ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Γεώργιος Χ. Μόδης
Εκλεκτά Διηγήματα
24. Ο ΔΟΥΚΑΣ
Ο οπλαρχηγός Δούκας, που τον κυνηγούσαν με τη μεγαλύτερη λύσσα, Τούρκοι και Βούλγαροι, καθώς και οι Γάλλοι «οργανωτές» της χωροφυλακής στις Σέρρες και οι Άγγλοι στη Δράμα, είχε πάει μόνος σʼ ένα μικρό χωριό του κάμπου των Σερρών, να λύσει κάποια διαφορά, τον Αύγουστο του 1907. Τους λίγους του άνδρες, τους είχε αφήσει στο βουνό.
Η διαφορά γλήγορα τακτοποιήθηκε και για την επισφράγιση του συμβιβασμού, κάθησαν το βράδυ σε πλούσιο τραπέζι, αντιπρόσωποι απʼ τις δύο μερίδες.
Δεν έβλεπαν όμως τʼ αγκάθια και τα ζιζάνια απʼ το χωριό. Υπήρχαν ίσως κρυπτοβούλγαροι ή άλλοι, που είχαν θανάσιμη έχθρα στα μέλη της Επιτροπής.
Την στιγμή που το γλέντι άναβε, τινάζεται ο Δούκας.
- Τούρκοι έρχονται, είπε.
- Όχι, τζάνουμ καπετάνιε. Μπορεί τα σκυλιά νʼ αλυχτάν σε λύκο.
- Έχουν και ιππικό!
Το αυτί και η διαίσθησή του δεν τον γέλασαν. Δύο λόχοι «κυνηγοί» (αβτζή-ταμπουρ) και μία ίλη ιππικό είχαν εκστρατεύσει απʼ τις Σέρρες εναντίον του.
Οι χωρικοί επιχείρησαν να τον καθησυχάσουν. Κι αν αληθινά έρχονταν οι Τούρκοι, δεν ήταν δύσκολο σʼ ένα κοτζάμ χωριό να τον κρύψουν έναν άνθρωπο. Είχαν μεγάλες θημωνιές άχυρο και χόρτα, αμπάρια γεμάτα στάρι, απόκρυφα μέρη στις οροφές κ.τ.λ.
- Γρήγορα μια φορεσιά χωριάτικα ρούχα, επρόσταξεν ο Δούκας. Δεν στέκομαι ούτε λεπτό στο χωριό.
Και γυρίζοντας στον Μήτρο, που καθόταν κοντά και δεν του είχε εμπιστοσύνη είπε.
- Συ Μήτρο, φόρτωσε δυο σακκιά σιτάρι στο άλογό σου και περίμενέ με κάτω. Κάνε γλήγορα. Σʼ έχω εσένα για τον πιο πιστό και αφοσιωμένο φίλο.
Ήξερε ότι οι Τούρκοι, δεν θα έφευγαν προτού τον ξετρυπώσουν, αφού είχαν τόσο καλό καταδότη στο χωριό.
- Σεις μονάχα το όπλο μου θα φυλάξετε, είπε. Και ανοίξτε τα γκαβά σας.
Φόρεσε τα χωριάτικα και βγήκε.
- Που πας καπετάνιε; Που πας;! Τρελάθηκες; Θα σε πιάσουν, του είπαν πολλοί.
- Έννοια σας. Ξέρω την δουλειά μου, τους αποκρίθηκε.
Κάτω περίμενε ο Μήτρος, με το φορτωμένο άλογο.
Ξεκίνησαν. Ήταν σκοτάδι και ησυχία. Οι Τούρκοι φρόντιζαν να μη κάμουν και τον μικρότερο θόρυβο. Το χωριό είχε βυθιστεί στο σκοτάδι και την σιωπή. Ακόμα και τα σκυλιά βουβάθηκαν σαν να ένοιωθαν το μεγάλο κίνδυνο.
Στη βαθειά αγκαλιά, αντηχούσαν τα πέταλα του αλόγου και τα βήματά τους. Ξάφνου ακούστηκε ενα τραχύ «ντουρ» (στάσου).
- Ποιοί είστε εσείς; Ξανακούσθηκε μια τούρκικη χονδρή φωνή.
- Χωριάτες γεωργοί, είμαστε, αποκρίθηκε τούρκικα ο Δούκας.
- Πλησιάστε με τα χέρια ψηλά, επρόσταξε η ίδια φωνή.
Σήκωσαν τα χέρια και προχώρησαν.
- Ερχόμαστε – ερχόμαστε, μπέη. Είμαστε ήσυχοι γεωργοί, είπε ο Δούκας.
Πετάχθηκαν τότε από μερικά χαμόκλαδα, κάμποσοι στρατιώτες με τα όπλα τεντωμένα. Ήταν μαζί τους και ένας ανθυπολοχαγός που τους έκαμε προσεκτική έρευνα.
- Και δεν μου λέτε; Που πάτε τέτοια ώρα σεις οι «ήσυχοι γεωργοί»;
- Στον μύλο, αποκρίθηκε ο Δούκας. Τι να κάνουμε λοχαγέ μπέη εφέντη, φτωχοί άνθρωποι είμαστε. Τα παιδιά δεν θα ʼχουν αύριο ψωμί.
- Μα έχει απαγορευθεί η κυκλοφορία τη νύχτα.
- Δεν μας έχουν ειπεί τίποτε στο χωριό, μπέη μου. Βγαίνουμε πάντοτε ελεύθερα τη νύχτα για τον μύλο και άλλες γεωργικές δουλειές. Προχθές χάθηκε το μουλάρι μου. Το ψάχναμε με τον αδελφό μου όλη την νύχτα. Και το βρήκαμε, δόξα τω Θεώ. Ας είναι καλά ο πολυχρονεμένος ο Σουλτάνος. Έχομε ησυχία στα χωριά μας.
- Μα κανένας άλλος δεν είναι έξω. Απʼ το χωριό δεν ξεμύτισε ούτε πουλί.
- Οι πλούσιοι, πασά μου, και οι τζορματζήδες φορτώνουν τα κάρα και πηγαίνουν με την ησυχία τους στο μύλο. Εμείς οι φτωχοί φορτώνουμε από ένα σακκί στο άλογο και πάμε νύχτα για να έχουν τα παιδιά μας ψωμί αύριο.
- Καλά, καλά, ξεφορτώστε τώρα. Ο κυρ συνταγματάρχης θʼ αποφασίσει, αν θα πάτε στο μύλο ή στη φυλακή.
- Και πότε θʼ αλέσουμε μπέη πασά μου; Τι θα φαν αύριο τα μικρά παιδιά;
- Ασ φαν χώμα.
Ξεφόρτωσαν το άλογο. Ο «πιστός» Μήτρος δεν έβγαλε όλο το διάστημα λέξη. Έτρεμαν τα γόνατά του. Ο Δούκας ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς σʼ ένα σακί.
- Μιλάς βλέπω καλά τα τούρκικα, είπε ο ανθυπολοχαγός.
- Όλο με μπέηδες και αγάδες έχω να κάνω. Δουλεύω στο τσιφλίκι του Αμέτ Μπέη. Μερικοί εχθροί μου με λέγουν Νάκη αγά.
- Ξέρεις τον Χατζή Οσμάν εφέντην; Στο σπίτι του κάθουμαι.
- Πως όχι; Πρόπερσι ήμουν επιστάτης στο κτήμα του. Πες του χαιρετίσματα από μένα το Νάκη, θα σου πει τι άνθρωπος είμαι.
Έβγαλε έπειτα απʼ το ζωνάρι του την ταμπακιέρα και έστριψε ένα τσιγάρο.
- Απαγορεύεται νʼ ανάψεις τσιγάρο.
- Καλά, πασά μου. Δεν ανάβω το τσιγάρο.
- Ξέρεις πασά μου, είναι χωριάτικος καπνός μα πρώτος. Σαν της Ξάνθης. Στρίψε, αν θέλεις, ένα τσιγάρο και θα ιδείς. Τις προάλλες, είχα πάει μια οκά του Χατζή Οσμάν εφέντη και μου είπε, αφερίμ. Είναι μερακλής. Καπνίζεις;
- Καπνίζω.
- Δοκίμασε, αν θέλεις.
Κι ύστερα από μικρή διακοπή.
- Δεν ξέρω ποιος μασκαράς σας ξεσήκωσε με τα ψέμματα του και σας χάλασε όλη την ησυχία. Μα τον Θεό δεν έχει τίποτε στο χωριό. Δεν πάτησαν ποτέ κομιτατζήδες.
- Έρχονται όμως οι άλλοι...
- Ποιοι άλλοι;
- Οι Γιουνάνηδες, οι αντάρτες, ο Δούκας.
- Ο Δούκας; Χα, χα, χα!
- Γιατί όχι;
- Που έχει μούτρα να εμφανιστεί στο χωριό; Είχε φάει άλλοτε χρήματα των χωριανών μας.
- Τον ξέρεις; Τι άνθρωπος είναι;
- Είναι μασκαράς, ρεζίλης, μπαγαπόντης. Έφαγε την μεγάλη περιουσία του πατέρα του. Δεν ακούεται τώρα. Θα έχει γεμίσει κανένα λάκκο. Τέτοιο κεφάλι, τέτοιο σκούφο.
Ο Μήτρος είχε σκύψει και διπλωθεί σαν κουβάρι.
Ο αξιωματικός ζήτησε την ταμπακιέρα. Άναψαν τα τσιγάρα πίσω απʼ το βάτο και τα σκέπαζαν με τη φούχτα.
Ο Δούκας σηκώθηκε απότομα με ένα ωχ και τα χέρια στην κοιλιά.
- Αμάν πασά μου. Να πάω λίγο παραπέρα... Για φυσική ανάγκη... Έφαγα πεπόνι και με χάλασε.
- Α! όχι.
- Αμάν πασά... Έχω ζόρι μεγάλο... Καταλαβαίνεις...
- Όχι δεν γίνεται. Έχομε αυστηρή διαταγή.
- Πασά μου έχεις στα χέρια σου το άλογο, το σιτάρι, είναι και ο εξάδελφος μου ο Μήτρος...
- Όχι, όχι.
Άρχισε τότε ο Δούκας να ξετυλίγει το ατέλειωτο ζωνάρι του.
- Τί;! Εδώ;! Μπροστά μου;!
- Τι να γίνει πασά; Η ντροπή και η αμαρτία δεν είναι δική μου...
- Όχι, όχι. Πως γίνεται.
- Απʼ το ζόρι πασά. Πήπως το θέλω κι εγώ; Μά τω Θεώ, θα τα πω και θα παραπονεθώ στον Χατζή Οσμάν.
- Άι στο διάβολο. Σπάσε το σβέρκο σου και πήγαινε πίσω από εκείνα τα χαμόκλαδα.
Ο Δούκας πήγε και ξέχασε να γυρίσει...
Έφθασε ύστερα από λίγο, καβάλλα στο περήφανο άλογό του, ο συνταγματάρχης Χαμήντ, που τον έλεγαν για την αυστηρότητά του «κοκκαλοσπάστη» (γκεμίκ καράν).
- Πού ʼναι ο άλλος; φώναξε θυμωμένος.
- Πήγε κ. συνταγματάρχα για φυσική του ανάγκη, τώρα σʼ αυτά εδώ τα χαμόκλαδα.
Ένας δυνατός μπάτσος ήταν η απάντηση.
- Κτήνος! Είχες τον Δούκα στα χέρια σου. Με την ίδια μέθοδο μας ξέφυγε κι από την αστυνομία στις Σέρρες.
Είχε προλάβει, φαίνεται, να ειδοποιήσει ο προδότης για την έξοδο του Δούκα.
Αμολήθηκε ευθύς το ιππικό να πιάσει τις προσβάσεις για το βουνό. Ο Δούκας όμως τράβηκε ίσια στις Σέρρες και μπήκε σʼ ένα φιλικό τους σπίτι.
Πλήρωσε ο «πιστός» Μήτρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου