Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Η ορθόδοξη Πίστη μας του Αρχιμ. Επιφανίου Κ. Χατζηγιάγκου (20ο ΚΕΦ)

 



20. Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΖΩΗ 

12. «Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» 



Εἰσαγωγὴ 

Μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴν Παγκόσμια Κρίση θὰ ἀκολουθήσει ἡ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἡ μέλλουσα ζωή. 

Τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ τῆς μέλλουσας ζωῆς εἶναι ἡ αἰωνιότητα (βλ. Λουκ. 1,33)· δὲν θὰ ἔχει τέλος. Θὰ εἶναι ἐπίσης ἀμετάθετη καὶ ὁριστική· μετὰ τὴν τελικὴ Κρίση ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει. Τέλος, ἡ αἰώνια ζωὴ θὰ εἶναι διπλοειδής. Δηλαδή, θὰ ὑπάρχουν δύο τελείως διαφορετικὰ εἴδη αἰωνιότητος· γιὰ τοὺς δικαίους θὰ ὑπάρχει αἰώνια δόξα καὶ μακαριότητα, ὁ Παράδεισος, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀμετανόητους θὰ ὑπάρχει αἰώνια καταδίκη καὶ τιμωρία, ἡ Κόλαση. 



20.1. Η ΚΟΛΑΣΗ 



Ὑπάρχει Κόλαση; 

Πολλοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι δὲν ὑπάρχει Κόλαση. Δὲν μπορεῖ, λένε, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης νὰ ἔχει ἑτοιμάσει Κόλαση στὴν ὁποία νὰ ρίξει τὰ πλάσματά του γιὰ νὰ βασανίζονται, καὶ μάλιστα αἰώνια. Τί ἔχουμε νὰ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτά; 

1) Κατ’ ἀρχὴν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Κόλαση καὶ τὸν Παράδεισο δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Εἶναι ἀλήθειες ποὺ μᾶς τὶς ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τὰ λόγια του εἶναι ξεκάθαρα. Μετὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία θὰ ὑπάρχουν δύο καταστάσεις· ἡ «βασιλεία», δηλαδὴ ὁ Παράδεισος, ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς δικαίους, καὶ τὸ «πῦρ τὸ αἰώνιον», ἡ Κόλαση, ποὺ ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του, ὅπου θὰ βρεθοῦν καὶ οἱ ἁμαρτωλοί (βλ. Ματθ. 25,34,41). Ἑπομένως, ὅσοι ἀμφισβητοῦν τὴν ὕπαρξη Κολάσεως ἀποδεικνύουν «ψεύτη τὸν Θεό» (Ἰω. Χρυσ.). 

2) Ἡ ἄποψη ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς νὰ τιμωρήσει τοὺς ἀνθρώπους κ.λπ., δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ὕπουλη ἀπάτη τοῦ διαβόλου. «Γνωρίζει ὁ πονηρὸς ὅτι ὁ φόβος τῆς Κολάσεως εἶναι ἕνα χαλινάρι, ποὺ σφίγγει τὴν ψυχὴ καὶ τὴ συγκρατεῖ ἀπὸ τὸ κακό. Προσπαθεῖ λοιπὸν μὲ κάθε τρόπο νὰ μᾶς τὸ ἀφαιρέσει, γιὰ νὰ μᾶς ρίξει εὔκολα στοὺς γκρεμούς» (Ἰω. Χρυσ.). 

Ἐξ ἄλλου, ὅπως βλέπουμε στὴν ἱστορία, ὁ Θεὸς δὲν ἀπειλεῖ μόνο ἀλλὰ καὶ πραγματοποιεῖ τὶς ἀπειλές του ὅταν δὲν ὑπάρξει μετάνοια. Ὑπενθυμίζουμε τὰ παραδείγματα τοῦ Κατακλυσμοῦ, τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρων κ.ἄ.. «Ἂν ὅλοι αὐτοὶ κολάστηκαν, ἐμεῖς γιατί νὰ μὴν κολαστοῦμε; Δὲν θὰ ἦταν παράλογο, τὴ στιγμὴ ποὺ κάναμε τόσο βαρειὰ ἁμαρτήματα; Τὸ πρᾶγμα εἶναι ἁπλό. Δὲν τιμωρούμαστε τώρα, γιατὶ μᾶς περιμένει μελλοντικὴ τιμωρία» (Ἰω. Χρυσ.). 

3) Τὴν ὕπαρξη τῆς Κολάσεως καὶ τοῦ Παραδείσου τὴν ἀπαιτεῖ καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. «Ὅταν βλέπεις φονιᾶδες, ληστές, κλέφτες, ἀπατεῶνες νὰ μένουν ἀτιμώρητοι, θέλοντας καὶ μὴ θὰ πρέπει νὰ παραδεχθεῖς πὼς ὑπάρχει Κόλαση, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος καὶ δὲν κάνει διακρίσεις. Θὰ ἦταν ἄδικος, ἂν ἄφηνε τόσους ἁμαρτωλοὺς ἀτιμώρητους καὶ τόσους ἐνάρετους νὰ βασανίζονται» (Ἰω. Χρυσ.). 



Τί εἶναι Κόλαση; 

Ἀλλὰ τί εἶναι Κόλαση; Εἶναι κάτι ποὺ δὲν περιγράφεται μὲ λόγια. Ὁ Κύριος γιὰ νὰ μᾶς παραστήσει τὴν Κόλαση χρησιμοποίησε τὶς πιὸ φοβερὲς εἰκόνες ποὺ μπορεῖ νὰ συναντήσει κανεὶς σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Τὴν ὀνομάζει «πῦρ τὸ αἰώνιον» (Ματθ. 18,8). Ἀλλοῦ «πύρινο καμίνι ὅπου οἱ ἄνθρωποι θὰ κλαῖνε καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους» (Ματθ. 13,42), καὶ ἀλλοῦ «σκότος τὸ ἐξώτερον» (τὸ πιὸ βαθὺ σκοτάδι) (Ματθ. 25,30). Ἀλλοῦ ἀναφέρει ὅτι ἐκεῖ «τὸ σκουλήκι ποὺ τρώει δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ ποὺ καίει δὲν σβήνει ποτέ» (Μᾶρκ. 9,43-49). 

Αὐτὲς βέβαια εἶναι εἰκόνες. Ἡ πραγματικότητα θὰ εἶναι πολὺ πιὸ φοβερή. «Ὁ λόγος δὲν ἔχει δύναμη νὰ περιγράψει τὴ φρίκη τῆς Κολάσεως. Θὰ κλαῖμε καὶ κανένας δὲν θὰ μᾶς λυπᾶται. Θὰ βογγᾶμε καὶ κανένας δὲν θὰ μᾶς ἀκούει. Θὰ στενάζουμε καὶ κανένας δὲν θὰ μᾶς προσέχει. Θὰ κοιτᾶμε ὁλόγυρα μὲ ἀγωνία κι ἀπὸ πουθενὰ παρηγοριά. Τί πιὸ ἄθλιο, τί πιὸ ἐλεεινὸ κατάντημα γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ θὰ βρίσκονται σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση;» (Ἰω. Χρυσ., Θέματα ζωῆς Α΄, σελ. 71). 

Ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια θὰ βασανίζουν τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ ὑπάρχουν ὅμως καὶ τὰ ψυχικὰ μαρτύρια, ποὺ θὰ εἶναι πολὺ πιὸ ὀδυνηρά. 

α) Πρῶτο καὶ κυριώτερο εἶναι ἡ στέρηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχὴ θὰ ἀποκοπεῖ γιὰ πάντα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ χάσει κάθε ἐπικοινωνία μαζί του. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο κακὸ ἀπ’ αὐτό. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση Κόλαση εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ Παράδεισος εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. 

β) Τὸ δεύτερο μαρτύριο τῆς ψυχῆς εἶναι οἱ ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως. Θὰ ἔρχονται διαρκῶς μπροστὰ στὸν κολασμένο οἱ ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε καὶ θὰ τὸν βασανίζουν οἱ τύψεις καὶ οἱ ἐνοχές, χωρὶς ὅμως κανένα ἀποτέλεσμα. 

γ) Τρίτο ψυχικὸ μαρτύριο εἶναι ἡ ἀπερίγραπτη ντροπὴ ποὺ θὰ αἰσθάνεται τότε ὁ ἁμαρτωλός. Ὅλα τὰ ἔργα του θὰ φανερωθοῦν καὶ ὅλοι θὰ βλέπουν τὶς ἁμαρτίες του. Αὐτὴ ἡ ντροπὴ ποὺ θὰ δοκιμάζουν τότε οἱ ψυχές, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, θὰ εἶναι πιὸ φοβερὴ καὶ ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ ἀπὸ τὴν αἰώνια φωτιά. 

δ) Τέλος, ὁ ἁμαρτωλὸς θὰ βρίσκεται συνεχῶς μαζὶ μὲ τοὺς σκοτεινοὺς καὶ ἀπαίσιους δαίμονες, οἱ ὁποῖοι θὰ χαίρονται ποὺ κατάφεραν νὰ τὸν κατακτήσουν καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὸ βασίλειο τοῦ σκότους γιὰ νὰ ὑποφέρει αἰώνια μαζί τους. 



«Αἰώνια» 

Ὅσο φοβερὰ κι ἂν εἶναι αὐτὰ ποὺ περιγράψαμε, ὑπάρχει καὶ κάτι φοβερώτερο, κάτι ποὺ θάβει κάθε ἐλπίδα. Ἡ Κόλαση θὰ εἶναι αἰώνια· δὲν θὰ τελειώνει ποτέ, ποτέ. Ἐκεῖ ὁ θάνατος θὰ εἶναι ἀθάνατος. Ἂν ἡ Κόλαση τελείωνε σὲ ἕνα ἑκατομμύριο χρόνια (τρόπος τοῦ λέγειν), ὅσο φοβερὴ καὶ νὰ ἦταν θὰ τελείωνε κάποτε. Ὅμως ἡ Κόλαση, ἀλλοίμονο, δὲν θὰ τελειώσει ποτέ! Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τρομερό. 



Γιατί «αἰώνια»; 

Ἕνα ἐρώτημα ποὺ ἀκούγεται συχνὰ εἶναι τὸ ἑξῆς· Γιατί ὁ Θεὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες λίγων χρόνων τιμωρεῖ αἰώνια τὸν ἄνθρωπο; Πῶς συμβιβάζεται μὲ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ἀνέχεται νὰ βλέπει τὸ πλάσμα του νὰ ὑποφέρει αἰώνια; Πῶς συμβιβάζεται καὶ μὲ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Εἶναι δίκαιο γιὰ ἁμαρτίες λίγων χρόνων νὰ καταδικάζεται ὁ ἄνθρωπος αἰώνια; Τί θὰ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτά; 



Α΄. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, κανείς δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ὅσοι ἁμάρτησαν καὶ εἰλικρινὰ μετανόησαν βρῆκαν ἀνοικτὴ τὴν πύλη τοῦ Παραδείσου. Καὶ ἂν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ μετανοοῦσαν, ὅλοι θὰ πήγαιναν στὸν Παράδεισο, γιατὶ ὁ Θεὸς «θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν» (Α΄ Τιμ. 2,4). 

Ἡ Κόλαση δὲν ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο· ἔγινε «γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του» (Ματθ. 25,41), διότι οἱ δαίμονες εἶναι ἀμετανόητοι. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς. Ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ποὺ ἐπιμένει θεληματικὰ νὰ ἁμαρτάνει παθαίνει πώρωση. Ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶναι μόνιμη καὶ ἀθεράπευτη. Ἑπομένως, οἱ ἀμετανόητοι μοιάζουν μὲ τοὺς δαίμονες, ποὺ μένουν ἀσυγκίνητοι μπροστὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. 

Τὴν κατάσταση αὐτὴ τῆς πωρώσεως ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ διορθώσει, ἐκτὸς ἂν καταργήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς οὐδέποτε ἐκβιάζει τὸν ἄνθρωπο. Δὲν θέλει νὰ μᾶς σώσει μὲ τὴ βία ἢ μὲ ἐξαναγκασμό. 

Τελικά, τὴν Κόλαση τὴν ἐπιλέγει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θεληματικὰ παραδίδεται στὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία δαιμονοποιεῖ τὴ φύση του. Στὴν κατάσταση αὐτή, καὶ νὰ τὸν ἔβαζε ὁ Θεὸς στὸν Παράδεισο, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μείνει, δὲν θὰ ἄντεχε νὰ ζήσει. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς συνιστᾶ: «Νὰ προτρέπετε καὶ νὰ στηρίζετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κάθε μέρα ὅσο καιρὸ διαρκεῖ τὸ σήμερα (ἡ παροῦσα ζωή), γιὰ νὰ μὴν ἐξαπατηθεῖ κανείς σας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ σκληρύνει ἡ καρδιά του» (Ἑβρ. 3,13). 



Β΄. Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ἐρωτήματος, γιατί μιὰ ἁμαρτωλὴ ζωὴ λίγων χρόνων νὰ τιμωρεῖται μὲ μιὰ αἰώνια κόλαση καὶ πῶς αὐτὸ συμβιβάζεται μὲ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε νὰ ἀπαντήσουμε τὰ ἑξῆς. 

α) Κατ’ ἀρχὴν κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ στὰ ἀνθρώπινα δεδομένα. Ἕνα ἔγκλημα, π.χ. ἕνας φόνος, διαπράττεται σὲ μιὰ στιγμή. Ὁ δράστης ὅμως καταδικάζεται σὲ ἰσόβια δεσμὰ ἢ ἐκτελεῖται. 

β) Ἡ ἁμαρτία εἶναι προσωρινή, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοῦ ὁποίου τοὺς νόμους παραβαίνουμε εἶναι ἄπειρος καὶ αἰώνιος. Καὶ αὐτὸς ποὺ τολμᾶ νὰ ἁμαρτήσει περιφρονεῖ ὄχι νόμους ἀνθρώπινους ἀλλὰ νόμους τοῦ αἰώνιου καὶ παντοδύναμου Νομοθέτη. 

γ) Τιμωρεῖ ὁ Θεὸς αἰώνια μιὰ πρόσκαιρη ἁμαρτία, ἐπειδὴ δὲν λογαριάζει τόσο τὶς πράξεις ὅσο τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος δηλαδὴ πεθαίνει ἀμετανόητος δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι σταμάτησε νὰ ἁμαρτάνει. Αὐτός, καὶ αἰώνια ἂν ζοῦσε στὴ γῆ, αἰώνια θὰ ἁμάρτανε. «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιμένει νὰ ἁμαρτάνει μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς καὶ δὲν μετανοεῖ, θὰ συνέχιζε νὰ ἁμαρτάνει αἰώνια, ἂν δὲν σταματοῦσε τὴ ζωή του ὁ θάνατος. Γι’ αὐτὸ δέχεται αἰώνια κόλαση μὲ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ» (Μακάριος Πάτμιος, Εὐαγγ. Σάλπιγξ, σελ. 317). 

δ) Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴν Κόλαση. Διότι ἐκεῖ θὰ ὑπάρχουν διάφοροι βαθμοὶ τιμωρίας. Δὲν θὰ τιμωρηθοῦν ὅλοι στὸν ἴδιο βαθμό. Αὐτὸ στηρίζεται στοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ: «Αὐτὸς ποὺ γνώρισε … καὶ δὲν ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του, θὰ τιμωρηθεῖ αὐστηρά· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν γνώρισε…, θὰ τιμωρηθεῖ λίγο» (Λουκ. 12,47-48). Αὐτὸ φανερώνει διαφορὰ στὶς τιμωρίες (πρβλ. καὶ Ματθ. 10,15· 11,21-24). 



20.2. Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ 



Ἀπερίγραπτο κάλλος 

Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὸν Παράδεισο. Θὰ πρέπει κατ’ ἀρχὴν νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Παράδεισος γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ μιλήσουμε δὲν εἶναι αὐτὸς ὅπου ἔβαλε ὁ Θεὸς τοὺς πρωτοπλάστους. Ἐκεῖνος ἦταν ἐπίγειος. Ὁ Παράδεισος στὸν ὁποῖο θὰ ζήσουν οἱ δίκαιοι μετὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία εἶναι οὐράνιος καὶ αἰώνιος. 

Δὲν ὑπάρχουν λόγια γιὰ νὰ περιγράψει κανεὶς τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου. Ὁ ἀπ. Παῦλος, ποὺ ἀξιώθηκε ἐν ὅσω ἀκόμα ζοῦσε νὰ πάει στὸν Παράδεισο, λέει ὅτι «αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν, μάτι ἀνθρώπου δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπινος δὲν τὰ φαντάστηκε» (Α΄ Κορ. 2,9). 



Εἰκόνες τοῦ Παραδείσου 

Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς δίνει, ὅπως καὶ γιὰ τὴν Κόλαση, μερικὲς εἰκόνες γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ ἰδέα τοῦ Παραδείσου. Ἀλλὰ καὶ οἱ εἰκόνες αὐτὲς εἶναι πολὺ φτωχὲς γιὰ νὰ τὸν περιγράψουν. Ἡ πρώτη εἰκόνα εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα· Παράδεισος, δηλαδὴ κῆπος μὲ ὑπέροχα δένδρα, μὲ νερὰ νὰ τρέχουν, μὲ πουλιὰ νὰ κελαηδοῦν κ.λπ.. Παρομοιάζεται καὶ μὲ Δεῖπνο ἐκλεκτὸ (Λουκ. 14,16) ποὺ ἑτοίμασε ὁ οὐράνιος Πατέρας, μὲ Γάμο βασιλικὸ (Ματθ. 22,2-14) κ.ἄ.. 

Ἀλλὰ ἡ πιὸ μεγαλειώδης εἰκόνα τοῦ Παραδείσου εἶναι αὐτὴ ποὺ περιγράφεται στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Εἶναι ἡ Οὐράνια Πόλη ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς ὡς τόπο κατοικίας γιὰ τὰ παιδιά του, τόπο αἰώνιας χαρᾶς (Ἀπ. 21,10). «Εἶδα», λέει ὁ Ἰωάννης, «ἕνα καινούργιο οὐρανὸ καὶ μιὰ καινούργια γῆ… καὶ τὴν πόλη τὴν ἁγία Ἰερουσαλὴμ καινούργια κι αὐτήν, νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φτειαγμένη ἀπὸ τὸν Θεό, ἑτοιμασμένη σὰν νύμφη στολισμένη γιὰ τὸν ἄνδρα της (τὸν Ἰησοῦ Χριστό). Καὶ ἄκουσα φωνὴ δυνατὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλεγε· Νά ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ ὅπου θὰ συγκατοικεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ θὰ κατοικήσει μαζί τους, καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι λαὸς δικός του. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζί τους» (Ἀπ. 21,1-3). Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ Παράδεισος· ἡ συγκατοίκηση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. 

Στὴ συνέχεια ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τρόπο συμβολικὸ μᾶς τὴν περιγράφει. Ἡ πόλη αὐτὴ ἦταν κατασκευασμένη ὅλη ἀπὸ χρυσάφι καὶ κρύσταλλο καὶ πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια. Ὁλόκληρη ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως δὲν εἶχε ναό. Γιατί ἆραγε; Διότι ναός της εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Οὔτε ἥλιος οὔτε σελήνη ὑπῆρχαν ἐκεῖ γιὰ νὰ τὴ φωτίζουν, διότι τὴ φωτίζει ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ πηγάζει «ποταμὸς ὕδατος ζῶντος». Ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ τὸ νέο δένδρο τῆς ζωῆς. 

Στὴν πόλη αὐτὴ θὰ βασιλεύει ἡ εὐτυχία. Ἀπὸ τοὺς κατοίκους της, βεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστής, θὰ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς «κάθε δάκρυ, καὶ θάνατος δὲν θὰ ὑπάρχει, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος» (21,4). Καὶ ὅσοι θὰ κατοικήσουν σ’ αὐτὴν θὰ βλέπουν μὲ χαρὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ βασιλεύσουν μαζί του στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. 

Καὶ ποιοί θὰ εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι ποὺ θὰ κατοικήσουν καὶ θὰ ζήσουν αἰώνια ἐκεῖ; Κανένας ἁμαρτωλὸς καὶ ἀκάθαρτος, οὔτε ὅσοι ἀγαποῦν τὸ ψέμα καὶ τὴν κακία, παρὰ μόνο ὅσοι εἶναι πιστοὶ στὸ Ἀρνίον, δηλαδὴ στὸν Χριστό, καὶ εἶναι γραμμένοι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. 



Δὲν θὰ ὑπάρχει τὸ φυσικὸ καὶ τὸ ἠθικὸ κακό - 

Διαρκὴς πρόοδος 

Ἂς ἔλθουμε τώρα νὰ δοῦμε πῶς θὰ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν δικαίων στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Κατ’ ἀρχήν, στὸν Παράδεισο δὲν θὰ ὑπάρχει ὁ διάβολος γιὰ νὰ μᾶς βάζει σκάνδαλα καὶ πειρασμούς. Δὲν θὰ ὑπάρχει τὸ κακό, οὔτε τὸ φυσικὸ οὔτε τὸ ἠθικό. «Ἐδῶ (στὴ γῆ) ὑπάρχει μεγάλος κίνδυνος νὰ πέσουμε στὴν ἁμαρτία. Ἐκεῖ τέτοιος κίνδυνος δὲν θὰ ὑπάρχει. Δὲν θὰ ὑπάρχουν πόνοι, οὔτε ἀρρώστιες,… ἀλλὰ χώρα ζώντων ποὺ δὲν θὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ θὰ ζοῦν τὴν ἀληθινὴ ζωὴ τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Μ. Βασ., Εἰς τὸν ΡΙΔ΄ Ψαλμ.· ΕΠΕ 5,412-414). 

Στὸν Παράδεισο δὲν θὰ ὑπάρχει στασιμότητα. Ὁ ἄνθρωπος θὰ προοδεύει συνεχῶς καὶ θὰ ἀνεβαίνει σὲ πνευματικὰ ἐπίπεδα ψηλότερα καὶ ἁγιώτερα. Ἡ γνώση καὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ θὰ αὐξάνεται διαρκῶς. Ἡ ἀπόλαυση τῶν θείων ἀγαθῶν θὰ γίνεται ὅλο καὶ μεγαλύτερη. Ἑπομένως περίπτωση κορεσμοῦ δὲν ὑπάρχει. 



Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς θεώσεως - ἡ θέα τοῦ Θεοῦ 

Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ὁλοκληρωθεῖ ὁ ὕψιστος σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος· τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», τὸ νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν Θεό. Ἐκεῖ οἱ πιστοί θὰ γίνουν ὅπως τονίζει ὁ ἀπ. Πέτρος «κοινωνοὶ θείας φύσεως» (Β΄ Πέτρ. 1,4). «Αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ μέλλουσα ζωή», λέει ὁ ἅγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης· «ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζί μας, θὰ τὸν βλέπουμε καὶ θὰ τὸν κοινωνοῦμε» (Περὶ ἱερᾶς λειτουργίας· PG 155,258AB). 

Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἀναφέρει καὶ τὰ ἑξῆς σημαντικά: «Ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστὸς στὴ Δευτέρα Παρουσία του, θὰ γίνουμε ὅμοιοι μ’ αὐτὸν στὴ δόξα, διότι θὰ τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι, στὴν κατάσταση τῆς θείας του δόξας» (Α΄ Ἰω. 3,2). Ἡ θέα λοιπὸν τοῦ Θεοῦ θὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅμοιο μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀπερίγραπτης χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης ποὺ θὰ αἰσθάνονται οἱ δίκαιοι στὸν Παράδεισο. 

Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε κάπως αὐτὴ τὴν ἀγαλλίαση τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, ἂς θυμηθοῦμε τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ Κύριος στὸ ὄρος Θαβὼρ μεταμορφώθηκε· ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο. Ὅλο του τὸ σῶμα ἀκτινοβολοῦσε θεϊκὴ δόξα. Αὐτὸ τὸ θέαμα προκάλεσε τόση ἀγαλλίαση στοὺς μαθητές, ὥστε ὁ Πέτρος εἶπε στὸν Χριστό: «Κύριε, εἶναι ὡραῖα νὰ μείνουμε ἐδῶ. Ἂν θέλεις, νὰ κάνουμε τρεῖς σκηνές … καὶ νὰ μείνουμε γιὰ πάντα ἐδῶ» (Ματθ. 17,1-4). Κι αὐτὸ ποὺ εἶδαν ἦταν ἕνα μικρὸ μέρος τῆς δόξας του. 



Οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο 

Αὐτὴ τὴ λάμψη οἱ δίκαιοι δὲν θὰ τὴ βλέπουν ἁπλῶς. Θὰ τὴ δέχονται καὶ θὰ τὴν ἀντανακλοῦν. Κάπου λέει ὁ Χριστὸς ὅτι «οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο στὴ βασιλεία τοῦ πατέρα τους» (Ματθ. 13,43). 

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι, ὅσο πιὸ καθαρὸς καὶ ἅγιος θὰ εἶναι κάποιος, τόσο περισσότερο θὰ λάμπει καὶ θὰ ἀκτινοβολεῖ τὸ φῶς τῆς θείας δόξας. Θὰ ὑπάρχουν δηλαδὴ καὶ στὸν Παράδεισο διαβαθμίσεις, ὅπως καὶ στὴν Κόλαση (βλ. Α΄ Κορ. 15,41). 



Θεογνωσία 

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ θέα τοῦ Θεοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ λάμψη ποὺ θὰ δέχονται καὶ θὰ ἐκπέμπουν οἱ δίκαιοι, θὰ γίνεται σ’ αὐτοὺς καὶ κάτι ἄλλο βαθύτερο. Θὰ προοδεύουν διαρκῶς στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴ γνώση τῆς ἁγίας Τριάδος. Γνώση ὄχι θεωρητικὴ καὶ ἐπιφανειακὴ ἀλλὰ γνώση βαθειὰ καὶ ἐμπειρική. Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ εἶπε ὅτι αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 17,3). Ὡστόσο, θὰ πρέπει καὶ πάλι νὰ τονίσουμε πώς, ὅταν λέμε θέα τοῦ Θεοῦ, γνώση τοῦ Θεοῦ κ.λπ., δὲν ἀναφερόμαστε στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ στὶς ἐνέργειές του. 

Ἡ διαρκῶς αὐξανόμενη γνώση τοῦ Θεοῦ θὰ αὐξάνει τὴν ἀγάπη τῶν πιστῶν πρὸς τὸν Χριστὸ ποὺ ἦταν ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας τους. Τότε θὰ καταλάβουν τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου. Τότε θὰ ἐννοήσουν τί σημαίνει ἐνανθρώπηση, θὰ ἐμβαθύνουν στὸ μυστήριο τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ σ’ ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα τῆς θείας Οἰκονομίας. 



Ἡ μεταξύ τους κοινωνία 

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κοινωνία ποὺ θὰ ἔχουν οἱ δίκαιοι μὲ τὸν Θεό, θὰ ἔχουν καὶ κοινωνία μεταξύ τους. Ὅσοι ἀξιωθοῦν, καὶ εἴθε ὅλοι νὰ ἀξιωθοῦμε, τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, θὰ ζοῦν τὴ μεταξύ τους ἑνότητα σὲ πολὺ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπ’ ὅ,τι ἐδῶ στὴ γῆ. Ἐκεῖ δὲν θὰ ὑπάρχουν ψυχρότητες καὶ παρεξηγήσεις, διχογνωμίες καὶ ἰδιοτέλειες, οὔτε σκιὲς ἐμπαθείας, ζήλειας, κακίας καὶ ἐγωισμοῦ. Ἐκεῖ θὰ ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη ὁμοψυχία, βασιλεία ἀγάπης καὶ ἀδελφοσύνης. 

Τότε θὰ ἐκπληρωθεῖ στὸν τέλειο βαθμὸ ὁ πόθος καὶ τὸ αἴτημα τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» (Ἰω. 17,21). Θὰ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν πιστῶν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἑνότητα ὅπως ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ θέα τῶν ἀδελφῶν θὰ αὐξάνει τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση τῶν δικαίων. 

Ἐκεῖ θὰ συναντήσει ὁ καθένας μας τοὺς γονεῖς, τ’ ἀδέλφια, τὰ παιδιά, τοὺς γνωστούς, τοὺς συγγενεῖς. Ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀγαπήσαμε θὰ τοὺς δοῦμε πάλι νέους καὶ ὡραίους. Κανένας θάνατος δὲν θὰ μᾶς χωρίσει πιὰ ἀπ’ αὐτούς. 

Κι ἂν δὲν δοῦμε στὸν Παράδεισο κάποιο προσφιλές μας πρόσωπο, ποὺ σημαίνει ὅτι βρίσκεται στὴν Κόλαση, δὲν θὰ λυπηθοῦμε γι’ αὐτό; Δὲν γνωρίζουμε πῶς θὰ τὰ οἰκονομήσει ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση. Ἴσως νὰ ὑπάρξει λήθη γιὰ τὰ πρόσωπα αὐτά. Ἴσως ἡ ἀγαλλίαση νὰ ἐξουδετερώνει καὶ νὰ σβήνει τὴ λύπη. 

Τέλος, στὸν Παράδεισο θὰ δοῦμε καὶ θὰ γνωρίσουμε ἀπὸ κοντὰ τοὺς ἁγίους μας. Θὰ δοῦμε τοὺς προπάτορές μας, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τὸν Ἀβραάμ, τὸν Μωυσῆ καὶ ὅλους τοὺς δικαίους τῆς Π. Διαθήκης. Θὰ δοῦμε τὸν τίμιο Πρόδρομο, τοὺς ἀποστόλους, τοὺς ἁγίους πατέρες, τοὺς μάρτυρες καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἁγίους, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους. Προπάντων θὰ δοῦμε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴ γλυκειά μας Παναγία, ποὺ τόσο συνετέλεσε μὲ τὶς πρεσβεῖες καὶ τὶς προσευχές της γιὰ τὴ σωτηρία ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. 



Παροῦσα καὶ μέλλουσα ζωὴ 

Προσπαθήσαμε νὰ δώσουμε μιὰ πολὺ ἀμυδρὴ περιγραφὴ τοῦ Παραδείσου. Ἡ γνώση μας γιὰ τὸν μεταφυσικὸ κόσμο εἶναι πολὺ μικρή. Ὅσο ἀπέχει ἡ γνώση ἑνὸς νηπίου ἀπὸ τὴ γνώση ἑνὸς ὥριμου ἄνδρα, τόσο, καὶ πολὺ περισσότερο, ἀπέχει ἡ γνώση ποὺ ἔχουμε τώρα γιὰ τὴ μέλλουσα ζωὴ ἀπ’ αὐτὴν ποὺ θὰ ἔχουμε τότε, ὅταν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ βρεθοῦμε ἐκεῖ (βλ. Α΄ Κορ. 13,9-11). 

Ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας. Γιὰ ἐκεῖ μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς κάνει κληρονόμους τῆς Βασιλείας του δὲν λυπήθηκε οὔτε τὸν μονογενῆ του Υἱό, τὸν ὁποῖο προσέφερε θυσία γιὰ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά του. 

Μεγάλο κακὸ ἡ Κόλαση… Τρομάξαμε ἀκούγοντας τὰ ἀπερίγραπτα μαρτύρια ποὺ θὰ περνοῦν οἱ κολασμένοι· καὶ τὸ φοβερώτερο, τὴν αἰωνιότητα τῆς Κολάσεως. Κι ὅμως, ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο, πολὺ μεγαλύτερο κακὸ ἀπὸ τὸ νὰ βρεθοῦμε στὴν Κόλαση εἶναι τὸ νὰ στερηθοῦμε τὸν Παράδεισο· νὰ χάσουμε ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. 



Ὅσο γιὰ τὴν παροῦσα ζωή, τί εἶναι ἡ παροῦσα ζωή; Ἕνα ὄνειρο, μιὰ σκιά, ἕνας καπνὸς ποὺ χάνεται (βλ. Ἰακ. 4,14). Κι ὅμως αὐτὴ ἡ μικρὴ καὶ πρόσκαιρη ζωή, ποὺ εἶναι μιὰ σταγόνα μπροστὰ στὸν ὠκεανὸ τῆς αἰωνιότητας, ἔχει ἄπειρη ἀξία. Διότι ἡ κατάκτηση τῆς αἰωνιότητας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς θὰ διαχειριστοῦμε τὰ λίγα αὐτὰ χρόνια ποὺ θὰ ζήσουμε σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς θὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν σύντομο χρόνο ποὺ ἔχουμε στὰ χέρια μας πρὶν κλείσει ἡ αὐλαία τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ὅπως καταλαβαίνουμε, ὅλοι μας φέρουμε μιὰ αἰώνια εὐθύνη, ὅτι διαχειριζόμαστε τὴ μικρὴ ἀνθρώπινη ζωή μας· κάτι πολὺ μικρό, ποὺ ὅμως ἔχει ἄπειρη ἀξία. 



Κλείνουμε μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀπ. Παύλου ποὺ ἀπευθύνει στοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, καὶ ποὺ συνοψίζουν ὅλη τὴν ἠθικὴ καὶ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας: 

«Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο φανερώθηκε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρέχει τὴ σωτηρία σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μᾶς παιδαγωδεῖ ὥστε, ἀφοῦ ἀπαρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες, νὰ ζήσουμε στὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ εὐσέβεια, περιμένοντας μὲ λαχτάρα τὴ μακαριότητα ποὺ ἐλπίζουμε νὰ ἀπολαύσουμε, καὶ τὴ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παρέδωσε γιὰ μᾶς τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, καὶ νὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ κάθε μολυσμό, ὥστε νὰ μᾶς κάνει λαὸ δικό του, μὲ ζῆλο γιὰ καλὰ ἔργα» (Τίτ. 2,11-14). 



Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 





ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ 



Κάθε Χριστιανὸς πρέπει νὰ γνωρίζει καλὰ δύο βασικὰ θέματα· τὴν ὀρθοδοξία (τὴν ὀρθὴ πίστη) καὶ τὴν ὀρθοπραξία (τὴν ὀρθὴ ζωή). Καὶ τὰ δύο εἶναι ἐξ ἴσου ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωτηρία μας. 

Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Πίστη στηρίζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ (γραπτὸς λόγος τοῦ Θεοῦ) καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση (ἄγραφος λόγος τοῦ Θεοῦ). 

Ἡ πρώτη βασικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας εἶναι ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι ἄυλος καὶ ἀόρατος, φανερώνεται ὅμως στὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ ἔργα του. Τὴν ὕπαρξή του μαρτυρεῖ τὸ θαυμαστὸ Σύμπαν ποὺ βλέπουμε γύρω μας. 

Ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, παντοδύναμος, αἰώνιος, πάνσοφος, ἅγιος, δίκαιος, ἀγάπη κ.ἄ.. 

Ἡ δεύτερη βασικὴ ἀλήθεια εἶναι τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας ὡς πρὸς τὴν οὐσία (φύση), ἀλλὰ τρία πρόσωπα· ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ αἰτία (πηγὴ) τῆς θεότητος εἶναι ὁ Πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖο «γεννᾶται» ὁ Υἱὸς καὶ «ἐκπορεύεται» τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ὁμοούσια· κατέχουν μαζὶ ὁλόκληρη τὴν μία θεία οὐσία. Τέλειος Θεὸς ὁ Πατέρας, τέλειος Θεὸς ὁ Υἱός, τέλειος Θεὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὡστόσο δὲν εἶναι τρεῖς Θεοὶ ἀλλὰ ἕνας. 

Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο, τὸν ὁρατὸ (φυσικὸ) καὶ τὸν ἀόρατο (τοὺς ἀγγέλους). Τὸν ἔπλασε ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ μόνο μὲ τὸν λόγο του. 

Πρῶτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ ἄγγελοι. Οἱ ἄγγελοι εἶναι πνεύματα λογικὰ καὶ ἀθάνατα. Ἔργο τους ἔχουν νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. 

Κάποιος ὅμως ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἑωσφόρος, θέλησε νὰ γίνει θεός, γι’ αὐτὸ ἔπεσε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ παρασύροντας καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ὅλοι αὐτοὶ ἔγιναν πνεύματα πονηρά· εἶναι οἱ δαίμονες. 

Μετὰ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν φυσικὸ κόσμο· τὰ ἄστρα, τὸν ἥλιο, τὴν Γῆ, τὰ φυτά, τὰ ψάρια, τὰ πουλιά, τὰ ζῶα. Τὰ ἔπλασε σὲ ἕξι δημιουργικὲς ἡμέρες. 

Τελευταῖο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα σύνθετο. Ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο συστατικά· σῶμα καὶ ψυχή. Πλάστηκε «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, ἔχοντας δηλαδὴ θεϊκὰ γνωρίσματα, ὅπως εἶναι τὸ λογικὸ καὶ ἡ ἐλευθερία, μὲ σκοπὸ νὰ φτάσει στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ στὴν ἁγιότητα. 

Μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεὸς δὲν ἔπαψε νὰ ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ συνεχὴς φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο ὀνομάζεται θεία Πρόνοια. Χωρὶς τὴ θεία Πρόνοια τὸ Σύμπαν θὰ ἔμενε ἀκυβέρνητο καὶ θὰ διαλυόταν. 

Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δημιούργησε τοὺς πρωτοπλάστους, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τοὺς ἔβαλε σ’ ἕνα ὡραῖο κῆπο ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει γι’ αὐτούς, τὸν Παράδεισο. Ἐκεῖ ζοῦσαν μέσα σὲ μιὰ ἀπέραντη χαρὰ καὶ εὐτυχία. 

Στὸν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος θὰ προόδευε καὶ θὰ προχωροῦσε πρὸς τὸν τελικὸ προορισμό του, τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Αὐτὸ θὰ τὸ πετύχαινε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν δικό του προσωπικὸ ἀγώνα. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς στοὺς πρωτοπλάστους μιὰ ἐντολή, τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ τηρήσουν. Ἡ ἐντολὴ ἦταν, νὰ μὴ φᾶνε ἀπὸ τὸ δένδρο «τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ». Ἂν ἔτρωγαν θὰ πέθαιναν. 

Τελικὰ οἱ πρωτόπλαστοι, μὲ ἐξαπάτηση τοῦ διαβόλου, παρέβησαν τὴν ἐντολὴ καὶ ἁμάρτησαν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἐξοριστοῦν ἀπὸ τὸν Παράδεισο, νὰ ζοῦν μὲ κόπους, δάκρυα καὶ πόνους, μέχρι νὰ ὁδηγηθοῦν στὸ φοβερὸ τέλος, τὸν θάνατο. Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ οἱ συνέπειές του μεταδόθηκαν σὰν κληρονομικὴ ἀρρώστια σ’ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. 

Μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων οἱ ἄνθρωποι ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἄρχισαν νὰ λατρεύουν τὴ φύση καὶ τὰ ἄψυχα εἴδωλα (ἀγάλματα). Παράλληλα, τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων διεφθάρησαν σὲ ἀφάνταστο βαθμό. Ἐπὶ πλέον ἡ κοινωνία ἔγινε μιὰ κόλαση. Ἡ κακία, ἡ ἀδικία, ἡ ἀγριότητα, ἡ ἐγκληματικότητα, εἶχαν φτάσει στὸ ἀπροχώρητο. Παντοῦ βασίλευσε ὁ πόνος, ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπόγνωση. 

Ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτὴ κανείς δὲν μποροῦσε νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἐδῶ φανερώνεται ἡ ἄπειρη σοφία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Βρῆκε τρόπο νὰ θεραπεύσει τὸ κακό. Ἔστειλε στὸν κόσμο τὸν Υἱό του γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν διάσωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὀνομάζεται «θεία Οἰκονομία» ἢ «ἀπολυτρωτικὸ ἔργο». 

Γιὰ τὴ σωτηρία μας, λοιπόν, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνανθρώπησε· πῆρε σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν δύο φύσεις· ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ὡς ἄνθρωπος εἶναι σ’ ὅλα ὅμοιος μ’ ἐμᾶς ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὡς Θεὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. 

Στὴν Ἁγία Γραφὴ βλέπουμε ἄλλοτε νὰ ἐνεργεῖ ὡς Θεός (κάνει θαύματα, συγχωρεῖ ἁμαρτίες, διαβάζει τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων), καὶ ἄλλοτε νὰ ἐνεργεῖ ὡς ἄνθρωπος (πεινᾶ, διψᾶ, κουράζεται, κοιμᾶται, πάσχει, πεθαίνει). 

Τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἔγινε σὲ διάφορα στάδια: 

Μὲ τὴ διδασκαλία του μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ μᾶς φανέρωσε τὸν ἀληθινὸ Θεό. 

Μὲ τὴ σταύρωση καὶ τὸν θάνατό του ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία καὶ συμφιλίωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό. 

Μὲ τὴν Κάθοδό του στὸν Ἅδη νίκησε τὸ κράτος τοῦ διαβόλου καὶ ἐλευθέρωσε τὶς ψυχὲς ποὺ εἶχε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του. 

Μὲ τὴν Ἀνάστασή του κατάργησε τὸν θάνατο καὶ χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή. 

Τέλος, μὲ τὴν Ἀνάληψή του ἀνέβηκε στοὺς Οὐρανούς, ἀνεβάζοντας μαζί του στὸν Θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας ἀνθρώπινη φύση, μὲ τὴν ὁποία ἦταν ἑνωμένος. 

Δέκα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάληψη, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Χριστὸς ἔστειλε στὸν κόσμο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο ἐπιφοίτησε στοὺς ἀποστόλους καὶ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τότε παραμένει στὴν Ἐκκλησία στηρίζοντας καὶ ἁγιάζοντας τὰ μέλη της. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τελεῖ τὰ Μυστήρια, φωτίζει τοὺς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, κάνει θαύματα, ἐνισχύει τοὺς μάρτυρες, ἀναδεικνύει τοὺς ἁγίους, παρηγορεῖ καὶ φωτίζει τοὺς πιστούς. 

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ὀργανισμὸς Θεανθρώπινος. Ἀρχηγὸς καὶ κεφαλή της εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ μέλη της ὅλοι οἱ πιστοί, ποὺ θεωροῦνται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ἀξιοποιήσει τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὸ συνεχίζει μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἑπομένως, σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ὁδήγησή του στὸν Θεό. 

Μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία Χάρη, ποὺ μεταδίδει μὲ τὰ ἱερὰ Μυστήρια, καὶ ἡ διαποίμανση, δηλαδὴ ἡ φροντίδα γιὰ τὴν καθοδήγηση καὶ διαφύλαξη τῶν πιστῶν ἀπὸ τοὺς ψυχικοὺς κινδύνους. 

Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μέρη· τὴν Στρατευομένη (τοὺς πιστοὺς ποὺ ζοῦν καὶ ἀγωνίζονται) καὶ τὴν Θριαμβεύουσα (τοὺς κεκοιμημένους). Μεταξύ τους ὑπάρχει ἐπικοινωνία· οἱ μὲν προσεύχονται γιὰ τοὺς δέ. Τὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ὁ κλῆρος (τὸ ἱερατεῖο· διάκονοι, ἱερεῖς καὶ ἐπίσκοποι) καὶ ὁ λαός. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνώτατη πνευματικὴ καὶ διοικητικὴ ἀρχὴ εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Σ’αὐτὴν λαμβάνουν μέρος ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας. 

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἀφοῦ μία εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός. Ἁγία, ἐφ’ ὅσον ἡ κεφαλή της εἶναι ἁγία. Καθολική, διότι ἔχει προορισμὸ νὰ ἐπεκταθεῖ σ’ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ διότι κατέχει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἀποστολική, διότι ἔχει ἀρχὴ καὶ θεμέλιο τοὺς ἀποστόλους. 

Αὐτὴ ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διότι μόνο αὐτὴ διαφύλαξε τὴν πίστη ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἀπόστολοι. Οἱ ἄλλες ὁμολογίες («Καθολικοί», Προτεστάντες κ.λπ.) ἄλλαξαν τὴν πίστη καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. 

Ἡ Ἐκκλησία ἁγιάζει τοὺς πιστοὺς μὲ τὴ θεία Χάρη τῶν Μυστηρίων. Τὰ Μυστήρια εἶναι ἑπτά (7). Τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἐξομολόγηση, ὁ Γάμος, ἡ Ἱερωσύνη καὶ τὸ Εὐχέλαιο. 

Πρῶτο καὶ βασικὸ Μυστήριο εἶναι τὸ Βάπτισμα, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Μ’ αὐτὸ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἁμαρτίες. Τὸ Βάπτισμα εἶναι μιὰ δεύτερη γέννηση ὑπερφυσική, ποὺ εἰσάγει τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ καινούργια ζωή. 

Τὸ δεύτερο βασικὸ Μυστήριο εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, μὲ τὴν ὁποία ὁ πιστὸς μεταλαμβάνει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταδίδει ζωὴ αἰώνια. 

Μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας ὁ κόσμος μπαίνει στὴν τελευταία φάση τῆς ἱστορίας του, στοὺς «ἐσχάτους χρόνους», ἡ ὁποία θὰ κλείσει μὲ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴν σαφῆ διαβεβαίωσή του, ὁ Κύριος θὰ ξαναέλθει στὴ Γῆ γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο. 

Κατὰ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα θὰ συμβοῦν τέσσερα μεγάλα γεγονότα: α) Ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν ὁποία ὅλο τὸ Σύμπαν θὰ καταστραφεῖ, γιὰ νὰ γίνει στὴ συνέχεια καινούργιο καὶ ἄφθαρτο, β) ἡ Δευτέρα Παρουσία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος θὰ ἔλθει μὲ ὅλη του τὴ δόξα, συνοδευόμενος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀγγέλους, γ) ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα τὰ σώματα τῶν νεκρῶν θὰ ξαναδημιουργηθοῦν, θὰ ξαναέλθει σ’ αὐτὰ ἡ ψυχὴ ποὺ εἶχε ἀποχωριστεῖ μὲ τὸν θάνατο, καὶ θὰ πάρουν ζωή, καὶ τέλος δ) ἡ Παγκόσμια Κρίση, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς θὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους. 

Μετὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ τὴν Παγκόσμια Κρίση θὰ ἀκολουθήσει ὁ «μέλλων αἰών», ἡ ἀτέλειωτη αἰωνιότητα, ποὺ θὰ ἔχει δύο καταστάσεις· τὴν αἰώνια ζωὴ (Παράδεισο) τὴν ὁποία θὰ ἀπολαύσουν οἱ δίκαιοι, καὶ τὴν αἰώνια Κόλαση στὴν ὁποία θὰ βασανίζονται αἰώνια οἱ ἁμετανόητοι ἁμαρτωλοί. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου