Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

25. Κάθε ἡμέρα,ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ- Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 

         

O

Γέροντας Δανιὴλ ὁ Ἁγιοπετρίτης, σύγχρονη μορ φὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐπὶ ἑξήντα χρόνια λειτουργοῦσε κάθε ἡμέρα καὶ κοινωνοῦσε. Ζητοῦσε νὰ εἶναι μαζί του λίγοι ἀδελφοὶ καὶ λειτουργοῦσε ἀκόμη καὶ τὴν Μ. Σαρακοστὴ μὲ Προηγιασμένα Τίμια Δῶρα. Λειτουργοῦσε καὶ ἔκλαιγε ὅλη τὴν ὥρα. Τὰ δάκρυά του ἔπεφταν ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ μούσκευε τὸ χῶμα ὅπου πατοῦσε. Κοινωνοῦσε μὲ εὐλάβεια καὶ ἔλεγε πὼς αὐτὴ εἶναι ἡ καθημερινή του τροφὴ μὲ τὴν ὁποία τὸν τρέφει ὁ Χριστός. Γλυκειὰ ἡ ψυχή του καὶ μετὰ δακρύων πάντοτε ἔλεγε τὴν εὐχὴ τῆς Θείας Κοινωνίας στὸν Θεό. «Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, μὴ εἰς κρῖμὰ μοι γένοιτο τὰ Ἅγια ταῦτα διὰ τὸ ἀνάξιον εἶναί με, ἀλλ᾿ εἰς κάθαρσιν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος, καὶ εἰς ἀῤῥαβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Ἐμοὶ δὲ τῷ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι· τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου». Ἔνιωθε βαθιὰ μέσα του πὼς ὅλη του ἡ ἀγάπη στὸν Κύριο εἶχε τὸ ἀποκορύφωμά της στὴν ὥρα ἐκείνη τῆς Θεία Κοινωνίας. Τὸ νὰ προσκολλᾶται στὸν Χριστὸ μὲ τὴν συνεχὴ Θεία Κοινωνία καὶ ἔτσι νὰ ἀποθέτει ὅλες του τὶς ἐλπίδες σ’ Αὐτὸν θεωροῦσε ὅτι εἶναι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ στὴ ζωή του.

Στὸ πρόσωπο τοῦ γέροντα Δανιὴλ βρίσκει κανεὶς τὴν ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἔκφραση καὶ συνήθεια τῶν πρώτων χριστιανῶν. Κοινωνοῦσε κάθε ἡμέρα μὲ φόβο Θεοῦ καὶ μὲ πόθο Θεοῦ. Γι’ αὐτὸν ἡ προετοιμασία του γιὰ τὸ Μυστήριο δὲν ἦταν ἡ νηστεία, παρόλο ποὺ πάντοτε νήστευε, ἀλλὰ ὁ πόθος τῆς καρδιᾶς του καὶ ἡ συνεχὴς μετάνοια. Τὰ δάκρυά του γίνονταν ποτάμι τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὰ πόδια του λάσπωναν στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας του. Αὐτὸς ἦταν ὁ μοναδικὸς πόθος του καὶ ἡ ἀποκλειστικὴ χαρὰ τῆς μοναστικῆς ζωῆς του. Ἡ ἁγία του αὐτὴ ζωὴ ἔρχεται πολλὰ νὰ πεῖ καὶ σὲ μᾶς. Ἄραγε κάθε πότε κοινωνοῦμε;

Πολλοὶ θεωροῦν εὐλάβεια τὸ νὰ μὴν κοινωνοῦν συχνά. Οἱ παραδόσεις γύρω ἀπ’αὐτὸ ἔχουν ὑψωθεῖ σὰν τεράστια τείχη εὐλαβείας στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν καὶ τοὺς ἔχουν ἐγκλωβίσει ἀσφυκτικὰ καὶ καταναγκαστικὰ σὲ μία θανατηφόρα ἀπομόνωση ἀπὸ τὴν μετοχή τους στὴ συνεχὴ Θεία Κοινωνία. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ ὑψώνεται ἡ νηστεία καὶ ἀκοῦς νὰ λένε «δὲν νήστεψα πῶς νὰ κοινωνήσω». Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀκοῦς νὰ λένε «κοινωνῶ κατὰ ἀραιὰ διαστήματα ἀπὸ τὸν φόβο τῆς ἐξοικείωσης». Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι εὐλάβεια, ἀλλὰ μία ἔλλειψη πόθου καὶ μία ἀμέλεια ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ προετοιμασία γιὰ τὴν μετοχὴ στὸ Μυστήριο. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔδωκε τὴν ἐντολὴ «λάβετε, φάγετε… πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Ἡ νηστεία εἶναι ἁγία καὶ ὠφέλιμη καὶ ἡ Ἐκκλησία τὴν ἔχει διασπείρει μέσα σ’ ὅλο τὸ χρόνο γιὰ μία καλὴ πνευματικὴ ἄσκηση. Ἄλλο ὅμως εἶναι ἡ νηστεία καὶ ἄλλο ἡ Θεία Κοινωνία. Αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ τὸ ξεχωρίζουμε. Δὲν εἶναι ἡ νηστεία, σὰν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ φαγητά, αὐτὴ ποὺ ἀξιώνει τὸν χριστιανὸ νὰ κοινωνήσει, ἀλλὰ ἕνα τρίπτυχο τῆς καρδιᾶς: ἡ μετάνοια, ἡ πίστη καὶ ὁ πόθος. Ἐξάλλου ἔτσι προσκαλεῖ τοὺς πιστοὺς ὁ ἱερέας «Μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Ἕνας χριστιανός, κι ἂν ἔχει νηστέψει ὅλο τὸ χρόνο, δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνήσει, ἂν δὲν ἔχει ἀγάπη μὲ τὸν πλησίον του. Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ κοινωνοῦν κάθε Κυριακή, σὲ κάθε Θεία Λειτουργία. Δὲν πηγαίνουν στὴ Θεία Λειτουργία γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν ὡραῖα ἄσματα καὶ νὰ εὐφρανθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ κοινωνήσουν, νὰ γίνουν ἕνα μὲ τὸν Χριστό.

Ἡ φυγὴ ἀπὸ τὴν συνεχῆ Θεία Κοινωνία μὲ τὴν δικαιολογία τῆς εὐλαβείας εἶναι φαινόμενο ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ μόνον ὡς «ἐπιζήμιος εὐλάβεια» καὶ «ἀποστροφή». Στὸν Β΄ κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου οἱ ἅγιοι Πατέρες ὀνομάζουν ἀποστροφὴ τὴν φυγὴ ἀπὸ τὴν συνεχῆ Θεία Κοινωνία ἀπὸ δῆθεν εὐλάβεια καὶ ταπεινοφροσύνη καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ τιμωροῦνται ὅμοια μὲ ἐκείνους ποὺ μισοῦν καὶ βλασφημοῦν καὶ σιχαίνονται τὴν ἁγία Μετάληψη. Ἔτσι τὸ διαβάζουμε στὸ ΠΗΔΑΛΙΟ καὶ ἔτσι τὸ λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ συνήθεια τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ἦταν νὰ κοινωνοῦν οἱ Χριστιανοὶ κάθε μέρα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας Μ. Βασίλειος καὶ Ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς παραδίδουν ὅτι κοινωνοῦν τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ρωτοῦσαν πιὸ συγκεκριμένα τὸν Μέγα Βασίλειο κάθε πότε εἶναι καλὸ νὰ κοινωνᾶ κάποιος. Καὶ ἀπαντοῦσε ὅτι τὸ νὰ κοινωνᾶ κανεὶς κάθε ἡμέρα εἶναι καλὸ καὶ ἐπωφελές, διότι ἔτσι ζεῖ. Τὸ λέγει καὶ ὁ Κύριος, «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πί νων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον». Ἡ συνεχὴς αὐτὴ Θεία Κοινωνία εἶναι μία ζωὴ πλούσια καὶ εὐλογημένη, εἶναι «τὸ ζῆν πολλαχῶς».

Ρωτοῦσαν τὸν Ἱ. Χρυσόστομο: «ποιοί κάνουν καλὰ αὐτοὶ ποὺ κοινωνοῦν συχνὰ ἢ αὐτοὶ ποὺ μετέχουν σπάνια;» Καὶ ἀπαντοῦσε: «Ποιούς, λοιπόν, νὰ ἐπαινέσουμε; Ἐκεί νους ποὺ μία φορὰ τὸν χρόνο μετα λαμβάνουν; ἢ ἐκείνους ποὺ μεταλαμ βάνουν πολλὲς φορές; ἢ ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν λίγες; Ὄχι. Οὔτε ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν μία φο ρὰ ἐπαινοῦμε, οὔτε πολλὲς φορές, οὔτε λίγες, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ μεταλ αμβάνουν μὲ καθαρὰ καρδία». Νά, λοιπόν, ποὺ ἡ ἀληθὴς προετοιμασία δὲν εἶναι ἡ νηστεία ἀλλὰ ἡ καθαρὴ καρδία.

Ἡ ἁγία Παράδοση τῶν Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐμφανίζουν τὴν συνεχῆ Θεία Κοινωνία ὅλου τοῦ λαοῦ ὡς ἀναγκαῖο γεγονὸς τῆς χριστιανικῆς ἰδιότητος. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν κοινωνοῦσαν, οἱ ἱερεῖς ζητοῦσαν εὐθύνες. Σήμερα γίνεται τὸ ἀντίθετο. Ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ κοινωνοῦμε τέσσερις φορὲς τὸν χρόνο. Καὶ δὲν φτάνει μόνο αὐτό, ἀλλὰ οἱ πολλοὶ ποὺ ἀπέχουν ἐπιπλήττουν καὶ σχολιάζουν ὅσους μετέχουν τῶν Ἁγίων συχνά. Κατὰ τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀναφέρεται ἕνας κανόνας στὸν ἐκκλησιασμό. Ὁ κανόνας αὐτὸς λέγει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν Θεία Λατρεία ἐπὶ τρεῖς Κυριακὲς ἐν συνεχείᾳ πρέπει νὰ ἀφορίζεται. Στὴν οὐσία λέγει ξεκάθαρα: ἂν δὲν ἔλθει στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ κοινωνήσει ὁ πιστὸς ἐπὶ τρεῖς Κυριακές, ἐν συνεχείᾳ πρέπει να ἀφορίζεται. Ἦταν παγιωμένη ἡ πίστη ὅτι στὴν Θεία Λειτουργία δὲν πηγαίνει κανεὶς γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει ἕνα μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ πιὸ σκληρὰ ἐκφράζεται ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγοντας ὅτι αὐτοὶ ποὺ εἶναι γνήσιοι ἐρασταὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς δὲν πρέπει νὰ πέφτουν στὴν παγίδα καὶ οὔτε νὰ βάζουν βρόχο (θηλιά) στὸ λαιμό τους τὴν «ἐπιζήμιον εὐλάβειαν». Καὶ λέγει «μόνιμα σ’ ἀκούω νὰ λὲς δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ κοινωνήσω καὶ ἀπὸ δῆθεν εὐλάβεια ἀποφεύγεις. Αὐτὸ σοῦ τὸ βάζει “ὁ βαθὺς εἰς πανουργίαν διάβολος” γιὰ νὰ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ πότε θὰ γίνεις ἄξιος; Πότε θὰ παραστήσεις τὸν ἑαυτό σου ἄξιο στὸν Χριστό; Πότε, ἐπιτέλους θὰ μετανοήσεις εἰλικρινὰ καὶ θὰ σταματήσεις νὰ ἀπελπίζεσαι βλέποντας τὰ ὀλισθήματά σου, στὰ ὁποῖα ὅλοι εἴμεθα πεσμένοι; Τὸ μόνο ποὺ συμβαίνει εἶναι νὰ μένεις μακριὰ ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία».

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναλύει τὸ θέμα μὲ τὴν συνεχῆ Θεία Κοινωνία. Πιστεύει πὼς ὁ μοναδικὸς λόγος ποὺ ἀπέχει ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἡ εὐλάβεια, ἀλλὰ μόνον ἡ πνευματικὴ ραθυμία. Ὁ χριστιανὸς παρευρίσκεται στὴν Θεία Λειτουργία, προσκαλεῖται νὰ συμμετάσχει καὶ αὐτὸς φεύγει καὶ δὲν κοινωνᾶ τὸν Χριστό. Εἶναι μία ψυχρὴ ψευτοευλάβεια ποὺ στὴν οὐσία ὑβρίζει τὸν καλέσαντα Κύριο. Ἡ πρόθυμη Θεία Κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μόνο στὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ ἰδίως τὸ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε Θεία Λειτουργία καὶ ἀσφαλῶς ἰδιαίτερα στὶς ἡμέρες τῆς Νηστείας. Αὐτὸς ποὺ ἀποβάλλει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία καὶ τὸν θεωρεῖ ἀνάξιο, τότε καὶ γιὰ τὴν προσευχὴ εἶναι ἀνάξιος. Ὁλόκληρη ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία προετοιμασία, ἕνας κατανυκτικὸς δρόμος γιὰ τὸ τέρμα ποὺ εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία. Τὸ κήρυγμα οἱ ὕμνοι, οἱ προσευχὲς μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς ὁδηγοῦν σὲ μία κάθαρση, σὲ ἕναν φόβο καὶ πόθο Θεοῦ γιὰ νὰ κοινωνήσουμε. Ὁ κύριος σκοπὸς τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν εἶναι νὰ προσευχηθοῦμε,-προσευχόμαστε καὶ στὸ σπίτι μας,- ἀλλὰ εἶναι νὰ κοινωνήσουμε. Ὁ ἱερὸς πατὴρ φθάνει νὰ πεῖ ὅτι τὸ χειρότερο ἁμάρτημα στὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ μὴν ἔχει πόθο καὶ χαρὰ νὰ κοινωνεῖ συνεχῶς. Στὴν οὐσία «ὑβρίζει τὸν Κύριο» καὶ ἀποστρέφεται τὴν θυσία Του.

Δυστυχῶς, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ἔχουμε ἑστιάσει τὸ θέμα τῆς ἁμαρτίας στὸ νὰ μὴν κάνουμε τὸ κακό, νὰ κάνουμε τὸ καλὸ καὶ νὰ ἔχουμε τὸ καλὸ ὄνομα ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖ ἔχουμε ἐγκλωβίσει ἀσφυκτικὰ ὅλη τὴν πνευματική μας ζωή. Ἡ χειρότερη ἁμαρτία μας, ὅμως, εἶναι νὰ μὴν κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ κάνει ἕνα καλοκομεῖο, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς κάνει Ἐκκλησία Του, δηλαδὴ νὰ εἴμαστε τὸ Σῶμα Του, κι αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν συνεχῆ μας μετοχὴ στὸ Ἱερὸ Μυστήριο. Ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία εἶναι δεῖγμα ἔλλειψης ἀγάπης στὸν Χριστό. Χριστιανὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κοινωνᾶ σὲ κάθε Θεία Λειτουργία μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια καὶ γλυκειὰ ἀγάπη. Ἐκεῖ ἑστιάζεται ὅλος ὁ πνευματικός του ἀγώνας. Κέντρο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς του εἶναι πῶς νὰ κοινωνᾶ τὸν Θεὸ συνεχῶς. Ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται μία πάλη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, μὲ τὴν καρδιά του νὰ καίγεται ἀπὸ τοὺς οὐρανίους πόθους καὶ ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας του. Ἀγαπᾶ ὅλους καὶ συγχωρεῖ ὅλους καὶ προσεύχεται γιὰ ὅλους καὶ ἔτσι προσέρχεται κάθε Κυριακή, πάντοτε, σὲ κάθε Θεία Λειτουργία. Δὲν πλησιάζει σὰν ἅγιος, ἀλλὰ σὰν ἁμαρτωλὸς καὶ παίρνει τὸν Ἅγιο Ἄρτο σὰν φάρμακο γιὰ τὴν ἀδύναμη ψυχή του, γιὰ νὰ τὸν ἀναπλάθει ὁ Πλάστης του ἀπὸ τὶς πτώσεις του σὰν ραγισμένο πήλινο σκεῦος ποὺ εἶναι. Καὶ ὅταν εἰσέρχεται μέσα του ὁ Χριστός, τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του, καὶ γίνεται οἶκος Θεοῦ ζῶντος, τότε πληροῦται ἀπὸ ἀγάπης καὶ γλυκασμὸ καρδίας καὶ γίνεται Θείας φύσεως κοινωνός, Χριστοφόρος Ναός.

Καὶ ἔσκυβα καὶ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει δάκρυα μετανοίας καὶ τὸν γλυκύτατο θεῖο πόθο γιὰ νὰ κοινωνῶ συχνά.

Καὶ ἄκουγα τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο νὰ μοῦ λέγει: «Μὴ τοίνυν ῥᾳθυμῶμεν, τοσαύτης ἠξιωμένοι ἀγάπης τε καὶ τιμῆς. Οὐχ ὁρᾶτε τὰ παιδία μεθ’ ὅσης προθυμίας δράσσεται τοῦ μαστοῦ; μεθ’ ὅσης ὁρμῆς ἐμπήγνυσι τῇ θηλῇ τὰ χείλη; Μετὰ τοσαύτης προσίωμεν καὶ ἡμεῖς τῇ τραπέζῃ ταύτῃ, καὶ τῇ θηλῇ τοῦ ποτηρίου τοῦ πνευματικοῦ· μᾶλλον δὲ μετὰ πολλῷ πλείονος ἑλκύσωμεν, ὡς παιδία ὑπομάζια, τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν· καὶ μία ἡμῖν ἔστω ὀδύνη, τὸ μὴ μετασχεῖν ταύτης τῆς τροφῆς. Οὐκ ἔστιν ἀνθρωπίνης δυνάμεως ἔργα τὰ προκείμενα. Ὁ τότε ταῦτα ποιήσας ἐν ἐκείνῳ τῷ δείπνῳ, οὗτος καὶ νῦν αὐτὰ ἐργάζεται. Ἡμεῖς ὑπηρετῶν τάξιν ἐπέχομεν· ὁ δὲ ἁγιάζων αὐτὰ καὶ μετασκευάζων αὐτός».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου