Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ- 2. Για να μην ακούει κακές συμβουλές


 Το σκυλί ξάφνου γαύγισε δυνατά. Ακούστηκαν και βήματα κάτω στην αυλή. Ο Παπαιωανίκειος του Αμμοχωρίου τινάχτηκε ανήσυχος. Η εξώπορτα ήταν κλειστή. Πώς μπόρεσαν και μπήκαν ξένοι μέσα; Σίγουρα θα ήταν οι γειτόνοι.
Τα βἠματα άρχισαν νʼ ανεβαίνουν έπειτα την ξύλινη σκάλα. Ο παπάς έσκυψε, πήρε απʼ τον χαμηλό σοφρά όπου δειπνούσε με την παπαδιά και τα δυο μικρά παιδιά του το λυχνάρι και πήγε να ιδεί τί έπαθαν οι γειτόνοι που έρχονταν έτσι ξαφνικά να τον συμβουλευθούν.
Με φρίκη είδε τότε να προβαίνει ψηλός χοντρός ο βοεβόδας Τζόλε με 5 άλλους κομιτατζήδες. Λίγο έλειψε να του πέσει η λαμπίτσα από το χέρι. Μʼ ένα βεβιασμένο χαμόγελο προσπάθησε να σκεπάσει την ταραχή του.
- Καλώς ήλθατε, καλώς ήλθατε, είπε με σβησμένη φωνή.
- Κακὀ είναι το σκυλί σου παπά, αποκρίθηκε ο βοεβόδας.
- Σαν το αφεντικό του, επρόσθεσε ένας οπαδός του, ο Κίτσε.
- Σκυλί, είναι καπετάνιε, ψιθύρισε ο παπάς κρατώντας έτσι την λαμπίτσα για να μη φαίνεται η ωχράδα του προσώπου του και ευθύς ρώτησε:
- Μα πώς μπήκατε; Δεν ήταν κλειστή η εξώπορτα;
- Απʼ το σπίτι του γείτονα, είπε γελώντας ο Τζόλε.
Τα καλά τα παλικάρια ξέρουν πολλά μονοπάτια.
- Καλά πολύ καλά κάματε. Ορίστε στο τραπέζι μας. Μʼ ό,τι έδωσε ο Θεός.
- Δεν θέλω να σας χαλάσω το δείπνο. Μας συγχωρείτε για την ξαφνική επίσκεψη.
- Τί λόγος!... Για παλικάρια σαν και σας... Ορίστε. Κάτσετε.
 - Με τα λίγα αυτά ξερά φασόλια θα μας ταΐσεις μωρέ παπά;!
- Είναι παρασκευή σήμερα.
Η παπαδιά όμως που είχε πεταχθεί μόλις τους είδε, μπήκε τότε μέσα μʼ ένα πιάτο τυρί και ένα μπουκάλι ρακή!
- Θα σφάξουμε αμέσως καπετάνιε, είπε, τέσσαρες, πέντε κότες, θα σας κάμω και μια πίττα με σαράντα φύλλα. Έχομε και αυγά. Σε μια ώρα θα είναι όλα έτοιμα.
- Δεν χρειάζεται παπαδιά .Είμαστε βιαστικοί. Ήλθα μόνο να πω κάτι στο αυτί του παπά.
Πήρε τη μοναδική καρέκλα και στρογγυλοκάθισε.΄Αδειασε και ένα ποτήρι ρακή.

- Το παίρνω, είπε για να ανοίξει η όρεξη. Έχω βλέπεις μεγάλη ανορεξία...
 Γέλασαν και οι οπαδοί του με το αστείο.
Γύρισε έπειτα στον παπά.
- Έλα τώρα παπούλη κάθισε κοντά μου. Έδω στην ψάθα. Και δεν είναι ανάγκη να τρέμεις. Εγώ σε είχα πάντοτε για καλό και πιστό φίλο και αφοσιωμένο στον αγώνα για την λευτερία.
- Και είμαι βοεβόδα μου.
- Θα το δούμε. Αν μου πεις την αλήθεια.
- Είμαι παπάς. Μπορώ να πω ψέματα;
- Πες μου τώρα παπούλη, σε κάλεσαν αυτές τις μέρες στη Νεγοβάνη; (Φλάμπουρο).
- Όχι.
- Σε κάλεσαν Γραική αντάρτες στο βουνό;
- Όχι.
- Συναντήθηκες καθόλου μαζί τους;
Ο Παπαϊωανίκειος δίσταζε να μιλήσει. Η παπαδιά που έστεκε όρθια μʼ ένα πιάτο πιπεριές τουρσί είχε μαρμαρώσει. Έτρεμε το πιάτο στα χέρια της.
- Μίλα παπά. Τί έπαθε η γλώσσα σου; Φώναξε ο Τζόλες.
   - Συναντήθηκα, είπε σιγά στο τέλος.
- Γιατί τότε, γάιδαρε, μας κοπανούσες όχι, όχι;
- Μα δε με κάλεσαν. Πήγα στο βουνό για ξύλα. Χειμώνας έρχεται.
- Α! Για ξύλα πήγες...
- Τι να κάμω; Χρειάζεται το σπίτι. Έχομε και παιδιά. Κι εκεί που έκοβα μʼ έπιασαν κάτι αγριάνθρωποι με τουφέκια, γένια και φουστανέλες. Τους πήρα στην αρχή για κλέφτες. Έπειτα  μούπαν πως είναι Γραικοί αντάρτες.
- Σʼ έπειασαν είπες. Σʼ έπιασαν απʼ τα γένια;
- Α! Όχι. Να βγήκαν ξαφνικά τρεις με τα τουφέκια εκεί που πελεκούσα ένα δένδρο. Τους πήρα για Τούρκους Αρβανίτες. Και τρόμαξα.
- Α! Τρόμαξες τότε. Και όταν σούπαν πως είναι Γραικοί χάρηκες;
Ο παπάς δάγκασε τη γλώσσα του.
- Ήθελα να πω, πάσχισε να δικαιολογηθεί, πως τρόμαξα έτσι που πρόλαβαν ξαφνικά. Άμα είναι κλέφτες είτε Τούρκοι είτε Χριστιανοί το ίδιο είναι.
- Και δε μου λες παπούλη, πέρσι πήγες για ξύλα στο βουνό;
- Πἐρσι. Πέρσι. Α!¨Ημουν άρρωστος.
- Πρόπερσι, πήγες;
- Δε θυμάμαι. Αν με ρωτούσες τί έφαγα χθες δεν θα μπορούσα να σου πω.
- Αν είχες πάει δε θα το θυμόσουνα;
- Ίσως. Δεν το ξέρω. Με πήραν και τα χρόνια και τα βάσανα.
- Μα εγώ ξέρω ότι πότε άλλοτε δεν έχεις πάει για ξύλα. Τώρα για πρώτη φορά πήγες.
- Φέτος ο χειμώνας θα είναι πολύ βαρύς, λέει ο γέρο Στάικος. Και ο κόσμος τώρα δεν πολυέρχεται στην εκκλησία. Είναι και τα ξύλα ακριβά.
- Ωστόσο οι γριές δεν έπαψαν να σου φέρνουν αφράτες λειτουργίες, όπως φαίνεται από το τραπέζι σου.
- Αν έλειπαν και οι γριές θα είχαμε πεθάνει απʼ την πείνα.
- Και ποιοι άλλοι είχαν πάει κείνη την ήμερα για ξύλα στο βουνο;
- Μόνος πήγα.
- Ξέρω, απʼ το χωριό σου συ μονάχα πήγες. Απʼ άλλα χωριά;
- Έκοβαν και άλλοι ξύλα. Δεν τους είδα. Κοίταζα να τελειώσω τη δουλειά μου και να φύγω.
-Δεν ήταν απʼ το γειτονικό σας Λεσκοβέτσι (Λεπτοκαρυά) ο Μήτσος και οι δυο αδελφοί Μηνάς και Ζαφείρης, όλοι ένας και ένας;
Ο Παπαϊωανίκειος κοίταζε στα μάτια τον Τζόλε, για να καταλάβει έως πού έφταναν οι πληροφορίες του.
Πραγματικά κείνες τις μέρες του Σεπτέμβρη 1904 είχε καλέσει ο Παύλος Μελάς στο δάσος του Φλάμπουρου κοντά σʼ άλλους και τον Παπαϊωανίκειο και απʼ την Λεπτοκαρυά τον Μήτσο Κωνσταντινίδη με το γιο του Πέτρο και  τους αδελφούς Μηνά και Ζαφείρη Ιωαννίδη.
- Θαρρώ είπε πως έκοβαν κι αυτοί ξύλα κάπως ψηλότερα στο βουνό.
- Δε σμίξατε καθόλου;
- Όταν με πήγαν οι τρεις αντάρτες στον αρχηγό τους ήταν μερικοί χωριάτες πίσω από κάτι κλαδιά. Ίσως ήταν εκείνοι.
- Σου στέλνουν τώρα και οι τέσσαρες χαιρετίσματα. Έφυγαν χθες σʼ ένα πολύ μακρυνό ταξίδι.
- Όπου δεν γυρίζει κανένας πίσω, συμπλήρωσε γελώντας ο Κίτσε.
Τους έπιασαν ξαφνικά εκεί που δούλευαν σκυφτοί στα χωράφια. Δεν ήταν απʼ τους ανθρώπους που μπορούσαν να πέσουν εύκολα στα χέρια τους. Ο Μηνάς είχε καταφύγει ένοπλος στην Θεσσαλία.
Ο Παπαϊωανίκειος κέρωσε.
- Τους χάλασες και αυτούς Τζόλε, είπε κυττάζοντάς τον στα μάτια. Δεν ήταν κακοί. Το λέω σαν παπάς.
- Το ξέρω εγώ καλλίτερα ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί. Μα συ τραγόπαπα, με το τσιγκέλι πρέπει να σου βγάζω τα λόγια. Δεν μας είπες τί σας είπε τέλος πάντων ο Γραικός αρχηγός.
- Τί να πει; τα συνηθισμένα. Και ποιος τον άκουε;! Έτσι που ήμουν ταραγμένος. Ωστόσο δεν είπε θαρρώ και άσχημα πράγματα. Νʼ αγαπιόμαστε σαν Χριστιανοί, να μην αλληλοσκοτωνόμαστε.
- Όχι δεν τα είπε έτσι. Σας είπε πως είμαστε κακούργοι, πως σφάζουμε και ληστεύουμε τους Χριστιανούς, ενώ αυτοί πληρώνουν ό,τι χρειάζονται. Σας είπε πως θάρθει η ψωρο-Ελλάδα και πως δεν πρέπει να πείτε σε κανένα τίποτε. Συ τον άκουσες και δεν τα είπες ούτε στην Επιτροπή σου.
Και γιʼ απόδειξη έβγαλε το μαχαίρι του και έκοψε σύρριζα τα δυο αυτιά του παπά.
- Για να μην ακούς άλλοτε κακές συστάσεις, είπε φεύγοντας.
Ο  Παπαιωανίκειος είχε δεμένο ίσα με το θάνατό του ένα μαύρο μαντήλι ολόγυρα απʼ τα μέρη όπου είχε τα αυτιά άλλοτε.
(«Τα δύο στρατόπεδα»)



Από το βιβλίο:
ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Γεώργιος Χ. Μόδης
Εκλεκτά Διηγήματα
ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
2. ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου