Ιερομόναχος Ζαχαρίας Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ
Ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι πνευματικὸ φαινόμενο, ἡ πεμπτουσία τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἡσυχίας, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου «παχύνεται» μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, λαμβάνει ὑπόσταση. Οἱ μάρτυρες προσφέρουν τὴν ζωή τους στὸν Θεὸ καὶ εἰσέρχονται στὸν Παράδεισο σὲ μιὰ στιγμή. Ἐνῶ στὸν ἡσυχασμό, ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε μέριμνα τοῦ κόσμου τούτου, γιὰ νὰ ζεῖ συνεχῶς στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, νὰ «παχαίνει» τὴν ψυχὴ του καθ’ ἑκάστην μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἄσκηση τῆς μονολόγιστης εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ σὲ ἡσυχία, βρισκόμαστε σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς.
Δὲν χρειάζεται νὰ γίνουμε ὅλοι ἐρημῖτες καὶ ἀναχωρητές, ἀλλὰ ὅλοι ὀφείλουμε νὰ χρησιμοποιήσουμε σωφρόνως τὸν χρόνο ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος πάντα μᾶς μιλοῦσε γιὰ αὐτὴ τὴν ἀρχὴ στὴν ἀσκητικὴ ζωή: ἂν ὁ ἄνθρωπος περιορίσει τὸν ἑαυτό του στὸ ἀπολύτως ἀπαραίτητο, τότε ὁ Θεός τοῦ δίνει τὴν θαυμάσια πολυτέλεια νὰ ἔχει ἄφθονο χρόνο γιὰ πνευματικὴ ἐργασία. Θὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ ἀφιερώσει σχεδὸν ὅλο τὸν χρόνο ἐργαζόμενος πάνω στὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό, ἐπιτελῶντας ἁγιωσύνη ἐν φόβῳ Του, ἕως ὅτου φθάσει στὸν δοξασμένο καὶ γαλήνιο λιμένα τῆς ἄμωμης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀφθαρτίζει τὸν ἄνθρωπο.
Ὅλοι ἔχουμε καθήκοντα στὶς μονές μας καὶ μπορεῖ κάποτε νὰ εἶναι πολὺ ἀπαιτητικά. Μπορεῖ νὰ ἐργαζόμαστε καὶ γιὰ δώδεκα ὧρες κάθε μέρα, ἀλλὰ ὅταν αὐτὸ γίνεται κατὰ τὴν ἀνάγκη τῆς ζωῆς, εἶναι εὐλογημένο. Ἂν χρησιμοποιοῦμε σωστὰ τὸν χρόνο μας γιὰ ὅ,τι χρειάζεται, ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δώσει ἀκόμη περισσότερο, καὶ θὰ ἔχουμε χρόνο γιὰ ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ τὴν σωτηρία μας. Στὸν ἡσυχασμό, ἀγωνιζόμαστε νὰ παρασταθοῦμε ἀδιαλείπτως στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἐπικαλούμενοι τὸ ἅγιο Ὄνομὰ Του μὲ τὸ νοῦ στὴν καρδιά καὶ, ἂν βάλουμε ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μᾶς δίνεται ἡ εὐλογία αὐτὴ νὰ παραμένουμε στὴν παρουσία Του, ὅπου καὶ νὰ εἴμαστε, ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε.
Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: «Μὴ νομίζετε ὅτι ἂν ἀποκτήσετε ἀδιάλειπτη προσευχή, ἔχετε γίνει τέλειοι καὶ ἅγιοι. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ εἶναι μόνο ἡ ἀρχή, ὄχι ἡ τελειότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς». Ἔπειτα, σκεφτόμενος τὰ λόγια του συνειδητοποίησα, ὅτι, πράγματι, ἡ ἀδειάλειπτη προσευχὴ εἶναι μόνο ἡ ἀρχή, ἀφοῦ μὲ τὸ νὰ ἐπικαλούμαστε συνεχῶς τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἁπλῶς ὁμολογοῦμε ὅτι χωρὶς Αὐτὸν δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε. Ἀποκτοῦμε δηλαδὴ τὸ βασικὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς πτωχείας, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο σκαλὶ στὴν κλίμακα τῆς θειας τελειότητας, ὅπως ἀπεικονίζεται στοὺς Μακαρισμούς: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»1.
Ἐρώτηση: Πῶς μποροῦμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε καθοριστικὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μᾶς δελεάσει ἀνὰ πᾶσα στιγμή;
Ἀπάντηση: Στὴν ἄσκηση τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, κλείνουμε τὴν εἴσοδο στοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐντυπώσεις τοῦ κόσμου, ποὺ βάλλουν τὸ πνεῦμα μας. Ὁ ἐχθρὸς μισεῖ τὴν πνευματικὴ ἐργασία τῆς ἡσυχίας καὶ γυρεύει, εἴτε νὰ τὴν ἀποτρέψει τελείως εἴτε νὰ τὴ θολώσει τουλάχιστον, ὥστε νὰ στερήσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πολύτιμη ὠφέλειά της. Γνωρίζει ὁ ἐχθρὸς, ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὸ ὄμορφη ὁδὸς πρὸς τὸν ἁγιασμὸ ἀπὸ τὴν ἐργασία τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Κόβουμε κάθε λογισμὸ καὶ κάθε ἐντύπωση ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἔξω, ὄχι μόνο ἐπικαλούμενοι τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο ἀντιστεκόμενοι μὲ προσευχή ἀλλὰ καὶ κτίζοντας μιὰ πνευματικὴ κατάσταση μέσα μας. Αὐτὸ φέρνει τέτοια δύναμη στὴν καρδιά μας, ποὺ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἐχθροῦ ἁπλῶς ἀπωθοῦνται μόνοι τους, κάποτε πρὶν κἂν δοῦμε, τί εἴδους λογισμοὶ εἶναι. Νιώθουμε νὰ πλησιάζουν οἱ λογισμοὶ τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἡ καρδιὰ εἶναι σὲ ἐγρήγορση, ἀμέσως ξυπνάει καὶ κλείνει τὶς θύρες τῶν αἰσθήσεων καὶ ὅλου τοῦ εἶναι μας καὶ ἔτσι μένουμε ἀβλαβεῖς. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται τότε σὰν ὑποβρύχιο, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ διαπεράσει οὔτε μιὰ σταγόνα νεροῦ. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ κατάσταση εἶναι ὁ καλύτερος θετικὸς τρόπος νὰ διατηρηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ κάθε ἀλλότρια ἐπίδραση, νὰ κρατήσει τὸ πνεῦμα του βυθισμένο στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἐρώτηση: Γιατί ἔχουμε τόση ἀστάθεια στὴν ζωή μας;
Ἀπάντηση: Δὲν εἶναι σταθερότητα ποὺ χρειαζόμαστε. Ἡ ἀστάθεια ποὺ βλέπουμε στὴ ζωή μας ὑπάρχει γιὰ ἕναν συγκεκριμμένο σκοπό, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ἕνα μεγάλο μυστήριο. Κάθε φορὰ ποὺ κατεβαίνουμε, ταπεινωνόμαστε γιατί νιώθουμε ἔρημοι, ἀλλὰ ἂν δεχθοῦμε τὴν ταπείνωση αὐτή, ὁ Κύριος μᾶς δίνει χάρη νὰ ἀνεβοῦμε. Δὲν παραμένουμε ἐκεῖ ψηλά, πάλι θὰ πέσουμε, καὶ ἔχουμε τόση ἀνάγκη νὰ μάθουμε τὴν πορεία αὐτή, ἀπὸ κάτω στὸ ὕψος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, στὴ χαρὰ νὰ εἴμαστε μαζί Του καὶ νὰ ἐντρυφήσουμε στὴ χάρη Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή, ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση στὴ μακαριότητα τῆς ἐν Πνεύματι ἑνώσεως μὲ τὸν Κύριο. Εἶναι ἡ ὁδὸς τοῦ προσωπικοῦ μας Πάσχα, τὸ ὁποῖο ζοῦμε κάθε φορὰ ποὺ πλησιάζουμε τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μάθουμε νὰ διανύουμε αὐτὴ τὴν ὁδό, ἀπὸ τὸν βυθὸ πρὸς τὸν τόπο τῆς ἐγγύτητας μὲ τὸν Χριστό, μυούμαστε στὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα τοῦ Χριστοῦ.
Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ ἀπελπιζόμαστε ἢ νὰ ἀποκάμνουμε, ὅταν εἴμαστε κάτω. Δὲν μένουμε κάτω ἀλλὰ ἐκμεταλλευόμαστε τὸ μεγάλο προνόμιο, νὰ κάνουμε καινούρια ἀρχή. Δὲν πρέπει νὰ μειώσουμε τὴν ἔμπνευσή μας, οὔτε νὰ χάσουμε τὴν συνεχῆ αὐτὴ αὔξηση, τὴν συνεχῆ αὐτὴ ἔφεση πρὸς τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ψάλλουμε στὸν Κύριο «ἆσμα καινό», ἆσμα εὐγνωμοσύνης καὶ ἀγάπης. Νομίζουμε, ὅτι εἶναι μεγάλη συμφορὰ νὰ εἴμαστε ἀσταθεῖς καὶ, μερικὲς φορὲς, πέφτουμε σὲ ἀπόγνωση καὶ ἡ καρδιά μας γίνεται κομμάτια. Ὡστόσο, τότε εἶναι ἡ στιγμὴ νὰ κράξουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ νὰ ὁμολογήσουμε στὸν Θεὸ τὴν φτώχεια καὶ τὴν ἐρήμωσή μας. Τότε ὁ Κύριος σίγουρα θὰ ἁπλώσει τὸ χέρι Του καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ὁδό. Τότε θὰ κάνουμε καινούρια ἀρχή, θὰ λάβουμε καινούρια χάρη καὶ θὰ ψάλλουμε καινούριο ὕμνο.
Βεβαίως, δὲν μποροῦμε νὰ ἀποφύγουμε τὰ ἀνεβοκατεβάσματα, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ προσπαθήσουμε νὰ μείνουμε κάτω, ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερο. Ὅταν εἴμαστε κάτω, προσπαθοῦμε εὐθέως νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ χρησιμοποιήσουμε κάθε μέσο γιὰ νὰ προσελκύσουμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀνυψωθοῦμε καὶ πάλι. Εἴτε εἴμαστε κάτω εἴτε πάνω, ὑπάρχει ἕνα μεγάλο προνόμιο γιὰ ἐμᾶς ποὺ παραμένει σταθερό: ὁ Κύριος ἐργάζεται πάνω μας. Εἴμαστε ὕλη στὰ χέρια Του καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς διαπλάσει σὲ τέλεια εἰκόνα τῆς ἀγαθωσύνης καὶ τῆς δόξης Αὐτοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία δὲν εἶναι ἂν εἴμαστε κάτω ἤ πάνω ἀλλά, εἴτε ζοῦμε εἴτε πεθαίνουμε, νὰ εἴμαστε εὐάρεστοι στὸν Κύριο2.
Ἐρώτηση: Εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐπιστήμη, τὴν τέχνη ἢ τὴν φιλοσοφία σημάδι ἑνὸς πνευματικοῦ κενοῦ;
Ἀπάντηση: Ἐξαρτᾶται. Στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς μας, μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ θεμιτὴ ἀναζήτηση. Σὲ ὅ,τι κάνουμε, προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε τὸ τέλειο, τὸ θεῖο. Γιὰ παράδειγμα, ἂν εἴμαστε καλλιτέχνες, προσπαθοῦμε νὰ συλλάβουμε τὸ αἰώνιο μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη μας. Ἂν εἴμαστε φιλόσοφοι, προσπαθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὸν μεταφυσικὸ νοῦ γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀλήθεια. Εἴτε μέσῳ τῆς τέχνης εἴτε τῆς ἐπιστήμης εἴτε τῆς φιλοσοφίας, αὐτὸ ποὺ γυρεύουμε νὰ συλλάβουμε εἶναι τὸ αἰώνιο. Ὡστόσο, τὸ Αἰώνιο εἶναι Πρόσωπο καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ πιάσουμε. Μποροῦμε μόνο νὰ Τὸν δεχθοῦμε, ἂν ὁ Αἰώνιος εὐδοκεῖ νὰ μᾶς δοθεῖ. Τὸ ἴδιο κάνουμε στὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ μας. Ὁ Αἰώνιος ἦλθε σὲ ἐμᾶς, ἡ τελειότητα τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε ἐνώπιόν μας. Ὡστόσο, ἂν γίνουμε μοναχοὶ καὶ προσπαθήσουμε νὰ ἐμπλουτίσουμε τὴ ζωή μας, καταφεύγοντας στὶς ἐπιστῆμες καὶ τὶς φιλοσοφίες, αὐτὸ θὰ ἐρημώσει τὴν ζωή μας, γιατί δὲν θὰ βροῦμε ζωὴ σὲ αὐτές. Γιὰ μᾶς ἡ ζωὴ εἶναι μόνο ὁ Χριστός. Ἡ τέλεια δωρεὰ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔχει ἤδη δοθεῖ.
Ἐρώτηση: Ὅταν ὁ Ἰακὼβ προσευχόταν ὅλη τὴ νύχτα, εἶπε στὸν Θεό: «οὐ μὴ σὲ ἀποστείλω ἐὰν μὴ μὲ εὐλογήσης»3 καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται»4. Ὡς μοναχοί, ὅμως, ἀπαρνούμαστε τὸ θέλημά μας καὶ παραδιδόμαστε χωρὶς νὰ ἐπιμένουμε. Δὲν εἶναι αὐτὰ τὰ δυὸ ἀντιφατικά;
Ἀπάντηση: Εἶναι τὸ ἴδιο. Ἡ ἐπιμονὴ στὴν προσευχή, στὸ νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ σκύψει πάνω μας εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν παράδοση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὴν νομίζετε, ὅτι ἡ παράδοση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι παθητική. Ὅταν παραδιδόμαστε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, φροντίζουμε ὥστε κάθε λογισμὸς μέσα μας καὶ κάθε ἐνέργεια, ὅλος ὁ νοῦς μας καὶ ὅλη ἡ καρδιά μας νὰ μὴν κλονισθοῦν στὴν κραταιά μας πεποίθηση καὶ πίστη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Συγκεντρώνουμε ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας σὲ αὐτὸν τὸν καθορισμό καὶ προσευχόμαστε μὲ τὴν ἔνταση αὐτὴ σὲ μιὰ πανίσχυρη ἔφεση πρὸς τὸν Θεό. Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ παθητικὴ παράδοση, χωρὶς καμία δραστηριότητα στὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ μας. Συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τῆς προσευχῆς. Ὅταν ἐπιμένουμε στὰ αἰτήματά μας πρὸς τὸν Κύριο, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὴ μᾶς χαρίσει αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ἀλλὰ, ἂν τὸ δεχθοῦμε, θὰ νοιώσουμε μεγάλη παρηγοριὰ καὶ θὰ ἔχουμε ἀκόμη καὶ χαρὰ ποὺ ἡττηθήκαμε. Παρ’ ὅλο ποὺ μᾶς ἔχει ἀρνηθεῖ τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς μας, ἐπειδὴ δὲν ἦταν τὸ πρωτεῦον θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐν τούτοις, δεχόμενοι λόγο ἀπὸ Ἐκεῖνον, νοιώθουμε παρακεκλημένοι.
Ὁ Κύριος εὐλόγησε τὴν ἐπίμονη προσευχὴ τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ εἶπε ἕναν σπουδαῖο λόγο ποὺ ἔμεινε ὡς κανόνας ζωῆς γιὰ ὅλους µας: «Ἰακώβ, ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ καὶ μετὰ ἀνθρώπων δυνατός»5. Μὲ ἄλλα λόγια, «ἀφοῦ φανέρωσες ἀκλόνητη πίστη στὸ ἔλεος καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶσαι πάντοτε εὐλογημένος». Ἡ πραγματικὴ νίκη τοῦ Ἰακὼβ ἦταν ἡ εὐλογία νὰ ἀκούσει τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη τὴν στιγμή, μαζὶ μὲ τὴν φωνή Του, δέχθηκε καὶ κατάσταση μὲ δύναμη. Δὲν φοβόταν τὸν Ἠσαῦ, ποὺ ἔρχονταν μὲ στρατὸ νὰ τὸν σκοτώσει, ἀλλὰ, ἐνῶ τὸν πλησίαζε, ἔκανε ἑπτὰ ἐδαφιαῖες μετάνοιες. Τότε, ἡ καρδιὰ τοῦ κτηνώδους Ἠσαῦ μαλάκωσε καὶ, ἀντὶ νὰ τὸν σκοτώσει, ἔπεσε στὸν τράχηλό του καὶ ἔκλαψε.
Βλέπουμε, λοιπὸν, ὅτι, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰακὼβ ἐπέμενε στό αἴτημά του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποὺ εἶχε σημασία ἦταν, ὅτι ἐπεδίωκε ἀληθινὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν βρῆκε μέ τὴν ταπείνωση. Τὴν ἑπόμενη μέρα, ταπεινώθηκε καὶ μπροστὰ στὸν Ἠσαῦ καὶ, χάρη σὲ αὐτὴ τὴν ταπείνωση, τὰ πάντα ἄλλαξαν. Συνεπῶς, ἀκόμη καὶ ὅταν ὑπομένουμε καὶ ἐπιμένουμε σὲ ἕνα συγκεκριμένο αἴτημα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀκούσουμε τὴν φωνή Του, εἴτε ἐκπληρώσει τὸ αἴτημά μας εἴτε ὄχι. Ἐνίοτε μπορεῖ νὰ μᾶς φανεῖ, ὅτι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι παράξενη, ὅτι δὲν βγάζει νόημα, ὡστόσο φέρνει τὴν λύτρωση.
Συχνὰ περιγράφουμε τὴν μοναχικὴ βιοτὴ ὡς μίμηση τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὸ, κυρίως, γιατί ἡ ταπείνωση τῆς ζωῆς αὐτῆς ὁμοιάζει μὲ τὴν ταπείνωση τῶν ἀγγέλων. Ὄντως, χρειάζεται ἀγγελικὴ ταπείνωση γιὰ τέτοιο χάρισμα. Ὁ μοναχὸς δίνει ὅλα ὅσα ἔχει, καὶ ὅμως, ἕνα ἀκόμη πρέπει νὰ κάνει: νὰ ἀφομοιωθεῖ στὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ Τὸν ἔχει σύντροφο καὶ συνοδοιπόρο. Ὅταν ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν μεγαλύτερη ἐντολὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη6, εἶχε κατὰ νοῦ τὴν τελειότητα τῆς ὁδοῦ ποὺ χαρίζεται στοὺς μοναχούς. Ἐκεῖνοι θυσιάζουν τὰ πάντα ἀλλὰ τοὺς λείπει ἕνα ἀκόμη πρὶν τὴν τελειότητα: τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀχρειωσύνης τους. Μόνο τότε θὰ εἶναι ἡ ζωή τους ἀληθινὴ μίμηση τῆς ἀγγελικῆς τάξεως. Οἱ ἄγγελοι εἶναι ἀφιερωμένοι στὴν αἰώνια δοξολογία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅμως, δὲν χάνουν ποτὲ τὴν ἄκρα ταπείνωσή τους, καλύπτοντας τὴν κτιστὴ φύση τους μὲ τὶς πτέρυγές τους. Ὑπάρχει μιὰ ὁμοιότητα μεταξὺ τῆς ἀγγελικῆς καὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς: ὅπως οἱ ἄγγελοι φυλάττουν διαρκῶς τὴν ἐπίγνωση τῆς κτιστότητάς τους, μὲ σκοπὸ νὰ ὑμνοῦν τὸν Θεὸ μὲ ἀκατάπαυστη δοξολογία καὶ ψαλμωδίες, ἔτσι καὶ οἱ μοναχοὶ ἀγωνίζονται νὰ κρατοῦν πάντα τὴν συνείδηση τῆς ἀχρειωσύνης τους.
Δὲν πηγαίνουμε στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ κάνουμε καριέρα ἢ νὰ πετύχουμε κάτι τοῦ κόσμου τούτου. Πηγαίνουμε ἐκεῖ γιὰ νὰ μαθητεύουμε: νὰ μάθουμε τὴν ταπείνωση τῆς ὁδοῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ταπείνωση τῆς ἀγγελικῆς τάξεως.
Ἐρώτηση: Μὲ τὸ νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ φιλοξενοῦμε στοὺς ἐπισκέπτες, μιμούμαστε τὴν ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ;
Ἀπάντηση: Εἰδικὰ γιὰ μᾶς τοὺς μοναχούς, ἡ ὁδὸς τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ εἶναι ὁ κύριος σκοπός μας σὲ ὅλα. Ὀφείλουμε νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας κατώτερο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονται σὲ μᾶς. Πρέπει νὰ τοὺς βάζουμε πιὸ ψηλὰ ἀπὸ μᾶς καὶ νὰ τοὺς τιμοῦμε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται σὲ μᾶς στὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ, ὅταν τοὺς ἀναπαύουμε πνευματικά, ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται καὶ εὐλογεῖ τὴν ζωὴ σὲ αὐτὸ τὸ μέρος. Ὅ,τι κάνουμε στὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἔχει αἰώνιες διαστάσεις καὶ αἰώνια ἀξία. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ εἶπε, ὅτι, ἔστω καὶ μιὰ φορὰ νὰ σκουπίσουμε τὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, ἔχει αἰώνια ἀμοιβή. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ ἂν συμβάλλουμε, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, στὴν σωτηρία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς φθάνουν νὰ βιώσουν καὶ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πλατυσμὸ τῆς καρδιᾶς σὲ μεγάλο βαθμὸ, ἀκομη καὶ νὰ ἀποκτήσουν ἀπερίγραπτη ταπείνωση ποὺ μᾶς καταισχύνει. Ἂν γνωρίζαμε, πῶς ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς στὴν ζωή τους, θὰ ἤμασταν γεμᾶτοι σεβασμὸ καὶ δέος ἀπέναντί τους.
Ἐρώτηση: Τί μποροῦμε νὰ κάνουμε, ὅταν πληγώνουμε ἀνθρώπους ἀκουσίως;
Ἀπάντηση: Προσπαθοῦμε νὰ ταπεινώσουμε τὸν ἑαυτό μας μπροστά τους. Δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε πρόθυμοι νὰ τοὺς διδάξουμε, διότι μπορεῖ νὰ μὴν τὸ ἀντέξουν στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκονται. Ἂν τοὺς δεχόμαστε καὶ τοὺς ὑποστηρίζουμε μὲ ταπείνωση, ὁ Θεὸς θὰ τοὺς ὁδηγήσει τελικὰ σὲ κάποιον ἢ κατ’ εὐθεῖαν στὸν Ἰδιο, καὶ θὰ τοὺς βοηθήσει. Ὅπως ἔχουμε πεῖ καὶ ἄλλες φορές, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι στὴν Ἐκκλησία εἶναι πολῖτες δευτέρας κατηγορίας καὶ πρώτης κατηγορίας εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται πρὸς αὐτοὺς στὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νὰ λάβουν τὴν διακονία τους πρὸς σωτηρία. Ὄντως, «μείζων ὁ διακονῶν τοῦ ἀνακειμένου»7. Ἐνῶ ἂν εἴμαστε φιλόδοξοι καὶ γυρεύουμε ἐξουσία καὶ ὑψηλὲς θέσεις, δὲν εἴμαστε κάν Χριστιανοί, εἴμαστε σὰν τὰ ἔθνη τὰ εἰδωλολατρικά. Πρέπει νὰ προσέχουμε πολὺ, ὅταν δεχόμαστε ἀνθρώπους νὰ μὴν τοὺς πληγώσουμε, νὰ μὴν τοὺς προσβάλουμε. Δὲν ἀπαιτοῦν τίποτε. Ἕνα χαμόγελο καὶ καλὴ καρδιὰ ἀρκοῦν γιὰ νὰ νιώσουν εὐπρόσδεκτοι. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔλεγε: «Τὸ μυστικὸ εἶναι νὰ τοὺς καλωσορίσουμε καὶ νὰ τοὺς ἀποχαιρετήσουμε θερμά. Κατὰ τὴν διαμονή τους, ἀφῆστε τους νὰ ζήσουν, ὅπως μποροῦν καὶ ὅπως θέλουν. Μὴν προσπαθήσετε νὰ τοὺς διορθώσετε. Βλέπουν, πώς ζοῦμε, καὶ θὰ κάνουν ὅ,τι μποροῦν, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν». Ἂν κηρύττουμε, σημαίνει, ὅτι δὲν ἔχουμε ταπείνωση, ἐκτὸς καὶ ἂν μᾶς ἔχει ἀνατεθεῖ αὐτὴ ἡ διακονία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἐνῶ ἂν δεχθοῦμε τοὺς ἀνθρώπους ὅπως εἶναι, εἴμαστε ταπεινοί. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔλεγε ἐπίσης: «Ὅταν ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς ἦρθε σὲ μένα, περπατούσατε μὲ τὰ πόδια στὸν ἀέρα καὶ τὸ κεφάλι κάτω ἀλλὰ, μὲ τὸν καιρὸ, μάθατε νὰ περπατεῖτε ὄρθιοι καὶ τώρα μπορεῖτε νὰ διδάξετε καὶ ἄλλους κιόλας. Ἀφῆστε τοὺς ἀνθρώπους ἐλεύθερους, θὰ βροῦν μόνοι τους τὸν δρόμο».
Ἂν τοὺς κάνουμε κηρύγματα, μπορεῖ νὰ σφετερισθοῦμε τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ. Βεβαίως, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπόλυτο. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ἕναν ταπεινὸ λόγο ἀγάπης καὶ παρηγοριᾶς, ὅταν οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται σὲ βαθιὰ ταπείνωση, μέχρι νὰ ἑνωθοῦν μὲ ἕναν πνευματικὸ πατέρα, μέχρι νὰ βροῦν τὴν σχέση αὐτὴ στὴν Ἐκκλησία. Ὅμως, χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ, διότι ὑπάρχει κίνδυνος. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος μιὰ μέρα μου εἶπε: «Ἐδῶ εἶναι τὸ πρόβλημα: Πῶς μπορεῖς νὰ διδάσκεις ἄλλους καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ κρατᾶς τὴν συνείδηση, ὅτι εἶσαι ὁ χειρότερος ἀπὸ ὅλους;» Ἡ ποθούμενη συνείδηση γιὰ τὸν μοναχὸ εἶναι νὰ βάλει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ ὅλους κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔθεσε τὸν Ἑαυτό Του στὸν πυθμένα τῆς ἀνεστραμμένης πυραμίδας. Μόνο τότε θὰ ἔχει ἀληθινὸ λόγο παρηγοριᾶς, ἀφοῦ ἔχει ὁ ἴδιος γνωρίσει τὸν πόνο τῆς ὁδοῦ αὐτῆς πρὸς τὰ κάτω. Ἂν εὔκολα κάνουμε παρατηρήσεις, ἂν εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι νὰ διδάξουμε, χάσαμε τὴν ταπείνωση. Τὸ μυστικὸ εἶναι νὰ τοὺς καλωσορίσουμε καὶ νὰ τοὺς ἀποχαιρετήσουμε θερμά καὶ ὁ Θεὸς θὰ κάνει τὰ ὑπόλοιπα. Νά φροντίσετε νὰ μὴν προκαλέσετε τίποτε ἀρνητικὸ μέσα τους καὶ αὐτοί θὰ βροῦν μόνοι τους τὸν δρόμο. Δὲν εἴμαστε οἱ σωτῆρες τοῦ κόσμου. «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν», ψάλλουμε τὰ Χριστούγεννα.
Παραπομπές
1 Μάτθ. 5,3.
2 Βλ. Β’ Κόρ. 5,9.
3 Γεν. 32,26.
4 Μάτθ. 11,12.
5 Βλ. Γέν. 32:28.
6 Λούκ. 17,10.
7 Λούκ. 22,27.
πηγή: https://koukfamily.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου