Αγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα
Ἡγοῦντο Μηνοδώρα καὶ Μητροδώρα,
Καὶ Νυμφοδώρα δῶρα σαρκὸς αἰκίας.
Θεινόμεναι δεκάτῃ δωρώνυμοι ἔκθανον αἱ τρεῖς.
Οι Αγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα ήταν αδελφές και κατάγονταν από τη Βιθυνία. Η λάμψη της παρθενίας και η ωραιότητα των ψυχών και των σωμάτων τις έκαναν τις τρεις αδελφές να είναι καύχημα των χριστιανών ενώ οι φροντίδες και οι συνήθειες του κόσμου δεν τις απασχολούσαν. Η μόνη της φροντίδα ήταν «μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεὶν ἑαυτάς, ἢ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῶ ἢ μαργαρίταις ἢ ἰματισμῶ πολυτελεῖ» (Α' προς Τιμόθεον, β' 9). Δηλαδή φρόντιζαν να στολίζουν τον εαυτό τους με συστολή και σωφροσύνη και όχι με φιλάρεσκα πλεξίματα των μαλλιών τους ή με χρυσά ή μαργαριτένια κοσμήματα ή με ρούχα πολυτελή.
Για την αγάπη, λοιπόν του Χριστού, άφησαν την πατρίδα τους και πήγαν να κατοικήσουν σε ένα λόφο, κοντά στα Πύθια θερμά λουτρά. Εκεί ασκήτευαν και καλλιεργούσαν ακόμα περισσότερο τη σωφροσύνη τους. Γι' αυτό αξιώθηκαν από το Θεό να θεραπεύουν ασθένειες, και έτρεχε κοντά τους πλήθος κόσμου.
Όταν το έμαθε αυτό ο έπαρχος Φρόντων, έστειλε και συνέλαβε τις τρεις αδελφές. Βλέποντας, τη φρόνηση και τη σύνεση, αλλά και την αφοβία με την οποία τον αντιμετώπισαν, διέταξε και τις βασάνισαν με τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Τα υπέμειναν με ανδρεία τα μαρτύρια και έτσι ένδοξα παρέδωσαν της ψυχές τους στο νυμφίο τους Χριστό (290 μ.Χ.). Ο έπαρχος θέλησε να κάψει τα σώματα τους, αλλά οι φλόγες έκαψαν τον ίδιο και έπειτα καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά. Τα σώματα των τριών παρθένων τάφηκαν με σεβασμό από τους χριστιανούς.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας.
Τᾶς τρεῖς ἔνδοξους Παρθένους καὶ Ἀθληφόρους θεόφρονας, τᾶς συνδεδεμένος ἐνθέως, ἀδελφικὴ οἰκειότητι, τᾶς καλλιρόους πηγᾶς τῆς εὐσέβειας, τᾶς ἀναβλύζουσας, μαρτυρικῶν ἀγώνων χάριν ἀέναον, τὴν θείαν Μηνοδώραν, καὶ τὴν Μητροδώραν τὴν ἔνδοξον, σὺν τὴ κλυτὴ Νυμφοδώρα, τὴ ἐν πάσι καρτερόφρονι, πάντες οἱ τρυφῶντες τῶν ἄθλων αὐτῶν, συνδραμόντες ὕμνοις τιμήσωμεν αὑταὶ γὰρ τὴ Τριάδι, ὑπὲρ ἠμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Τὸν τρισάριθμον σύλλογον καὶ θεόπλοκον τῶν αὐτάδελφων παρθένων στέψωμεν θείαις ᾠδαῖς· ἀνδρικῶς γὰρ τὸν ἐχθρὸν κατετροπώσαντο· ὅθεν προϊστάντι ἡμῶν τῶν βοώντων ἐκτενῶς· χαῖρε, σεμνὴ Μηνοδώρα, σὺν Μητροδώρα τῇ θείᾳ καὶ Νυμφοδώρα τῇ θεόφρονι.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Ὑπὲρ Τριάδος καρτερῶς ἐναθλούσαι, τὸν πολυμήχανον ἐχθρὸν ἐτροπώσασθε, ἀδελφικῶς τῷ πνεύματι συνδούμεναι, ὅθεν εἰσωκίσθητε, σὺν ταὶς πέντε Παρθένοις, πρὸς τὸν ἐπουράνιον, Ἀθληφόροι νυμφῶνα, καὶ σὺν Ἀγγέλοις τῷ παμβασιλεῖ, ἐν εὐφροσύνῃ ἀπαύστως παρίστασθε.
Άγιος Βαρυψάβας
Βαρυψαβᾶς δι᾿ αἷμα θεῖον Δεσπότου,
Οἰκεῖον αἷμα συντριβεὶς ξύλοις χέει.
Για τον Άγιο αυτό λέγεται, ότι πήρε από έναν ερημίτη το Τίμιο Αίμα που έτρεξε από την πλευρά του Κυρίου και γιάτρευε πολλές αρρώστιες. Γι' αυτό και οι άπιστοι τον θανάτωσαν με ξύλα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο δε τίμιος θησαυρός του Δεσποτικού Αίματος έμεινε πάλι σώος και ακέραιος, φυλαττόμενος από τον μαθητή του Αγίου.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει για το γεγονός αυτό: «Tινές λέγουσιν, ότι το αίμα, όπερ είχεν ο Bαρυψαβάς ούτος, δεν ήτον αμέσως εκείνο το εκχυθέν από της πλευράς του Σωτήρος. Eπειδή εκείνο συνανέστη τω αναστάντι σώματι του Kυρίου, κατά την γνώμην τινών Θεολόγων. Aλλ’ ήτον από το αίμα εκείνο, οπού έτρεξεν από την πλευράν της εικόνος του Δεσπότου Xριστού, την οποίαν εκέντησαν εις την πλευράν οι Iουδαίοι. H εικών δε αύτη ευρίσκετο εις την Bηρυτόν, ήτοι το νυν λεγόμενον Bερούτι. Kαθώς το θαύμα τούτο ιστορεί ο θείος Aθανάσιος. Ένα τοιούτον γράφει και ο Mελέτιος, σελ. 362, του β΄ τόμου. Ότι δηλαδή εν έτει 923 εκομίσθη εις την Aυγίαν ο τιμαλφέστατος θησαυρός του αίματος του Kυρίου. Tο αίμα δε αυτό, κατά τον Mαριανόν Σκώτον είναι εκείνο, οπού έτρεξεν από την εικόνα του Xριστού, καθ’ ον καιρόν αυτή εκεντήθη από τους Iουδαίους εν Bέργω τη πόλει. Kαι έπαθεν εκείνα τα ίδια, οπού και ζων ο Kύριος έπαθεν από αυτούς. O δε Δοσίθεος λέγει, ότι το αίμα αυτό ήτον από του αίματος του βλύσαντος εκ της αγίας εικόνος, της τρωθείσης παρά του Eβραίου εν Kωνσταντινουπόλει. Aγκαλά και Eυθύμιος ο Ζυγαβηνός εις τον εικοστόν έκτον τίτλον της Πανοπλίας του, γράφων κατά εθνικών λέγει, ότι ουχί η σκιά του Xριστού, αλλ’ αυτός ο Xριστός εσταυρώθη κατά σάρκα. Kαι δηλοί το καταρρεύσαν αίμα του Παναγίου Σώματος αυτού παρά Xριστιανοίς φυλαττόμενον, και βρύον ιάσεις, και πολλοίς θαύμασι μαρτυρούμενον είναι του Xριστού. Φασί δε τινες, ότι εν τω κατά την Bενετίαν σκευοφυλακίω του Aγίου Mάρκου ευρέθη κιβώτιον μικρόν, όπερ έλαβον οι Λατίνοι από Kωνσταντινουπόλεως, στίχον έχον έξωθεν λέγοντα, «Έχεις με Xριστόν αίμα σαρκός μου φέρον» ποιεί δε άπειρα θαύματα. Λέγει δε και Iωσήφ ο Bρυέννιος εν τη μελέτη τη περί των Kυπρίων, τόμω β΄, ότι και η Eσθής και η Ζώνη της των Aγγέλων Kυρίας, και ο άνωθεν υφαντός του Δεσπότου Xριστού, και τα ιμάτια αυτού, και το εκ της πλευράς ρεύσαν αίμα, η λόγχη, οι ήλοι, ο σπόγγος, ο κάλαμος, ήσαν εν Kωνσταντινουπόλει. Ίσως δε και το άνωθεν αίμα του Kυρίου, να ήτον το ρεύσαν εκ των ρηθεισών αγίων εικόνων του Σωτήρος, και μάλιστα της εν Bηρυτώ, ήτις μετεκομίσθη ύστερον εις την Kωνσταντινούπολιν, υπό Iωάννου Tζιμισκή. Kαι περί της οποίας γράφει προς Θεόφιλον βασιλέα τον εικονομάχον, η εν Iεροσολύμοις Σύνοδος (σελ. 1153, της Δωδεκαβίβλου).
Άγιος Πέτρος επίσκοπος Νικαίας
Nικαέων πρόεδρος ην πρώην Πέτρε,
Aλιέων σύνεδρος εκθανών γίνη.
Ο Άγιος Πέτρος επίσκοπος Νικαίας απεβίωσε ειρηνικά.
Αγία Πουλχερία η βασίλισσα
Ὄντως παρέστη ψαλμικῶς Πουλχερία,
Ἐκ δεξιῶν σου Βασίλισσα Χριστέ μου.
Η Αγία Πουλχερία η βασίλισσα εορτάζει την 17η Φεβρουαρίου, μαζί με τον σύζυγο της Μαρκιανό.
Άγιοι Απελλής, Λουκάς και Κλήμης οι Απόστολοι
Λουκάς ο θείος συν Aπελλή και Kλήμης,
Aπόστολοι σύνεισι τοις Aποστόλοις.
Ο Απελλής ήταν από τα εκλεκτότερα μέλη της Εκκλησίας του Χρίστου, που δούλευε πολύ παραγωγικά για το Ευαγγέλιο. Ο θείος ζήλος τον έφερε μέχρι και τη Ρώμη, όπου έγινε στήριγμα των εκεί πιστών. Εκεί τον γνώρισε και ο απόστολος Παύλος, που έγραψε στην προς Ρωμαίους επιστολή του αργότερα, να ασπαστούν «Ἀπελλῆν τὸν δόκιμον ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. στ' 10). Ο Απελλής πέθανε σαν καλός στρατιώτης Χριστού στη Σμύρνη, εργαζόμενος μέχρι τελευταίας πνοής του στη διάδοση και στερέωση του Ευαγγελίου.
Ο Λουκάς, άλλος του Ευαγγελιστή Λουκά, έζησε και αυτός στα αποστολικά χρόνια. Αναδείχτηκε επίσκοπος στη Λαοδίκεια της Συρίας και τελείωσε τη ζωή του αγωνιζόμενος, με αγάπη και τόλμη, για το ποίμνιό του και τον αρχιποιμένα Ιησού Χριστό.
Ο Κλήμης αναφέρεται στην προς Φιλιππησίους επιστολή (ς' 3) σαν συναθλητής του Αποστόλου Παύλου. Έγινε επίσκοπος Σάρδεων και πέθανε μετά από πολλά παθήματα για τη στήριξη του ποιμνίου του και τη διάδοση της αλήθειας του Ευαγγελίου.
Αγία Ία
Ἐκ γῆς ἐκάρθη κοιλάδων Ἴα ξίφει,
Καὶ σοι προσήχθη Σῶτερ ὡς εὔπνουν Ἴον.
Η Αγία Ία καταγόταν από το Κάστρο του λεγομένου Βιζάλης. Συνελήφθηκε αιχμάλωτη μαζί με 9.000 χριστιανούς και οδηγήθηκε στην Περσία. Εκεί από τον βασιλιά των Περσών Σαβώρ, παραδόθηκε στους σοφούς της Περσίας προκειμένου να την πείσουν ν' αρνηθεί τον Χριστό. Επειδή όμως δεν το κατάφεραν, τη φυλάκισαν και μετά 15 μήνες την έβγαλαν, και αφού τη βασάνισαν σκληρά τελικά την αποκεφάλισαν.
Αν και έχουν διαφορετικό δίστιχο, ίσως να είναι η ίδια με την Αγία Ιάς (βλέπε 11 Σεπτεμβρίου και 4 Αυγούστου).
Όσιος Ησαΐας κτίτωρ της Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Κύκκου
Ένα από τα πολλά και περιώνυμα μοναστήρια της Κύπρου, είναι και το Μοναστήρι του Κύκκου, αφιερωμένο στην Παναγία την Ελεούσα. Σ' αυτό φυλάσσεται η θαυματουργός Εικόνα της Παναγίας (δεξιοκρατούσα), που κατά την παράδοση, ιστορήθηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Και τούτο χάρη στις ενέργειες και τη θαυμαστή επιμονή ενός γέροντα ασκητή, του Οσίου Ησαΐα.
Ποιος ο τόπος όπου γεννήθηκε ο άγιος αυτός, ποίοι οι γονείς του και ποια η μόρφωση του δεν γνωρίζουμε. Εκείνο πού γνωρίζουμε γι' αυτόν, είναι πως στα μέρη που είναι κτισμένο σήμερα το μεγάλο μοναστήρι, εκεί γύρω στον ενδέκατο αιώνα, ασκήτευε η άγια αυτή μορφή μέσα σε μια σπηλιά.
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν γονατιστός προσευχόταν, άκουε το κελάδημα ενός παράδοξου πουλιού, που έλεγε και ξανάλεγε: «Κύκκου, Κύκκου το βουνίμοναστήρι θα γενεί, μια χρυσή Κυρά θα μπει και ποτέ της δε θα βγει». Ο γέρο ασκητής το άκουε, μα δεν μπορούσε να συλλάβει και να αντιληφθεί το νόημα του.
Την εποχή αυτή, όπως και σήμερα, συνηθιζόταν κατά τους θερινούς μήνες, πολλοί από τους κατοίκους των πεδινών μερών να πηγαίνουν στα ορεινά, για να χαίρονται τη δροσιά των Βουνών. Διοικητής τότε της Κύπρου, η οποία βρισκόταν κάτω από την προστασία της μεγάλης μας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν ο δούκας Μανουήλ Βουτομίτης, που διέμενε όπως κι οι άλλοι διοικητές στη Λευκωσία. Όλοι αυτοί συνήθιζαν κατά το καλοκαίρι να αφήνουν τη Λευκωσία και να πηγαίνουν στα ορεινά μέρη για να γλυτώνουν από την υπερβολική ζέστη της πρωτεύουσας. Κατά το έτος 1100 μ.Χ. περίπου, κι ο τότε διοικητής της Κύπρου εγκατέλειψε τη Λευκωσία και πήγε σ' ένα χωριό της Μαραθάσας για εξοχή. Στα βουνά της Κύπρου αυτή την εποχή και στον περίφημο Ακάμα, ζούσαν πλήθη από αναχωρητές μοναχούς, ανάμεσα τους και ο Όσιος Ησαΐας.
Κάποια μέρα που ο Βουτομίτης με μερικούς φίλους του βγήκε στα μέρη εκείνα για κυνήγι αγρινών, αποσπάστηκε από την παρέα του και για ώρες γύριζε μέσα στο πυκνό δάσος μόνος.
Εκεί που κατακουρασμένος και πολύ στενοχωρημένος περιπλανιόταν είδε μια σπηλιά. Προχώρησε προς αυτήν και, σαν πλησίασε στην είσοδο της σπηλιάς, αντίκρισε έναν άνθρωπο με πολύ φτωχικά και κουρελιασμένα ρούχα. Κατέβηκε από το άλογο του και τον ρώτησε ποιός είναι και τι κάνει εκεί. Ο ασκητής δεν μίλησε. Στην προσπάθεια του μάλιστα να μη γίνει γνωστός έφυγε κι από εκεί. Τη στάση αυτή του μοναχού, ο δούκας θεώρησε πολύ προσβλητική για τον εαυτό του. Εκνευρισμένος όπως ήταν επιτέθηκε κατά του ασκητή και όχι μόνο τον ύβρισε αποκαλώντας τον παλιόγερο, αλλά και τον ξυλοκόπησε άγρια και ρίχνοντας τον στη γη, τον κλώτσησε άσπλαχνα.
Παρά τους πόνους που δοκίμαζε στο ξερακιανό κορμί του ο ταλαίπωρος μοναχός, με ήρεμη φωνή και κλάματα και σπαραγμό ψυχής, είπε στον άρχοντα ότι είναι δούλος του Χριστού και ο Κύριος του θα του ανταποδώσει το κακό μια και ο ίδιος είναι αμαρτωλός.
Εκνευρισμένος, όπως ήταν ο δούκας έφυγε, χωρίς να υπολογίσει έστω και στο ελάχιστο τα λόγια του μοναχού.
Αφού πέρασε το καλοκαίρι, ο Βουτομίτης επέστρεψε στη Λευκωσία και λίγες μέρες μετά αρρώστησε βαριά από ληθαργία. Τα μέλη του άρχοντα παρέλυσαν εξ ολοκλήρου. Ούτε πόδι, ούτε χέρι μπορούσε να κινηθεί.
Στην κατάσταση αυτή, θυμήθηκε τα λόγια του Οσίου Ησαΐα και μέσα στον πόνο του με δάκρυα άρχισε να προσεύχεται και να ζητά συγχώρεση από τον Θεό.
Ο Άγιος Θεός που είδε τη μετάνοια του πλάσματος Του, έδωκε στον δούκα αυτό που ζητούσε, την υγεία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού, «τέκνον επικάλεσαί με εν ήμερα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με», δηλαδή παιδί μου, φώναξε με στη θλίψη σου και στη δυστυχία σου κι εγώ θα σε ακούσω και θα σε απαλλάξω απ' αυτά και θα με δοξάσεις, βρήκαν στον πονεμένο άρχοντα την πραγματοποίηση τους.
Την επόμενη κιόλας ημέρα, ο Βουτομίτης με τους υπηρέτες του ξεκίνησε για τα βουνά. Πόθος του να φτάσει μια ώρα νωρίτερα στη σπηλιά του γέροντα Ησαΐα για να ζητήσει συγχώρεση για τη διαγωγή του. Την ίδια εκείνη βραδιά ο γέρο μοναχός αφού γονατιστός προσευχήθηκε για ώρες έγειρε να πλαγιάσει. Πριν τον πάρει ο ύπνος το παράξενο πουλί απ' έξω από τη σπηλιά κελάηδησε πολλές φορές το τραγούδι του: «Κύκκου Κύκκου το βουνί, μοναστήρι θα γενεί...». Με το τραγούδι έκλεισε τα μάτια ο ερημίτης.
Ο ύπνος τον πήρε αμέσως• ένα όνειρο όμως τον παίδευσε όλη τη νύχτα. Του φάνηκε πως η Παναγία ήρθε στη σπηλιά του και του είπε ότι σαν ξημερώσει θα τον επισκεφτεί εκείνος ο δούκας που ήρθε την άλλη φορά και τον κτύπησε για να του ζητήσει συγνώμη. Θα του αναφέρει πως είναι πρόθυμος, για να επανορθώσει το σφάλμα του να του χαρίσει ό,τι του ζητήσει και εκείνος θα έπρεπε να ζητήσει να έρθει στην Κύπρο η εικόνα της Παναγίας που ζωγράφισε ο απόστολος Λουκάς και φυλάσσεται στο παλάτι.
Προτού ακόμη φέξει, ο Ησαΐας, όπως πάντα, σηκώθηκε για την άσκηση του. Έκαμε τις μετάνοιες και την προσευχή του κι άρχισε το εργόχειρο του. Κατά το απόγευμα άκουσε θόρυβο. Βγήκε από τη σπηλιά του και περίμενε λέγοντας συγχρόνως και την προσευχή του. Σε λίγο μέσα από τα κλαδιά που έκλειναν κατά ένα τρόπο το στόμιο της σπηλιάς του, είδε μια ομάδα ανθρώπους να πλησιάζουν. Μπροστά ο δούκας. Τον ανεγνώρισε αμέσως. Βαθιά συγκινημένος στάθηκε και περίμενε. Η συνάντηση πολύ απρόσμενη. Ο άρχοντας με συντριβή ψυχής χαιρέτησε τον ερημίτη και ζήτησε απ' αυτόν να τον συγχωρήσει για ό,τι έγινε στο παρελθόν.
Ο ερημίτης χωρίς κανένα δισταγμό έσπευσε να του ειπεί, ότι τον συγχωρεί με όλη του την καρδιά. Όταν ο Βουτομίτης του ανέφερε πως είναι ακόμη πρόθυμος να του προσφέρει ως δώρο ό,τι του ζητήσει, για μια επανόρθωση του σφάλματος του, ο γέρο Ησαΐας θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ και του ζήτησε να φέρει στην Κύπρο την εικόνα της Παναγίας που ζωγράφισε ο απόστολος Λουκάς και φυλάσσεται στο παλάτι στην Κωνσταντινούπολη.
Παρόλο που ο Βουτομίτης, θεωρούσε κάτι τέτοιο σχεδόν αδύνατο να γίνει, αφού η Εικόνα αυτή είναι ένας από τους πολυτιμότερους θησαυρούς του Αυτοκράτορα, του υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήσει αρκεί να τον βοηθούσε και εκείνος. Έτσι ο Βουτομίτης πρότεινε στον Όσιο Ησαΐα να τον συνοδέψει στην Κωνσταντινούπολή και εκείνος δέχτηκε.
Όταν, μετά από λίγο καιρό, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ο Όσιος Ησαΐας μη θέλοντας να αλλάξει την ασκητική ζωή του και να μένει σε σπίτια αρχοντικά, έμεινε σε κάποιο μοναστήρι γνωστό σ' αυτόν ενώ ο δούκας Βουτομίτης, όπως ήταν συνήθεια, επισκέφθηκε τον αυτοκράτορα Αλέξιο για να δώσει αναφορά της όλης πολιτείας του στην Κύπρο. Αυτό έγινε δύο και τρεις και περισσότερες φορές αλλά για το θέμα της εικόνος δεν τόλμησε να αναφέρει τίποτα επειδή φοβόταν την απάντηση του βασιλιά.
Αφού πέρασε λίγος καιρός, ο Όσιος Ησαΐας, δεν άντεξε την ζωή στο πολυσύχναστο μοναστήρι της Πόλης και αποφάσισε να επιστρέψει στην Κύπρο. Όταν το ανακοίνωσε στον δούκα, εκείνος λυπήθηκε πολύ. Και μόνο η σκέψη πως ο ταπεινός ασκητής θα αναχωρούσε χωρίς να πραγματώσει τον σκοπό του ταξιδιού του πολύ τον στενοχωρούσε, αλλά και να τον κρατά εκεί χωρίς τη θέληση του δεν το επιθυμούσε. Ο δούκας, πήγε τότε σε έναν αγιογράφο και του παρήγγειλε να του φτιάξει δύο εικόνες. Μια που να παρουσιάζει τον Δεσπότη Χριστό καθισμένο σε ένα θρόνο και μια δεύτερη που να έχει την Αγία Τριάδα κατά τον τύπο της φιλοξενίας του Αβραάμ. Στο κάτω μέρος της εικόνος αυτής, του παρήγγειλε να ιστορήσει την Υπεραγία Θεοτόκο με τον γέροντα Ησαΐα στα δεξιά και αριστερά τον Μανουήλ Βουτομίτη.
Όταν τέλειωσαν οι εικόνες, επισκέφθηκε τον ασκητή και του τις έδωσε μαζί με πολλά χρήματα και την άδεια να γυρίσει στην Κύπρο. Με δάκρυα τον κατευόδωσε παρακαλώντας τον να προσεύχεται γι' αυτόν και υποσχέθηκε πως θα κάμει τα αδύνατα δυνατά να πάρει αυτός την εικόνα και να επιστρέψει στην Κύπρο. Με τούτη την υπόσχεση χωρίσθηκαν οι δύο συνταξιδιώτες.
Με τη βοήθεια του Θεού ο Γέροντας ύστερα από ένα σχετικά καλό ταξίδι έφθασε στην Κύπρο και χωρίς ξεκούρασμα ανέβηκε στη σπηλιά του. Η χαρά του ήταν μεγάλη που ξαναβρήκε εκεί την ησυχία του, αλλά κι η λύπη του που γύρισε χωρίς την χαριτόβρυτο εικόνα ήταν όχι ολίγη.
Από την πρώτη κιόλας ημέρα που ξάπλωσε στη σπηλιά του είδε ξανά το ίδιο όνειρο που είδε προτού πάει στην Πόλη και ήκουσε και πάλι μια φωνή να του λέει να μην λυπάται και ότι πολύ σύντομα θα έρθει κοντά σου η πανσέβαστος εικόνα της Θεομήτορος.
Με τη χαρά ζωγραφισμένη στο σκελετωμένο πρόσωπο του ξύπνησε ο Γέροντας. Χωρίς να χάσει καιρό κάλεσε βοηθούς κι άρχισε να κτίζει τον ναό στο όνομα της Αγίας Τριάδος, όπως ήταν κι η εντολή που του δόθηκε. Όταν τελείωσε, έβαλε μέσα τις άγιες εικόνες που του είχε δώσει ο δούκας και γύρω από την εκκλησία έφτιαξε κελιά για μοναστήρι.
Πίσω στο παλάτι, ο Θεός οικονόμησε, η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες του αυτοκράτορα Αλέξιου να αρρωστήσει από την ίδια αρρώστια που είχε αρρωστήσει και ο Βουτομίτης. Τη στιγμή εκείνη ο Βουτομίτης τη θεώρησε ως θεόσδοτο ευκαιρία να μιλήσει και να προβάλει την παράκληση του για την εικόνα. Ο αυτοκράτορας άκουσε με προσοχή τα λόγια του Βουτομίτη. και υποσχέθηκε να του την δώσει αν γίνει καλά η κόρη του.
Σχεδόν αμέσως, η κόρη του αυτοκράτορα, έγινε καλά μα ο αυτοκράτορας δεν κράτησε την υπόσχεση του.
Ο Θεός όμως δεν ξεχνά, αλλά και δεν μυκτηρίζεται. Κι επειδή ο Βουτομίτης που θα υπενθύμιζε τα της υποσχέσεως του αυτοκράτορα στον ίδιο είχε φύγει από την Πόλη για την Κύπρο, την υπόμνηση την κάνει ο Πανάγαθος Θεός επιτρέποντας μια νέα δοκιμασία στο παλάτι. Αυτή τη φορά αρρώστησε με την ίδια αρρώστια ο ίδιος ο βασιλεύς.
Στο κρεβάτι του πόνου, ο αυτοκράτορας θυμήθηκε την υπόσχεση του στον Βουτομίτη αλλά επειδή δεν μπορούσε να δώσει την εικόνα, σκέφτηκε να παραγγείλει σε έναν εξαίρετο αγιογράφο να του ζωγραφίσει μιαν άλλη εικόνα απαράλλακτη με την παλιά και να τη στείλει στην Κύπρο. Πίστευε πως με τούτο τον τρόπο θα ημπορούσε να ικανοποιήσει τον Βουτομίτη κι έτσι θα έμενε σ' αυτόν η σεπτή εικόνα. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε στον ύπνο του και πάλι η Παναγία και του υπενθύμισε την υπόσχεση που είχε δώσει.
Τρομαγμένος ξύπνησε ο βασιλιάς. Χωρίς να χάσει καθόλου καιρό κάλεσε γύρω του τους ανθρώπους του και συνέστησε να ετοιμάσουν αμέσως το βασιλικό πλοίο. Να βάλουν σ' αυτό τη σεπτή εικόνα και να βρουν κι ένα ευλαβή ιερομόναχο για Καθηγούμενο που να ταξιδεύσει μαζί και να παραμείνει στην Κύπρο. Επίσης έδωσε κι αρκετά χρήματα για να κτιστεί ένας εξαίρετος ναός μ' αυτά, μέσα στον οποίο να τοποθετηθεί η θαυματουργός εικόνα. Όλα αυτά στελλόντουσαν στον δούκα Βουτομίτη με εντολή αυτός να τα παραδώσει στον μοναχό Ησαΐα για να κάμει ό,τι ήθελε.
Μόλις το καράβι έφτασε στην Κύπρο σ' ένα λιμάνι εκεί στην Τυλληριά, αμέσως ειδοποιήθηκαν σχετικά τόσο ο διοικητής της νήσου Μανουήλ Βουτομίτης, όσο και ο γέρο Ησαΐας.
Στο άκουσμα της πληροφορίας ότι το καράβι με την θαυματουργό εικόνα της Μεγαλόχαρης είχε φτάσει στο νησί, ο γέρο Ησαΐας παρά την ηλικία του «αγαλλομένω πόδι» κατέβηκε από τα βουνά του Κύκκου στην παραλία.
Εκεί βρισκόταν κι ο Βουτομίτης και χιλιάδες χριστιανοί που μόλις άκουσαν τη χαρμόσυνο είδηση άφησαν τα χωριά τους και τις εργασίες τους και μαζεύτηκαν στο λιμάνι.
Εκεί ο Βουτομίτης παρέδωσε στον ερημίτη ασκητή Ησαΐα την άγια Εικόνα και τα χρήματα. Ο Όσιος Ησαΐας αφού έχτισε το μοναστήρι, τοποθέτησε στην Εκκλησία του μοναστηριού τη σεπτή και θαυματουργό εικόνα της Παναγίας.
Ο Όσιος Ησαΐας, αφού έζησε το υπόλοιπό της ζωής του στο μοναστήρι, κοιμήθηκε εν ειρήνη.
Άγιε Πατέρα Ησαΐα, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Της κλεινής Μάνδρας Κύκκου πρώτος κτίτωρ γεγένησαι, πάτερ Ησαΐα παμμάκαρ, ην μεγάλως επλούτησας, κομίσας Ελεούσης την μορφήν, Λουκά του ιερού έργον σεπτόν, εκ της Πόλεως βουλήσει τη θεϊκή, και άνακτος επινεύσει δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω θαυμαστώσαντι, όν υπέρ τέκνων σου αεί, ικέτευε τρισόλβιε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Όρος του Κύκκου καθηγίασας πάτερ, ασκητική σου πολιτεία και πόνοις, εν ω θρόνον ητοίμασος Μητρί τη του Θεού, το σεπτόν εικόνισμα, ενεγκών Ελεούσης, ο ιερογράφησεν, ο Λουκάς θαυμασίως, και νυν πρεσβεύεις προς τον Αγαθόν, ώ Ησαΐα,υπέρ των τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις της του Κύκκου σεπτής Μονής, Κτίτωρ και προστά της, της δε νήσου Κύπρου φρουρός, πάτερ Ησαΐα, της Ελεούσης μύστα, μεθ' Ης Χριστών απαύστως, καθικετεύετε.
Αγία Ευδοκία «ἡ παῖς»
Η μνήμη του μικρού αυτού κοριτσιού, αναφέρεται στο Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο σελ. 107 και είναι άγνωστη στους Συναξαριστές.
Μνήμη της Ευρέσεως της Σεπτής Εικόνος της Θεοτόκου υπό τας ρίζας ελαίας, εν τη εν τω Παγασητικό κόλπω Νήσω Μαλαιών Τρικκέρων
Η εικόνα βρέθηκε το 1825 μ.Χ. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός.
Άγιος Παύλος επίσκοπος Νικαίας
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
Όσιος Παύλος ο Υπάκουος ο «εν τω Σπηλαίω»
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Οσίου.
Σύναξη της Παναγίας της Σκριπούς στον Ορχομενό
Η μονή της «Παναγίας Σκριπού» (ή Ορχομενιώτισσας) της Βοιωτίας, κοντά στον αρχαίο Ορχομενό, περιλαμβάνει το πιο σημαντικό μνημείο από τη σειρά εκκλησιών του τύπου «σταυροειδούς μεταβατικού» στον ελλαδικό χώρο. Ένα ωραιότατο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι κοσμεί το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μονή. Πιθανότατα ο ναός σχεδιάσθηκε ως ταφικό μνημείο του χορηγού του, του Λέοντα, Πρωτοσπαθάριου (οστιάριος, εκκλησιαστικός αξιωματούχος και στρατηγός, διοικητής του θέματος της Ελλάδας που είχε έδρα τη Θήβα) της Ανακτορικής φρουράς του Βυζαντινού αυτοκράτορα (873/874 μ.Χ.).
Η Μονή και ο ναός
Η Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Μονή της «Παναγίας Σκριπούς» βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή – σημερινός Αθάμας – στον Ορχομενό της Βοιωτίας, απέναντι από τον αρχαιολογικό χώρο της πόλης και την αρχαία Ακρόπολη του Ορχομενού. Στην ευρύτερη περιοχή ο περιηγητής Παυσανίας (9, 38, 1) μνημονεύει δύο ιερά των Χαρίτων και του Διονύσου, τα οποία δεν έχουν μέχρι σήμερα βρεθεί, αλλά πρέπει κατά πάσαν πιθανότητα να βρίσκονταν στη θέση όπου το 874 μ.Χ. χτίστηκε η Μονή της Παναγίας Σκριπούς. Αυτό άλλωστε μαρτυρούν οι ανασκαφικές εργασίες που απεκάλυψαν εξωτερικά – στον περίβολο του ναού – ένα κτίσμα μυκηναϊκής περιόδου. Επίσης στο εσωτερικό του ναού απεκάλυψαν την ύπαρξη παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού.
Η Μονή της Παναγίας Σκριπούς είναι κτίσμα του 9ου αιώνα μ.Χ. και από το αρχικό συνολικό συγκρότημα σήμερα σώζεται μόνον το Καθολικό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά και στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, όπως άλλωστε αποδεικνύει το τρισυπόστατο Ιερό Βήμα. Πράγματι, τα δύο ανατολικά πλάγια κλίτη δεν λειτουργούν ως πρόθεση και διακονικό, αλλά σύμφωνα με τις επιγραφές ως παρεκκλήσια των Αγίων Πέτρου και Παύλου «ων Ρώμης βώλαξ ιερήν κόνιν αμφικαλύπτει», κατά το χαραγμένο εκεί εξαιρετικό επίγραμμα.
Ο ναός της Παναγίας Σκριπού της Βοιωτίας, αποτελεί το πιο σημαντικό μνημείο από τη σειρά εκκλησιών του τύπου «σταυροειδούς μεταβατικού» στον ελλαδικό χώρο και είναι το μεγαλύτερο και πολυτελέστερο γνωστό μνημείο της εποχής, έξω από την Κωνσταντινούπολη. Η μοναστηριακή αυτή εκκλησία ξεχωρίζει για το μέγεθος (22,30 ? 18,60 μέτρα), χωρίς τον νάρθηκα, για την πλούσια μαρμάρινη διακόσμηση και τέλος για τις ιστορικές πληροφορίες που παρέχουν 4 επιγραφές με μνημειακή έκφραση. Από αυτές μαθαίνουμε ότι ο ιδρυτής του ναού είναι ο Λέων «βασιλικός Πρωτοσπαθάριος, και επί των οικιακών», δηλαδή αρχηγός των σπαθαρίων — της ανακτορικής φρουράς — στο Ιερό Παλάτιον στην Κωνσταντινούπολη. Ο Λέων ήταν ο ιδιοκτήτης της περιοχής «χώρον επικρατέων τε παλαιοτάτου Ορχομένοιο» και πως έχτισε την εκκλησία το 873/874 μ.Χ. Πράγματι, όσον αφορά τη χρονολογία κτίσεως είμαστε απόλυτα βέβαιοι, επειδή μια γραπτή επιγραφή, που είναι ενσωματωμένη στο εξωτερικό της αψίδας του ιερού, αναγράφει τόσο τη χρονολογία κατασκευής του καθολικού, το 874 μ.Χ., όσο και τον χορηγό-κτήτορα της Μονής, τον Λέοντα.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα από που προέρχεται η περίεργη ονομασία Σκριπού για τη Μονή, που σημειωτέον είναι το αρχαιότερο Βυζαντινό μνημείο της Βοιωτίας και ένα από τα σπουδαιότερα της Ελλάδας. Η εκκλησία πάντως εξωτερικά είναι γεμάτη από επιγραφές και πιθανότατα σ’ αυτές τις εντοιχισμένες επιγραφές να οφείλεται το όνομα Σκριπού, από το λατινικό scriptus, που σημαίνει επιγραφή (inscription). Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με προεξέχουσες τις κεραίες του σταυρού και στενό νάρθηκα δυτικά. Στην τοιχοδομία του έχει χρησιμοποιηθεί άφθονο έτοιμο αρχαίο υλικό (όπως συμβαίνει σε πολλούς χριστιανικούς ναούς της εποχής) το οποίο προέρχεται από τον κοντινό αρχαιολογικό χώρο της ιστορικής πόλης του Ορχομενού. Έτσι, έχουν χρησιμοποιηθεί σπόνδυλοι κιόνων, πελεκημένα αγκωνάρια, ακόμη και επιτύμβιες στήλες που δημιουργούν απροσδόκητα κοσμήματα και αποχρώσεις στους μεγάλους επίπεδους τοίχους.
Το μνημείο αυτό είναι προσπάθεια μετάβασης από την παλαιοχριστιανική Βασιλική (Αρχιτεκτονική) στον Βυζαντινό ρυθμό. Ο ναός διασώζει θαυμάσια παλαιοχριστιανικά γλυπτά, σπάνιες επιγραφές της χριστιανικής, αλλά και της προχριστιανικής περιόδου, που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό. Πιθανότατα ο ναός να σχεδιάστηκε ως ταφικό μνημείο του χορηγού του (μολονότι αυτό δεν συνηθιζόταν στη Βυζαντινή Ελλάδα) και ίσως το κατακόρυφο ηλιακό ρολόι που κοσμεί τον ναό να είναι ένα είδος αναφοράς στην αιώνια ζωή. Ούτως ή άλλως ο κτήτορας του ναού θέλησε το κτίσμα αυτό να έχει: «τερπνόν αποστίλβον περικαλλέα πάντοθεν αίγλην». Ο γλυπτικός διάκοσμος του καθολικού της Μονής είναι πλούσιος στις εσωτερικές και εξωτερικές του επιφάνειες, πολλά γλυπτά μέλη όμως (από αρχαίους ναούς ή και από πρωτοχριστιανικό νεκροταφείο) είναι ενσωματωμένα και στα μεταγενέστερα κελιά, νότια του καθολικού και στο πρόπυλο δυτικά, ενώ άλλα βρίσκονται στις αποθήκες. Τα παλαιότερα κελιά της Μονής βρίσκονται δυτικά από τα νεότερα, σε ένα κτίριο που αποτελείται από πέντε διαδοχικούς κεραμοσκεπείς χώρους.
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες οι παλαιότερες από τις τοιχογραφίες που κοσμούν τον ναό είναι του 12ου αιώνα μ.Χ. Από το 1930 μ.Χ. εκτελούνται εργασίες αναστήλωσης, όπως και εργασίες για τη συντήρηση και καθαρισμό των τοιχογραφιών, ενώ το 1939 μ.Χ. κτίστηκε (σε σχέδια του Υπουργείου Πολιτισμού) και το κωδωνοστάσιο του ναού, που βρίσκεται βορειοδυτικά στον χώρο της μονής.
Το ιστορικό αυτό μνημείο εντάχθηκε στο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 1994-1999 μ.Χ., στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Στερεάς Ελλάδας. Και ενώ ολοκληρωνόταν η αποκάλυψη και η συντήρηση των τοιχογραφιών των ιερών, καθώς και η στερέωση και ο καθαρισμός των γλυπτών του νάρθηκα, ο ναός υπέστη εμπρησμό. Από τη φωτιά προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές, ωστόσο σε μια πρώτη φάση συντελέστηκε με αμμοβολή ο καθαρισμός του εσωτερικού ναού από την καπνιά, ενώ τώρα αναμένεται η έναρξη των εργασιών της δεύτερης φάσεως για την αποκατάσταση των καμένων παραθυρόφυλλων και των τοιχογραφιών του νάρθηκα.
Η Παναγία Σκριπού για πολλά χρόνια λειτούργησε ως ανδρικό μοναστήρι, ενώ τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως ενοριακός ναός. Ως το 1821 μ.Χ. διατηρούσε 60 καλογέρους, που διαλύθηκαν το 1926 μ.Χ. μετά την απαλλοτρίωση των κτημάτων του μοναστηριού. Πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 23 Αυγούστου, απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά και στις 10 Σεπτεμβρίου, ημέρα κατά την οποία, το έτος 1943 μ.Χ., ο Ορχομενός και οι κάτοικοί του σώθηκαν με θαύμα της Παναγίας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής που ήθελαν να κάψουν την πόλη και να σκοτώσουν τους κατοίκους της.
Το κατακόρυφο ηλιακό ρολόι του καθολικού
Ένα ωραιότατο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι, ίσως το ωραιότερο από όλα τα Βυζαντινά ηλιακά ρολόγια της Ελλάδας, κοσμεί τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μονή της Παναγίας Σκριπούς. Φαίνεται ότι ηλιακό ρολόι τοποθετήθηκε στο ναό τη χρονολογία κατασκευής του καθολικού, το 874 μ.Χ., και έτσι είναι το αρχαιότερο από όλα τα μεσαιωνικά-βυζαντινά κατακόρυφα ηλιακά ρολόγια της Ελλάδας! Αυτό άλλωστε σημειώνει ο αείμνηστος διαπρεπής αρχαιολόγος, βυζαντινολόγος, αρχιτέκτονας και καθηγητής στο Πολυτεχνείο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αναστάσιος Ορλάνδος (1935/36).
Το κατακόρυφο αυτό ηλιακό ρολόι είναι σκαλισμένο στην εξωτερική επιφάνεια ενός μαρμάρινου ορθογώνιου δομικού λίθου του όλου κτιρίου στον νότιο τοίχο του ναού. Οι διαστάσεις του ορθογώνιου αυτού παραλληλεπιπέδου είναι 125 cm μήκος, 35 cm πλάτος και 66 cm ύψος. Η ωρολογοπλάκα (125 cm - 66 cm) φέρει μόνο δέκα ωρικές γραμμές, αριθμημένες με την αρχαία ελληνική αρίθμηση: Α, Β, Γ, Δ, Ε, F, Ζ, Η, Θ και Ι, ενώ φέρει και τη γραμμή του ορίζοντα. Βρίσκεται εντοιχισμένη στο νότιο τοίχο του Καθολικού, σε ύψος περίπου 2 μέτρα από το έδαφος.
Οι ωρικές γραμμές, μήκους 50 cm, τελειώνουν σε ένα χαραγμένο ημικύκλιο, ακτίνας 50 cm, ενώ τα καλλιγραφικά κεφαλαία γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου είναι σημειωμένα στο τέλος των ωρικών γραμμών εντός ενός κυκλικού δακτυλίου, που σχηματίζεται από το πρώτο ημικύκλιο των 50 cm και από ένα δεύτερο ημικύκλιο ακτίνας 58 cm. Η μαρμάρινη ωρολογοπλάκα έξω από το ημικύκλιο, αριστερά και δεξιά είναι διακοσμημένη με δύο γλυπτά παγώνια, εκ των οποίων το ένα κοιτά προς την Ανατολή και το άλλο προς τη Δύση. Το πρώτο είναι μεγαλύτερο σε μήκος από το δεύτερο γιατί έχει μεγαλύτερο μήκος ουράς. Το δεξιό παγώνι έχει συνολικό μήκος 46 cm, ενώ το αριστερό, όπως βλέπουμε την ωρολογοπλάκα, έχει μήκος 42 cm. Οι παραστάσεις των πτηνών αυτών πιθανότατα είναι ένα είδος αναφοράς στην αιώνια ζωή. Επιπλέον κάτω από τις ώρες Ε και F, υπάρχει και κάποια άλλη γλυπτή διακόσμηση. Ένα άνθος κάτω από το Ε και ένα άλλο όμοιό του κάτω από το F, ενώ ενδιάμεσα τα συνδέει σαν είδος μίσκου, ένα αγκιστροειδές σκάλισμα.
Σημειώνουμε ότι τα διακοσμητικά στοιχεία της παλαιοχριστιανικής τέχνης προέρχονται από τον ελληνικό «εθνικό» κόσμο. Στην παλαιοχριστιανική τέχνη εμφανίζεται σύνολο από γλυπτές απεικονίσεις και παραστάσεις που είναι κοινές στον ειδωλολατρικό κόσμο, όπως άνθη, πτηνά, δελφίνια κ.ά. Αργότερα εμφανίζονται συμβολικές παραστάσεις, όπως ο ιχθύς, ένας κλάδος φοίνικα, ο αμνός, η περιστερά και τα παγώνια. Ο ιχθύς συμβολίζει τον Ιησού Χριστό (η περίφημη ακροστιχίδα Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ). Η περιστερά συμβολίζει την αγνότητα και το Άγιο Πνεύμα. Τέλος, τα παγώνια συμβολίζουν την αιώνια ζωή στον παράδεισο. Π.χ. επιτύμβια επιγραφή ΒΜΧ 400 (5ος – 6ος μ.Χ. αιώνας) με παράσταση αντικριστών παγωνιών στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών Ακόμα και σήμερα τα παγώνια είναι πολύ συνηθισμένο μοτίβο στις ελληνικές εκκλησίες. Παγώνια βρίσκονται σκαλισμένα στο ξυλόγλυπτο, τέμπλο των ναών, στον ξυλόγλυπτο επιτάφιο και κοσμούν πολλές πρόσφατες εκκλησίες, όπως ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου στην ομώνυμη Μονή κοντά στον Ωρωπό Αττικής.
Δυστυχώς σε αυτό το ηλιακό αυτό ρολόι, ενώ φαίνεται η θέση του γνώμονα, αυτός έχει καταστραφεί ή έχει κλαπεί και γι’ αυτό τον λόγο δεν βρίσκεται στη θέση του. Το επίπεδο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι της Παναγίας Σκριπούς, ασχέτως από τους αριθμούς που έχει γραμμένους στο τέλος των ωρικών γραμμών, διαιρεί την ημέρα όχι σε δέκα αλλά σε έντεκα ώρες, αφού στο ημικύκλιό του υπάρχουν έντεκα τομείς, όπως ακριβώς και στο ηλιακό ρολόι του Αγίου Λαυρεντίου στο Πήλιο.
Η οριζόντια γραμμή της άνω πλευράς του ηλιακού ρολογιού αντιπροσωπεύει τον ορίζοντα, και το μεσημέρι, στον αληθινό ηλιακό χρόνο, ο Ήλιος θα πέφτει στον μεσημβρινό, που αντιπροσωπεύεται από μια κατακόρυφη γραμμή κάθετη στη γραμμή του ορίζοντα. Αυτή η γραμμή δεν υπάρχει στο ηλιακό ρολόι αυτό. Συνήθως παρουσιάζεται στα ηλιακά ρολόγια που φέρουν μονές ωρικές γραμμές, για παράδειγμα έντεκα ωρικές γραμμές (δηλαδή δώδεκα ώρες) και σημειώνεται στο τέλος της έκτης ώρας, ούτως ώστε η έκτη ώρα να βρίσκεται στο μέσον, ενώ συμμετρικά αριστερά και δεξιά της να βρίσκονται από πέντε ωρικές γραμμές. Ούτως ή άλλως σε ένα τέτοιο επίπεδο κατακόρυφο ηλιακό ρολόι, τοποθετημένο σωστά στον τοίχο του καθολικού της Μονής με νότιο προσανατολισμό, το φως του Ήλιου δεν μπορεί να πέφτει ποτέ πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα. Παράλληλα κάθε διάστημα κάτω από τον ορίζοντα θα αποτελεί περιοχή στην οποία οι ηλιακές ακτίνες θα πέφτουν οπωσδήποτε κάποια στιγμή του έτους.
Το θαύμα της Μεγαλόχαρης στον Ορχομενό
Στις 8 Σεπτέμβρη του 1943 μ.Χ. οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν και στην αρχή αρνήθηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους στους συμμάχους τους Γερμανούς. Τότε η περιφερειακή οργάνωση του Ε.Α.Μ. Ορχομενού θεώρησε ότι μπορούσε να επωφεληθεί και να παραλάβει αυτή τον ιταλικό οπλισμό. Γι' αυτό παρακίνησε τους οπλισμένους και μη Ορχομενίους να κινηθούν προς τη Λειβαδιά. Οι Γερμανοί όμως κύκλωσαν και αφόπλισαν τους Ιταλούς κι όταν έμαθαν για τις προθέσεις των Ορχομένιων έστειλαν εναντίον τους την άλλη μέρα, 9 Σεπτέμβρη, απόσπασμα με τεθωρακισμένα. Οι Ορχόμενιοι, που είχαν φτάσει στο μεταξύ στο σταυροδρόμι του Άγιου Ανδρέα, ανέτοιμοι και αδιοργάνωτοι καθώς ήσαν, σκόρπισαν στη γύρω περιοχή με κατεύθυνση οι περισσότεροι τον απόμερο Διόνυσο. Οι Γερμανοί όμως συνέχισαν την καταδίωξη με σκοπό να επιβάλλουν αντίποινα στον Ορχομενό, όπως ήταν η συνηθισμένη τακτική τους.
Τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Σεπτεμβρίου 1943 μ.Χ. λίγα μέτρα πιο κάτω από την εκκλησία της Παναγίας, τα γερμανικά τανκς ακινητοποιήθηκαν χωρίς να υπάρχει κανείς φανερός λόγος. Όπως εξιστόρησε ο επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος Χόφμαν, η μορφή της Παναγίας φανερώθηκε στο νυχτερινό ουρανό.
Μετά το τέλος του πολέμου ο επικεφαλής επέστρεψε προσκυνητής στην Παναγία της Σκριπούς, χαρίζοντας στο ναό μια εικόνα με την αναπαράσταση του οράματός του. Από τότε σχεδόν κάθε χρόνο επεστρέφει στο ναό για να προσκυνήσει στις 10 Σεπτεμβρίου. Για το λόγο αυτό η Παναγία της Σκριπούς, εκτός των άλλων ημερομηνιών, γιορτάζει και στις 10 Σεπτεμβρίου με λιτανεία και μεταφορά της εικόνας, στον τόπο που ακινητοποιήθηκαν τα τανκς.
Οι Επιγραφές του Ναού
Γύρω από τον Ιερό Βυζαντινό Ναό της Παναγίας Σκριπούς (ή Ορχομενιώτισσας), όπως προείπαμε, υπάρχουν διάσπαρτες επιγραφές, οι οποίες παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την ίδρυση του Ιερού Ναού. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των επιγραφών είναι η ελληνική γλώσσα, στην οποία είναι γραμμένες.
Η κυρίως κτητορική επιγραφή για την ίδρυση του Ιερού Ναού αναφέρει χαρακτηριστικά:
«ΠΑΝΑΓΗΑ ΘΕΟΤΩΚΕ ΣΥΝ ΤΟ ΜΟΝΩΓΕΝΗ ΣΟΥ ΙΥΩ ΒΟΗΘΙ ΤΟΥ ΣΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΛΕΩΝΤΟΣ ΒΑΣΙΛΗΚΟΥ ΠΡΟΤΩΣΠΑΘΑΡΙΟΥ ΚΕ ΕΠΙ ΤΟΝ ΟΙΚΗΑΚΩΝ ΣΥΝ ΤΙ ΣΥΝΕΥΝΩ ΚΕ ΤΥΣ ΦΙΛΤΑΤΥΣ ΤΕΚΝΥΣ ΑΥΤΟΥ ΕΚ ΠΟΘΟΥ ΚΕ ΠΗΣΤΕΟΣ ΜΕΓΙΣΤΙΣ ΑΝΑΣΤΙΣΑΝΤΟΣ ΤΟΝ ΣΟΝ ΑΓΙΩΝ ΝΑΟΝ. ΑΜΗΝ».
Η επιγραφή αυτή πέρα από τα παροράματα που παρουσιάζει, μας αφήνει να υποθέσουμε ότι ο παλαιοχριστιανικός ναός τιμόταν στο όνομα της Παναγίας και ήταν ερειπωμένος στα χρόνια του Λέοντα. Αυτό το ναό,, μας λέει η επιγραφή «ανέστησε» ο Λέων ο Πρωτοσπαθάριος, ο επίτροπος των βασιλικών κτημάτων μαζί με τη σύζυγό του και τα αγαπημένα του τέκνα, από πόθο και πολύ μεγάλη πίστη.
Ο κτήτορας του ναού της Παναγίας είναι γνωστός και από άλλες μαρτυρίες, από σωζόμενα μολυβδόβουλλα, στα οποία αναγράφεται ως «Βασιλικός οστιάριος, επί των οικιακών και άρχων Θηβιτών (Θηβαίων) και Ελλάδος», όπως παρατηρεί ο τότε Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος.
Μια παραπλήσια επιγραφή αναφέρει ότι η Εκκλησία κτίστηκε:
«+ΕΠΗ ΒΑΣΙΛΙΟΥ Κ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΛΕΩΝΤΟΣ ΤΟΝ ΘΗΩΤΑΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΤΟΝ ΡΩΜΕΟΝ».
Οι πιο πάνω επιγραφές περιζώνουν την κόγχη του Αγίου Βήματος της Παναγίας κατά τρόπο ωραιότατο και ανεπανάληπτο.
Στη δυτική πλευρά του νάρθηκα και στην αριστερή γωνία βρίσκεται επιγραφή με χαραγμένα γράμματα και με κείμενο που αποτελείται από δώδεκα τρίμετρους ιαμβικούς στίχους. Η επιγραφή αναφέρει:
«ΟΥ ΦΘΟΝΟΣ ΟΥΔΕ ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΡΙΜΗΚΕΤΟΣ ΕΡΓΑ ΚΑΛΥΨΕΙ ΣΩΝ ΚΑΜΑΤΩΝ ΠΑΝΑΡΙΣΤΕ ΒΥΘΩ ΠΟΛΥΧΑΝΔΕΙ ΛΗΘΗΣ ΕΡΓΑ ΕΠΕΙ ΒΟΟΩΣΙ ΚΑΙ ΟΥ ΛΑΛΕΟΝΤΑ ΠΕΡ ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΔΕ ΓΑΡ ΤΕΜΕΝΟΣ ΠΑΝΑΟΙΔΙΜΟΝ ΕΞΕΤΕΛΕΣΑΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΠΕΙΡΟΓΑΜΟΥ ΘΕΟΔΕΓΜΟΝΟΣ ΙΦΙΑΝΑΣΣΗΣ ΤΕΡΠΝΟΝ ΑΠΟΣΤΙΛΒΩΝ ΠΕΡΙΚΑΛΛΕΑ ΠΑΝΤΟΘΕΝ ΑΙΓΛΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ Δ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩ ΕΣΤΑΤΟΝ ΑΜΦΩ ΩΝ ΡΩΜΗΣ ΒΩΛΑΞ ΙΕΡΗΝ ΚΟΝΙΝ ΑΜΦΗΚΑΛΥΠΤΕΙ ΖΩΙΣ ΕΝ ΘΑΛΙΗΙΣΙΙ ΧΡΟΝΩΝ ΕΠ ΑΠΕΙΡΟΝΑ ΚΥΚΛΑ Ω ΠΟΛΥΑΙΝΕ ΛΕΟΝ ΠΡΩΤΟΣΠΑΘΑΡΙΕ ΜΕΓΙΣΤΕ ΓΗΘΟΜΕΝΟΣ ΚΤΕΑΤΕΣΣΙ ΚΑΙ ΕΝ ΤΕΚΕΕΣΣΙΝ ΑΡΙΣΤΟΙΣ ΧΩΡΟΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΩΝ ΤΕ ΠΑΛΑΙΦΑΤΟΥ ΟΡΧΟΜΕΝΟΙΟ.+»
Δηλαδή: «ούτε ο φθόνος, αλλά ούτε και ο χρόνος θα καλύψει στο βυθό της λήθης τα έργα του Λέοντα του Πρωτοσπαθάριου, ο οποίος κατείχε σαν κτήμα του τον Ορχομενό. Και τα έργα αυτά τα οποία θα βοούν διαμέσου των αιώνων είναι το «παναοίδιμο τέμενος της απειρογάμου μητρός» και τα δύο παρεκκλήσια των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, των οποίων την ιερή σκόνη καλύπτει η γη της Ρώμης».
Στα παρεκκλήσια των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου αναφέρονται και οι επιγραφές που βρίσκονται στους τοίχου της προθέσεως και του διακονικού. Στο βόρειο τοίχο της προθέσεως βρίσκεται η κτητορική επιγραφή για το παρεκκλήσιο του Αποστόλου Παύλου:
«+ ΕΚΑΛΗΕΡΓΗΣΕ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΕΟΝ Ο ΠΑΝΕΥΦΙΜΟΣ ΒΑΣΗΛΗΚΟΣ ΠΡΟΤΟΣΠΑΘΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΕΠΗ ΤΟΝ ΥΚΙΑΚΟΝ ΥΠΕΡ ΛΥΤΡΟΥ ΚΑΙ ΑΦΕΣΕΩΣ ΤΟΝ ΠΟΛΛΩΝ ΑΥΤΟΥ ΑΜΑΡΤΗΩΝ ΕΤΟΥΣ ΑΠΟ ΚΤΗΣΕΩΣ ΚΟΣΜΟΥ ΕΞΑΚΙΣΧΗΛΙΟΣΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΗΟΣΤΩ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΩ Β.»
Στο νότιο τοίχο του διακονικού βρίσκεται η κτητορική επιγραφή του παρεκκλησίου του Αποστόλου Πέτρου: «+ ΕΚΑΛΗΕΡΓΗΣΕΝ ΤΩΝ ΝΑΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΤΟΥ ΚΟΡΥΦΕΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΛΕΟΝ Ω ΠΑΕΥΦΙΜΟΣ ΒΑΣΙΛΗΚΟΣ ΠΡΟΤΟΣΠΑΘΑΡΗΟΣ ΚΑΙ ΕΠΗ ΤΩΝ ΥΚΗΑΚΩΝ ΥΠΕΡ ΛΥΤΡΟΥ ΚΑΙ ΑΦΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΑΥΤΟΥ ΑΜΑΡΤΗΟΝ ΕΠΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ. ΑΜΗΝ».
Οι επιγραφές αυτές, που όπως και η κυρίως κτητορική επιγραφή είναι γραμμένες με όμορφα ανάγλυφα, αλλά ανορθόγραφα γράμματα, μας αναφέρουν ότι τα παρεκκλήσια αυτά είναι αφιερωμένα στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο και κτίστηκαν από το Λέοντα τον Πρωτοσπαθάριο έξι χιλιάδες τριακόσια ογδόντα δύο χρόνια από κτίσεως κόσμου επί Πατριαρχείας του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιγνατίου, δηλαδή το έτος 873 με 874 μ.Χ.
Τέλος μεταγενέστερη φορητή επιγραφή στην είσοδο του Ιερού Ναού της Παναγίας Σκριπούς αναφέρει τα κάτωθι:
«Ο ΦΕΡΩΝΥΜΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ ΤΙΣ ΘΥ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΩΚΟΔΟΜΗΘΗ ΕΠΙ ΛΕΟΝΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣΠΑΘΑΡΙΟΥ ΑΠΟ ΚΤΗΣΕΩΣ ΚΟΣΜΟΥ 6382 ΗΤΟΙ ΤΩ 874 Μ.Χ. ΚΑΙ ΕΠΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ ΚΑΙ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝΠΟΛΕΩΣ ΣΧΕΔΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗΝ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ 32 ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΟΤΘΟΔΞΟΥ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ».
Σύναξη της Παναγίας της Τρικεριώτισσας
Εἰκὼν ἡ θεία τῆς Πανάγνου τῶ κόσμῳ,
ὀφθεῖσα δῶκε, νῦν χάριν τῶν θαυμάτων.
Βῇ δὲ ἐκ γῆς, πηγὴ δεκάτη ὄλβιος βίου.
Εἰκόνα θείαν τῆς Πανάγνου Παρθένου,
Προσπιπτομένοις χορηγεῖται ἡ χάρις.
Τοὺς δ’ ἀθετοῦντας τὴν προσκύνησιν ταύτης,
ἀλάλως ἔχειν τῶν χειλέων φρονοῦμεν.
Μυροπνόου χάριτος πολυκλήϊστος Κόρη,
ἀειφώτου λάμψεως οὐράνιος λυχνία,
αἴγλη ἡ ἀνέσπερος, ἀκήρατος Μαρία,
μερόπων, ἐλπὶς κράτιστος πτωχῶν καὶ θλιβομένων.
Ἄνασσα φωτόμορφος, ἀεὶ φρούρει τὸν κόσμον
Το καλοκαίρι του 1825 μ.Χ. στα κελιά του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην αυλή του ομώνυμου ναού εγκαταβίωνε ο ευλαβής μοναχός Δαμιανός Κοσλής από το Πουρί Πηλίου. Αυτός από φόβο των πειρατών, που λυμαίνονταν τα παράλια του Παγασητικού, είχε κατασκευάσει μια κρύπτῃ στο χώρο του πυρποληθέντος Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που είχε καταντήσει πυκνό δάσος από αγριελιές. Τέλος Αυγούστου του 1825 μ.Χ. ο π. Δαμιανός ευρισκόμενος στην κρύπτη του οραματίσθηκε την Παναγία που τον πρόσταξε να μεταβεί στην κωμόπολη Τρίκερι και να ζητήσει από τους Εφόρους να στείλουν ομάδα ανδρών, για να ανασκάψουν τα ερείπια του ναού της και να ανεύρουν τη σεβάσμια εικόνα της. Έτσι κι έγινε.
Οι Τρικεριώτες έδειξαν κάποια δικαιολογημένη δυσπιστία στα λεγόμενα του μοναχού, ωστόσο πείσθηκαν και μετέβησαν στο νησί, φοβούμενοι να παρακούσουν την εντολή της Θεοτόκου και ανέσκαψαν τον χώρο αποκαλύψαντες τμήμα του μωσαϊκού δαπέδου του πρωτοχριστιανικού ναού, αλλά δεν βρήκαν καμιά εικόνα της Θεοτόκου. Έτσι, απογοητευμένοι οι εργάτες εγκατέλειψαν το νησί προς μεγάλη στενοχώρια του π. Δαμιανού, ο οποίος θερμοπαρακαλούσε την Παναγία να του δείξει τον δρόμο για την υλοποίηση του ιερού εγχειρήματος. Πράγματι η Θεομήτωρ λειτούργησε θαυματουργικά υποδεικνύοντας, αφενός πάλι με όραμα στον μοναχό τον ακριβή τόπο, όπου ήταν θαμμένη η αγία εικόνα Της και αφετέρου αναγκάζοντας μια ομάδα Τρικεριωτών πλεόντων την 9η Σεπτεμβρίου πρός Βόλο, επειδή ξέσπασε τρικυμία να ποδίσουν στο νησί. Τους Πλησίασε ο π. Δαμιανός και τους θερμοπαρακάλεσε να κάνουν μια προσπάθεια υποδεικνύοντας τους τον τόπο που υπήρχαν τρείς αγριελιές και να σκάψουν εκεί. Υπάκουσαν και ω του θαύματος!.... Την ώρα που ο Κωνσταντίνος Σοράτσης το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου 1825 μ.Χ. προσπαθούσε να ξεριζώσει τη μεγαλύτερη αγριελιά, η αξίνα χτύπησε στη θαμμένη εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, η οποία τινάχτηκε δυο μέτρα μακριά και στάθηκε όρθια, ενώ νέφος άρρητης ευωδίας κάλυψε τον γύρω χώρο. Έντρομοι από θείο φόβο οι σκαπανείς έπεσαν γονατιστοί εμπρός στην αγία εικόνα ζητώντας προσευχόμενοι το έλεός της.
Με ταχύτητα αστραπής η χαρμόσυνη είδηση έφθασε στό Τρίκερι. Ιερός κλήρος και ευσεβής λαός υποδέχθηκαν, με μεγαλοπρεπή λιτανεία, τη θαυματουργό εικόνα και την εναπέθεσαν στην Αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος. Έψαλαν τον Εσπερινό του Ευαγγελισμού και επακολούθησε ολονύκτια Θεία Λειτουργία. Την ώρα της δοξολογίας άρχισε να ρέει θαυματουργικά από τον κίονα της Αγίας Τραπέζης άγιο μύρο, που περισυνέλεξαν οι ιερείς και το διένειμαν στο εκκλησίασμα.
Έκτοτε με εράνους άρχισε να κτίζεται ο περικαλλής Ιερός Ναός πηλιορείτικου ρυθμού, τρίκλιτης σαμαρωτής βασιλικής με τρούλο και γύρω – γύρω τετράγωνο διώροφο οικοδόμημα σε μορφή μοναστηριακών κορδών. Στο ισόγειο υπάρχουν αποθηκευτικοί χώροι, όπου οι Τρικεριώτες σε περίοδο ελαιοεσοδείας εναποθηκεύουν τις ελιές τους και στον όροφο ευρύχωρα κελλία. Το όλο οικοδόμημα, όπως αποδεικνύουν οι πολλές εντοιχισμένες χρονολογικές επιγραφές, κατασκευάσθηκε τμηματικά.
Οι Τρικεριώτες εκκλησιαστικοί πλοίαρχοι το 1876 μ.Χ. ανέθεσαν στον Πανιερώτατο και σοφώτατο Αρχιερέα εκ Κωνσταντινουπόλεως κυρ. Βενιαμίν και συνέθεσε Ακολουθία της Θεοτόκου με Μικρό και Μεγάλο Εσπερινό και Όρθρο, η οποία, δαπάνη ευσεβούς προσκυνητού, τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια το ίδιο έτος.
«Τῶν Τρικερέων ὁ δῆμος σκίρτα ἐν Πνεύματι· ἡ γάρ Παρθένος Κόρη τήν ἰδίαν εἰκόνα ἐν χρόνοις ἐπί πλείστοις ὑπό τήν γῆν κεκρυμμένην ἐτήρησεν, ἀνακαλύψασα ἤδη, ὡς θαυμαστόν θησαυρόν σοι ἐδωρήσατο».
Έκτοτε κάθε χρόνο στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου τελείται μεγαλοπρεπής Ιερά Πανήγυρη, κατά την οποία συρρέουν, για να προσκυνήσουν την θαυματουργό εικόνα της Παναγίας Τρικεριώτισσας και να λάβουν τη χάρη της, πλήθη πιστών από Τρίκερι, Βόλο, χωριά Πηλίου, παλιότερα και από την περιοχή Αλμυρού και βορείου Ευβοίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Πιστοὶ νῦν σκιρτήσωμεν ἐπὶ τῇ χάριτι, τῇ αὖθις δοθείσῃ ἡμῖν, παρὰ τῆς θείας Μορφῆς εὐσπλάγχνου προστάτιδος, πάντων τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ χαρᾷ εὐφημοῦντες, ᾄσωμεν τῇ Κυρίᾳ εὐσεβῶς προσφωνοῦντες· Δόξα Σοι Κοσμοσώτειρα Κόρη Πανύμνητε.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἠ Παρθένος σήμερον.
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὴν ἑαυτῆς σεβασμίαν, νῦν ἐμφαίνει ἅπασιν, ἐν θαυμασίοις Εἰκόνα, πάλαι γὰρ ἐγκρυπτομένην ὑπὸ ἐλαίαν, ἄφθαρτον ἀναδεικνύει πιστοῖς ἀξίως, ἥν καὶ πίστει συνελθόντες, πόθῳ καὶ ἀσπαζόμεθα.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς πολυτίμητον θησαύρισμα Κόρη, τὴν σεαυτῆς θείαν μορφὴν Παναγία, δωρησαμένη ἅπαντας ἐπλήρωσας θυμηδίας Ἄχραντε, καὶ ἐπλούτισας θείας, χάριτος θαυμάτων σου, καὶ ἐμύρισας μύρῳ, τοὺς σοὶ βοῶντας· χαῖρε εὐσεβῶν ἡ προστασία, καὶ κόσμου ἡ Δέσποινα.
Ὁ Οἶκος
Τίς γηγενῶν Δέσποινα τὰ σὰ διηγήσαιτ’ ἄν μεγαλεῖα; ποῖα γλῶσσα βροτῶν ὑμνῆσαι ἀξίως τὴν σὴν δόξαν; Κάλαμος δέ τις τὰ θαυμάσιά σου συγγράψαι το; Σὺ γὰρ οὐρανὸς νοητὸς ἐδείχθης, φέρουσα τὸν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης, πεποικιλμένη, ὡς ἐκεῖνος τοῖς ἄστροις, ταῖς μαρμαρυγαῖς τῆς Θεότητος. Διὸ καὶ χαριτωθεῖσα ὑπὲρ τὰ Ἁγγελικὰ τάγματα, καὶ μεγαλυνθεῖσα ὑπὲρ πάσας τὰς τῶν βροτῶν γενεάς, ἀξίως κυρήττῃ τῶν εὐσεβούντων προστασία, καὶ κόσμου ἡ Δέσποινα.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν Τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν
Τοῦ πάντων ἀγαθῶν, πλαστουργοῦ καὶ δοτῆρος, ἀκήρατον σκηνήν, ἥν ὑπέδυ βουλήσει, ἐν ὕμνοις, ἐν ἄνθεσι, νῦν λαμπρῶς καταστέψωμεν, καὶ τὸ ἅγιον αὐτῆς Ἐκτύπωμα πόθῳ ανυμνήσωμεν· αὕτη γὰρ τοῦτο δωρεῖται ἡμῖν εἰς προσκύνησιν.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογία
Κατεπλάγησαν Ἁγνή, τῶν Τρικερέων ἡ πληθύς, ὅτι ἀδόκητος αὐτοῖς, ἡ σεβασμία σου Εἰκών, ἐπιφανεῖσα ἐφαίδρυνε τὰς ψυχὰς αὐτῶν, καὶ πάντας ἐν χαρᾷ, καὶ διαχύσει ψυχῆς, προστρέχοντες αὐτῇ περιεπτύσσοντο, καὶ ἰαμάτων χάριτας ἀρύονται, καὶ εὐχαρίστως δοξάζουσι· Δόξα σοι Κόρη, ὅτι καὶ ἤδη τῆς προστασίας σου ἡμᾶς ἠξήωσας.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ἀνεφάνη σήμερον, τοῖς εὐσεβέσι, τὸ σεπτὸν Ἐκτύπωμα, τῆς εὐεργέτιδος Ἁγνής, καὶ δι’ αὐτοῦ νῦν σεσόβηται, τῶν ἐναντίων παθῶν τε ἡ ἔνστασις. (Δίς).
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς.
Τῶν Ὀρθοδόξων ὁ πιστὸς θίασος Κόρη, ἐν τῷ Πανσέπτῳ σου Ναῷ εὐλογημένη, μετὰ ζήλου προθύμως νῦν συγκροτεῖται, καὶ αἶνον ὁμοῦ προσφέρει σοι εὐσεβῇ, καὶ πόθῳ Εἰκόνα θείαν σου καὶ σεπτήν, εὐλαβῶς κατασπάζεται, ὅτι ἰάσεις δι’ αὐτῆς προχέεις Παναμώμητε, ἡ ἐλπὶς τῶν ὑμνούντων σε.
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και οι συν αυτώ Άγιοι Αρχιερείς Γρηγόριος Κυδωνιών, Αμβρόσιος Μοσχονησίων, Προκόπιος Ικονίου, Ευθύμιος Ζήλων καθώς και οι κληρικοί και λαϊκοί που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή
Τιθεὶς ψυχὴν Χρυσόστομος ὁμοῦ συμμύσταις,
λαοῦ καὶ στρατοῦ τε ἀπαρχὴ προσηνέχθη.
Πρωτομάρτυς Χρυσόστομος ἀποφράδι ἐτύθη,
Συνάθλων πληθύος ἑπομένης τῷ πότμῳ.
Συμφώνως με την υπ' αριθμ. 2556/5-7-1993 εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, η εορτή αυτών των Αγίων θα τιμάται κάθε έτος την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Ο εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στην Τριγλία της Προποντίδας το 1867 μ.Χ. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ' αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865 μ.Χ.) και ο Χρυσόστομος. Ο Ευγένιος συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ' όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο. Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι' αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868 μ.Χ., όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας. Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική.
Ο Χρυσόστομος σπούδασε στη θεολογική Σχολή Χάλκης (1884 - 1891 μ.Χ.) και υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ο όποιος αναδείχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης ως Κωνσταντίνος Ε' (1897 μ.Χ.). Χρημάτισε πρωτοσύγκελος της Μεγάλης Εκκλησίας και το 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' μητροπολίτης Δράμας (1902 - 1910 μ.Χ.). Οι αγώνες του εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας και για την τόνωση του εθνικού φρονήματος ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη, η οποία αξίωσε από το Πατριαρχείο την άμεση ανάκληση του (1907 μ.Χ.). Αποχωρίστηκε με πικρία το ποίμνιό του και αποσύρθηκε στην Τριγλία με την ελπίδα της επιστροφής στην μητρόπολη Δράμας, η οποία κατέστη δυνατή το 1908 μ.Χ. με την ψήφιση του νέου τουρκικού συντάγματος. Η ενθουσιώδης υποδοχή που του επιφύλαξε ο λαός της Δράμας συνδέθηκε με την έξαρση του εθνικού αγώνα, γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε από την Υψηλή Πύλη επικίνδυνος για την δημόσια τάξη. Ανακλήθηκε εκ νέου από την μητρόπολη Δράμας (20 Ιανουαρίου 1909 μ.Χ.) και αποσύρθηκε πάλι στην Τριγλία μέχρι την μετάθεση του στην μητρόπολη Σμύρνης (11 Μαρτίου 1910 μ.Χ.).
Στην Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τους εθνικούς του αγώνες, οργάνωσε δε πάνδημο συλλαλητήριο για να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα και τις γενικότερες καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης εναντίον του Ελληνισμού του Οθωμανικού κράτους. Οι τουρκικές αρχές της περιοχής θορυβήθηκαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του από την μητρόπολη Σμύρνης (1914 μ.Χ.), στην οποία επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούνδρου (1918 μ.Χ.). Κατά την περίοδο της ελληνικής διοίκησης της Σμύρνης (1919 - 1922 μ.Χ.), λειτουργούσε ως αναμφισβήτητος εθνάρχης του μικρασιάτικου Ελληνισμού και ως ο εμπνευσμένος ηγέτης της «Μικρασιατικής Άμυνας» για την δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση όμως του μικρασιάτικου μετώπου (Αύγουστος 1922 μ.Χ.) απογοήτευσε τον μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία. Η εισβολή των Τούρκων στην Σμύρνη υπήρξε η δοκιμασία των εθνικών του οραμάτων. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον λαό του, παρά την πίεση των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις 27 Αυγούστου 1922 μ.Χ. συνελήφθη από τον Τούρκο φρούραρχο της πόλης Νουρεντίν πασά, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Φωτεινής, και παραδόθηκε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο. Έπειτα από φρικτά βασανιστήρια βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο εκφραστής των εθνικών πόθων κατέστη πλέον το σύμβολο των τραγικών πεπραγμένων του Γένους. Το δίτομο έργο του Περί Εκκλησίας, τα άρθρα του στα περιοδικά Εκκλησιαστική Αλήθεια και Ιερός Πολύκαρπος και η όλη κηρυκτική του δράση αναδεικνύουν την υπέροχη πνευματική μορφή του εθνομάρτυρα Ιεράρχη.
Στο μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ.
Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ’ έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ’ τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα». (Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης», Αθήνα 1992, σσ. 57-58).
Άγιος Αμβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων
Ο Άγιος Αμβρόσιος σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Ιεροσολύμων και στη θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Υπήρξε δε εφημέριος σε πολλές ελληνικές κοινότητες της Κριμαίας (Θεοδοσίας, Συμφεροπόλεως, Σεβαστουπόλεως). Το 1913 μ.Χ. χειροτονήθηκε βοηθός επίσκοπος της Μητροπόλεως Σμύρνης με τον τίτλο Ξανθουπόλεως, αναπλήρωσε δε τον εξόριστο μητροπολίτη κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου. Το 1919 μ.Χ. χρησιμοποιήθηκε ως πατριαρχικός έξαρχος στα Μοσχονήσια, το δε 1922 μ.Χ. έγινε Μητροπολίτης Μοσχονησίων. Κατά τη Μικρασιατική καταστροφή τάφηκε ζωντανός, από τους Τούρκους μαζί με άλλους εννέα Ιερείς σε λάκκο έξω από την πόλη των Κυδωνιών (15 Σεπτεμβρίου 1922 μ.Χ.).
Άγιος Προκόπιος Λαζαρίδης Μητροπολίτης Ικονίου (1911 - 1923 μ.Χ.)
Προηγουμένως επίσκοπος Αμφιπόλεως (1894 - 1899 μ.Χ.) και Μητροπολίτης Δυρραχείου (1899 - 1906 μ.Χ.) και Φιλαδέλφειας (1906 - 1911 μ.Χ.). Ήταν και αυτός μεταξύ των εθνοϊερομαρτύρων εκείνων των χρόνων.
Οι συνθήκες γι' αυτόν ήταν ιδιαίτερες. Οι νεότουρκοι προσπαθούσαν να οργανώσουν τουρκορθόδοξη Εκκλησία, ανεξάρτητη απ' το Πατριαρχείο, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τη τουρκική γλώσσα. Για το σκοπό αυτό πίεζαν ιερείς να προσχωρήσουν σ' αυτή τη προσπάθεια. Αλλά απέτυχαν. Ιδιαίτερα στην Ανατολία - τα βάθη της Μικράς Ασίας - είχαν εγκλωβίσει τους ορθοδόξους και τους υπέβαλλαν σε φοβερές κακώσεις μέχρι να αποσκιρτήσουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τρείς μάλιστα αρχιερείς, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Ικονίου Προκόπιο, τους ανάγκαζαν να προβούν σε αυθαίρετη και αντικανονική χειροτονία επισκόπου, έτσι ώστε να διαρρηχτούν οι σχέσεις τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να χειραφετηθούν αυθαίρετα ως αυτοτελής τουρκορθόδοξη Σύνοδος. Εν μέσω αυτής της καταδυναστεύσεως του ποιμνίου και των ποιμένων του, αλλά και των απελπισμένων κλαυθμών του λαού, ο Μητροπολίτης Προκόπιος παρέδωσε το πνεύμα του στον Μέγα Αρχιερέα και Σωτήρα Χριστό, προμαχώντας και συμπάσχοντας με τους στενάζοντες Έλληνες χριστιανούς της Ανατολίας.
Άγιος Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιών (22 Ιουλίου 1908 - 3 Οκτωβρίου 1922)
Προηγουμένως διετέλεσε και μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης (12 Οκτωβρίου 1902 μ.Χ. - 22 Ιουλίου 1908 μ.Χ.). Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Αντωνιάδης ή Σαατσόγλου και, κατά μεταγλώττιση δική του, Ωρολογάς. Γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 1864 μ.Χ. Ως Ιεροκήρυκας ανήκει στους πρώτους που στο κήρυγμα χρησιμοποίησαν τη δημοτική γλώσσα. Και στις τρεις μητροπόλεις που υπηρέτησε εργάστηκε με ζήλο και επιτυχία για την προάσπιση των εθνικών ελληνικών δικαίων και ιδιαίτερα συνεργάστηκε γι' αυτά με τον μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902 - 1910 μ.Χ.), τον κατόπιν εθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης (1910 - 1922 μ.Χ.). Στις 12 Οκτωβρίου 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε μητροπολίτης στη σπουδαία από εθνικής απόψεως επαρχία Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης στην οποία αγωνίστηκε όχι μόνο κατά των τούρκων αλλά ιδιαίτερα εναντίον του βουλγαρικού κομιτάτου, μέλη του οποίου προσπάθησαν, πολλές φορές, να τον δολοφονήσουν (1905 μ.Χ.). Η τουρκική κυβέρνηση, όταν πληροφορήθηκε την εθνική δράση του Γρηγορίου, ανάγκασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να απομακρύνει τον Γρηγόριο, μεταθέτοντας τον στη νεοσύστατη μητρόπολη Κυδωνιών στις 22 Ιουνίου 1908 μ.Χ., όπου ο Γρηγόριος συνέχισε την εθνική του δράση. Το 1918 μ.Χ. κατηγορήθηκε από τους Τούρκους για εσχάτη προδοσία, δικάστηκε δύο φορές στο Στρατοδικείο της Σμύρνης, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκιση του (16 Οκτωβρίου 1918 μ.Χ.) και την κατάληψη των Κυδωνιών από τον ελληνικό στρατό (19 Μαΐου 1919 μ.Χ.), ο Γρηγόριος δεν απομακρύνθηκε από την επαρχία του, για υποθέσεις της οποίας πολλές φορές ήλθε σε αντίθεση με τον ύπατο αρμοστή στη Σμύρνη Αριστείδη Στεργιάδη. Μετά την αποχώρηση των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών από τις Κυδωνιές, ο Γρηγόριος, σε σύσκεψη με τη δημογεροντία, εισηγήθηκε την αναχώρηση των κατοίκων των Κυδωνιών και τη μεταφορά τους στη Μυτιλήνη, για να αποφύγουν τη σφαγή από τους Τούρκους, αλλά δυστυχώς οι υποδείξεις του δεν έγιναν αποδεκτές. Έτσι το δράμα των κατοίκων των Κυδωνιών άρχισε στις 22 Αυγούστου 1922 μ.Χ., όταν άτακτος τουρκικός στρατός κατέσφαξε κοντά στην κωμόπολη Φράνελι του Αδραμυττηνού Κόλπου 4.000 Έλληνες κατοίκους των Κυδωνιών. Ο μητροπολίτης Γρηγόριος, παρά τους εξευτελισμούς που υφίστατο από τις τουρκικές αρχές, τις επισκεπτόταν και αγωνιζόταν να σώσει και να θρέψει το ποίμνιο του. Όταν δε στις 15 Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε τη σφαγή του μητροπολίτη Μοσχονησίων Αμβροσίου και των 6.000 κατοίκων τους από τους Τούρκους, ο Γρηγόριος αγωνίστηκε υπεράνθρωπα και κατόρθωσε να συγκατατεθούν οι Τούρκοι να έλθουν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη με αμερικανική σημαία και με την εγγύηση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και να παραλάβουν 20.000 Έλληνες από τις 35.000 που κατοικούσαν τις Κυδωνιές. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε να αναχωρήσει και στις 30 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Στη φυλακή βασανίστηκε φρικτά και στις 3 Οκτωβρίου, μαζί με άλλους Ιερείς και προκρίτους των Κυδωνιών που είχαν επίσης συλληφθεί θανατώθηκε.
Άγιος Ευθύμιος Μητροπολίτης Ζήλων
Ο Ευθύμιος Αγριτέλης, υπήρξε επίσκοπος Ζήλων από το 1912 μ.Χ. έως το 1921 μ.Χ. Μοναχός της Ιεράς Μονής Λειμώνας, σπούδασε στη Θεολογική σχολή της Χάλκης και κατόπιν έκανε διδάσκαλος και Ιεροκήρυκας στη Λέσβο και πρωτοσύγκελος στη μητρόπολη Μηθύμνης. Στις 12 Ιουνίου 1912 μ.Χ. χειροτονήθηκε επίσκοπος Ζήλων. Ως επίσκοπος ανέπτυξε μεγάλη θρησκευτική και εθνική δράση. Όταν η δράση του έγινε γνωστή στους Κεμαλιστές Τούρκους, συνελήφθη και φυλακίστηκε μαζί με άλλους πρόκριτους της επαρχίας Αμασείας στις 21 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. Με αίτηση του, ζήτησε από την κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας να θεωρηθεί μόνο αυτός ένοχος και να απαλλαγούν οι υπόλοιποι συλληφθέντες. Μάλιστα δε μπροστά στο δικαστήριο απολογήθηκε με θαυμάσια αγόρευση. Στη φυλακή υπέστη πολλά βασανιστήρια, από τα όποια και πέθανε στις 29 Μαΐου 1921 μ.Χ. Μετά δε τον θάνατο του ήλθε και η καταδικαστική απόφαση του τούρκικου δικαστηρίου!
πηγή: https://ethnegersis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου