δεν είναι όμως έτσι, αλλά το εντελώς αντίθετο. Γιατί, αν ήταν κακό σε εκείνους που αμαρτάνουν, δεν θα πρόσθετε κακά ο Θεός στα κακά, ούτε θα ήθελε να τους κάνει χειρότερους αυτούς. Γιατί Εκείνος που κάνει τα πάντα, για να εξαφανιστεί η κακία, δεν θα ήταν δυνατό να την αυξήσειΔεν είναι επομένως κακό σε αυτόν που αμαρτάνει η τιμωρία, αλλά στην κατάσταση που βρίσκεται το να μην τιμωρείται, όπως ακριβώς βέβαια το να μη θεραπεύεται ο άρρωστος.
   Τίποτε λοιπόν δεν είναι τόσο κακό όσο η παράλογη επιθυμία. Και όταν λέγω παράλογη, εννοώ και την επιθυμία της απόλαυσης, και την επιθυμία της άκαιρης δόξας, και την επιθυμία της εξουσίας, και την επιθυμία όλων γενικά των πραγμάτων που δεν είναι απαραίτητα. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, που ζει φιλήδονη και χαλαρή ζωή, νομίζει βέβαια πως είναι πιο ευτυχισμένος από όλους, στην πραγματικότητα όμως είναι πιο δυστυχισμένος από όλους, τοποθετώντας στην ψυχή του φοβερές κυρίες και τυράννους. Γι΄ αυτό ο Θεός μάς έκαμε δύσκολη την παρούσα ζωή, για να μας απαλλάξει από τη δουλεία εκείνη και να μας οδηγήσει στην καθαρή ελευθερία. Γι΄ αυτό και απείλησε τιμωρία και ένωσε με κόπους τη ζωή μας, περιορίζοντας τη νωθρότητά μας. Έτσι λοιπόν και οι Ιουδαίοι, όταν ήταν προσηλωμένοι στον πηλό και στην κατασκευή πλιθιών, και δίκαιοι ήταν, και τον Θεό καλούσαν συνέχεια, όταν όμως κέρδισαν την ελευθερία και γόγγυζαν, και εξόργιζαν τον Κύριο, και καταπλήγωναν τον εαυτό τους με άπειρα κακά.
    «Τι λοιπόν», λέγει ίσως κάποιος, «μπορείς να πεις σε εκείνους που αλλάζουν πολλές φορές γνώμη εξαιτίας της θλίψης;». Ότι η αλλαγή δεν είναι έργο της θλίψης, αλλά της ασθενείας τους. Γιατί αν κάποιος, που έχει άρρωστο στομάχι, δεν δεχόταν πικρό φάρμακο που θα μπορούσε να το καθαρίσει, αλλά και κατέστρεφε αυτό, δεν θα κατηγορήσουμε το φάρμακο, αλλά την αρρώστια του μέλους, όπως ακριβώς βέβαια και εδώ θα κατηγορήσουμε την ευκολία της γνώμης. Γιατί εκείνος που αλλάζει εύκολα γνώμη εξαιτίας της θλίψης, πολύ εύκολα θα πάθει αυτό από τις ανέσεις. Αφού λοιπόν δεμένος πέφτει(γιατί αυτό είναι η θλίψη), πολύ περισσότερο θα πέσει λυμένος· αν αλλάζει γνώμη ενώ θλίβεται, πολύ περισσότερο θα αλλάζει, όταν είναι αποχαυνωμένος. «Και πώς θα μπορέσω», λέγει, «να μην αλλάζω γνώμη όταν θλίβομαι;». Αν κατανοήσεις ότι, είτε θέλεις είτε δεν θέλεις, θα υποφέρεις το κακό· αλλά αν το υποφέρεις με ευχαρίστηση, θα κερδίσεις πάρα πολλά, αν όμως το υποφέρεις με απελπισία και ανησυχία και βλασφημίες, ούτε τη συμφορά θα κάνεις έτσι μικρότερη, αλλά θα  κάνεις μεγαλύτερο τον καταποντισμό.
    Σκεπτόμενοι λοιπόν αυτά, εκείνο που είναι αποτέλεσμα της ανάγκης, ας το κάνουμε να είναι αποτέλεσμα της προαίρεσής μας. Εννοώ το εξής με αυτό που λέγω· έχασε κάποιος γνήσιο παιδί του, άλλος ολόκληρη την περιουσία του· αν κατανοήσεις ότι δεν είναι δυνατό να διορθωθεί αυτό που έγινε, ενώ είναι δυνατό να κερδίσεις κάτι και από την ανίατη συμφορά, το να αντέξεις δηλαδή με γενναιότητα αυτό που συνέβηκε, και αν αντί για βλάσφημα λόγια απευθύνεις δοξολογία στον Κύριο, τότε τα κακά που ήρθαν σε σένα χωρίς να το θέλεις, θα γίνουν κατορθώματα της προαίρεσής σου.
    Είδες πως πέθανε σε μικρή ηλικία ο υιός σου; Πες «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο (: ο Κύριος τον έδωσε, ο Κύριος τον πήρε)» [Ιώβ 1,21]. Είδες πως χάθηκε η περιουσία σου; Πες: «Αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ (: εγώ γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου, και γυμνός θα φύγω από τον κόσμο αυτόν)» [Ιώβ 1,21].
    Είδες πως οι κακοί ευημερούν, ενώ οι δίκαιοι δυστυχούν και υποφέρουν άπειρα κακά, και δεν γνωρίζεις να βρεις την αιτία των όσων έγιναν; Πες: «Κἀγὼ ἐξουδενωμένος καὶ οὐκ ἔγνων, κτηνώδης ἐγενόμην παρά σοι(:και εγώ από άποψη διανοητικής αντιλήψεως και κατανοήσεως ήμουνα χαμένος και τιποτένιος, και δεν κατάλαβα ούτε μπόρεσα να σκεφτώ βαθύτερα· έγινα ενώπιόν Σου όμοιος με άλογο κτήνος· και όπως αυτό δεν κατανοεί τους ανθρώπινους λογισμούς, έτσι και εγώ δεν κατανοούσα τις θείες Σου βουλές)» [Ψαλμ.72,22].
     Εάν όμως ζητάς και την αιτία, σκέψου ότι όρισε ημέρα, κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη, και θα διώξεις κάθε απορία, γιατί ο καθένας τότε θα λάβει ό,τι αξίζει, όπως ακριβώς ο Λάζαρος και ο πλούσιος. Θυμήσου τους αποστόλους, γιατί και εκείνοι, ενώ μαστιγώνονταν και διώκονταν και υπέφεραν άπειρα δεινά, χαίρονταν, επειδή αξιώθηκαν να ατιμασθούν για χάρη του ονόματος του Χριστού. Και εσύ λοιπόν αν αρρωστήσεις, να υποφέρεις γενναία, και να ευχαριστείς τον Θεό, και έτσι θα λάβεις τον ίδιο με εκείνους μισθό. Πώς όμως, ενώ είσαι άρρωστος και υποφέρεις, θα μπορέσεις να ευγνωμονείς τον Κύριο; Εάν Τον αγαπάς γνήσια. Γιατί, αν οι τρεις νέοι που είχαν πέσει στο καμίνι και άλλοι που βρίσκονταν στις φυλακές και σε άπειρα άλλα κακά δεν σταμάτησαν να ευχαριστούν, πολύ περισσότερο θα μπορέσουν να κάνουν αυτό όσοι είναι άρρωστοι και κατέχονται από φοβερές ασθένειες.
   Γιατί δεν υπάρχει, πραγματικά δεν υπάρχει τίποτε, που να μην το νικάει ο πόθος. Όταν όμως υπάρχει και πόθος του Θεού, είναι υψηλότερος από όλα, και ούτε φωτιά, ούτε σίδερο, ούτε φτώχεια, ούτε αρρώστια, ούτε θάνατος, ούτε τίποτε άλλο από αυτά τα κακά θα κάνει την εμφάνισή του σε εκείνον που έχει αποκτήσει αυτόν τον έρωτα, αλλά, αφού τα περιφρονήσει όλα, θα πετάξει προς τον ουρανό και δεν θα είναι καθόλου χειρότερα από εκείνους που ζουν εκεί, βλέποντας όχι τίποτε άλλο, ούτε ουρανό, ούτε γη, ούτε θάλασσα, αλλά έχοντας στραμμένο το βλέμμα του σε μία μόνο ομορφιά, την ομορφιά εκείνης της δόξας. Και ούτε τα λυπηρά θα μπορέσουν να τον ταπεινώσουν στην παρούσα ζωή, ούτε τα αγαθά και εκείνα που περιέχουν ηδονή θα μπορέσουν να τον κάνουν αλαζόνα και υπερήφανο.
     Ας αγαπήσουμε λοιπόν αυτόν τον έρωτα (γιατί τίποτε δεν είναι ίσο με αυτόν) και για τα παρόντα και για τα μελλοντικά αγαθά, ή καλύτερα πριν από αυτά, για την ίδια τη φύση του έρωτα. Γιατί θα απαλλαγούμε και από τις τιμωρίες στην παρούσα ζωή και από τις τιμωρίες στην άλλη ζωή, και θα απολαύσουμε τη βασιλεία. Πλην όμως ούτε η απαλλαγή από τη γέενα, ούτε η απόλαυση της βασιλείας είναι κάτι μεγάλο σχετικά με εκείνο που πρόκειται να ειπωθεί. Γιατί από όλα αυτά μεγαλύτερο είναι το να αγαπάει κανείς τον Χριστό και συγχρόνως να τον αγαπάει και Εκείνος. Εάν λοιπόν όταν συμβαίνει αυτό στους ανθρώπους είναι ανώτερο από κάθε ηδονή, όταν στον Θεό πραγματοποιούνται και τα δύο, ποιος λόγος, ποια σκέψη θα μπορέσει να παραστήσει τη μακαριότητα αυτής της ψυχής; Δεν υπάρχει άλλη, παρά μόνο η πείρα.
     Για να μάθουμε λοιπόν με την πείρα την πνευματική αυτή ευφροσύνη και την ευτυχισμένη ζωή και τον θησαυρό των απείρων αγαθών, αφού εγκαταλείψουμε τα πάντα, ας αφοσιωνόμαστε στην αγάπη εκείνη και για τη δική μας ευφροσύνη και για τη δόξα του Θεού που ποθούμε, γιατί σε Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί με τον Μονογενή Υιό Του και το άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και σε όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
                ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

πηγή: https://aktines.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου