O |
Μέγας Ἀντώνιος στὴν ἀρχὴ τῆς ἀσκητικῆς του πορείας δέχεται φοβερὸ πειρασμὸ ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Γιὰ μεγάλο διάστημα ἔμενε μέσα σὲ ἕναν τάφο καὶ προσευχόταν ἀδιάκοπα, τρεφόμενος μὲ λίγο ψωμὶ καὶ νερὸ ποὺ τοῦ ἔφερναν ἀδελφοὶ Μοναχοί. Μία νύχτα οἱ δαίμονες βλέποντας πόσο καρτερόψυχα ἀσκοῦνταν καὶ τοὺς περιφρονοῦσε ἐμφανίστηκαν μπροστά του καὶ μὲ βιαιότητα ἤθελαν νὰ τὸν παρασύρουν στὸν πειρασμό. Αὐτὸς ὁλόρθος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐκεῖνοι πετάγονταν μακριά του φοβούμενοι τὴν δύναμη ποὺ ἐξέπεμπε. Ὅλη τὴν νύχτα τὸν πολεμοῦσαν ἀνελέητα γιὰ νὰ τὸν ἀπελπίσουν. Αὐτὸς ἦταν ὁ στόχος τους καὶ ἡ μανία τους. Μεταμορφώθηκαν σὲ ἄγρια θηρία, σὲ λιοντάρια καὶ τίγρεις καὶ ἀρκοῦδες καὶ τοῦ ὁρμοῦσαν μὲ τὰ νύχια τους. Ὁ πόλεμος ἦταν σφοδρὸς καὶ ἡ κόπωσή του πολὺ μεγάλη. Προσευχόταν ἀκατάπαυστα καὶ τοὺς κρατοῦσε σὲ ἀπόσταση. Τοὺς ἀπαντοῦσε στὶς προκλήσεις καὶ στὶς βλασφημίες, λέγοντας πὼς ἕνας εἶναι ὁ δυνατός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τοὺς ἐνέπαιζε λέγοντάς τους πὼς δὲν μποροῦν νὰ τοῦ κάνουν τίποτα, γιατὶ εἶναι μαζί του ὁ Χριστός. Μέσα του ὅμως πάλευε πολὺ καὶ εἶχε φθάσει σὲ σημεῖο νὰ ἀπελπιστεῖ ἀπὸ τὸν καταιγισμὸ τῆς κακίας τῶν δαιμόνων. Κάθιδρος καὶ ὁλόρθος, ὅμως, ἔμενε στὴ θέση του. Δὲν ἄντεχε ἄλλο, νόμιζε πὼς καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλειψε. Ὅμως ἄρχισε νὰ ροδίζει ἡ αὐγὴ καὶ τότε ἀπὸ τὴν χαλασμένη στέγη τοῦ τάφου μπῆκαν λίγες ἀκτίνες φωτός. Ἔλαμψε ὁ τόπος ὅλος μὲ φῶς οὐράνιο καὶ τὰ δαιμόνια ἐξαφανίστηκαν. Καὶ παρουσιάστηκε ὁ Χριστὸς ἐνώπιόν του. Ὁ Ἅγιος μὲ ἕνα γλυκὸ παράπονο μικροῦ παιδιοῦ Τοῦ λέγει:
-«Κύριε, ὁλόκληρη νύχτα εἶχα τέτοιο
πόλεμο, εἶχα τόση ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια καὶ Ἐσὺ ποῦ ἦσουν; Γιατί μὲ ἐγκατέλειψες;
Πόσο θὰ ἤθελα νὰ ἦσουν μαζί μου γιὰ νὰ διώξεις τοὺς δαίμονες.».
Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε:
-«Ἐδῶ ἤμουν, δίπλα σου καὶ σὲ βοηθοῦσα.
Δὲν μὲ ἔβλεπες. Φαινόμουν πὼς ἔλειπα, ἀλλὰ τὸ ἔκανα γιὰ νὰ δοκιμάσω πόσο πιστὸς
μοῦ εἶσαι. Δὲν θὰ τὸ κάνω ὅμως ξανά, καὶ οἱ δαίμονες ἀπὸ τώρα καὶ πέρα δὲν θὰ
μποροῦν νὰ σὲ πειράξουν μὲ τέτοιο σκληρὸ τρόπο».
Προσκύνησε τὸν Χριστὸ ὁ Ἅγιος καὶ Τὸν
εὐχαρίστησε. Μία γαλήνη ἁπλωνόταν στὴν καρδιά του. Μία βεβαιότητα πὼς ὁ Θεὸς δὲν
ἐγκαταλείπει τοὺς δικούς Του ποὺ μέρα καὶ νύχτα Τὸν ἐπικαλοῦνται.
Στὸ περιστατικὸ αὐτὸ βλέπουμε τὸν
Μέγα Ἀντώνιο νὰ παλεύει μὲ τὰ θηρία τῶν δαιμόνων. Μέσα στὸν ἀγῶνα του αὐτὸ ζεῖ
καὶ τὴν ἀπελπισία του καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του. Ἡ καρδιά του γνωρίζει τί
πόνο καὶ τί κόπο σήκωνε. Τὸ χειρότερο ἦταν πὼς ζοῦσε μία ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, μία
θεοεγκατάλειψη. Ὁλομόναχος μέσα στὸν τάφο νὰ παλεύει καὶ νὰ μὴν παίρνει μία
πληροφορία τῆς παρουσίας Του. Τί τραγικότητα! Κι ὅμως, ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε, ἀφοῦ
προηγουμένως τὸν δοκίμασε μ’ αὐτὴν τὴν ἐρημία τοῦ ἑαυτοῦ του.
Σ’ ὅλους μας ἀνθρώπινα ἔρχεται αὐτὸ
τὸ παράπονο καὶ ἡ αἴσθηση τῆς θεοεγκατάλειψης, ὅταν περνοῦμε τὶς δύσκολές μας ὧρες.
Στεναχώριες, ἀρρώστιες, ἀποτυχίες, προβλήματα, διάφοροι πειρασμοὶ ἔρχονται νὰ
καταβάλουν τὴν ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς φθάσουν στὰ ὅρια τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς
μοναξιᾶς. Καὶ τότε γονατίζουμε καὶ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ βοηθήσει. Καὶ δὲν
παίρνουμε ἀπάντηση. Ποῦ εἶναι, γιατί δὲν ἀπαντᾶ; Νιώθουμε μία ἐγκατάλειψη καὶ τὴ
φωνὴ τοῦ διαβόλου νὰ μᾶς ψιθυρίζει μὲ μία ἐπίπλαστη αὐτοδυναμία «ποῦ εἶναι ὁ
Θεός σου;» δὲν ξέρουμε ποῦ νὰ πιαστοῦμε καὶ πῶς νὰ πάρουμε κουράγιο. Ἡ ἀπελπισία
δουλεύει ὕπουλα. Καὶ ψάχνουμε γιὰ ἀνθρώπινη στήριξη καὶ δύναμη. Ἀλλὰ ποῦ νὰ τὴν
βροῦμε, ὅταν ὅλοι εἶναι χωμένοι στὸ καβούκι τους καὶ στὴν ἀσφάλεια τοῦ ἑαυτοῦ
τους; Καὶ νιώθουμε πὼς κατεβαίνουμε στὸν Ἅδη, σὲ μία ἀπόγνωση ἀπρόσμενη. Καὶ ὅσο
σκεφτόμαστε τόσο καὶ πιὸ πολὺ βυθιζόμαστε. Ἄραγε γιατί τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεός;
Γιατί λείπει τὴν ὥρα ποὺ Τὸν ἐπικαλούμαστε; Γιατί δὲν ἀκούει τὸ παιδί Του ποὺ
κραυγάζει ἀπεγνωσμένα;
Εἶναι ἀλήθεια πὼς
μὲ μία πρώτη ἀνάγνωση μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς πρόκειται γιὰ μία ἐγκατάλειψη Θεοῦ.
Ἀλλὰ μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε αὐτὸ γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ τὰ πάντα μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη
Του; Εἶναι Πατέρας, εἶναι ὁ δάσκαλος καὶ γιὰ κάποιο λόγο συμπεριφέρεται μ’ αὐτὸν
τὸν τρόπο. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴν τὴν τακτική Του μποροῦμε νὰ βροῦμε τὴν σοφία Του
καὶ τὸν σκοπό Του.
Πολλὲς φορὲς θὰ δεῖς μέσα σ’ ἕνα
σπίτι τὸν πατέρα ἢ τὴν μάνα νὰ κρύβονται τεχνηέντως καὶ τὸ παιδί, ὅταν ἀντιλαμβάνεται
ὅτι λείπουν, ἀρχίζει νὰ τοὺς φωνάζει καὶ νὰ τοὺς ἀναζητᾶ. Καὶ ὅταν δὲν ἀπαντοῦν,
ἡ ἀγωνία τῆς μοναξιᾶς τοῦ παιδιοῦ κορυφώνεται μὲ ἐναγώνιες κραυγὲς καὶ κλάματα.
Τότε ἐμφανίζονται ἀποτόμως μπροστά του καὶ τὸ παιδὶ πέφτει στὴν ἀγκαλιά τους καὶ
μὲ τρυφερότητα ἀγκαλιάζονται σὲ μία χαρὰ καὶ κοινωνία γλυκύτατης ἀγάπης. Οἱ
γονεῖς ἀνανέωσαν γιὰ μία ἄλλη φορὰ τὴν ἀγάπη τους μὲ τὸ παιδί τους καὶ ἀναθέρμαναν
τὴ σχέση τους, ἔστω καὶ μ’ αὐτὸ τὸ δύσκολο παιχνίδι. Ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ μιλᾶ
γιὰ τὸν πνευματικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Ἔχει τὸν σκοπό Του, νὰ
χτίσει τὴν ἀγάπη Του μὲ τὰ παιδιά Του πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ μεγάλη.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιμένει στὴν προσευχὴ
περιμένοντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ δυναμώνει στὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ δείχνει τὴν
πλήρη ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό. Ἐκεῖ φαίνεται ἡ πίστη του, στὴν ἐπιμονὴ καὶ στὴν
καρτερικὴ ἀναμονή. Τὰ γνήσια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ξέρουν τὸν πατέρα τους καὶ δὲν ἀπελπίζονται.
Ἡ προσευχὴ γι’ αὐτοὺς εἶναι μία πάλη μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι ἔλεγε ὁ Χριστὸς «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν
αὐτήν». Εἶναι μία εἰκόνα τῆς ἐποχῆς ποὺ οἱ τελῶναι ὁρμοῦσαν στὰ σπίτια καὶ ἔπαιρναν
τὸν φόρο μὲ τὴν βία. Ἔτσι, μὲ μία ἄλλη βία μεγάλου πόθου καὶ ἀγάπης ὁ χριστιανὸς
παλεύει τὸν Θεὸ καὶ ζητᾶ τὴν εὐλογία Του. Αὐτὴ ἡ βία καὶ ἡ πάλη ἀποδεικνύουν τὴ
γνησιότητα τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰακὼβ τὸ βράδυ ποὺ προσευχόταν ἐναγώνια στὸν
Θεὸ τὸν ἐπισκέφθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ βρέθηκαν σὲ μία πάλη. Ὁ Ἰακὼβ ὁλόκληρη
νύχτα τὸν πάλευε καὶ τὸν νικοῦσε παρακαλώντας τον νὰ τὸν εὐλογήσει. Ἦταν μία
πάλη προσευχῆς γιὰ νὰ νικήσει τὴν ἑπομένη ἡμέρα τὸ μίσος τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ νὰ
δώσει χαρὰ στὸν πατέρα του. Καὶ ἦταν τόσο ἐναγώνιος γι’ αὐτὸ καὶ ἔβαζε τὶς
δυνάμεις του γιὰ νὰ νικήσει.
Πράγματι, ὅταν ἦρθε
τὸ πρωὶ δὲν ἄφηνε τὸν Ἄγγελο νὰ φύγει μέχρι νὰ τοῦ ὑποσχεθεῖ τὴν εὐλογία. Πρᾶγμα
ποὺ ἔγινε. Στὶς δύσκολες τὶς ὧρες μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος νὰ παλεύει στὴν προσευχὴ
τὸν Θεό. Ἂν ὁ Κύριος μὲ τὴν πρώτη λέξη τὰ ἔδινε ὅλα, πῶς θὰ νιώθαμε τὴν χαρὰ τῆς
παρουσίας Του; Δὲν θὰ ἔμοιαζε μὲ πατέρα ποὺ παλεύει μὲ τὰ παιδιά του καὶ ἔτσι ἀγαπιοῦνται
πιὸ πολύ, ἀλλὰ θὰ ἔμοιαζε μὲ ἕναν ὑπάλληλο ποὺ στέκεται δουλικὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ
νὰ μὴν ἀγαπιέται. Αὐτὴ ἡ φαινομενικὴ θεοεγκατάλειψη ἐνεργοποιεῖ τὴν πάλη καὶ τὴν
ἁγία βία τοῦ Θεοῦ καὶ χτίζει τὴν ἀγάπη. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ δύο μαθητὲς πρὸς Ἐμμαούς,
οἱ ὁποῖοι ἐπὶ πολλὴ ὥρα γεύτηκαν τὴν παρηγορία τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοὺς ἄνοιγε
τὶς καρδιὲς καὶ τὶς κατέκαιγε μὲ τὴν χάρη Του. Ὅταν ὁ Κύριος προσποιήθηκε ὅτι
θέλει νὰ φύγει τότε αὐτοὶ «παρεβιάσαντο Αὐτὸν
λέγοντες, μεῖνον μεθ’ ἡμῶν…» Μὲ βία, μὲ τὸ ζόρι Τὸν κράτησαν νὰ μείνει μαζί
τους. Αὐτὴ ἡ βία τῆς προσευχῆς των «μεῖνε
μαζί μας Κύριε», τοὺς ἀξίωσε νὰ κοινωνήσουν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ
καὶ κατόπιν νὰ Τὸν νιώσουν καὶ νὰ Τὸν δοῦν ἀναστημένο. Καὶ βέβαια αὐτὴ ἡ βία
φέρνει τὴν οὐράνια θεωρία τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Ξέρει ὁ Θεὸς γιατὶ κρύβεται ὧρες ὧρες
ἀπὸ τὴν ζωή μας. Γιατὶ Τὸν χάσαμε ἀπὸ τὴν ἀμέλεια καὶ παγωνιὰ τῆς
καθημερινότητας καὶ τὸν σκορπισμὸ τοῦ νοῦ ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀσχολίες μας. Καὶ ἔτσι
Τὸν ξαναβρίσκουμε καὶ Τὸν ἀγαποῦμε.
Ἐξάλλου ἡ ἀπελπισία τῆς φαινομενικῆς
ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ καὶ μία βαθεῖα ταπείνωση στὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀποβάλλει
κάθε ἐγωισμὸ καὶ γήινη προσκόλληση. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ τὴν προσευχὴ μὲ
δύο παραβολὲς καὶ τὴν ἔδεσε μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ταπείνωση. Μία χήρα παρακαλεῖ
τὸν δικαστὴ νὰ τῆς δώσει τὸ δίκιο της καὶ πάει καὶ ἔρχεται καὶ ἐπιμένει παρόλο
ποὺ τὴν διώχνει σκληρά. Καὶ κάποτε δικαιώνεται. Καὶ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ὅταν τοῦ ἦρθε
φιλοξενία καὶ δὲν εἶχε ψωμί, πῆγε βράδυ μεσάνυχτα καὶ ξεδιάντροπα ζήτησε ἀπὸ τὸν
γείτονα. Καὶ τοῦ ἔδωσε. Αὐτὴ ἡ ἁγία ἀναίδεια ἀπέναντι στὸν Θεὸ μὲ τὸ νὰ
προσευχόμαστε σ’Αὐτὸν καὶ νὰ τ’ ἀφήνουμε ὅλα σ’ Αὐτὸν δείχνει τὴν μεγάλη πίστη
καὶ τὴν ἀγάπη. Θέλει νὰ ἔχεις βαθεία ταπείνωση, ὅσο κι ἂν σ’ ἀπογοητεύει ὁ Θεὸς
μὲ τὴν ἀπουσία Του, ἐσὺ νὰ ἐπιμένεις. Κι αὐτὸ τὸ μάθημα, τὴν ταπείνωση στὴν
προσευχὴ καὶ τὴν πίστη μόνο μὲ τέτοιο «κρυφτούλι» τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νὰ τὸ
μάθουμε.
Τέλος, αὐτὴ ἡ θεοεγκατάλειψη μᾶς
μαθαίνει τὴν γλυκύτητα τῆς προσευχῆς. Κι ἂν ἀνοίξουμε ἕνα μυροδοχεῖο γεμίζουμε
μὲ τὴν εὐωδία του καὶ τὴν κουβαλοῦμε πάνω μας. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ πλάθει τὸν
ὄμορφο τόπο τῆς καρδιᾶς μὲ μία εἰρήνη καὶ γαλήνη καὶ γίνεται ἡ προσευχή, ὅπως
λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, πόθος στὸν Θεό, ἀγάπη ἀνεκλάλητος, φαγητὸ οὐράνιο ποὺ
χορταίνει τὴν ψυχή. «Εὐχή, γαλήνη ψυχῆς... Πόθος ἐστὶ πρὸς Θεόν, ἀγάπη ἀνεκλάλητος,
πλοῦτος ἀναφαίρετος, σίτισις οὐράνια κορεννύουσα τὴν ψυχήν». Ἡ φαινομενικὴ ἀπουσία
τοῦ Θεοῦ δίνει αὐτὸν τὸν καρπὸ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀγάπης. Καὶ ὁ Θεὸς κάνει ὅπως
καὶ οἱ γονεῖς ποὺ στεροῦν κάποια πράγματα ἀπὸ τὰ παιδιά τους γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦν
καὶ νὰ χαροῦν τὴν κατάκτησή τους μὲ τὸν ἀγώνα τους. Ποτέ, ὅταν ὅλα δίνονται εὔκολα,
δὲν ἔχουν τὴν χαρά τους. Εἶναι χαρὰ τῆς δημιουργίας. Θέλει κόπο καὶ πόνο γιὰ νὰ
χτίσεις τὴν ἀγάπη μὲ τὸν Θεό.
Συνήθως κινούμαστε μὲ ἕναν κρυμμένο ἐγωισμό, ἀπέχοντας ἀπὸ τὴν
προσευχὴ θεωρώντας τὸν ἑαυτό μας ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο. Πέρα τοῦ ὅτι εἶναι μία ἀπελπισία
τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι καὶ ἕνα πρόσχημα καὶ μία παγίδα γιὰ νὰ μὴν πλησιάσουμὲ
ποτὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μὴ χαροῦμε τὴν εὐλογία τῆς παρουσίας Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς
παλεύει μαζί μας, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀνανήψουμε καὶ νὰ Τὸν ἀποζητήσουμε καὶ νὰ
χαροῦμε τὴν παρουσία Του. Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἂν δὲν κατεβοῦμε στὸν
Ἅδη, δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό.
Καὶ ἔβλεπα τὸν ἑαυτό μου καὶ ἀναλογιζόμουν
πόσες φορὲς δὲν ἔπεσα σὲ μία ἀθυμία καὶ ἀπόγνωση καὶ νόμιζα πὼς μὲ ἐγκατέλειψε ὁ
Θεός. Τώρα κατάλαβα πὼς ἐπίτηδες τὸ ἔκανε ὁ Κύριος γιὰ νὰ μὲ μάθει νὰ παλεύω
μαζί Του, γιὰ νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ἐκφραστεῖ ἡ πίστη μου σ’ Αὐτόν. Ἐξάλλου ἡ
πάλη εἶναι ἕνα ἀγκαλιασμα, μία συνεχὴς περίπτυξη χωρὶς νὰ ἀφήνεις τὸν ἄλλον
μέχρι νὰ τὸν νικήσεις. Αὐτὴ ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα μὲ φέρνει πρόσωπο μὲ
πρόσωπο, καρδιὰ μὲ καρδιά, χέρια μὲ χέρια μ’ Αὐτόν. Εἶναι ἡ πάλη τῶν χεριῶν μου
ποὺ σηκώνονται ἱκετευτικὰ στὸν Θεὸ καὶ Τὸν ἁρπάζουν καὶ μπαίνουν στὴν ἀγκαλιά
Του καὶ γλυκαίνομαι ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου