ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Α΄ Κορ. 9, 2-12
Κατηγορούμενος!
«Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ
ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί»
(Α΄ Κορ. 9, 3)
ΕΧΕΤΕ, ἀγαπητοί μου, ἔχετε παρακολουθήσει δίκη; Στὴν ἕδρα εἶνε ὁ δικαστής. Στὸ ἐδώλιο ὁ κατηγορούμενος. Κατηγορεῖται γιὰ κάποιο ἔγκλημα. Οἱ μάρτυρες τῆς κατηγορίας καταθέτουν πολλὰ ποὺ τὸν ἐπιβαρύνουν. Μάρτυρες ὑπερασπίσεως δὲν παρουσιάζονται. Μένει μόνος! Ὁ εἰσαγγελεὺς εἶνε αὐστηρός. Τοῦ ἀπευθύνει τὸ «κατηγορῶ», τὸν κρίνει ἔνοχο καὶ ζητάει τὴν αὐστηρὴ καταδίκη του. Δικηγόροι τοῦ ἐπιτίθενται. Ὁ κατηγορούμενος εἶνε πολὺ σκεπτικὸς καὶ φοβισμένος.
* * *
Στὸ ἐδώλιο τοῦ κατηγορουμένου, καθὼς βλέπουμε στὸ σημερινὸ Ἀπόστολο, κάθεται ἕνας. Δὲν κάθεται γιὰ πρώτη φορά. Κι ἄλλες φορὲς οἱ φοβεροὶ ἐχθροί του τὸν ἔφεραν κατηγορούμενο μπροστὰ στὰ δικαστήρια ἐπάρχων καὶ στρατηγῶν. Ὁ κατηγορούμενος ἀπολογήθηκε καὶ κατώρθωσε νὰ πείσῃ τοὺς ὑψηλοὺς δικαστάς του, ὅτι εἶνε ἀθῶος καὶ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπʼ τὰ δεσμά. Ἀλλὰ ποιός εἶνε ὁ κατηγορούμενος; Ποιοί οἱ κατήγοροί του; Καὶ ποιά εἶνε ἡ κατηγορία του; Κατηγορούμενος εἶνε... ὁ Παῦλος! Ὁ Παῦλος; Ἀλλὰ τί κακὸ ἔκανε; Ποιό τὸ ἔγκλημα γιὰ τὸ ὁποῖο κατηγορεῖται; Εἶνε κλοπή; πορνεία; μοιχεία; φόνος; ἀπιστία καὶ ἀθεΐα;... Τίποτε ἀπʼ αὐτά. Ὁ κατηγορούμενος δὲν διέπραξε τέτοια ἐγκλήματα. Ὁ Παῦλος ἦταν ἄνθρωπος ποὺ πάντοτε ἔκανε τὸ καλό. Ἦταν ἄνθρωπος ἀνώτερος. Σπάνιος ἄνθρωπος. Τί λέω; Μέχρι σήμερα δὲν γεννήθηκε ἄλλος σὰν κι αὐτόν. Οὔτε καὶ θὰ γεννηθῇ. Ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων αὐτὸς ἄγγιξε πιὸ πολὺ τὸ Χριστό.
Ὁ Παῦλος, ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν! Ποιός θὰ περίμενε νὰ τὸν κατηγορήσουν; Κι ὅμως βρέθηκαν ἄνθρωποι νὰ τὸν κατηγορήσουν. Οἱ δὲ ἐχθροί του δὲν προέρχονταν μόνο ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ ἀθέους, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες βασιλιᾶδες καὶ ἡγεμόνες, ποὺ ἦταν ἐπόμενο νὰ τὸν μισήσουν καὶ νὰ τὸν καταδιώξουν καὶ νὰ μεταχειρισθοῦν ὁποιοδήποτε μέσο γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν˙ οἱ ἐχθροί του προέρχονταν κι ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ γνώρισαν τὸν Παῦλο ἀπὸ κοντά, ἄκουσαν τὴ θερμὴ καὶ ζωογόνο διδασκαλία του, εἶδαν τὴν ἁγία ζωή του καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κι ὅμως αὐτοὶ οἱ κακοὶ ἄνθρωποι, οἰ ψευτοχριστιανοί, κατηγόρησαν τὸν Παῦλο. Τὸν κατηγόρησαν μὲ διάφορες κατηγορίες καὶ συκοφαντίες. Ἀλλʼ ἄν ὑπῆρχε μιὰ κατηγορία, ποὺ πλήγωνε καὶ στενοχωροῦσε τὸν Παῦλο περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη, ἦταν ἡ κατηγορία, πὼς δὲν εἶνε ἀληθινὸς ἀπόστολος. Αὐτοὶ ποὺ τὸν μισοῦσαν τὸν συνέκριναν μὲ ἄλλους κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὸν εὔρισκαν τάχα πολὺ κατώτερο. Δὲν ἔχει, ἔλεγαν, τὰ χαρίσματα ποὺ ἔχουν ἄλλοι. Δὲν ἔχει ἐμφάνισι. Δὲν ἔχει ῥητορεία. Δὲν ἔχει φιλοσοφία. Ὁ λόγος του εἶνε τιποτένιος. Μόνο ὅταν γράφῃ κάτι γράφει... Δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀκοῦμε. Ἐμεῖς ἀκοῦμε ἄλλους κήρυκες καὶ ἀποστόλους, ποὺ εἶνε σπουδαῖοι. Ὁ Παῦλος;... Μὲ τί περιφρόνησι οἱ ἐχθροί του πρόφεραν τὸ ὄνομά του!
Μʼ αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν καὶ διέδιδαν εἰς βάρος του οἱ ἐχθροί του ἐπεδίωκαν νὰ κλονίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη, ποὺ εἶχαν οἱ χριστιανοὶ στὸ πρόσωπό του. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη νὰ κλονίσουν καὶ τὴν πίστι σʼ αὐτὰ ποὺ κήρυττε ὁ Παῦλος. Ἔτσι αὐτοί, ποὺ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου εἶχαν πιστέψει στὸ Χριστό, κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὴν πίστι τους καὶ νὰ ξαναγυρίσουν στὴν παλιά τους θρησκεία, τὴν εἰδωλολατρία. Ἀπὸ τὸ φῶς δηλαδὴ νὰ πᾶνε στὸ σκοτάδι, ἀπʼ τὴν ἀλήθεια στὸ ψέμα, ἀπʼ τὸ Χριστὸ στὸ διάβολο. Τί συμφορά!
Ὁ κίνδυνος ἦταν πολὺ μεγάλος. Ὁ Παῦλος δὲν μποροῦσε νὰ μείνῃ ἀδιάφορος. Δὲν ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιὰ τὴν προσωπική του τιμὴ καὶ ὑπόληψι. Ἐπρόκειτο γιὰ κάτι πολὺ ἀνώτερο˙ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν πίστι. Καὶ ὁ Παῦλος ἀπαντᾷ στοὺς κατηγόρους του. Ἀπαντᾷ ὁ κατηγορούμενος. Ἐκθέτει διάφορα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του καὶ ἀποδεικνύει, πόσο ἁγνὰ καὶ ἀνιδιοτελῆ εἶνε τὰ ἐλατήρια τῶν λόγων καὶ τῶν πράξεών του. Κανένα ταπεινὸ συμφέρον, καμμιὰ ἰδιοτέλεια δὲν τὸν κινοῦσε. Χρήματα δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ κανέναν. Ψωμὶ δωρεὰν δὲν ἔτρωγε. Δούλευε καὶ ζοῦσε κι αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του. Κάθε μέρα ἐξέθετε τὸν ἑαυτό του στοὺς κινδύνους. Ἕνας ἦταν ὁ σκοπός του˙ νὰ ὁδηγῇ ἁμαρτωλοὺς στὸ Χριστό, νὰ μεταδίδῃ τὸ φῶς ποὺ εἶδε σὲ ψυχὲς ποὺ ζοῦσαν στὰ σκοτάδια. Δὲν θὰ ἔπρεπε, λέει, νὰ γράφω τί θυσίες ἔκανα γιὰ τὸ Χριστό, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ γράφω τὰ κατορθώματά μου. Ἀλλʼ ἀφοῦ οἱ ἐχθροί μου μὲ κατηγοροῦν κι ἀμφισβητοῦν τὰ πάντα, καὶ θέλουν νὰ ποῦν ὅτι οὔτε ἐγὼ εἶμαι ἀπόστολος οὔτε τὸ κήρυγμά μου ἔχει καμμιὰ ἀξία, ἐσεῖς δὲ οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἀκοῦτε τὶς κατηγορίες δυστυχῶς δὲν μὲ ὑπερασπίζετε, ἀναγκάζομαι μόνος πιὰ νʼ ἀπολογηθῶ καὶ νʼ ἀποδείξω τὴν ἀθωότητά μου. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Παύλου «Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί» (Α΄ Κορ. 9, 3).
* * *
Ἕνας Παῦλος κατηγορούμενος! Ποιός θὰ τὸ περίμενε; Ἀλλὰ γιατί ἀποροῦμε; Αὐτὸς ὁ Χριστός, ποὺ ἦταν ἀσύγκριτα ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Παῦλο κι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁγίους, κατηγορήθηκε ἀπʼ τὸν κόσμο, ἀπʼ τοὺς ἐχθρούς του, συνελήφθη, καὶ κατηγορούμενος, δέσμιος, στάθηκε μπροστὰ στοὺς ἀδίκους δικαστὰς τοῦ Ἄννα, Καϊάφα καὶ Πιλᾶτο γιὰ νʼ ἀπολογηθῇ. Ἄς μὴν παραξενεύεται λοιπὸν κανένας, ὅταν βλέπῃ πῶς ὁ κόσμος ποὺ ἔφυγε μακριὰ ἀπʼ τὸ Θεὸ μισεῖ, κατηγορεῖ καὶ συκοφαντεῖ τοὺς ἀληθινοὺς ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἀγωνίζονται νὰ μεταδώσουν στὴ σημερινὴ γενιὰ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Ὁ κόσμος, ὁ ἄπιστος κόσμος, ὁ πονηρὸς καὶ διεστραμμένος, ποὺ εἶνε ἕτοιμος νὰ χειροκροτήσῃ τὰ πιὸ τιποτένια πρόσωπα, ὁ ἴδιος αὐτὸς κόσμος εἶνε ἕτοιμος νὰ ὑβρίσῃ, νὰ διαβάλῃ καὶ νὰ συκοφαντήσῃ τοὺς κήρυκες τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κόσμος αὐτὸς καθίζει διαρκῶς στὰ ἐδώλιά του τοὺς πιστοὺς ὑπηρέτας τοῦ Κυρίου, κι ἄν περνοῦσε ἀπʼ τὸ χέρι του, θὰ τοὺς σταύρωνε μὲ καρφιὰ πιὸ μυτερὰ ἀπὸ ʼκεῖνα ποὺ σταύρωσε τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε τώρα, ἐπειδὴ τὸ θέμα εἶνε σχετικό, νὰ μιλήσω κʼ ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυτό μου˙ νʼ ἀπολογηθῶ δηλαδὴ κʼ ἐγώ, γιατὶ κʼ ἐγὼ φέρομαι διαρκῶς κατηγορούμενος ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ μισοῦν τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Γιὰ κάθε ἐνέργειά μας καὶ γιὰ κάθε λόγο μας κάτι ἔχουν νὰ ποῦν. Ἐκεῖ, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεπῦ προσπαθοῦμε νʼ ἀνάψουμε τὴν ἁγία φωτιά, γιὰ νὰ κάψῃ κάθε κακὸ καὶ κάθε ἁμαρτία, ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ζητοῦν νὰ ῥίξουν χιόνια, νὰ σβήσουν τὴ φωτιὰ καὶ νὰ σκορπίσουν τὴν ἀπογοήτευσι γιὰ κάθε καλὸ ποὺ γίνεται μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπαρχία μας. Κι ὅσο περισσότερα καλὰ γίνονται, τόσο κʼ ἡ ἀντίδρασι γίνεται μεγαλύτερη. Λίγοι βέβαια εἶνε αὐτοί, ἀλλὰ τὴ ζημιὰ τὴν κάνουν ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπʼ αὐτούς. Ἄν μπορούσανε, οὔτε μιὰ μέρα δὲν θὰ μᾶς ἀφήνανε ὄχι νὰ κηρύξουμε ἀλλʼ οὔτε νὰ ζήσουμε.
Ἀλλʼ ἐμεῖς, παρʼ ὅλες τὶς ἀντιδράσεις, ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνεχίζουμε τὴν πορεία μας. Τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ κηρύττουμε. Τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουμε. Τὴν Ὀρθοδοξία ὑπερασπίζουμε. Κατηγορούμενοι ἀπολογούμεθα. Κι ὅσοι θέλουν νὰ δοῦν πῶς ἀπαντοῦμε στοὺς κατηγόρους μας, παρακαλῶ ἄς κάνουν τὸν κόπο νὰ διαβάσουν ἕνα καινούργιο βιβλίο μὲ τίτλο «Ἀπολογισμὸς μιᾶς τετραετίας». Εἶνε ἡ ἀπολογία μου ὡς ἐπισκόπου. Στὸ πρῶτο φύλλο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ εἶνε γραμμένο τὸ σημερινὸ ῥητό˙ «Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί» (ἔ.ἀ.).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 149-154 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου