Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Τὸ χάρισμα τῆς προσευχῆς, 26. ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, Αρχιμανδρίτου Σεβαστιανού Δ. Τοπάλη

 



O

Στάρετς Σαμψών († l979) παρακινοῦσε τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ παρακαλοῦν ἐπίμονα τὸν

Θεὸ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ χαρίσματος τῆς προ σευχῆς λέγοντας: “Δίδαξέ με, Κύριε, νὰ προσεύχομαι. Δὲν ξέρω νὰ προσεύχομαι”.

“Μερικὲς φορές”, συμπλήρωνε ὁ στάρετς, “τὸ μυστικὸ αὐτὸ μᾶς ἀποκαλύπτεται στὴ Θεία Λειτουργία, ὅταν κοινωνοῦμε».

Γνώρισα, ἔλεγε, ἕναν ἱερέα ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ μάθει νὰ προσεύχεται. Κάποτε, λοιπόν, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνοῦσε, πῆρε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι, τὸ ἔβαλε πάνω στὸ δεξί καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει, ὅπως συνήθως, τὴν εὐχή: «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ..».. Ὅταν τελείωσε, κι ἐνῶ ἀπὸ τὰ μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα, ἄρχισε νὰ παρακαλᾶ θερμά: «Μάθε με, Κύριε, νὰ προσεύχομαι. Δὲν ἔμαθα ἄκομα νὰ προσεύχομαι. Μόνο διαβάζω τὶς εὐχές».

Ἀμέσως, καθὼς ὁ ἴδιος διηγήθηκε, τὸ πρόσωπό του φωτίστηκε ἀπὸ ἕνα ἀόρατο φῶς καὶ μέσα του ἄνοιξε ἕνας ἄλλος νοῦς. Ἄρχισε τότε νὰ διαβάζει γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ «Πιστεύω, Κύριε...», χωρὶς νὰ σηκώνει τὰ μάτια ἀπὸ τὸ δεσποτικὸ Σῶμα. Τὸν πλησιάζει ὁ διάκος καὶ τοῦ λέει: «Πάτερ, ὁ κόσμος περι μένει».

Τὸ κοινωνικὸ εἶχε τελειώσει, ἀλλὰ ὁ ἱερέας, ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσε, δὲν μποροῦσε νὰ συνέλθει. Στε κόταν σὰν νὰ τὰ εἶχε χαμένα, σὰν στήλη ἅλατος. Καὶ τοῦτο, γιατὶ κατάλαβε τί εἶναι ἡ προσευχή. Ἔνιωσε πὼς ἀναστήθηκε. Ἀπὸ τότε ἔκλαιγε ἀσταμάτητα. Καὶ ποτὲ πιὰ δὲν μπόρεσε ν’ ἀτενίσει τὸ πανάχραντο Σῶμα τοῦ Κυρίου χωρὶς δάκρυα.

Ἡ διήγηση αὐτὴ εἶναι μία γλυκειὰ παρηγορία καὶ ἕνα μήνυμα, ὅταν βρισκόμαστε σὲ μία ἐρημία πνευματικὴ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ τόπος τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ, καὶ τὸ πρῶτο μάθημα ποὺ μαθαίνουμε εἶναι πῶς νὰ προσευχόμαστε. Ἡ προσευχὴ εἶναι ὄντως μία καταφυγὴ στὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ, γιὰ ἐνίσχυση στὴ φτώχεια τῆς καρδιᾶς μας.

Ἡ Θεία Κοινωνία δὲν εἶναι τὸ βραβεῖο τῶν τελείων, ἀλλὰ εἶναι τὸ φάρμακο τῶν ἀσθενῶν ἑαυτῶν μας. Κοινωνοῦμε ὄχι γιατὶ τὸ δικαιούμαστε, ἀλλὰ γιατὶ θέλουμε νὰ λάβουμε ζωντανὰ μέσα μας τὸν Χριστό, τὸν δάσκαλό μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐμπνεύσει καὶ νὰ μιλήσει μέσα μας, νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ εἰρηνεύσει τὴν ψυχή μας ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ τὴν ἐρημώνουν. Ἔλεγε ὁ Ἱ. Χρυσόστομος στοὺς Χριστιανοὺς πὼς τὰ πάθη μέσα μας ὁμοιάζουν μὲ ἄγρια θηρία, ποὺ καταξαίνουν μὲ τὰ νύχια τους τὴν πνευματικὴ ὑπόστασή μας, ὁμοιάζουν φαρμακερὰ φίδια ποὺ μᾶς δηλητηριάζουν τὰ σωθικά μας. Καὶ ποιό εἶναι ἐκεῖνο τὸ ποτὸ καὶ τὸ φάρμακο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς γιατρέψει; Καὶ ἔλεγε πὼς εἶναι μόνο ἕνα, τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ πάρουμε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Μυστήριο. Εἶναι τὸ μόνο φάρμακο ἀθανασίας καὶ αἰωνιότητος. Τότε ποὺ ὁ πειρασμὸς χτυπᾶ καὶ τότε ποὺ ἡ ἀπελπισία μᾶς χαρακώνει καὶ τὰ ἀδιέξοδα μᾶς ἀποσυντονίζουν, τότε ἀκόμη πιὸ πολὺ νὰ κοινωνοῦμε τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ζοῦμε τὴν λύτρωση. Καὶ ὅπως τὸ λαγήνι τὸ πήλινο, ὅταν ραγίζει, ὁ πλάστης τὸ ἐπισκευάζει, ἔτσι καὶ στὸν χριστιανό, ποὺ τὸ ἀνθρώπινό του σκεῦος τραντάζεται ἀπὸ ρήγματα καὶ ἀπὸ τὴ φθορά, ὁ Πλάστης ὁ Χριστός, ποὺ εἰσέρχεται μέσα του ἐν εἴδει Ἄρτου καὶ Οἴνου, τὸν ἀναπλάθει.

Ἔτσι καὶ ἐδῶ στὸ περιστατικό μας ἀπὸ τὸ σύγχρονο Γεροντικό, ὁ ἁπλὸς ἱερέας ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ μάθει τὸν δρόμο τῆς προσευχῆς. Ποιός μπορεῖ νὰ τοῦ τὸ μάθει καὶ ἰδιαίτερα σὲ ποιά ὥρα καὶ στιγμή; Εἶναι ἡ πιὸ συνταρακτικὴ στιγμὴ τῆς Θείας Λειτουργίας ὅπου ὁ Ἱερέας ἐκφωνεῖ «τὰ Ἅγια τοῖς ἁγίοις» καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἅγιο Ἀμνὸ καὶ Τὸν ὑψώνει. Τὰ Ἅγια ἀνήκουν στοὺς ἁγίους κι αὐτὸς νιώθει τόσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἐλλιπής. Τότε εἶναι ἡ ὥρα ποὺ κρατᾶ στὰ χέρια του τὸν Δεσπότη τῶν πάντων, ποὺ ἀγκαλιάζει τὸν Ἀχώρητο Θεό. Τότε μπορεῖ νὰ Τοῦ πει τὴν μεγάλη του ἀδυναμία γιὰ νὰ τὸν γιατρέψει. Καὶ ὁ Θεὸς κάνει τὸ θαῦμα Του καὶ τὸν γεμίζει ὅλο φῶς ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα του.

Τὴν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ, τότε ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ ἱερέας «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» γίνεται τὸ θαῦμα. Κατέρχεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ μεταποιεῖ τὸν προσφερόμενο ἄρτο σὲ Σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸν οἶνο σὲ Αἷμα Χριστοῦ. Τότε στὴν ἐπίσκεψη αὐτὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἡ πιὸ ὄμορφη ὥρα, γονατιστοὶ νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δύναμη καὶ τὴν λύτρωση τῶν πιὸ σπουδαίων θεμάτων μας. Ἐπίσης, ἡ ὥρα τῆς ὑποδοχῆς τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Θεία Κοινωνία μέσα στὴν ὕπαρξή μας εἶναι ἡ ὥρα ποὺ γινόμαστε ὁλόκληροι πῦρ. Τότε ποὺ μπαίνει στὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας ὁ Χριστὸς Τοῦ ζητᾶμε νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ κάποιες ἰδιαίτερες δυσκολίες. Ὅμως, τὴν πιὸ μεγάλη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας τὴν βρίσκουμε κυρίως στὸ θέμα τῆς προσευχῆς. Δὲν γνωρίζουμε νὰ προσευχόμαστε. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ μάνα ποὺ γεννάει ὅλες τὶς ἀρετές. Ἡ προσευχὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ γνώση τοῦ προσώπου μας καὶ στὴν ἀληθινὴ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν ἀδελφό μας. Αὐτὸς ποὺ δὲν προσεύχεται εἶναι ἔρημος καὶ φτωχός. Ἡ Θεία Λειτουργία μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς μάθει τὸ μάθημα αὐτό. Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ Τὸν ρώτησαν πῶς νὰ προσεύχονται καὶ τότε τοὺς δίδαξε τὴν Κυριακὴ προσευχή, «τὸ Πάτερ ἡμῶν…». Ἂν ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ διαρκὴς ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὸς μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς μάθει νὰ προσευχόμαστε.

Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀρετή, ἡ πιὸ δύσκολη ἀρετὴ ποὺ χρειάζεται πολὺ κόπο γιὰ νὰ τὴν μάθεις. Ἀκόμη καὶ μέσα στὴ Θεία Λειτουργία χώνεται ὁ ταραχοποιὸς δαίμονας γιὰ νὰ ἀναστατώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ μὴ βρεῖ ἡσυχία ἀπὸ τὸν συρφετὸ τῶν σκέψεων καὶ τῶν πειρασμῶν ποὺ τὸν τραντάζουν. Ξέρει ὁ ἀντίδικος ὅτι μέσα στὴ Θεία Λειτουργία μαθαίνει ὁ πιστὸς νὰ προσεύχεται, γι’ αὐτὸ καὶ βάζει σκοντάμματα καὶ ἀποσυντονισμό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερέας μὲ τὴν αἴτησή του «Ἄγγελον εἰρήνης...» ζητᾶ οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἰρηνεύσει τὴν καρδιὰ τὴ δική του καὶ τοῦ κάθε πιστοῦ, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ ἀφοσιωθοῦν στὴν προσευχή. Εἶναι ἕνα συμμάζεμα τοῦ νοῦ καὶ μία ἀγωνία ποὺ ἐκφράζεται μὲ μία προσευχὴ πρὶν τὴν προσευχή, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «Κύριε ἐπισυνάγαγέ μου τὸν διασκορπισμένον μου νοῦν καὶ φώτισόν μου τὸ σκότος». Ὅμως, ἡ προσευχὴ εἶναι ἀποκάλυψη καὶ φῶς Χριστοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἂν δὲν φωτιστεῖ. Μία εὐχὴ τοῦ Ὄρθρου ποὺ διαβάζει ὁ ἱερέας, ὁμολογεῖ τὴν ἀδυναμία του, ὅτι δὲν δύναται νὰ προσευχηθεῖ, ἂν δὲν τὸν ὁδηγήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος λέγει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς μαθαίνει νὰ προσευχόμαστε μὲ ἀλαλήτους στεναγμοὺς καὶ νὰ νιώθουμε καὶ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας.

Τὸ χάρισμα τῆς προσευχῆς ἀποκαλύπτεται στὴ Θεία Λειτουργία καὶ κυρίως, ὅταν κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ εἶναι τὸ κέντρο ὅλης τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καὶ τῆς ἐν Κυρίῳ χαρᾶς. Ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ Ἄγγελοι παρίστανται, ἐκείνη τὴν ὥρα τελεῖται τὸ θαῦμα. Κατεβαίνει ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν καὶ τελεῖ τὸ Μυστήριο καὶ παραθέτει τὸν ἑαυτό Του σὲ βρώση τῶν πιστῶν. Τί μεγαλεῖο! Ἕνας Θεὸς ποὺ δὲν Τὸν χωροῦν τὰ σύμπαντα χωράει ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ κατοικεῖ στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν. Ἐνώπιον τοῦ Ἱερέως εἶναι ὅλος ὁ Χριστὸς καὶ διαμελίζεται καὶ διαιρεῖται σὲ τεμάχια γιὰ νὰ δοθεῖ στοὺς πιστούς. Καὶ κάθε μαργαρίτης ποὺ εἰσέρχεται στὸν πιστὸ εἶναι καὶ πάλι ὅλος ὁ Χριστός. Καὶ λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἕνας ποταμὸς χρυσός, ποὺ κατακλύζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει ὅλο χρυσάφι καὶ φῶς. Σκέψου τὴν ὥρα ποὺ καίγεται ὁ χρυσὸς καὶ βράζει, νὰ ἔβαζε κάποιος τὴ γλῶσσα του, τὸ χέρι του, τὸ πόδι του, θὰ ντυνόταν τὸν χρυσό, θὰ γινόταν ὅλος χρυσός. Ἔτσι γίνεται ὁ πιστὸς ποὺ κοινωνεῖ, γίνεται ὅλος Χριστός.

Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια πολὺ ὄμορφα καὶ γλυκὰ τὴν ἐκφράζει σὲ μία προσευχή του ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία. Κοιτάζει τὸν ἑαυτό του, ψηλαφεῖ τὸ σῶμα του καὶ λέγει, «τὸ χέρι μου εἶναι χέρι Χριστοῦ, τὸ πόδι μου εἶναι πόδι Χριστοῦ, ἡ γλώσσα μου εἶναι γλώσσα Χριστοῦ, τὸ κεφάλι μου κεφαλὴ Χριστοῦ, ἡ καρδία μου εἶναι καρδία Χριστοῦ…». Καὶ κραυγάζει μὲ χαρά, «ὅλος ὁ Χριστὸς εἶναι ἐντός μου, ὅλος μέσα μου περιχωρεῖται…» Θαυμάζει αὐτὴν τὴν πραγματικότητα ποὺ ζεῖ μέσα του, νιώθει οὐράνιο μεγαλεῖο, γεύεται τὴν ζωὴ τῆς Ἁγίας χρυσῆς Πόλεως, ποὺ ἡ Ἀποκάλυψη περιγράφει στὸ 21ο κεφάλαιο, καὶ ξεσπᾶ σὲ μία προσευχὴ στὸν Κύριο νὰ τὸν πάρει στὸν οὐρανὸ μαζί Του, τώρα ποὺ κοινώνησε, «ἔρχου Κύριε, τώρα πάρε με». Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα του ὀντολογικὰ εἶναι στ’ ἀλήθεια τὸ ἀποκορύφωμα τῆς προσευχῆς. Ἂν νιώθουμε αὐτὴν τὴν χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα μας μὲ τὴν Θεία Κοινωνία, μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν προσευχή. Αὐτὸ εἶναι προσευχή, ἡ ἔνωσή μας μὲ τὸν Θεό. Καὶ τότε Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς μάθει νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ εἴμαστε μαζί Του κάθε στιγμή, κάθε ὥρα, ὅλη μας τὴ ζωή.

Καὶ σκεφτόμουν καὶ διαπίστωνα πὼς ὅταν κοινωνῶ συνεχῶς τὸν Χριστό μου μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης, τότε θὰ μπορέσω νὰ μάθω νὰ προσεύχομαι καρδιακά. Τότε ἡ καρδιά μου θὰ ἀποζητᾶ ἀπὸ τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ να τῆς διδάξει πῶς νὰ προσεύχεται. Καὶ πῆρα τὴν ἀπόφασή μου καὶ εἶπα πὼς στὴν πιὸ ὄμορφη ὥρα ποὺ τὸν Χριστὸ θὰ ὑποδέχομαι ἐντός μου, θὰ Τὸν ἀγκαλιάζω καὶ θὰ Τοῦ λέγω «Κύριέ μου, μάθε με νὰ προσεύχομαι».

Προσεύχεται ἀληθινὰ αὐτὸς ποὺ ἀληθινὰ κοινωνᾶ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου