Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, Γεώργιος Χ. Μόδης - ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Εκλεκτά Διηγήματα: 14. ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ



    Το Σῶμα του Γιώργη Βολάνη γύρισε στα χωριά του Μοριχόβου, από μιαν επιδρομή στον κάμπο του Μοναστηρίου. Την είχε κάμει για τιμωρία κι εκδίκηση.

    Έστειλε μερικούς να συναντήσουν στον άλλο κόσμο τον παπά και τέσσερις προκρίτους του Δομπρομίρη, που τους είχαν πελεκήσει οι κομιτατζήδες.

    Πέρασε νύχτα δύο φορές την Τσέρνα (Εριγώνα), κλεισμένη ανάμεσα από δύο απότομα και άγρια βουνά για όχθες. Το νερό ορμητικό έφθανε στον ώμο. Ένα γλίστρημα, η μετακίνηση μιας πέτρας ή ένα κούτσουρο, που κατρακυλούσε κρυμμένο ύπουλα στο νερό, μπορούσε να παρασύρει τον καθένα προς τα κάτω, προς τη θάλασσα. Γιʼ αυτό δέθηκαν ανά πέντε με τα ζωνάρια τους... θα γλίτωναν ή θα χάνονταν και οι πέντε μαζί...

    Στον γυρισμό 80 στρατιώτες κρυμμένοι πίσω από βράχους και κλαδιά τους ετοίμαζαν θερμή υποδοχή στον καλύτερο «πόρο» του ποταμού. Ο αξιωματικός ήταν βέβαιος ότι απʼ εκεί θα περνούσε ο Βολάνης. Είχε δώσει αυστηρή διαταγή στους «νεφέρηδες» (στρατιώτες) να μη σαλέψουν, να μη μιλήσουν, να μην πταρνισθούν ή να βήξουν και να γίνουν ένα με τονν βράχο όπου ακουμπούσαν. Κι όταν θάρριχνε αυτός πιστολιά, νʼ αρχίσουν «πυρ-ταχύ» και να εξοντώσουν όλους τους «εσκιάδες», που θάπεφταν σαν κοτσύφια μπροστά στις μπούκες των τουφεκιών τους. Θα είχαν όλοι τους μέρος απʼ τα πλιάτσικα και δεν έπρεπε να τους ξεφύγει κανένας.

    Αξιωματικός και στρατιώτες αγρύπνησαν όλη τη νύχτα με τα όπλα έτοιμα, τα μάτια ορθάνοιχτα και με λαχτάρα και καρδιοχτύπι. Ο Αλλάχ ήταν μαζί τους. Από στιγμή σε στιγμή θάβρισκε το τέλος της, δίκαιο τέλος, η «Τσέτα» (συμμορία) που τους είχε ξεποδαριάσει πολλές φορές.

    Ο Βολάνης όμως πέρασε το ποτάμι τρία χιλιόμετρα χαμηλότερα, σε μέρος όπου δεν υπήρχε κανονικός «πόρος».

    Ήταν Ιούλιος του 1906.

    Στη Γραδέσνιτσα, όπου ξεκουράζονταν, ήρθε, με ειδικό απεσταλμένο, πληροφορία του «Κέντρου» Μοναστηρίου, ότι ήταν στα σκαριά μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Θα ξεκινούσαν ολάκερο τάγμα απʼ τον Περλεπέ. Ήταν εκλεκτές μονάδες ειδικευμένες στον κλεφτοπόλεμο. Τις αποτελούσαν Τουρκαλβανοί και εντόπιοι Τούρκοι. Είχε τότε η Τουρκία τακτική στρατιωτική θητεία επτά ολόκληρα χρόνια. Θα κινητοποιούνταν και οι μόνιμες στην περιοχή φρουρές, καθώς και εκείνες των σταθμών οπτικού τηλεγράφου, που είχαν στηθεί τα καλοκαίρια σε κάμποσες βουνοκορφές. Επιτελάρχης και το γενικό πρόσταγμα θα είχε τότε ο λοχαγός Εμβέρ και δικτάτορας της Τουρκίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

    Ο Βολάνης είχε αιχμαλωτισθεί με άλλους πέντε στη Στάτιστα (σήμερα Μελάς) την βραδιά που έπεσε ο Παύλος Μελάς. Έμεινε κάπου ενάμιση χρόνο στις φυλακές Μοναστηρίου, όπου φορούσε την κρητική βράκα. Κατάφερε να το σκάσει και ξαναήρθε την άνοιξη στη Μακεδονία με 40 άντρες, τους περισσότερους συγγενείς του, απʼ τους Λάκκους των Χανίων, μεγάλο ορεινό χωριό με ηρωικές παραδόσεις. Οι Κρητικοί, τότε τουλάχιστον, θεωρούσαν στενούς συγγενείς και τα «ξαδελφάκια» 14ου βαθμού... Έχασε τους μισούς άντρες σε μια μεγάλη μάχη με πολύ τουρκικό στρατό στην αιματόβρεκτη ράχη Λεχόβου – Στρεμπένου. Είχε τώρα 23 άντρες. Ήταν όλο το καλοκαίρι το μόνο Σώμα στο Μορίχοβο, που είχε κάμει όμως πολύ «αισθητή» την παρουσία του. Ο Βολάνης είχε απεριόριστο θάρρος και τόλμη και ήταν πια προσανατολισμένος στα μακεδονικά πράγματα.

    Δεν πολυπίστευε στις πληροφορίες του «Κέντρου». Είχαν αποδειχθεί άλλη μια φορά ψεύτικες. Ως τόσο το βραδάκι πήρε τον ανήφορο και δεν σταμάτησε παρά στην παρυφή της δασικής ζώνης, κοντά σε μια βρύση και ένα απόμερο μαντρί, για να έχει πρόχειρο φαγί. Πέρασαν εκεί δύο μέρες ζωή χαρισάμενη. Χόρτασαν φαγί, ξάπλα, γάργαρο νερό, ύπνο. Μερικά παιδιά άρχισαν να κοροϊδεύουν το «Κέντρο»:

Κάποιος θα τους ξεγέλασε και τους τσιμπολόγησε χρήματα.

    Μα δεν άργησαν τα άσχημα μαντάτα απʼ τα χωριά. «Πολλή μαυρίλα πλάκωσε» έλεγαν. Τα αποσπάσματα των «αβτζήδων» (κυνηγών) γύριζαν έξω σαν πεινασμένα σκυλιά και οι διλοχίες της Σταραβίνας, Βιτώλιτσας, και όλων των άλλων χωριών, αλώνιζαν αδιάκοπα τα βουνά και ερευνούσαν ακλύβες και μαντριά. Και ήταν οι κινήσεις τους προγραμματισμένες, με βάση κάποιο σχέδιο.

    Το Σώμα μπήκε στο απέραντο δάσος και γύρισε στο ταχτικό του λημέρι, όπου είχε το καταφύγιο του πριν 25 χρόνια ο τρομερός λήσταρχος Καταραχιάς.

    Ήταν σε μια χαμηλή πλαγιά, μέσα σε πυκνά ολόισια και πανύψηλα πεύκα και λίγα έλατα. Μια βρύση κάτω στη ρίζα ενός πεύκου κελάρυζε με το θαυμασιότερο νερό και πάνω έστεκαν σαν άγρυπνοι φρουροί πελώριοι γκρίζοι και κοκκινωποί βράχοι, που μπορούσαν στην ανάγκη να χρησιμεύουν για αποτελεσματικό οχυρό. Υπήρχαν και κάμποσες κωνικές καλύβες από ελατόκλαδα κρυμμένες στα δέντρα. Κάποτε, όταν ήταν άδειες, φιλοξενούσαν και κανένα λύκο ή αρκούδα...

    Πέρασαν την πρώτη μέρα με γαλήνη και μακαριότητα. Μα τη δεύτερη μέρα, κοντά στο μεσημέρι, ακούστηκαν στο δάσος γαυγίσματα σκύλων. Τινάχτηκαν όλοι όρθιοι! Τι άλλο θα ήταν παρά ειδικά σκυλιά των «αβτζήδων» (κυνηγών); Είχαν αρχίσει τον τελευταίο καιρό να τα χρησιμοποιούν. Γερμανοί δηλαδή αξιωματικοί από εκείνους που είχαν την εκπαίδευση του τουρκικού στρατού.

    Τους είχαν μάθει και πολλά άλλα, καθὼς και το «βάδισμα της χήνας» σε στρατιώτες που είχαν τσαρούχια... αντί μπότες... Έχυσαν αμέσως νερό στη φωτιά για να μην βγαίνει και ο λίγος καπνός, κατέβασαν απʼ τις σούβλες τα δύο αρνιά, πριν καλοψηθούν, τα κομμάτιασαν άψε-σβήσε, έβαλαν τα κομμάτια στα σακίδια με όσο ψωμί είχαν και ανέβηκαν γρήγορα στους οχυρούς βράχους. Έπιασαν τις κατάλληλες θέσεις, ετοίμασαν τα όπλα, όρισαν προς τα που θα έφευγαν με την πρώτη ευκαιρία και καθόρισαν το μέρος, όπου έπρεπε τη νύχτα να βρεθούν όσοι θα είχαν γλιτώσει απʼ τη συμπλοκή. Τα γαυγίσματα ολοένα πλησίαζαν και οι Τούρκοι τους έβλεπαν ή θα συνέχιζαν ήσυχα τον δρόμο τους προς τα κάτω; Αχ! Αυτά τα άτιμα σκυλιά! Αν έλειπαν δεν θα τους έβλεπαν σίγουρα οι Τούρκοι, ούτε αυτούς κρυμμένους στους βράχους ούτε στις καλύβες σκεπασμένες απʼ τα δέντρα. Έπρεπε τώρα να κρατούν εκτός απʼ όλα τʼ άλλα και καλές... φόλες. Θα τις ζητούσε ο καπετάνιος απʼ το «Κέντρο» ευθύς την άλλη μέρα. «Τα παλιόσκυλα! Ξεκοίλιασμα θέλουν» είπε ο αράπης.

    Ένα σούσστ... ακούσθηκε από πολλούς για απάντηση. Καθένας έσφιξε τώρα το ντουφέκι και έκαμε νοερά την προσευχή του. Ο σεβάσμιος με τα μεγάλα γένια Σαριδογιάννης έκαμνε αδιάκοπα και τον σταυρό του. Τον μιμήθηκαν και πολλοί άλλοι.

    Και «Ω του θαύματος»! Τα γαυγίσματα ξάφνου παραμέρισαν, έστρεψαν δεξιά και κατέβαιναν προς τα κάτω, προς τον ανοιχτό κανονικό μονοπάτι. Ο Ύψιστος τους προστάτευε, όπως πάντοτε... Όσο γενναίος και αν είναι κανένας δεν θέλει την άσκοπη σύγκρουση με πολλαπλάσιο εχθρό, που μπορούσε να πάρει γρήγορα και πολλές ενισχύσεις. Δεν ήταν αποστολή τους να τα βάζουν με τον τούρκικο στρατό, που αριθμούσε στη Μακεδονία 20.000 άντρες τουλάχιστον.

    Με κατάπληξη βλέπουν τότε να ροβολούν κάτω στο μονοπάτι γύφτοι! Ένα ατσιγγάνικο καραβάνι από γαϊδούρια, άλογα, κουρέλια, γυναίκες, άντρες, πολλά παιδιά, σκυλιά και μιαν... αρκούδα, είχαν αντικαταστήσει τους χακιφόρους «αβτζήδες».

    - Διάολε τσʼ αποθαμένα τους. Τους γιαβεντισμένους... Να τους πιάσομε θέλει και να τους στρώσουμε στο ξύλο, φώναξε ο Μανώλης, βετεράνος του Μοριχόβου με δυο τραύματα από τους Τούρκους χτυπώντας το μάνλιχερ καταγής.

    - Αυτή τη δουλειά θα κάνομε τώρα, Μανώλη; απάντησε ο αρχηγός.

    - Έμειναν άψητα τα ψητά μας!... Μας χάλασαν την ημέρα – όπως έλεγε και ο Ρωμαίος

αυτοκράτορας Τίτο, όταν «έχανε την ημέρα του», γιατί δεν είχε κάμει καμιά καλή πράξη – και ίντα

γύρευαν εδώ πα; Γυφτοπάζαρο θα το κάνομε;...

    - Δεν ζητήσαν την άδεια σου, Μανώλη.

    Ωστόσο κατέβηκε τρεχάτος κάτω να τους συναντήσει ο Βολάνης. Τους είχαν ήδη σταματήσει, τους γύφτους, οι τρεις του καραουλιού, που φύλαγαν τον δρόμο προς τα κάτω, προς τα χωριά, απʼ όπου μπορούσαν να ʼρθουν οι Τούρκοι.

    - Που πηγαίνετε μωρέ; τους ρώτησε ο Μαυρής.

    - Στον Περλεπέ και στα Σκόπια, απάντησε ένας ψηλός και αδύνατος με γκρίζα μουστάκια.

    - Και από που έρχεστε;

    - Απʼ τα Βοδενά (Έδεσσα).

    - Και από που είστε, τέλος πάντων, σεις οι γύφτοι;

    - Απʼ τη Βλαχιά, απʼ τη Ρουμανία.

    - Ξέρετε Ρουμάνικα; Ρώτησε ελληνικά και κουτσοβλάχικα ο Μοναστηριώτης Τάσιος.

    - Είμαστε και απʼ τη Σερβία και από τη Βουλγαρία, πρόσθεσε ο ελληνομαθής. Τον χειμώνα θα κατέβουμε στη Λάρισα, στη Λαμία και πάρα κάτω... Περνάμε έλεύθερα τα σύνορα. Είμαστε γύφτοι.

    - Περνάτε ελεύθερα τα σύνορα. Μα γιατί περάσατε και από τα άγρια τούτα βουνά; Δεν ξέρετε ότι θα συναντήσετε αντάρτες, κομιτατζήδες;

    - Περάσαμε απʼ εδώ, γιατί είναι πολύ κοντύτερα. Εμείς δεν φοβόμαστε αντάρτες και κομιτατζήδες. Δεν πειράζουμε κανένα και δεν μας πειράζει κανένας. Είμαστε γύφτοι, ατσίγγανοι.

    Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να ταξιδέψουν τότε ανενόχλητοι ανάμεσα απʼ τις αιματηρές συμπληγάδες που σκέπαζαν τη Μακεδονία.

    - Είστε πραγματικά προνομιούχοι, τους είπε ο Τάσιος.

    - Μα αν πείτε κάτω στους Τούρκους πως μας συναντήσατε εδώ, δεν θα τα πάμε καθόλου καλά, φώναξε ο Βολάνης, που είχε παρακολουθήσει με ενδιαφέρον τον διάλογο.

    - Όχι καπετάνιε – κατάλαβαν ότι ήταν ο αρχηγός. Μη φοβάσαι. Εμείς στόμα έχομε, όντας χρειάζεται. Ξέρομε τη δουλειά μας... Έννοια σας.

    - Άιντε στο καλό και όπως είπαμε, τους είπε ο αρχηγός.

    - Νάστε καλά κι εσείς και ο Θεός μαζί σας. Και πήραν τον κατήφορο.

    Ο Βολάνης γύρισε στον Μανώλη.

    - Ο Τάσιος τους είπε τους γύφτους «προνομιούχους». Τι λες;

    - Ξέρω κι εγώ; Θαρρώ ξέρουν να ζήσουν... Καλιά από μας...

    Τις άλλες δύο μέρες πέρασαν τρεις φορές αποσπάσματα κοντά στο λημέρι. Δεν είδαν τις πράσινες καλύβες, μα λίγο έλειψε να πέσουν πάνω τους. Ίσως κάτι είπε κανένας γύφτος στους Τούρκους.

Αποφάσισε ο Βολάνης νʼ αφήσει το αγαπητό του λιμέρι.

    Αναρριχήθηκαν ώρες πολλές μέσα στο ατέλειωτο δάσος, μακριά και απʼ το προχειρότερο μονοπάτι. Οι Τούρκοι προτιμούσαν τα μονοπάτια και μάλιστα τα καλά. Κοντά το βραδάκι βγήκαν στη γυμνή ράχη, όπου τα καλύβια του Σαρακατσάνου αρχιτσέλιγκα Σουλτογιάννη. Ήταν τόσο μεγάλος και πλούσιος, που περνούσε για σουλτάνος... Ένας άλλος παρά πέρα λεγόταν Γεωργόπασας. Βρήκαν στην κατασκήνωση ηγεμονική αληθινά φιλοξενία και εκλεκτό φαγοπότι. Κατάφεραν οι Σαρακατσάνισσες να ετοιμάσουν γρήγορα πίτες, φαγιά, ψητά κλπ. Μα το πρωί ένα τσοπανόπουλο, που ήταν με το κοπάδι χαμηλότερα, έβγαλε μια δυνατή κραυγή λύκου, που σήμαινε ότι έρχονται οι Τούρκοι! Η ηγεμονική υποδοχή, τα σουλτανικά φαγιά, πήγαν αμέσως περίπατο... Ξαναμπήκαν στο δάσος. Δεν πήραν μαζί τους, στην βία, παρά λίγο ψωμί και τυρί. Πίστευαν ότι θα ξαναγύριζαν ως το μεσημέρι στις πλούσιες καλύβες με τα εκλεκτά φαγητά. Μα καλοστρώθηκαν τώρα εκεί οι Τούρκοι... Όχι μόνο τους έδιωξαν στο δάσος, μα και τους αντικατέστησαν στο φαγοπότι και χόρτασαν ψητά, τυριά, πίτες κλπ.

    Περιπλανήθηκαν δύο μέρες στο δάσος νηστικοί, κάτω απʼ την πράσινη σκέπη του. Είχαν μείνει μικρά στρατιωτικά τμήματα στις σαρακατσάνικες κατασκηνώσεις, για να τις επιτηρούν.

    Είχαν παρθεί όλα τα μέτρα για να εμποδιστεί η εξαγωγή τροφών απʼ τα χωριά. Απαγορεύθηκε στα μαντριά να έχουν περισσότερο από μισό πλαστό ψωμί την ημέρα. Οι εσκιάδες έπρεπε να τραφούν στο δάσος τους με καθαρό αέρα, κρύα νερά και μέ φύλλα δέντρων!

    Την τρίτη μέρα είπε ο Χρήστος Μπεσιστάνος η Αράπης του αρχηγού.

    - Δεν πάμε, καπετάνιε, στην Καρατζόβα, στο Μπάχοβο; Να βρούμε ησυχία.

    - Ξέρεις τον δρόμο Χρήστο; Έχεις πάει;

    - Όχι!

    - Πως θα πάμε τότε;

    - Θα ξέρει ο Σουδίας.

      Ο Σουδίας από τη Γραδέσνιτσα, ψιλόλιγνος, σωστός πετσί και κόκαλο, ήταν εξαίρετος οδηγός, που ήξερε καλά όλο τον γύρω τόπο και περίφημος δρομέας που μπορούσε να μεταφέρει μια διαταγή ενωρίτερα και από έναν καβαλάρη. Τον ρώτησε ο Βολάνης!

    - Ξέρεις τον δρόμο, Σουδία; Έχεις πάει στο Μπάχοβο;

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

    - Α! Το Μπάχοβο, πολύ καλό (...).

Ρώτησε ο Βολάνης και τον Πετρούση, επίσης από τη Γραδέσνιτσα.

    - Εγώ ντεν έχω πάει στο Μπάχοβο... Μα ξέρει το ντρόμος... Μπάχοβο, πολύ καλό.

    Οι δύο φορούσαν τα χωριάτικα για να μπορούν να κινούνται ελεύθερα σε περίπτωση ανάγκης. Φανατικότατοι Έλληνες, δεν κατόρθωσαν να μάθουν καλά τα ελληνικά. Τους πείραζε γιʼ αυτό ο Αράπης, που ήταν από μεσοβέζικο χωριό, ασύγκριτα κατώτερο σε πίστη και αφοσίωση απʼ την άφθαστη Γραδέσνιτσα. Είχε μάθει τα ελληνικά με τους Κρητικούς και τα μιλούσε συχνά με κρητικούς ιδιωματισμούς. Αποφάσισαν νʼ αλλάξουν κατοικία και να μετακινηθούν στο Μπάχοβο  ́πη ακριβέστερα στα μαντριά του. Είχε το Μπάχοβο και το μεγάλο προσόν ότι ανήκε στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Οι πασάδες του δεν είχαν την ίδια λύσσα εναντίον του Σώματος, με τους πασάδες του Μονσστηρίου, ούτε θα μπορούσε να χώσει εκεί τη μύτη του ο Εμβέρ.

    Καβαλίκεψαν την υψηλή και απότομη κορυφογραμμή, που χώριζε τα δύο βιλαέτια και χωρίζει σήμερα την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Εκεί έσπασε το Βουλγαρογερμανικό μέτωπο τον Σεπτέμβρη του 1918 και άρχισε η κατάρρευση της καϊζερικής Γερμανίας και των συμμάχων της.

    Απλώθηκε μπροστά τους ο κάμπος της Αλμωπίας ή Αριδέας με τα πολλά νερά, τα χωριά, τις πιπεριές, τα καλαμπόκια, τα φασόλια του. Στο βάθος έκλειναν τον ορίζοντα τα βουνά της Τζένας και του Σκρα.

    Άρχισαν να κατεβαίνουν ενθουσιασμένοι και ξέγνοιαστοι. Σιγανοτραγουδούσαν. Μα τα μαντριά και τα καλύβια του Μπαχόβου πουθενά δεν φαίνονταν.

    - Πούναι τα καλύβια του Μπαχόβου, Σουδία; ρώτησε ο αρχηγός.

    - Εντώ!

    - Που εντώ; Δεν βλέπω ούτε ένα μαντρί ή καλύβι. Πάμε καλά, μωρέ Σουδία και Πετρούση;

    Κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια με κάποιον όμως δισταγμό και αβεβαιότητα. Και έπρεπε να πατούν σίγουρα και χωρίς καμιά αμφιβολία στην περιοχή του Μπαχόβου, γιατί υπήρχαν εκεί τουρκικά χωριά και θα κινδύνευαν τον έσχατο κίνδυνο, αν παραστράτευαν και έπεφταν σε κανένα από δαύτα. Μπήκαν στο καινούργιο δάσος, επίσης μεγάλο και πυκνό από ολόισα πεύκα και πελώριες οξιές. Πήγαιναν τώρα με πολλή προσοχή.

    Ξάφνου δέχθηκαν λίγες τουφεκιές. Έπεσαν καταγής και απάντησαν χωρίς να βλέπουν τον εχθρό. Οι τουφεκιές συνεχίσθηκαν αραιές. Κάποτε και αλάργευαν. Θάταν λίγοι οι αντίπαλοι και υποχωρούσαν  αθέατοι στο δάσος. «Είναι κομιτατζήδες», φώναξε κάποιος. Αν ήταν Τούρκοι θάπεφταν ομοβροντίες». Τινάχτηκαν αμέσως όλοι όρθιοι και ξεχύθηκαν προς τα πίσω. Είχαν πάρει γενικά τον αέρα των κομιτατζήδων. Με δυσκολία τους συγκράτησε ο Βολάνης. Σταθήτες, βρε παιδιά, φώναξε. Να ιδούμε πρώτα που βρισκόμαστε. Στα σύνορα του Μπαχόβου ή αλλού;

    Ρώτησε τον Σουδία. Είχε όμως τα μάτια σκυμμένα καταγής...

    Ο γιγαντόσωμος Αράπης, ο μόνος φουστανελοφόρος του Σώματος πετάχθηκε όρθιος να πιάσει έναν βράχο. «Πέσε κάτω παλιοαράπη», του φώναξε ο Βολάνης. Οι τουφεκιές όμως από κείνη τη στιγμή αραίωσαν περισσότερο και ευθύς έπειτα σταμάτησαν.

    Ο Μαυρογένης που πήγαινε σκυφτός πήρε από κάτω έναν άδειο κάλυκα και φώναξε:

    - Είναι από δικά μας Μάνλιχερ Σινάουερ.

    Σταμάτησαν όλοι περίεργοι. Πήρε τον κάλυκα ο αρχηγός και συμφώνησε. Είπε όμως: «Μπορεί να έχουν και οι κομιτατζήδες ιδικό μας Μάνλιχερ από κανένα σκοτωμένο». Ο Τζέκος όμως και ο Κονδυλάκης βρήκαν ολάκερες άδειες δεσμίδες του ίδιου όπλου. Σταμάτησαν πια κι απʼ τις δυο μεριές οι πυροβολισμοί. Ακούσθηκαν και μερικές μπερδεμένες φωνές απʼ το δάσος. Φώναξε και ο Βολάνης.

    - Τι είστε, μωρέ σεις, εκεί κάτω; Ακαθάριστη και μπερδεμένη ήταν πάλι η απάντηση.

    Σηκώθηκε ολόρθος πάνω στον βράχο ο Αράπης και με τη δυνατή φωνή του ρώτησε ελληνικά και βουλγαρομακεδονικά:

    - Έλληνες είστε για Βούλγαροι;

Ακούσθηκε τώρα καθαρή μια φωνή:

    - Είστε αντάρτες του Μοριχόβου;

    - Είμαστε του καπετάν Βολάνη.

    - Κι εμείς του καπετάν Τσότσου.

    Οι δύο αρχηγοί αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν για λογαριασμό και των άλλων.

    Ο Τσότσος απʼ τους Προμάχους είχε έξι άντρε, στενούς συγγενείς του. Μαζί του ήταν και ο Ζαρκάδας, παλιός «κλέφτης» απʼ τα μέρη της Δεσκάτης των Γρεβενών. Ο Τσότσος έλεγε:

    - Εγώ είπε... Όχι... Μη... Να ιντούμε πρώτα. Μα ο Ζαρκάντας έριξε... Ζαρκάντας γερός με μυαλό παιντί...

    Και ο Ζαρκάντας είπε κάνοντας τον σταυρό του:

    - Δόξα τω Θεώ!... Δεν είχαμε αίματα... Εμένα δεν μου ξεφεύγει σφαίρα... Βοήθησε η Παναγία... και ξανάκανε τον σταυρό του. - Λέγαμε να σας παρασύρομε χαμηλότερα, όπου θα παίρναμε ένίσχυση απʼ τα μαντριά και τις καλύβες... Το χωριό είναι μακριά.

    - Έννοια σου, του αποκρίθηκε ο Βολάνης. Τρυπήσατε πολλές κάπες. Μια σφαίρα πέρασε ξέφορτση απʼ τη μασχάλη του Πετρούση και την αιμάτωσε. Μια άλλη τρύπησε στην άκρη το υπόδημα του Κοσύβα και το γέμισε αίματα.

    - Ο Θεός μας φύλαξε από χειρότερα. Και ξανάκανε τον σταυρό του. Τον μιμήθηκαν και όλοι οι άλλοι.

    Το σώμα του Βολάνη βρήκε στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης ησυχία και ασφάλεια που την είχε χάσει τον τελευταίο καιρό στο Μορίχοβο.


(«Κρυψάνες»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου