Η συγκλονιστική αφήγηση του γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη, του Πνευματικού, που κοινωνούσε και βάπτιζε τους Ποντίους, οι οποίοι εξ ανάγκης γιόρταζαν μυστικά, σε υπόγειες εκκλησίες, όλες τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης.
«Πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, ερχόταν από κανένα γειτονικό χωριό κάποιος ιερέας που τελούσε γάμους και βαπτίσεις και λειτουργούσε στις μεγάλες γιορτές. Μετά την ανταλλαγή όμως, στερήθηκαν κι αυτή τη μικρή πνευματική αναψυχή. Παπάς δεν υπήρχε πια πουθενά!»
«Σε μια Εκκλησία του Γαλατά στην Πόλη, όπου συχνάζουν οι ναυτικοὶ και ταξιδιώται ν’ ανάψουν το κεράκι τους για τους δικούς τους και το καλὸ ταξείδι πρὸς τις φουρτουνιασμένες θάλασσες του Πόντου. Εκεί τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ του 1954 πήγε να λειτουργήσει και να ξομολογήσει τους Χριστιανοὺς κάποιος Γέρων Πνευματικός*, για πρώτη φορὰ επισκεπτόμενος την Πόλη». Έτσι αρχίζει την αφήγησή του ο όσιος Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης στο βιβλίο «Από τον κήπο του Παππού- Αγιορειτικές Διηγήσεις στο κεφάλαιο «Σύγχρονα Μαρτυρολόγια».
Ο Γέρων Πνευματικός ήταν ο ίδιος ο Γέροντας Γαβριήλ, εξέχουσα μορφή του Αγιορείτικου Μοναχισμού των τελευταίων χρόνων. Για πρώτη φορά επισκεπτόταν την Πόλη. Πλησίαζε η Μ. Εβδομάδα και ο εφημέριος του ναού έπρεπε να εξυπηρετήσει και άλλη ενορία στην περιοχή του Γαλατά, όταν ακόμα ήκμαζε η ελληνική κοινότητα, πριν το πογκρόμ του 1955.
Ο εφημέριος κατατόπισε τον Γέροντα σχετικά με τους βοηθητικούς χώρους του Ιερού βήματος, του έδωσε ονόματα ζώντων και τεθνεώτων για μνημόνευση και κατόπιν τον οδήγησε σ’ ένα σκοτεινό παρεκκλήσι που αποτελούσε συνέχεια του κυρίως ναού.
Εκεί έδειξε στον Ηγούμενο μια μικρή ελικοειδή σκάλα που οδηγούσε στα κατηχούμενα και του είπε σχεδόν ψιθυριστά ότι επάνω τον περίμεναν καμιά δεκαριά άνθρωποι που έπρεπε να εξομολογηθούν, να λειτουργηθούν και να κοινωνήσουν γιατί ήταν ξένοι, έρχονταν από μακρυά και το βράδυ θα έφευγαν με το πλοίο της γραμμής.
Ο Γέροντας υπάκουσε, αλλά καθώς ανέβαινε τη σκάλα σκεπτόταν ότι δεν ήξερε άλλη γλώσσα εκτός από τα ελληνικά και προβληματιζόταν πώς θα συνεννοηθεί μαζί τους. Ανέβηκε τη σκάλα και είδε στο ημίφως του υπερώου καμιά δεκαριά άνδρες, σχετικά προχωρημένης ηλικίας.
Φαίνονταν χωρικοί. Μόλις αντίκρυσαν τον Γέροντα, του έβαλαν μετάνοια και ο γεροντότερος του μίλησε στην ποντιακή διάλεκτο: «Ἠμεῖς Χριστιανοί, πάτερ, ἀ σὸν Πόντον, καὶ λαλεύομεν (φιλοῦμεν) τὰ πόδα σου, νὰ ξαγουρεύουμεν καὶ μεταλάβομεν σήμερον καὶ ἀπὲς νὰ λέομεν στὴν ἁγιωσύνην σου ντὸ θέλομεν ἕνα κι ἄλλον».
Ο Γέροντας Γαβριήλ, είχε συναναστραφεί με Πόντιους στο παρελθόν και θυμόταν την ποντιακή διάλεκτο αρκετά καλά. Έτσι, έμαθε την συγκλονιστική ιστορία τους. Ολόκληρο το χωριό τους ήταν κρυπτοχριστιανοί από πολλά χρόνια. Όμως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, δεν μπόρεσαν να φύγουν για την Ελλάδα: Στις ταυτότητες τα ονόματά τους ήταν τουρκικά, αφού επισήμως παρουσιάζονταν ως Τούρκοι. Όμως, του είπαν, είμαστε Χριστιανοί, Ρωμηοί, και περιμένουμε να μας γλυτώσει ο Θεός από τη σκλαβιά. Επισήμως εμφανίζονται με τα ονόματα Χασάν, Μεχμέτ και τα παρόμοια, αλλά τα πραγματικά τους ονόματα ήταν Γεώργιος, Παναγιώτης κ.λπ.
Υπήρχε κάποιος υποτιθέμενος Χότζας στο χωριό, όμως κι εκείνος ήταν κρυπτοχριστιανός. Έτσι, ούτε περιτομή έκαναν, ούτε τις μουσουλμανικές γιορτές γιόρταζαν. Στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης γιόρταζαν μυστικά, σε υπόγειες εκκλησίες τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, την Κοίμηση της Θεοτόκου. Πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, ερχόταν από κανένα γειτονικό χωριό κάποιος ιερέας που τελούσε γάμους και βαπτίσεις και λειτουργούσε στις μεγάλες γιορτές. Μετά την ανταλλαγή όμως, στερήθηκαν κι αυτή τη μικρή πνευματική αναψυχή. Παπάς δεν υπήρχε πια πουθενά και οι κρυφοί Χριστιανοί έρχονταν στην Πόλη εκ περιτροπής, δήθεν για δουλειές, κι εκεί βαπτίζονταν και μεταλάμβαναν.
ΔΑΚΡΥΣΕ
Ο Γέροντας, άκουγε συγκλονισμένος τη διήγηση αδυνατώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του, αφού, όπως γράφει: «τοῦ ἐφαίνετο ὅτι διάβαζε συναξάρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Διοκλητιανοῦ».
Εξομολογήθηκαν και κατέβηκαν στο παρεκκλήσι. Ακουσαν τη Λειτουργία των Προηγιασμένων μέσα στο μισοσκόταδο, μακρυά από τα αδιάκριτα μάτια. Οταν η εκκλησία άδειασε και έφυγε και ο καντηλανάφτης, ο Γέροντας Γαβριήλ απέμεινε εκεί, υποτίθεται για να συνεχίσει την Εξομολόγηση.
Και τότε, έκλεισε τις πόρτες, μπήκε στο Ιερό Βήμα του παρεκκλησίου με τα Άχραντα Μυστήρια, «καὶ ἐκάλεσε τοὺς μαρτυρικοὺς Κρυπτοχριστιανούς, ἵνα «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθωσι: Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ; Γιορίκας-Γεώργιος, τὸ τίμιον καὶ πανάσπιλον καὶ ζωοποιὸν Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν». «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ; Ἀνάστας- Ἀναστάσιος ….»
«Ο ΘΕΟΝ ΝΑ ΛΥΠΑΤΑΙ ΤΑ ΜΕΤΕΡΑΝ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ»
Μετά την Ευχαριστία και την απόλυση, οι κρυπτοχριστιανοί εκμυστηρεύθηκαν στον Γέροντα ότι είχαν φέρει τις γυναίκες τους και τέσσερα παιδιά και ήθελαν να τα βαπτίσει και να τα μυρώσει την επομένη το πρωί, γιατί ο ιερέας της ενορίας δίσταζε να το κάνει, φοβούμενος μη γίνει αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές: «Πάτερ, κουρπὰν (άγιε) Πάτερ, ποῖσον τα Χριστιανούς. Στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Παναγίαν τὴν Σουμελὰν ὁρκίζομέν σε, Πάτερ, ποῖσον τὸ καλὸν ἀ σὲ μᾶς τὰ παιδὶα σου». Ο Γέροντας τους θύμισε ότι το βράδυ θα έφευγαν με το πλοίο, όμως εκείνοι του αποκάλυψαν ότι αναγκάστηκαν να πουν ψέματα, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. «Ντὸ νὰ κάνουμεν, Πάτερ; Ὁ Θεὸν νὰ λυπᾶται τὰ μέτεραν τὰ βάσαναν».
Την ώρα που με τρεμάμενη φωνή έψαλλε το «Δεύτε λάβετε φως» και το «Χριστός Ανέστη», τους είδε αγκαλιασμένους να ασπάζονται ο ένας τον άλλον κλαίγοντας
«Του έδειξαν επίσης ένα σακί χώμα που είχαν φέρει, για να το διαβάσει και να το ρίξουν στους τάφους των κεκοιμημένων τους. Από την ανταλλαγή και μετά, δεν υπήρχε ιερέας για να τελέσει τις Ακολουθίες. Οι νεκροί τους θάβονταν ‘αδιάβαστοι’»
Το βράδυ ήρθαν οι γυναίκες και τα παιδιά και έμειναν στο δωμάτιό του. Ο ίδιος, με κάποια πρόφαση θα έλειπε. Ετσι, λίγοι-λίγοι, με κάθε προφύλαξη, από το σούρουπο και μετά, άρχισαν να έρχονται. Εξομολογήθηκαν οι γυναίκες και λίγο πριν τα μεσάνυχτα βάπτισαν και τα παιδιά, τα μύρωσαν και εκκλησιάστηκαν στο παρεκκλήσι. Οι γυναίκες και τα παιδιά κοιμήθηκαν στο δωμάτιο, ενώ οι άντρες με τον Γέροντα ξημερώθηκαν μέσα στον ναό. Ο Γέροντας τους έκανε Ευχέλαιο και την Παράκληση της Παναγίας και όσο εκείνος διάβαζε, έβλεπε τους μαρτυρικούς κρυπτοχριστιανούς, άντρες και γυναίκες, να ψιθυρίζουν γονατιστοί το Κύριε ελέησον…
Ξημέρωσε… Οι γεροντότεροι πλησίασαν τον π. Γαβριήλ και του ζήτησαν άλλη μια χάρη: Να τους κάνει Ανάσταση. Είχαν πολλά χρόνια ν’ ακούσουν την αναστάσιμη Λειτουργία: «Νὰ διῆς μας, Πάτερ, λειτουργίαν, νὰ δίομεν σαμέτερα τὰ παιδία, Πάσχα ἔρχετεν, Πάτερ, καὶ νὰ κάνῃς μας καὶ ἵναν ἀνάστασιν, ν’ ἀκούσουμε «Χριστὸς ἀνέστη», Πάτερ, κι’ ἀπὲς ἂς πεθάσκομεν».
Του έδειξαν επίσης ένα σακί χώμα που είχαν φέρει, για να το διαβάσει και να το ρίξουν στους τάφους των κεκοιμημένων τους: Από την ανταλλαγή και μετά, δεν υπήρχε πλέον ιερέας για να τελέσει τις Ακολουθίες. Οι νεκροί τους θάβονταν «αδιάβαστοι».
Ο Γέροντας τους είπε να έλθουν πάλι το βράδυ. Πράγματι, ήλθαν, έβαλαν τα παιδιά λίγο να κοιμηθούν και ο Γέροντας τους μίλησε για την Πίστη μας, συμβουλεύοντάς τους να είναι σταθεροί σ’ αυτήν και να έχουν ελπίδα τους στον Χριστό, πως μια μέρα τα βάσανά τους θα τελειώσουν. Εκείνοι τον διέκοπταν κάθε τόσο με σπαρακτικές ερωτήσεις. Ρώτησαν για την κατάσταση στην Ελλάδα και για τον βασιλιά Κωνσταντίνο (τον Α΄).
Όταν ο Πνευματικός τους είπε ότι πέθανε, άρχισαν να κλαίνε, αλλά εκείνος τους παρηγόρησε λέγοντάς τους ότι ο Θεός θα στείλει άλλον ηγέτη να τους ελευθερώσει, αρκεί να έχουν υπομονή και αγάπη μεταξύ τους.
Τέλος, κατέβηκαν στην εκκλησία. Διάβασε την νεκρώσιμη ακολουθία με τα ονόματα των τεθνεώτων «επί του χώματος», τους έστειλε να ξεκουραστούν λίγο και «όρθρου βαθέως» τους ξύπνησε για την Ανάσταση. Κάλεσε τον μεγαλύτερο και του είπε να πάρει από το παγκάρι κεριά όσα και οι κάτοικοι του χωριού τους και να μοιράσει από δέκα στους εκκλησιαζόμενους. Την καθορισμένη ώρα βγήκε από την Ωραία Πύλη με αναμμένη τη λαμπάδα και με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση έψαλλε το «Δεῦτε λάβετε φῶς».
Άναψαν τα κεριά, διάβασε το εωθινό Ευαγγέλιο της Αναστάσεως, έψαλλε το «Δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ζωοποιῷ καὶ ἀδιαιρέτῳ Τριάδι….» και μετά το «Χριστὸς ἀνέστη». Όταν στράφηκε προς τους κρυφούς εκείνους χριστιανούς, τους είδε όλους αγκαλιασμένους να ασπάζονται ο ένας τον άλλον κλαίγοντας.
ΤΑ ΝΕΟΦΩΤΙΣΤΑ
Ο Γέροντας, με βαθιά συγκίνηση πήρε τα νεοφώτιστα παιδιά στην αγκαλιά του, τα φίλησε και τους είπε λόγους παρηγορητικούς: «καὶ τὸ Γένος θ’ ἀναστηθῇ μίαν ἡμέραν ὁλόκληρον, καὶ ἡνωμένον θὰ ἑορτάζῃ πλέον τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ὡς μία οἰκογένεια». Τους είπε μόλις πάνε στο χωριό τους να μοιράσουν τα κεριά σε όλους τους χωριανούς, βαπτισμένους και μη, να ψάλλουν όλοι το Χριστός Ανέστη, και θα τους έδινε Θεία Κοινωνία για να μεταλάβουν οι Βαπτισμένοι και οι στεφανωμένοι.
Τους διάβασε την Ακολουθία της Θ. Μεταλήψεως και τους κάλεσε πάλι να μεταλάβουν, αρχίζοντας από τα νεοφώτιστα παιδιά. Οι μεγαλύτεροι τον ρώτησαν με συστολή αν επιτρέπεται να μεταλάβουν ξανά, αλλά ο διακριτικός Πνευματικός τους ενθάρρυνε, βλέποντας την δυσκολία. Γίνεται, τους είπε. «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε».
Έφτασε η στιγμή του αποχαιρετισμού… Ένας βουβός θρήνος κατέκλυσε την αίθουσα που συγκεντρώθηκαν. Εκείνοι δεν ήθελαν να τον αφήσουν, αυτός δεν μπορούσε να τους ξεπροβοδίσει έξω από την εκκλησία.
«ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ»
Ο καλύτερος επίλογος είναι τα λόγια του ίδιου του Γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη, με τα οποία κλείνει τη διήγησή του, το συναξάρι αυτό του καιρού μας: «Νὰ λαλεύομέν σε, Πάτερ…. Νὰ μνημονεύῃς, Πάτερ, ντὸ νὰ λέομέν σε, Πάτερ;». «Νὰ εἰπῆτε τὰς εὐχάς μου στοὺς Χριστιανούς μας, νὰ εἶναι καλοὶ Χριστιανοί, νὰ πιστεύουν στὸν Χριστόν μας καὶ στὴν Ἑλλάδα μας καὶ ὁ Θεὸς θὰ τοὺς εὐλογῇ, ἡ Πατρίδα μας θὰ τοὺς σκέφτεται πάντοτε καὶ ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς λησμονήσω ποτέ». Καὶ πῶς νὰ τοὺς λησμονήσῃ, ὅπου τὰ δάκρυά των κατέβρεξαν τὰς χεῖρας του, πῶς νὰ μὴν ἐνθυμῆται τὴν ἄκραν εὐλάβειάν των καὶ τὰ περιστατικά των, ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων, πῶς νὰ ξεχάσῃ τὴν κατακόμβην τοῦ Παρεκκλησίου τῆς Γοργοεπηκόου; Πάντοτε τοὺς ἐνθυμεῖται καὶ ἀρκεῖται ἤδη ἐν γήρει εἰς τὸ ψαλμικόν: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ σπαραγμοῦ τῶν πενήτων·Κύριε, ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου καὶ σωθησόμεθα».
Γιάννης Ζάννης
πηγή: https://romioitispolis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου