Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Ἑρμηνεία στὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς ΙΑ΄ Λουκά (Προπατόρων) ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστῖνου ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν''

 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

Λουκ. 14, 16-24, Ματθ. 22, 14


ΖΕΥΓΗ ΒΟΩΝ ΠΕΝΤΕ

«Καὶ ἕτερος εἶπε˙ Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα

πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά»

(Λουκ. 14, 19)

ΤΩΡΑ, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἔρχεται ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὡρίσθηκε νὰ διαβάζεται τὴ σημερινὴ Κυριακὴ μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε σχετικὴ μὲ τὴ θεία Κοινωνία. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου.

Ἕνας εὐγενὴς καὶ πλούσιος ἄνθρωπος, λέει ἡ παραβολή, ἑτοίμασε τραπέζι. Στὸ τραπέζι ὑπῆρχε ὅ,τι ἐκλεκτὸ σὲ φαγητὸ καὶ πιοτό. Στὸ τραπέζι αὐτὸ κάλεσε πολλούς. Τοὺς κάλεσε διὰ μέσου τοῦ δούλου του. Θὰ περίμενε κανεὶς τὴν πρόσκλησι τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ νὰ τὴ δεχτοῦν ὅλοι καὶ μὲ προθυμία νὰ πᾶνε στὸ συμπόσιο. Ἀλλὰ περίεργο! Ἀπʼ αὐτοὺς ποὺ καλέστηκαν κανείς τους δὲν δέχτηκε. Προέβαλαν διάφορες προφάσεις. Ὁ ἕνας εἶπε, ἀγόρασα χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ. Ὁ δεύτερος εἶπε, ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω. Καὶ ὁ τρίτος, νιόπαντρος, εἶπε, ἔχω γυναῖκα... Ὁ εὐγενὴς καὶ πλούσιος ἄνθρωπος, ὅταν ἔμαθε ὅτι κανένας δὲν δέχτηκε τὴν πρόσκλησι, ώργίστηκε καὶ διέταξε τὸ δοῦλο του, νὰ πάη στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες καὶ ὅποιους κι ἄν συναντήση, φτωχούς, ἀναπήρους, τυφλούς, χωλούς, ὅλους γενικὰ νὰ τοὺς καλέση στὸ δεῖπνο.

* * *

Παραβολή, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ ὁ Κύριος. Μὲ εἰκόνες καὶ παραδείγματα παρμένα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μιλάει, γιὰ νὰ κάνη τὸ λόγο του πιό ζωηρὸ καὶ πιό κατανοητὸ στοὺς ἀκροατάς του.

Ὁ εὐγενὴς καὶ πλούσιος ἄρχοντας ποὺ ἔκανε τὸ τραπέζι εἶνε ὁ Θεός. Τραπέζι εἶνε ὅλα τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, ἰδιαίτερα δὲ τὰ ἀνώτερο ἀπʼ ὅλα ἡ θεία Κοινωνία, τὸ ἄχραντο σῶμα καὶ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι καλοῦνται νὰ προσέλθουν καὶ νʼ ἀπολαύσουν τὸ συμπόσιο τῆς πίστεως. Ἀλλά, δυστυχῶς, ὅπως βλέπουμε στὴν παραβολή, οἱ προσκαλεσμένοι προβάλλουν διάφορες δικαιολογίες. Οἱ μὲν τὰ χωράφια, οἱ δὲ τὰ βόδια, οἱ δὲ τὴ γυναῖκα. Ποιοί εἶνε αὐτοί;

Ἐδῶ στὴ σύντομη αὐτὴ ὁμιλία θʼ ἀσχοληθοῦμε μόνο μὲ τοὺς καλεσμένους τῆς δευτέρας κατηγορίας, ποὺ προβάλλουν ὡς λόγο ἀρνήσεώς τους τὰ πέντε ζευγάρια βόδια. Ποιοί ἆραγε νὰ εἶνε αὐτοί, ποὺ ἀπὸ τὸ ὑπέροχο καὶ τιμητικὸ τραπέζι προτίμησαν τὰ βόδια;

Ὅσοι γνωρίζουν τὴ γεωργικὴ ζωή, οἱ παλαιότεροι, θὰ θυμοῦνται ὅτι, πρὶν ἀρχίση ἡ μηχανικὴ καλλιέργεια, τὰ χωράφια καλλιεργοῦνταν μὲ τὰ καματερὰ βόδια, ποὺ δυὸ – δυὸ τὰ ἔβαζαν στὸ ἀλέτρι καὶ ὁ γεωργὸς ἀπὸ πίσω, κεντώντας μὲ τὴ βουκέντρα τὰ βόδια, τὰ ἔσπρωχνε στὴ δουλειὰ καὶ τὸ ὑνὶ βυθιζόταν καὶ ἀνέσκαπτε τὸ χῶμα. Ἦταν μιὰ ὄμορφη γεωργικὴ εἰκόνα, ποὺ τώρα σπανίως τὴ βλέπεις. Τώρα ἡ γῆ καλλιεργεῖται μὲ τρακτέρ, ποὺ γρήγορα καὶ βαθειὰ σκάβουν τὸ χῶμα καὶ κάνουν σὲ μιὰ μέρα δουλειά, γιὰ τὴν ὁποία τὰ βόδια θὰ χρειάζονταν πολλὲς μέρες. Ὑπάρχει ὅμως φόβος, ἄν λείψη καὶ νὰ ξαναρχίση ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς μὲ τὰ καματερά.

Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπῆρχε μηχανικὴ καλλιέργεια. Σʼ ὅλα τὰ χωράφια ὤργωναν τὰ βόδια. Ἦταν μιὰ γνωστὴ σʼ ὅλους πραγματικότητα. Κι αὐτὴ τὴν πραγματικότητα χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστὸς στὴν παραβολή. Ὑπάρχουν βόδια φυσικά, ἀλλʼ ὑπάρχουν καὶ νοητά. Πέντε δὲ ζευγάρια βόδια, ὅπως ἑρμηνεύει τὴν παραβολὴ ἔξοχος ἑρμηνευτής, ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, εἶνε οἱ πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου˙ ἡ ὅρασι, ἡ ἀκοή, ἡ γεῦσι, ἡ ὄσφρησι καὶ ἡ ἀφή.

Οἱ αἰσθήσεις εἶνε πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὰ μάτια βλέπει ὁ ἄνθρωπος τὰ ὡραῖα τῆς γῆς. Μὲ τὰ αὐτιὰ ἀκοῦμε τὰ λόγια τῶν συνανθρώπων μας. Μὲ τὴ γεῦσι δοκιμάζουμε τὴ νοστιμάδα τῶν τροφῶν καὶ ποτῶν. Μὲ τὴν ὄσφρησι μυρίζουμε τὴν εὐωδιὰ τῶν λουλουδιῶν. Μὲ τὴν ἀφὴ ψηλαφοῦμε τὰ διάφορα πρᾶγματα. Ἔτσι διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων ἐρχόμαστε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἔξω, τὸ φυσικὸ κόσμο.

Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ νὰ ζῆ μέν, ἀλλὰ νὰ μὴν βλέπη, νὰ μὴν ἀκούη, νὰ μὴ γεύεται, νὰ μὴν ὀσφραίνεται καὶ νὰ μὴ μπορῆ νʼ ἀγγίξη τίποτε; Πόσο δυστυχισμένος θὰ ἦταν! Θὰ ἔμοιαζε μὲ ἕναν κατάδικο ποὺ τὸν ἔκλεισαν στὸ κελλί. Ὄχι ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ἀλλὰ καὶ μόνο μία αἴσθησι ἄν χάση κάποιος, καὶ μάλιστα τὴν ὅρασι ἤ τὴν ἀκοή, θεωρεῖται δυστυχισμένος καὶ προκαλεῖ τὴ συμπάθεια ὅλων.

Μύριες εὐχαριστίες πρέπει νὰ ἀναπέμπουμε στὸ Θεὸ γιὰ τὶς πέντε αἰσθήσεις ποὺ μᾶς χάρισε. Πόσο ὡραῖα ἐκφράζει τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς εὐγνωμοσύνης ἕνας ποιητής! Λέει˙

«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,

τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τʼ ἄστρα τὰ φωτεινά,

τὴ θάλασσα πʼ ἀφρίζει κι ἁπλώνεται μεγάλη,

τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,

καὶ τʼ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,

σʼ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοὔδωκες τὰ μάτια.

 

Κι ὅταν ἀκούω τὸ φλοῖσβο στὴν ἥσυχη ἀμμουδιά,

κι ὅταν ἀκούω στὸ δάσος τὸ ζηλεμένο ἀηδόνι,

κι ὅταν ἀκούω τʼ ἀγέρι στοῦ δένδρου τὰ κλαδιά,

κι ὅταν ἀκούω μὲ πόνο τοὺς στεναγμοὺς τοῦ γκιώνη

καὶ τὴ φωνὴ τοῦ γρύλλου στὴ σκοτεινὴ νυχτιά

σʼ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοὔδωκες τʼ αὐτιά».

Εὐλογία Θεοῦ οἱ πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ πότε; Ὅταν τὶς αἰσθήσεις κυβερνᾶ ὁ νοῦς, ὁ καθαρὸς νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ καθαρὸς εἶνε ὁ νοῦς, ὅταν εἶνε ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κακίες καὶ πάθη. Ὅπως ὁ γεωργὸς μὲ τὴ βουκέντρα κατευθύνει ὅπου θέλει τὰ καματερά, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σὰν ἄλλος ὁδηγός, πρέπει νὰ κατευθύνη τὰ καματερὰ βόδια, τὶς αἰσθήσεις, ὅπου πρέπει. Δὲν πρέπει οἱ πέντε αἰσθήσεις νὰ μείνουν ἀκυβέρνητες.

Ἐὰν ὅμως ὄχι ὁ νοῦς ὁ καθαρὸς καὶ ξάστερος ἀλλὰ οἱ κακὲς ἐπιθυμίες, οἱ κακίες καὶ τὰ πάθη ἐξουσιάζουν τὸν ἄνθρωπο, τότε οἱ πέντε αἰσθήσεις γίνονται ὑπηρέτριες τοῦ κακοῦ καὶ τῆς καταστροφῆς. Θέλετε παραδείγματα; Ρωτᾶμε˙ Τί βλέπουν καὶ τί ἀκοῦνε οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνός μας; Κλείνονται στὸ δωμάτιό τους, ἀνοίγουν τὶς τηλεοράσεις καὶ τὰ ραδιόφωνα, κʼ ἐκεῖ τὰ μάτια καὶ τʼ αὐτιά τους ὥρες ὁλόκληρες εἶνε καρφωμένα σʼ ὅ,τι ψεύτικο, αἰσχτὸ καὶ ἐγκληματικό. Ἀλλʼ ὦ ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ʼδωσε τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιὰ γιὰ νὰ βλέπεης κι ἀκοῦς τὰ ἁμαρτωλὰ θεάματα καὶ ἀκούσματα καὶ γιὰ νὰ γεμίζης τὴν ψυχή σου μὲ αἰσχρὲς εἰκόνες ποὺ σὲ ἐρεθίζουν νὰ κάνης τὸ κακό.

Ἀλλʼ, ὅπως λέει κάποια προφητεία, θὰ ἔρθουν – καὶ ἦρθαν – ἡμέρες μεγάλης διαφθορᾶς, ποὺ τὰ θεάματα καὶ τὰ ἀκούσματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ θὰ εἶνε τόσο αἰσχρά, ὥστε μακάριος θὰ εἶνε ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ ἔχη μάτια καὶ αὐτιὰ γιὰ νʼ ἀκούη καὶ νὰ βλέπη.

Μὰ δὲν φταῖνε τὰ μάτια καὶ οἱ ἄλλες αἰσθήσεις. Φταίει ὁ ἄνθρωπος. Φταίει ἡ διεφθαρμένη φύσι του. Φταίει ἡ θέλησί του, ποὺ δὲν κάνει καλὴ χρῆσι τῶν αἰσθήσεων καὶ δὲν ὁδηγεῖ τὰ πέντε ζεύγη τῶν αἰσθήσεων στὰ καλὰ ἔργα.

* * *

Ἀγαπητοί μου! Τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑτοιμαζόμαστε νὰ κοινωνήσουμε, ἄς μετανοήσουμε, γιατὶ κάναμε κακὴ χρῆσι τῶν πέντε αἰσθήσεων, καὶ ἀπὸ ʼδῶ καὶ πέρα, μὲ τὴ βοήθεια τῆς θείας χάριτος, καθαρὰ τὰ μάτια, καθαρὰ τὰ αὐτιά, καθαρὰ τὰ χέρια, καθαρὴ ἡ ὄσφρησι καὶ ἡ γεῦσι ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Καὶ ὅπως λέει ἡ ὡραία εὐχὴ τῆς Μεταλήψεως, ἄς ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο˙

«Ψυχὴν κάθαρον, ἁγίασον τὰς φρένας,

τὰς ἰγνύας στήριξον ὀστέοις ἅμα˙

αἰσθήσεων φώτισον ἁπλῆν πεντάδα».

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν'', σελ. 316-321 (ἕκδοσις Γ΄, ''Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ'',  Ἀθῆναι 1990).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου