ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ρωμ. 5, 1-10
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
«Συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς
ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἀμαρτωλῶν ὄντων
ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε»
(Ρωμ. 5, 8)
ΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, ὅλοι στὴν ἐποχή μας μιλᾶνε γιὰ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶνε αἴσθημα ποὺ φύτεψε ὁ Θεὸς στὴν καρδιὰ τοῦ άνθρώπου. Ἡ ἀγάπη εἶνε τὸ πιὸ εὐγενικὸ καὶ βαθὺ αἴσθημα. Νὰ ἀφαιρέση κανεὶς τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἀλλοίμονο! Ὁ κόσμος δὲν θὰ μπορέση νὰ σταθῆ, ἀλλὰ θὰ διαλυθῆ καὶ θὰ καταστραφῆ. Ἡ ἀγάπη εἶνε ἀναγκαῖα ὅσο ἀναγκαῖα εἶνε στὸ ὑλικὸ σύμπαν ἡ παγκόσμιος ἕλξις. Ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομύρια εἶνε τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ. Πῶς στέκονται; Πῶς δὲν φεύγουν ἀπὸ τὴν τροχιά τους; Πῶς δὲν πέφτει τὸ ἕνα πάνω στʼ ἄλλο; Πῶς κινοῦνται μὲ τόση ἁρμονία καὶ τάξι; Ποιός εἶνε ἐκεῖνος ποὺ τὰ συγκρατεῖ; Εἶνε ὁ Θεός. Αὐτὸς ἔβαλε ἕνα νόμο, νόμο φυσικό, νόμο ποὺ εἶνε ὁ πιὸ σπουδαῖος νόμος μέσα στὸ σύμπαν. Ὁ νόμος αὐτὸς λέγεται παγκόσμιος ἕλξις. Τί θὰ πῆ παγκόσμιος ἕλξις; Σὲ κάθε ἄστρο ὑπάρχει κρυμμένη μιὰ δύναμις, ποὺ σὰν μαγνήτης τραβάει τὰ ἄλλα οὐράνια σὠματα ποὺ εἶνε κοντά του, καὶ αὐτὰ πάλι τὸ τραβοῦνε, καὶ ἔτσι, τραβώντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, συγκρατοῦνται καὶ δὲν πέφτουν. Μιὰ ἀόρατη κλωστή, ἡ παγκόσμιος ἕλξις κρατάει ὅλα τὰ ἄστρα. Εἶνε βέβαια αὐτὰ ἕνα μεγάλο μυστήριο, πῶς Ἡ γῆ π.χ. τραβάει τὸ φεγγάρι, τὸ φεγγάρι τραβάει τὴ γῆ, κι αὐτὰ πάλι τὰ τραβάει ὁ ἥλιος, καὶ τὸν ἥλιο τὸν τραβάει ἄλλος ἥλιος καὶ οὕτω καθεξῆς. Μιὰ ἀλυσίδα ἀπέραντη! Ζαλίζεσαι ὅταν τὸ σκέπτεσαι.
Ὅπως λοιπὸν τὰ δισεκατομύρια ἄστρα συγκρατοῦνται μὲ τὸ νόμο τῆς παγκοσμίου ἕλξεως, ἔτσι καὶ τὰ ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομύρια τῶν ἀνθρώπων συγκρατοῦνται μὲ ἕναν ἄλλο νόμο, ἠθικὸ νόμο, ποὺ φύτεψε ὁ καλὸς Θεὸς στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὁ νόμος αὐτὸς εἶνε ὁ νόμος τῆς ἀγάπης. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν αἰσθάνεται ἀγάπη. Κι αὐτὸς ὁ κακοῦργος, ποὺ ἔκανε ἐγκλήματα καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο, κι αὐτὸς ἀκόμα κρατάει ἀπὸ τὸ νόμο τῆς ἀγάπης. Ἄν σβήση κάθε ἴχνος ἀγάπης καὶ πεισθῆ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὅλοι τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ κανεὶς ποὺ νὰ τὸν ἀγαπάη, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν θὰ μπορέση νὰ ζήση˙ θʼ αὐτοκτονήση.
* * *
Ἀγάπη θέλουν οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλʼ ἡ αγάπη στὸν πρῶτο ἄνθρωπο, τὸν Ἀδάμ, ἦταν μιὰ ἁγνὴ ἀγάπη, μιὰ ἀγάπη καθαρὴ ἀπὸ κάθε μόλυσμα ἁμαρτίας, καὶ μέσα στὰ ἁγνὰ μάτια τῶν πρώτων ἀνθρώπων, τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, καθρεφτιζόταν ὁ οὐρανός, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία. Ἀγαποῦσε ὁ Ἀδὰμ τὴν Εὔα, ἡ Εὔα ἀγαποῦσε τὸν Ἀδάμ, καὶ οἱ δύο ἀγαποῦσαν παραπάνω ἀπʼ ὅλα τὸ Θεό, ποὺ τὸν αἰσθάνονταν σὰν πατέρα. Ὑπῆρχε μιὰ ἁρμονία τῶν δύο πρώτων ἀνθρώπων στὶς σχέσεις τους πρὸς τὴ φύσι, πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ πρὸς τὸ Θεό. Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, πνευματικὰ ἀστέρια, εἰλκύοντο ἀπὸ τὸ κέντρο, ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ ἔτρεχαν στὴν τροχιὰ τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Καὶ ἦτανε ὅλα εὐχάριστα.
Ἀλλʼ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκαναν, ἡ ἁρμονία τῶν σχέσεων διαταράχθηκε, ἡ ἀγάπη μολύνθηκε καὶ διαστράφηκε˙ ἔγινε μιὰ ἀγάπη ἰδιοτελής, μιὰ ἀγάπη ποὺ περιωρίστηκε σὲ λίγα πρόσωπα, μιὰ ἀγάπη ποὺ δὲν εἶχε πιὰ κέντρο ἔλξεως τὸ Θεό, ἀλλὰ ἄλλα κέντρα ἔλξεως, ἀνθρώπους καὶ ἄλλα πράγματα. Οἱ ἄνθρωποι, ἀντὶ νὰ ἀγαποῦν τὸ Θεό, ἀγαποῦσαν μόνο τὸν ἑαυτό τους καὶ τὰ μικρὰ κʼ ἐλεεινὰ συμφέροντα. Ἔτσι ἀπὸ φιλόθεοι ἔγιναν φιλήδονοι, φίλαυτοι, σαρκολάτρες, ἐγωισταὶ καὶ ὑπερήφανοι. Σύνθημά τους; Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό τους˙ τίποτα γιὰ τὸν πλησίον, τίποτα γιὰ τὸ Θεό. Ἡ ἀγάπη ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ κάθε καλὸ καὶ ὡραῖο, ἔμεινε μόνο τὸ ὄνομα. Ὤ, πόσα ἐγκλήματα δὲν διαπράχθηκαν ἐν ὀνόματι τῆς ψεύτικης αὐτῆς ἀγάπης!
* * *
Ἀλλὰ ποῦ, θὰ ῥωτήσετε, ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη ἡ ἁγνή, ἡ ἰδεώδης ἀγάπη; Ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη ἡ χριστιανική, ποὺ τὰ πάντα θυσιάζει γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ δὲν κρατάει τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό της παρὰ μόνο τὸ σταυρό;
Ἰδεώδης ἀγάπη ὑπάρχει στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη, ὅπως κηρύττει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Α΄ Ἰωάν. 4, 8). Τῆς θείας ἀγάπης δείγματα δὲν εἶνε ἕνα καὶ δυό˙ εἶνε ἀναρίθμητα. Ποιό ἀπʼ ὅλα νʼ ἀναφέρουμε ἐδῶ στὸ σύντομο κήρυγμά μας; Ὁ Θεὸς προνόησε ἐξαιρετικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο˙ τὸν ἔβαλε μέσα στὸν παράδεισο, σ˙ ἕνα περιβάλλον φυσικό, ποὺ δὲν τὸ ἔφτανε ἄλλο στὴν ὡραιότητα. Ὅπου κι ἄν στεκόταν μέσα στὸν παράδεισο, τὴν ἀγάπη ἔβλεπε. Ὁ ἀέρας, καθαρὸς ἀπὸ κάθε μικρόβιο, φυσοῦσε καὶ κινοῦσε τὰ φύλλα τῶν δέντρων˙ τὰ νερὰ κρυστάλλινα ἔτρεχαν καὶ κελάρυζαν˙ οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου φώτιζαν καὶ θέρμαιναν˙ τὰ καρποφόρα δέντρα, γεμᾶτα καρπούς, λύγιζαν τὰ κλαδιά τους˙ τὰ πουλιὰ κελαηδοῦσαν στὰ πυκνὰ φυλλώματα τῶν δέντρων˙ τὰ ζῶα ὅλα ἦταν ἥμερα καὶ ζοῦσαν μαζὶ ἀγαπημένα μέσα στὸ κοινόβιο τοῦ παραδείσου. Τὸ καθένα χωριστὰ ἀλλὰ καὶ ὅλα μαζὶ μὲ κάποια μυστικὴ φωνὴ φώναζαν, καὶ ἡ φωνή τους γλυκειὰ ἔφτανε στ˙ αὐτιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καὶ ἔλεγε˙ Ὁ Θεὸς σᾶς ἀγαπᾶ!
Ἀλλὰ καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεὸς δὲν ἔπαυσε νʼ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κάθε τόσο ἔστελνε στὸν κόσμο ἄνδρες σπουδαίους μὲ ἱκανότητες καὶ χαρίσματα, ἔστελνε πατριάρχες καὶ προφῆτες, καὶ διὰ μέσου τῶν ἐκλεκτῶν αὐτῶν πνευμάτων ἔδειχνε τὴν ἀγάπη του, τὴν ἐπιθυμία του νὰ φέρη τὸ λαό του στὴ θεογνωσία.
Ἀλλὰ δυστυχῶς! Παρʼ ὅλα αὐτὰ τὰ μέσα ποὺ μεταχειρίστηκε ὁ Θεός, παρʼ ὅλες τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ θαύματα, ὁ κόσμος δὲν συνεκινεῖτο, δὲν μετανοοῦσε, δὲν ἐπέστρεφε στὸν οὐράνιο Πατέρα. Καὶ ὁ Θεός; Ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν καταστρέψη, ὅπως κατέστρεψε ἄλλοτε τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα, δὲν τὸ ἔκανε. Ἔδειξε μακροθυμία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔφτασε σʼ ἕνα ὕψος, ποὺ ποτὲ ἀνθρώπινη διάνοια δὲν μποροῦσε νὰ φανταστῆ. Ἦρθε ὁ Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς! Ἦρθε τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἦρθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Φόρεσε σάρκα ἀνθρώπινη. Ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μʼ ἑμᾶς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἔζησε ἀνάμεσά μας σὰν ὁ πιὸ φτωχὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὑπηρέτησε τὸν ἄνθρωπο μὲ μιὰ ἀγάπη ποὺ πρώτη φορὰ γνώριζε ὁ κόσμος. Ταπεινώθηκε ὅσο κανένας ἄλλος. Ἔγινε ὁ δοῦλος τῶν δούλων του. Τέλος σταυρώθηκε καὶ ἔχυσε τὸ τίμιό του αἷμα γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Κάθε λόγος τοῦ Χριστοῦ, κάθε θαῦμα του, κάθε χτύπος τῆς καρδιᾶς του, κάθε πρᾶξις του, κάθε σταλαγματιὰ τοῦ αἵματός του φωνάζουν. Ὅλα φωνάζουν, ὅλα κηρύττουν, ὅλα διαλαλοῦν˙ «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰωάν. 4, 8). Ἡ ἀγάπη του ὠκεανός!
* * *
Ὕστερα ἀπὸ τόση ἀγάπη, ποὺ ἔδειξε καὶ συνεχίζει νὰ δείχνη ὁ Θεός, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τί ἔπρεπε νὰ αἰσθανώμαστε ἀπέναντι στὸν Εὐεργέτη μας; Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανώμαστε τὸ πιὸ βαθὺ αἴσθημα ἀγάπης κʼ ἐυγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό; Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ προτιμᾶμε νὰ πεθάνουμε, παρὰ νὰ παραβοῦμε μιὰ ἐντολή του καὶ νὰ τὸν λυπήσουμε;
Δυστυχῶς δείχνουμε τὴν πιὸ μεγάλη ἀχαριστία. Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Μοιάζουμε μὲ ἕναν ποὺ κάποιος τὸν φιλοξενεῖ στὸ σπίτι του, τὸν περιποιεῖται, τὸν ἀγαπάει ὅσο κανείς. Ἀρρωσταίνει, κινδυνεύη νὰ πεθάνη, κι αὐτὸς καὶ τὸ αἷμα του κάνει μετάγγιση σʼ αὐτὸν καὶ τον σώζει. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ τόσο εὐεργετήθηκε, φεύγοντας ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ εὐεργέτου, ἀντὶ νὰ τοῦ πῆ ἕνα εὐχαριστῶ, γυρίζει καὶ βρίζει καὶ βλαστημάει τὸν εὐεργέτη μὲ τὶς πιὸ χυδαῖες λέξεις καὶ τὸν φτύνει στὸ πρόσωπο. Ἐρωτῶ˙ Ὑπάρχει μιὰ τέτοια ἀχάριστη καὶ τερατώδης ὕπαρξι; Ναί, ὑπάρχει! Εἴμαστε ἐμεῖς, ὅσοι στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα ποὺ ζοῦμε καὶ ἁμαρτάνουμε καὶ κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ συνεχίζουμε τὶς ὕβρεις, τὶς βλασφημίες, τοὺς ἐμπαιγμοὺς καὶ τὰ ἐμπτύσματα τῶν σταυρωτῶν του. Ὤ, τί ἀχαριστία, τί φρίκη! Ἀπέναντι σὲ τόση ἀγάπη τόση ἀποστροφὴ καὶ κακία.
Ὦ Χριστέ, συγχώρεσέ μας!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 83-89 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου