Εὐαγγέλιον Κυριακῆς ΙΒ΄ Ματθαίου (Ματθ. ιθ΄ 16-26)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. λέγει αὐτῷ· ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.
.1. Ἀγαποῦσε τὸν πλησίον του;
Κάποια μέρα πλησίασε τὸν Κύριο ἕνας πλούσιος νέος καὶ τὸν ρώτησε μὲ ἐνδιαφέρον πολύ: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πραγματικὰ ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ’ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές.
Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιὲς ἐντολές; Ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Καὶ τοῦ προσθέτει καὶ μία ἀκόμη ἐντολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ «Λευϊτικό»: Νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Ὁ νέος τότε μὲ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;
Ἦταν ὅμως ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ νέου; Ἔλεγε πράγματι τὴν ἀλήθεια;
Βέβαια ὁ νεὸς αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μὲ εἰλικρίνεια νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει περισσότερα, νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τὸν νέο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Κι ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τὴν τελευταία αὐτὴ ἐντολή. Διότι ἤθελε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο.
Σ’ αὐτὸ ὅμως τὸ θέμα τῆς ἀγάπης ὁ νέος δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνει. Διότι μὲ βάση τὰ ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅμως δὲν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ἀγαπάει τὸν διπλανό του, τὸν κάθε φτωχὸ καὶ ἄρρωστο καὶ ἐνδεή, ὅταν κρατοῦσε τὰ πλούτη του ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μποροῦσε νὰ εὐτυχεῖ, ἐνῶ ἔβλεπε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύρω του ὑπέφεραν μέσα στὴ δυστυχία; Γιατί δὲν ἔδινε ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ εἶχε σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τὸν διπλανό του μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἀγάπη του δὲν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.
Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ στὶς μέρες μας μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸν πλούσιο αὐτὸν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στὰ πολλὰ ἢ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε βέβαια τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα, μετέχουμε στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, δὲν θέλουμε ὅμως νὰ στερηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε διαθέτοντας ἀπὸ αὐτὰ σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας ἢ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἐνῶ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε ἄνετα, νὰ ἔχουμε πολλὰ σπίτια, πολλὰ αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καὶ τόσα ἄλλα. Ἔτσι ὅμως μεταδίδουμε τὸ πάθος μας αὐτὸ καὶ στὰ παιδιά μας. Καὶ κινδυνεύουμε νὰ σκληρυνθοῦμε, νὰ γίνουμε ἄσπλαχνοι, νὰ χάσουμε τὸ δρόμο μας καὶ τὸν προορισμό μας.
2. Τό μεγάλο ἐμπόδιο
Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια εἶπε κατηγορηματικὰ καὶ ξεκάθαρα στὸν πλούσιο νέο: Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.
Μόλις ὅμως ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ἡ καρδιά του ἦταν προσκολλημένη σ’ αὐτά. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του: Ἀληθινὰ σᾶς λέω ὅτι δύσκολα ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ μαθητὲς μὲ μεγάλη ἔκπληξη ρωτοῦν: Μὰ τότε ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντᾶ: Στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.
Μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο ὅμως αὐτὸ προκύπτει εὔλογα ἡ ἀπορία: Ὅποιος δηλαδὴ θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει νὰ πουλήσει ὅλη του τὴν περιουσία; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἡ παραγγελία αὐτὴ τοῦ Κυρίου δόθηκε στὸν συγκεκριμένο πλούσιο καὶ εἶχε εἰδικὸ σκοπό. Νὰ τὸν ἀπεξαρτήσει ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Διότι ἡ φιλαργυρία του αὐτὴ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς τελειότητος. Ὁ Κύριος δηλαδὴ προκειμένου νὰ ὁδηγήσει κάθε ἄνθρωπο στὴν τελειότητα, τοῦ ζητᾶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα πάθος ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀγαπήσει ἐλεύθερα καὶ δυνατὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὸ πάθος κυρίαρχο στὴν ψυχή του. Ἄλλος εἶναι δέσμιος στὸ θυμό, ἄλλος στὴ ζήλεια, στὴ μέθη, στὸ ψέμα, στὴν πονηρία. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ κυρίαρχο πάθος του, νὰ εἰσέλθει στὴ στενὴ πύλη καὶ νὰ βαδίσει τὴν τεθλιμμένη ὁδὸ γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Διαφορετικὰ κάποτε θὰ ἀπέλθει κι αὐτὸς λυπούμενος σὰν τὸν πλούσιο νέο. Γι’ αὐτὸ ὅσο εἶναι καιρός, ἂς πολεμήσουμε ὅλοι μας τὰ πάθη ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ψυχή μας, ποὺ μᾶς κρατοῦν σκλάβους στὴ γῆ καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ δοῦμε τὴν ψυχή μας νὰ ἐλευθερώνεται, νὰ ὑψώνεται πρὸς τὰ ἀνώτερα. Τότε θὰ ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ μελέτη. Θὰ ποθοῦμε καθημερινὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.
πηγή:ο Σωτήρ
Αποστολικό ανάγνωσμα:
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α’ ΙΕ´ 1 – 11
1 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, 2 δι’ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῇ ἐπιστεύσατε. 3 παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, 4 καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς, 5 καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· 6 ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· 7 ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· 8 ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. 9 ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· 10 χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δὲ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. 11 εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
1 Αδελφοί, σας υπενθυμίζω το Ευαγγέλιον, το οποίον εκήρυξα εις σας και το οποίον σεις παρελάβατε με πίστιν, στο οποίον και στέκεσθε σταθεροί και ακλόνητοι, 2 δια του οποίου και βαδίζετε ασφαλώς τον δρόμον της σωτηρίας εάν βέβαια το κρατήτε καλά, όπως σας το έχω διδάξει, εκτός εάν ματαίως και ανωφελώς επιστεύσατε. 3 Διότι εν πρώτοις παρέδωσα εις σας με την διδασκαλίαν μου, αυτό που και εγώ παρέλαβα, ότι δηλαδή ο Χριστός απέθανεν επί του σταυρού δια τας αμαρτίας μας, όπως είχαν προφητεύσει και αι Γραφαί. 4 Και ότι ετάφη και ότι αναστήθηκε κατά την τρίτην ημέραν σύμφωνα με τας Γραφάς, 5 και ότι παρουσιάσθηκε στον Πετρον, έπειτα στους δώδεκα αποστόλους. 6 Υστερα δε παρουσιάσθηκε μια φορά εις πεντακοσίους και πλέον αδελφούς, από τους οποίους οι πλείστοι ζουν και μένουν μέχρι της ημέρας αυτής, μερικοί δε και έχουν αποθάνει. 7 Επειτα εφανερώθηκε στον Ιάκωβον, ύστερον εις όλους τους Αποστόλους. 8 Τελευταίον δε από όλους σαν σε εξάμβλωμα, σαν σε έμβρυον που γεννήθηκε παράκαιρα, παρουσιασθηκε και εις εμέ. 9 Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος από όλους τους Αποστόλους, ο οποίος και δεν είμαι άξιος να λέφγωμαι Απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησίαν του Θεού. 10 Σημερον δε είμαι αυτό που είμαι, δηλαδή Απόστολος, με την χάριν του Θεού. Και η χάρις του Θεού, που μου εδόθηκε, δεν έγινε και δεν έμεινε άκαρπος. Αλλά περισσότερον από όλους τους άλλους Αποστόλους εκοπίασα στο έργον του Ευαγγελίου, όχι δε εγώ, αλλά η χάρις του Θεού, που είναι μαζή μου. 11 Επομένως είτε εγώ είτε εκείνοι κατά τον ίδιον τρόπον προσφέρομεν στους ανθρώπους το Ευαγγέλιον και το ίδιον Ευαγγέλιον κηρύσσομεν. Ετσι δε και σεις εδεχθήκατε το Ευαγγέλιον και επιστεύσατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου