Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

22. Ἡ κοίμηση τοῦ Ἁγίου, -ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ-Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 



Τ

ὸν πρῶτο αἰῶνα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ῥώμης ἕνας Ἐπίσκοπός της λεγόταν Πρόβος. Ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος καὶ εἶχε μαρτυρία Χριστοῦ μὲ τὴ ζωή του καὶ μὲ τὸ λόγο του. Ὁ ἅγιος Πρόβος, ὅταν ἔφτασε στὰ βαθιὰ γεράματα, ἀρρώστησε καὶ κατάλαβε πὼς ἔφευγε ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωή. Γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ἀπὸ τὴν ἐπιθανάτιο κλίνη του, μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἱερεῖς, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὥρα ἐκείνη τοὺς ἄφηνε ὡς παρακαταθήκη τὰ τελευταῖα του λόγια, ποὺ ἦταν ὅλη του ἡ ἁγιοσύνη, ἡ ἀγάπη του στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Ἐνῶ ἦταν ἐξαντλημένος καὶ εἶχε πάει πιὰ βαθιὰ μεσάνυχτα λέγει σ’ ὅσους ἦταν ἐκεῖ:

     «Πᾶτε παραδίπλα, πᾶτε στὴν κουζίνα νὰ πάρετεκάτι νὰ φᾶτε, εἶστε τόσες ὧρες κοντά μου, πᾶτε λίγο νὰ ἐνισχυθεῖτε».

Πῆγαν γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν λίγο καὶ ἄφησαν ἕναν μικρό, ἕνα παιδάκι, γιὰ νὰ προσέχει τὸν παπποὺ τὸν Ἐπίσκοπο, ὥστε, ἂν χρειαστεῖ, νὰ τρέξει νὰ τοὺς φωνάξει. Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ μικρὸς καὶ ὁ Ἐπίσκοπος γέροντας, ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ μπαίνουν μέσα στὸ δωμάτιο πολλοὶ ἅγιοι, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἄλλοι ἅγιοι Ἐπίσκοποι, ἄγγελοι καὶ εὐωδίαζε ὁλόκληρο τὸ δωμάτιο. Τρόμαξε ὁ μικρὸς καὶ λέει:

     «Γέροντα, ποιοί εἶναι αὐτοὶ ποὺ μπῆκαν μέσα;».

Τοῦ λέει ὁ Ἐπίσκοπος:

     «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου, ἦρθαν νὰ μὲ πάρουν,δὲν βλέπεις; Νά! αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Μὴ φοβᾶσαι. Νά! αὐτοὶ εἶναι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μὲ ὑποδέχονται, φεύγω ἀπὸ αὐτὴν τὴ γῆ».

Καὶ ἐνῶ ἔλεγε τοῦ μικροῦ αὐτὰ καὶ τοῦ χάιδευε τὸ κεφάλι, τότε ὁ γέρων Ἐπίσκοπος παρέδωσε τὴν ψυχή του. Ὁ μικρὸς ἔβλεπε νὰ παίρνουν τὸν ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸ χέρι, νὰ ἀνοίγουν τὴν πόρτα καὶ νὰ φεύγουν. Τρόμαξε ἀκόμη πιὸ πολύ, ἔτρεξε καὶ πῆγε στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς λέγει:

     «Τρέξτε πάνω, γέμισε τὸ δωμάτιο ἀπὸ παπποῦδες, ἀπὸ ἁγίους, ἐλᾶτε νὰ δεῖτε».

Ἀνέβηκαν καὶ βρῆκαν τὸν ἅγιο Ἐπίσκοπο, τὸν Πρόβο, νὰ εἶναι στὸν ὕπνο τῆς μακαριότητος. Εἶχε φύγει ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸ σῶμα, στὸ πρόσωπό του διαγραφόταν μὲ μία γλυκύτητα τὸ χαμόγελο τῆς αἰωνιότητος, ἐξέπεμπε ἕνα φῶς καὶ μία εὐωδία. Τὸν προσκύνησαν, τὸν ἀσπάστηκαν καὶ εἶπαν πὼς στ’ ἀλήθεια οἱ ἅγιοι ἦρθαν καὶ τὸν πῆραν, οἱ ἄγγελοι, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους:

     «Ἐμεῖς δὲν ἤμασταν ἄξιοι νὰ ζήσουμε τὴν εμπειρία αὐτή, μόνο ὁ μικρὸς αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὴν πραγματικότητα, εἶναι ἅγιο παιδάκι καὶ ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς ὁράσεως».

Ἡ ἐμπειρία τῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου Πρόβου εἶναι ὄντως παρηγορία, ὅταν σκεπτόμαστε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ μὲ τὴν πίστη, τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀγάπη τους. Ἀνέβηκαν στὸν οὐρανὸ ὅπου εἶναι ἡ πολιτεία τῶν Ἁγίων, ὁ Παράδεισος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Οὐρανὸς εἶναι σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὴ γῆ καὶ ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴν στρατευομένη. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Οὐρανοῦ εἶναι χώρα ζώντων, ὅπου βασιλεύει ὁ Ἀναστημένος Χριστός, καὶ μᾶς νοιάζεται καὶ προσεύχεται καὶ μᾶς ἀναμένει στὴν δόξα ποὺ ἡ ἴδια ζεῖ. Περιμένει τοὺς δικούς της καὶ τοὺς συνοδεύει στὸ ταξίδι τους γιὰ τὸν οὐρανό. Πολὺ ἐκφραστικὴ εἶναι ἡ ἐπιθανάτια αὐτὴ θέα τῆς οὐρανίου Πολιτείας, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι ἐπισκέπτονται τὸν ἐκλεκτό της καὶ μὲ χαρὰ τὸν ὁδηγοῦν στὰ οὐράνια σκηνώματα. Αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε ὁ Ἅγιος τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγε ἡ ψυχή του, τὰ ἔβλεπε καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ μὲ τὴν ἀθωότητά του, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἀληθινὸς μάρτυρας τῆς ἁγιοσύνης τοῦ ἐπισκόπου καὶ τῆς αἰωνιότητος.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἑνὸς ἁγίου καὶ δικαίου ἀνθρώπου, οἱ συγγενεῖς ζοῦν μία ἔντονη ἀγωνία καὶ φόβο, ὅμως αὐτὸς ζεῖ τὴν θέα τοῦ οὐρανοῦ, βλέπει τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους, ζεῖ μία γαλήνη καὶ χαρὰ καὶ βλέπει πρόσωπο μὲ πρόσωπο τὸν Χριστό. Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ ἡ ψυχή του ξεκολλᾶ ἀπὸ τὸ γήινο σῶμα καὶ γεννιέται στὸν νέο κόσμο. Ὅπως τὸ βρέφος ποὺ γεννιέται ἔρχεται στὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ ὑγροῦ τάφου ποὺ ζοῦσε, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος εἶναι μία καινούργια γέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ λυπηρὰ στὰ εὐχάριστα, ἀπὸ τὰ γήινα στὰ οὐράνια.

Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διφυής, μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, πῆρε χῶμα, τὸ ἔκαμε πηλὸ καὶ ἔπλασε ἕνα ὄμορφο σῶμα ποὺ δὲν εἶχε ὅμως ζωή. Τότε ἔσκυψε καὶ φύσηξε τὸν Ἀδὰμ στὸ στόμα καὶ τοῦ ἔδωκε τὴν ψυχή, πνοὴ ζωῆς. Ἔτσι ἔγινε ὁ Ἀδὰμ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωση. Τί εἶναι ψυχή; Εἶναι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ὁμοιάζουμε μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ σκεπτόμαστε, ἀγαπᾶμε, μιλᾶμε. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ κατοικεῖ στὸ πήλινο σῶμα μας μὲ μία ἄρρηκτη ἑνότητα. Ἡ ψυχὴ δίνει ζωὴ στὸ σῶμα καὶ ὑπάρχει καὶ στὸ πιὸ τελευταῖο κύτταρο. Αὐτὴ βλέπει, αὐτὴ ἀκούει, αὐτὴ γεύεται, αὐτὴ περπατᾶ μὲ ὄργανο ἔκφρασής της τὸ σῶμα. Καὶ ἔρχεται ὁ θάνατος μία ἡμέρα καὶ ὁ φυσικότατος αὐτὸς δεσμὸς τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα σπάει «ἐκ τῆς ἁρμονίας καὶ τῆς συμφυΐας» μὲ τὴν θέληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὅπως τὸ σκουλήκι γεννιέται ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τρώει τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ αὐτὸς καταργεῖ τὴν ἁμαρτία. Δόθηκε στὸν ἄνθρωπο, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μὴ γίνει τὸ κακὸ ἀθάνατο. Ἔτσι, ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι ἡ κοινὴ μοῖρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ἐξαιτίας τῆς Ἀνάστασης ὁ θάνατος δὲν ἔχει πλέον καμιὰ δύναμη, διότι εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Οὐράνια Βασιλεία. Ὁ ἄνθρωπος δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο, διότι πατήθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κυβερνᾶ. Καὶ ὅταν κανεὶς βρίσκεται μπροστὰ στὸ θάνατο ἀνθρώπου δικοῦ του, τὸν νοῦ στὸν οὐρανὸ τὸν μεταθέτει. Ὁ ἄνθρωπος του ποὺ πέθανε δὲν εἶναι πλέον στὸ νεκρὸ σῶμα ποὺ ἀρχίζει νὰ ἀποσυντίθεται καὶ λειώνει μέσα στὸ χῶμα. Ὄχι, ἔχει φύγει καὶ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ στὸν Θεό. Ἄφησε στὴ γῆ τὸ πήλινο λαγήνι ποὺ εἶναι χῶμα, τὸ σῶμα του, καὶ στὸ χῶμα καταλήγει. Ὅπως κανεὶς βγάζει τὸ παλιό του τὸ ροῦχο καὶ τὸ ρίχνει στὸ χῶμα καὶ ὅπως κάποιος γκρεμίζει τὸ παλιό του σπίτι καὶ ὁ ἴδιος βγαίνει ἀπὸ μέσα, ἔτσι καὶ στὸν θάνατο ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τὸ σῶμα του, ποὺ εἶναι τὸ ροῦχο του καὶ τὸ σπίτι του ἐδῶ στὴ γῆ καὶ φεύγει. Κι αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ σπέρνεται στὴ γῆ μία μέρα θὰ καρπίσει, θὰ ἀναστηθεῖ στὴν Β΄ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία ἑνωμένο καὶ πάλι μὲ τὴν ἀθάνατη ψυχή.

Ὁ θάνατος πλέον δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ ἡ πόρτα γιὰ τὸν Οὐρανό. Μὲ τὸν Χριστὸ ὁ πιστὸς δὲν φοβᾶται τὸν πρῶτο αὐτὸ θάνατο, τὸν σωματικό, ἀλλὰ φοβᾶται τὸν πνευματικὸ ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Αὐτὸς ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ νὰ τὸν πάει αἰώνια στὴν κόλαση. Σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ φοβοῦνται τὶς μάσκες, ἔτσι τρομάζουν καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν θάνατο. Μία μάσκα ἦταν καὶ τὴν ἔσκισε ὁ Χριστός. Καὶ ἔτσι, ὅταν βλέπεις ἕναν δίκαιο νὰ πεθαίνει, μὴν κλάψεις χωρὶς ἐλπίδα καὶ μὲ ὀλιγοπιστία ὅτι χάθηκε, ἀλλὰ μὲ χαρά, γιατὶ ἔφυγε στὸν οὐρανὸ καὶ μία μέρα θὰ τὸν ἀνταμώσεις. Καλύτερα ἂς κλάψουμε γιὰ ὅλους ποὺ εἶναι ζωντανοί, ἀλλὰ κουβαλοῦν τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας μέσα τους. Αὐτοὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν προσευχῶν μας, γιὰ νὰ τοὺς δώσει ὁ Κύριος μετάνοια καὶ ἀνάσταση πνευματική.

Καὶ ἔβλεπα τὴν πίστη μου νὰ δυναμώνει καὶ τὴν ἐλπίδα μου νὰ θεριεύει μπροστὰ στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ οὐρανοὶ εἶναι ἀνοικτοί, οἱ δώδεκα πύλες τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς Οὐρανίας Βασιλείας, δὲν κλείνουν ποτὲ καὶ οἱ Ἄγγελοι ὑποδέχονται τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀνεβαίνουν καὶ εἰσέρχονται στὴν Χρυσὴ Πόλη, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ ὁ Υἱός Του εἶναι ὁ Ναός, ὅπως τόσο μεγαλόπρεπα τὰ περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ποὺ τὰ εἶδε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου