Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Ἑρμηνεία στὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς ΙΒ΄ Ματθαίου ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστῖνου ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν''


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ματθ. 19, 16-26

ΠΛΟΥΣΙΟΙ
«Δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται
είς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»
(Ματθ. 19, 23)


ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ, πλησιάζει τὸ Χριστό. 

Συνήθως οἱ νέοι, ποὺ βρίσκονται στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους, μένουν μακριὰ ἀπʼ τὴ θρησκεία καὶ δὲν θέλουν νὰ γίνεται λόγος γιὰ θρησκευτικὰ πράγματα. Τρυγοῦν τὸ μέλι τῶν ἡδονῶν, ζοῦν τὴ λεγόμεη γλυκειὰ ζωὴ κʼ ἔχουν γιὰ σύνθημα τὸ «Φάγωμεν, πίωμεν˙ αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Λουκ. 12, 19). Τὸ παρὸν τοὺς ἀπασχολεῖ, ὄχι τὸ μέλλον. Σπάνιο πρᾶγμα νέος θρῆσκος. Ἄν στοὺς κοσμικοὺς νέους θυμίση κανεὶς τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα, ἀπαντοῦν˙ «Ὅταν γεράσουμε, τότε θὰ σκεφθοῦμε...». Καὶ δὲν σκέπτονται, ὅτι ὁ θάνατος δὲν ἁρπάζει μόνο γέροντες, ἀλλὰ καὶ νέους, καὶ μάλιστα κατὰ προτίμησι νέους. 

Ἀλλὰ ὁ νέος, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ἀνήκει στὴν κατηγορία αὐτὴ τῶν ἐπιπολαίων νέων. Εἶνε ἕνας νέος ποὺ ἔχει μέσα του ἀνησυχίες ἱερές. Τὸν ἀπασχολεῖ τὸ πρόβλημα, ποὺ λέγεται ἄνθρωπος. Δὲν συμφωνεῖ μὲ τοὺς ὑλιστάς, ὅτι ἡ ζωὴ τελειώνει στὸν τάφο, ἀλλὰ διαισθάνεται ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή, αἰώνιος ζωή. 

Ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἀξιέπαινος ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀνησυχία ποὺ ἔχει καὶ ρωτάει «Τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ. 19, 16), ἀλλʼ εἶνε ἀκόμα ἀξιέπαινος καὶ διότι, ἐνῶ εἶνε πλούσιος, τὰ πλούτη του δὲν νέκρωσαν μέσα του τὰ ἱερὰ συναισθήματα ὁλοτελῶς. Νέος καὶ πλούσιος νὰ θρησκεύη καὶ νὰ θυμᾶται τὸν Θεὸ καὶ νὰ σκέπτεται τὴν αἰώνια ζωή, εἶνε ἀπὸ τὰ σπανιώτερα φαινόμενα. Ρίξτε μιὰ ματιὰ στοὺς νέους πλουσίων οἰκγενειῶν καὶ θὰ δῆτε τί ὑλισμὸς ἐπικρατεῖ σʼ αὐτούς. Αὐτοὶ γελοῦν καὶ καγχάζουν ἄν ἀκούσουν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ, σοῦ λένε, εἶνε ἡ κόλασις, ἐδῶ καὶ ὁ παράδεισος. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει τίποτα... 

* * * 

Πλούσιος νέος πλησιάζει τὸ Χριστό. Καὶ τὸν ρωτάει˙ «Τί άγαθὸ πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;». Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾶ˙ «Ἄν θέλης αἰώνια ζωή, ὀφείλης νὰ τηρήσης τὶς ἐντολές». Στὴν ἐρώτησι δὲ τοῦ νέου ποιές εἶνε οἱ ἐντολὲς αὐτές, ὁ Χριστὸς ἀπαντᾶ˙ «Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψειδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ὁ νέος ἀπαντᾶ˙ «Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ μικρός. Μήπως ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ πρέπει νὰ κάνω; Τί ἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. 19, 20). 

Ἐξωτερικὰ ὁ νέος φαινόταν ἐν τάξει. Ἀλλʼ ὁ Χριστὸς δὲν βλέπει μόνο τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο. Σὰν Θεὸς ποὺ εἶνε ρίχνει τὸ θεϊκό του βλέμμα μέσα στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ νέου. Καὶ ὅπως ὁ γιατρὸς μὲ τὶς ἀκτῖνες βλέπει τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ, ἔτσι κι ὁ Χριστός. Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀκτινοσκοπεῖ τὴν ψυχὴ καὶ βλέπει ὅτι ὁ νέος αὐτὸς ποὺ τὸν πλησίασε ἔκρυβε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του μιὰ φοβερὴ ἀρρώστια˙ ἔκρυβε τὴ φιλαργυρία, ποὺ εἶνε ὁ καρκίνος τῆς ψυχῆς. Κι ὁ Χριστός, ποὺ θέλει τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, προσφέρει στὸ νέο φάρμακο, ποὺ ἄν ὁ νέος τὸ λάβη σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες του, θὰ θεραπευθῆ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη ἀρρώστια καὶ θὰ σωθῆ. Τὸ δὲ φάρμακο αὐτὸ εἶνε ἡ ἐντολή˙ «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19, 21). 

Ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ πλούσιος νέος, ξαφνιάστηκε. Ζαλίστηλε. Δὲν περίμενε ποτὲ νʼ ἀκούση τέτοια συμβουλή, νὰ τὰ πουλήση ὅλα καὶ νὰ τὰ δώση στοὺς φτωχούς. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀμφιταλαντεύθηκε μεταξὺ τηρήσεως καὶ μὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ μαμωνᾶ, καὶ τέλος κατέληξε στὴν ἀπόφαση νὰ προτιμήση τὰ πλούτη του καὶ ἔφυγε λυπημένος. Ὁ Χριστός, ὅταν τὸν εἶδε νὰ φεύγη, εἶπε στοὺς μαθητάς του˙ 

«Δύσκολα ἕνας πλούσιος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶνε εὐκολώτερο νὰ περάση μιὰ καμήλα, τὸ μεγάλο αὐτὸ ζῶο, ἀπὸ μιὰ τρύπα βελόνας, παρὰ πλούσιος νὰ μπὴ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 19, 23). 

* * * 

Τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς ἐξ ἀφορμῆς τοῦ πλουσίου νέου εἶνε φοβερά. Εἶνε λόγια – κεραυνοί, ποὺ πρέπει νὰ κάνουν τοὺς πλουσίους ὅλων τῶν αἰώνων νὰ τρομάξουν γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ὄχι μικρὴ καὶ ἀσήμαντη τιμωρία, ἀλλὰ κόλασι αἰώνια περιμένει τοὺς πλουσίους. 

Ποιοί εἶνε οἱ πλούσιοι, ποὺ τοὺς ταιριάζουν τὰ λόγια αὐτά; 

Πλούσιοι ὀνομάζονται ὅσοι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο, ἐκτὸς δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ ζωή, διαθέτουν περισσεύματα. Τὰ περισσεύματα, λίγα ἤ πολλά, δὲν εἶνε πιὰ δικά τους˙ εἶνε τῶν φτωχῶν, τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ. Συνεπῶς, ἄν ἔτσι ὁρίσουμε τὸν πλούσιο, τότε πλούσιοι δὲν πρέπει νὰ λογαριάζωνται μόνο αὐτοὶ ποὺ ἔχουν μεγάλες καὶ τεράστιες περιουσίες, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ἡ διαχείρισις ἀφήνει περισσεύματα. Εἶνε καὶ αὐτοὶ πλούσιοι έν συγκρίσει μʼ έκείνους ποὺ στεροῦνται. Δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι δὲν βλέπουν ἐκείνους ποὺ στεροῦνται˙ βλέπουν ἐκείνους ποὺ ἔχουν περισσότερα ἀπʼ αὐτοὺς˙ συγκρίνουν τὸν ἑαυτό τους καὶ βγάζουν τὸν ἑαυτό τους ἔξω ἀπὸ τὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Ὁ ἄγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, δίνοντας τὸ ὀρθὸ νόημα στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, λέει˙ 

«Ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ ζήσω μὲ 100 δράμια ἄρτου˙ ἐκεῖνα τὰ εὐλογεῖ ὁ Θεός, διότι εἶνε ἀναγκαῖα˙ καὶ ὄχι νὰ τρώγωμεν 110˙ ἐκεῖνα τὰ 10 τὰ καταρᾶται, διότι εἶνε χαράμι˙ εἶνε ἐκείνου ποὺ πεινᾶ». 

Πλούσιοι οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἤ μὲ κξληρονομιὲς ἤ μὲ ἀτομικές τους ἐργασίες. Ἕνας κληρονομεῖ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του μιὰ μεγάλη περιουσία καὶ γίνεται ἀμέσως πλούσιος. Ἀλλὰ γεννιέται τὸ ἐρώτημα˙ Τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε πῶς τὴν ἀπέκτησε ὁ συγγενής του; Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐξετάζη ὅποιος κληρονομεῖ. Διότι ἄν ἡ περιουσία ποὺ κληρονόμησε ἔγινε μὲ κλοπὲς καὶ ἀδικίες καὶ ἐγκλήματα, τότε αὐτὸς ποὺ κληρονομεῖ μιὰ τέτοια περιουσία, βάζει φωτιὰ μέσα στὸ σπίτι του. Προτιμότερο νὰ μὴν δεχθῆ, ἤ, ἀν τὴ δεχθῆ, νὰ τὴ μοιράση σὲ φτωχοὺς καὶ σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα. 

Ἄν πάλι κάποιος ἔγινε πλούσιος ὄχι ἀπὸ κληρονομιὰ ἀλλʼ ἀπὸ δική του ἐργασία καὶ δραστηριότητα, πάλι πρέπει νὰ ἐξετάση τὸν ἑαυτό του, μὲ τί μέσα ἀπέκτησε τὴν περιουσία. Ἄν μὲ κλοπές, μὲ ἀπάτες, μὲ ἀδικίες, μὲ αἷμα, τότε ἀλλοίμονο! Πάντως μὲ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπκτήση μεγάλη περιουσία. Στὶς μεγάλες περιουσίες συνεργάτης καὶ μέτοχος εἶνε ὁ διάβολος. 

* * * 

Σύ χριστιανέ, ποὺ ἀκοῦς ἤ διαβάζεις τὰ φοβερὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς πλουσίους, πρόσεξε πολύ. Τὸν ἄδικο πλοῦτο δὲν τὸν εὐλογεῖ ὁ Χριστός. Ἀπόφευγε κλοπὲς καὶ ἀπάτες. Μὴ γίνεσαι φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης. Μὴ θέλεις νὰ πατήσης πάνω σὲ πτώματα ἀδελφῶν καὶ νὰ ρουφήξης τὸ αἷμα τους. Τὰ διαβολομαζώματα εἶνε ἀνεμοσκορπίσματα. Μὴ ζηλεύεις τοὺς πλουσίους τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ. Ἀλλοίμονο σʼ αὐτούς! 

Ἀδελφέ μου, νὰ ἐργάζεσαι τίμια, γιὰ νά ʼχης τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Καὶ ἀπʼ αὐτὸ ποὺ ἔχεις προσπάθησε νὰ δίνης καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ στεροῦνται. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τρομερὸ βιβλίο. Ἄν θέλης νὰ δῆς παράδεισο, ἐφάρμοσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν'', σελ. 212-217 (ἕκδοσις Γ΄, ''Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ'',  Ἀθῆναι 1990).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου