Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ-23. Αὐτοεγκατάλειψη, Αρχιμαδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 



Διαβάζουμε στὸ Γεροντικὸ πὼς κάποιος γέροντας μοναχὸς ἔμενε σὲ κάποιο εἰδωλολατρικὸ ναὸ ἐγκαταλελειμμένο. Μία ἡμέρα ἦρθαν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ ἔλεγαν:

-«Φύγε ἀπ’ τὸν τόπο μας». Καὶ ὁ γέροντας τοὺς εἶπε:

«Ἐσεῖς οἱ δαίμονες δὲν ἔχετε τόπο».

Καὶ τότε ἄρχισαν οἱ δαίμονες νὰ τοῦ σκορπίζουν ὅλα τὰ ἐργαλεῖα ποὺ εἶχε γιὰ νὰ πλέκει τὰ καλάθια του, τὸ ἐργόχειρό του. Ὁ γέροντας μὲ ὑπομονὴ τὰ μάζευε καὶ τὰ τακτοποιοῦσε. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸν ἔπιασε ὁ δαίμονας ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν σβάρνιζε για νὰ τὸν πετάξει ἔξω. Μόλις ἔφτασε στὴν πόρτα, ὁ γέροντας μὲ τὸ ἄλλο του τὸ χέρι σηκώθηκε, ἔπιασε τὴν πόρτα καὶ φώναζε:

-                «Ἰησοῦ Χριστὲ βοήθησέ με».

Καὶ ἀμέσως ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε. Τότε ὁ γέροντας ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ λέει στὸν Χριστό:

-                «Πῶς μὲ ἄφησες ἔτσι, Κύριε;».

Καὶ τὸν ρώτησε ὁ Κύριος:

-«Γιατί κλαῖς;».

-                «Γιατὶ τολμοῦν», εἶπε ὁ γέροντας «νὰ πιάσουντὸν ἄνθρωπο οἱ δαίμονες καὶ νὰ τὸν μεταχειρίζονται ἔτσι;».

Καὶ γύρισε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ ἀμέλησες, γιατί μόλις μὲ ζήτησες, μόλις μὲ κάλεσες, ἀμέσως σοῦ βρέθηκα».

Ὁ γέροντας τῆς ἱστορίας μας ἦταν ἀγωνιστὴς καὶ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου τὰ περιφρονοῦσε καὶ μὲ ὑπομονὴ καὶ σιγουριὰ ἔκανε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα του. Ὅμως εἶχε ξεγελαστεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο του καὶ ἀμελοῦσε τὴν προσευχὴ καὶ τότε βρῆκε τόπο ὁ διάβολος γιὰ νὰ τὸν πειράξει. Καὶ τὴν ὥρα ἀκόμη τοῦ πειρασμοῦ πάλευε μόνος του μὲ τὶς δυνάμεις του ὑποτιμώντας τὴν δύναμη τοῦ ἐχθροῦ. Πῆρε ὅμως τὸ μάθημά του, ὅτι ἡ δύναμή του βρίσκεται μόνο στὴν προσευχὴ καὶ στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ὅπως ξεκάθαρα διαβάζουμε στὴν Ἀποκάλυψη, ὁ Χριστὸς ἔχει καταισχύνει τὸν διάβολο μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. Τὸν ἔχει συλλάβει καὶ ἁλυσοδεμένο τὸν πέταξε στὴν ἄβυσσο γιὰ χίλια χρόνια. Εἶναι τὸ διάστημα ποὺ ζεῖ ἡ ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ μέχρι τὴν Β΄ Παρουσία Του. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κακὸ στὸν ἄνθρωπο, ἂν δὲν τὸ θέλει ὁ ἴδιος. Καὶ ὁ Κύριος τὸ εἶπε, ὅτι σᾶς δίνω ἐξουσία νὰ πατᾶτε πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ τίποτα νὰ μὴν παθαίνετε. Πρὸ Χριστοῦ εἶχε τὴν δύναμη πάνω στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τώρα εἶναι ἕνα ξεδοντιασμένο γέρικο θηρίο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα. Μᾶλλον πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἐμεῖς πλέον τοῦ δίνουμε ἀξία καὶ ἐμεῖς τοῦ τὴν παίρνουμε. Ὁ πονηρὸς δὲν σταματᾶ νὰ πειράζει, ἀλλὰ τί μ’ αὐτό; Ὁ πόλεμος εἶναι διαρκὴς καὶ ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ ἀριστερῶν, καὶ μόνιμα ἐπισκέπτονται «ἔνδοθεν φόβοι, ἔξωθεν μάχαι». Ὅμως, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐξαρτᾶται ἂν ἐνδώσει καὶ ἁμαρτήσει. Οἱ πειρασμοὶ τὸν φέρνουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό, τὸν ξυπνοῦν ἀπὸ τὸν λήθαργο τὸν πνευματικὸ καὶ τὴν ἀκηδία καὶ τὸν ἐνεργοποιοῦν σὲ πνευματικὸ ἀγώνα. Πιάνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νιώθει τὴν δύναμή Του ζωντανὰ πάνω του. Ὁ Κύριος εἶναι κοντά μας ὅσο μία προσευχὴ καὶ δυναμώνει τὸν εὐχόμενο. Πάντα εἶμαι δυνατός, ἔλεγε ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν μὲ ἐνισχύει ὁ Θεός. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχεις καρδιὰ νὰ ἀγαπᾶς τὸν Θεό, γιὰ νὰ καταφεύγεις σ’ Αὐτὸν στὴν δύσκολη ὥρα. Ἡ ἔνταση τοῦ πειρασμοῦ καὶ ἡ ἀπελπισία μαζὶ μὲ τὸν πανικὸ τῆς δυσκολίας ἀποσυντονίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ καταφεύγει σὲ γήινες λύσεις καὶ λυτρωτὲς ἀνθρώπους γιὰ νὰ πάρει δύναμη ἢ τὸν παίρνει τὸ ποτάμι τοῦ πειρασμοῦ, καθὼς ἀφήνει ἕρμαιο τὸν ἑαυτό του στὴν ὁρμή του.

Ἄραγε γιατί νὰ μὴν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ προσευχηθεῖ μετὰ δακρύων στὸν Χριστὸ τὴν ὥρα τὴν δύσκολη καὶ καταφεύγει σὲ ψεύτικα δεκανίκια; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία, ὅτι δὲν προσεύχεται ἀδιαλείπτως. Δὲν ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ δὲν προσεύχεται ὅλο τὸν ἄλλο καιρό. Ἡ ἀγάπη μας στὸ Χριστὸ εἶναι ἕνα κυνήγι συνεχοῦς καὶ ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ἀφοῦ αὐτὴ φέρνει τὸ Χριστὸ κοντά μας καὶ μᾶς προστατεύει. Κι ὁ διάβολος, ὅταν βλέπει ἕναν Χριστιανὸ νὰ προσεύχεται συνεχῶς, τὸν φοβᾶται καὶ φεύγει πολὺ μακριά. Αὐτὸς ποὺ στὴν ζωή του κρατιέται συνεχῶς ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ ζεῖ τὸν γλυκασμὸ τῶν ἀγγέλλων, καὶ στὴν δύσκολη ἀκόμη στιγμὴ στὸν Χριστὸ καταφεύγει σὰν ἕνα φυσικὸ ἐπακόλουθο. Εἶναι ἡ ἀγκάλη τοῦ Πατέρα, ὅπου καταφεύγει. Ζεῖ στὸ πνευματικὸ κλίμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα σ’ Ἐκεῖνον ἀνάγονται. Ὅπως τὰ πουλιὰ ζοῦν στὸν ἀέρα καὶ τὰ ψάρια στὸ νερό, ἔτσι καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσευχή. Καὶ ὅταν λέμε προσευχὴ ἐννοοῦμε νὰ ἔχουμε τὴν σκέψη μας στὸν Θεὸ καὶ ὅλα νὰ τὰ κάνουμε μὲ τὴν εὐλογία Του καὶ ἡ καρδιά μας νὰ μιλᾶ μόνιμα στὸν Χριστὸ γιὰ ὅλα. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ προστασία, ἀλλὰ καὶ ἡ εἰρήνη. «Ἡ ψυχή μου», ἔλεγε ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος «δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπαυθεῖ παρὰ μοναχὰ κοντά Σου, Κύριε». Καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ Τοῦ ἔλεγε «Μικρὸ εἶναι τὸ παλάτι τῆς ψυχῆς μου, Κύριε. Μεγάλωσὲ τὸ Ἐσύ, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ εἰσέλθεις μέσα σ’ αὐτήν…Γιατὶ χωρὶς Ἐσένα δὲν εἶμαι τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ ὁδηγὸς τῆς καταστροφῆς μου».

Ἡ ἔλλειψη καὶ ἡ ἀμέλεια τῆς προσευχῆς στὴ ζωή μας εἶναι στὴν οὐσία μία αὐτοεγκατάλειψη. Δὲν μποροῦμε νὰ παραπονεθοῦμε στὸν Θεὸ πὼς εἶναι μακριὰ καὶ δὲν μᾶς βλέπει. Μά! δὲν Τὸν ἐπικαλούμαστε καὶ δὲν Τὸν ζητοῦμε στὴ ζωή μας. Μπορεῖ νὰ ξέρει τὶς ἀνάγκες μας καὶ νὰ βλέπει τὴν δυσκολία μας, ἀλλὰ περιμένει νὰ Τοῦ καταθέσουμε τὴν ἐλευθερία μας μὲ τὴν πρόσκληση τῆς προσευχῆς μας. Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ, ἀλλὰ σέβεται καὶ τὴν ἐλευθερία μας. Μᾶς δίνει ὁ Θεὸς ἀγάπη καὶ ἐλευθερία, τὰ ὁποῖα μόνο Αὐτὸς ὡς Θεὸς μπορεῖ νὰ τὰ συνταιριάξει μὲ μία ἀρίστη ἐπικοινωνία μαζί μας. Ἡ ἀγάπη Του τὸν ὠθεῖ νὰ ἐπέμβει γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὸν πειρασμὸ ἀπρόσκλητος, ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία τὸν δεσμεύει γιὰ νὰ μὴ μᾶς καταντήσει σὰν ἄβουλα πρόβατά Του. Καὶ μέσα σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ περιμένει τὴν καρδιά μας. Στὴν προσευχὴ δὲν θὰ Τοῦ ποῦμε τί νὰ μᾶς δώσει, ἀλλὰ θὰ ποῦμε μόνο ἕνα «Κύριε ἐλέησον», μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν θέληση τῆς καρδιᾶς μας. Καὶ ἀρκεῖ. Αὐτὸς ξέρει τί χρειαζόμαστε καὶ θὰ τὸ δώσει. Ἐμεῖς ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας, ντρεπόμαστε νὰ ποῦμε προσευχὴ καὶ νὰ σηκώσουμε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ποῦμε «Χριστέ μου, βοήθει μοι». Εἶναι ὁ ἐγωισμὸς καὶ τὸ πεῖσμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἐμπιστοσύνη στὶς δυνάμεις του καὶ τοῦ κακοφαίνεται καὶ γκρινιάζει ποὺ βρίσκεται στὴν δύσκολη αὐτὴ ὥρα καὶ πεισμώνει νὰ τὰ βγάλει πέρα μόνος του καὶ νὰ νικήσει. Χρειάζεται ταπείνωση ἡ καρδιὰ γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ δακρύζει καὶ νὰ μιλᾶ στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζητᾶ βοήθεια. Κι ἂν δὲν εἴμαστε καλά, κι ἂν βλέπουμε τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὴ θλίψη καὶ τὴ στεναχώρια νὰ μᾶς βαραίνουν, εἶναι γιατὶ δὲν ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ δύναμη καὶ βοήθεια. Εἶναι ἡ πνευματική μας αὐτοεγκατάλειψη.

Νομίζουμε ὅτι μποροῦμε πολλὲς φορὲς μὲ τὶς δικές μας προσπάθειες καὶ μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις νὰ τὰ βγάλουμε πέρα, ἐνῶ πόσο ὄμορφο εἶναι ταπεινὰ νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό. Νομίζουμε ὅτι, ἂν κάνουμε κάποιες ἐνέργειες, θὰ γλυτώσουμε κάποια προβλήματα, θὰ τακτοποιήσουμε κάποιες ὑποθέσεις, θὰ τακτοποιήσουμε τὰ παιδιά μας, καὶ δὲν μάθαμε νὰ γονατίζουμε καὶ νὰ ἀναθέτουμε στὸν Θεὸ Αὐτὸς νὰ φροντίσει. Τρέχουμε, κάμουμε δουλειές, πολεμοῦμε ὁλημερὶς κι ὁλονυχτίς, καὶ δὲν βγάζουμε ἄκρη καὶ δὲν βλέπουμε ἀποτελέσματα, γιατί δὲν προσευχόμαστε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ ἑαυτοῦ μας στὶς δυνάμεις μας.  Καὶ ἄκουγα τὴν ἱστορία αὐτὴ μέσα μου καὶ δύο πράγματα μοῦ ἔμεναν: ἕνας ἔλεγχος καὶ μία ἐλπίδα. Νιώθω νὰ ἐλέγχομαι ποὺ ἔχω ἕναν τόσο δυνατὸ Πατέρα, τὸν Χριστό μου, καὶ δὲν Τὸν ἐπικαλοῦμαι στὶς δύσκολες τὶς ὧρες μου. Ἔβλεπα τὸν μεγάλο γίγαντα τῆς λήθης νὰ μὲ πατᾶ καὶ νὰ ἀμελῶ καὶ νὰ λησμονῶ τὴν προσευχή μου, σὰν νὰ κόβω τὸ ὀξυγόνο ἀπὸ τὰ πνευμόνια μου. Εἶπα πὼς μέσα στὴν καρδιά μου θὰ θρονιάσω τὸ «ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἁπλὴ εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Καὶ μία χαρὰ ἀναμεμειγμένη μὲ τὴν ἐλπίδα ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καρδιά μου, πὼς δίπλα μου στέκει ὁ Θεὸς καὶ μὲ στηρίζει, ἀρκεῖ νὰ Τοῦ τὸ ζητῶ καὶ νὰ Τὸν ἐπικαλοῦμαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου