O |
βασιλιὰς Δαβίδ, μετὰ τὴν μετάνοιά του καὶ τὸ πένθος του γιὰ τὴν ἁμαρτία, ἐξομολογήθηκε στὸν προφήτη Νάθαν καὶ ὁμολόγησε τὶς ἁμαρτίες του. Ὅμως, γιὰ τὸν Θεὸ δὲν τελείωσε ἐδῶ ἡ μετάνοιά του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ βρίσκεται σὲ δύσκολη θέση μὲ τὸ παιδί του, τὸν Ἀβεσαλώμ, ὁ ὁποῖος ἐπαναστατεῖ καὶ τὸν ἐκδιώκει ἀπὸ τὸ παλάτι. Ὁ Δαβὶδ ἀποσύρεται οἰκειοθελῶς, δὲν θέλει νὰ πολεμήσει μὲ τὸν γιό του καὶ στὸν δρόμο ποὺ φεύγει θλιμμένος καὶ ταπεινωμένος, ὁ Σεμεί, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εὐεργετήθηκε πολὺ ἀπ’ αὐτὸν στέκεται στὸ ἀπέναντι ὕψωμα, τὸν βρίζει καὶ τὸν πετροβολᾶ μὲ τὸν χειρότερο τρόπο. Δὲν τοῦ ἔφτανε ἡ πικρία του, ἔρχεται καὶ ὁ εὐεργετημένος νὰ τὸν πολεμήσει τὴν ὥρα αὐτή. Ὁ Δαβὶδ ἀπαγορεύει στὸν στρατηγό του νὰ πάει νὰ τὸν τιμωρήσει. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ καρδιά του ζεῖ τὴν μετάνοιά του καὶ νιώθει ὅτι μὲ τὴν ταπείνωση τῆς κατακραυγῆς αὐτῆς ὁλοκληρώνει τὴν ἐξομολόγησή του, ὁλοκληρώνει τὴν μετάνοιά του. Περίμενε καιρό, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ποὺ ἦταν ἡ μοιχεία καὶ ὁ φόνος. Πέφτει καταγῆς ταπεινωμένος καὶ συντετριμμένος καὶ προσεύχεται μὲ τὸν 142 ψαλμὸ «Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου». Χύνει τὴν καρδία του μὲ πολὺ πόνο στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀποθέτει σ’ Αὐτόν, γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν δύναμή του. Εἶναι ὁ ψαλμὸς ποὺ περιέχει τὸ μεγαλεῖο τῆς καρδιᾶς του, τῆς ταπεινῆς καρδιᾶς ἑνὸς μετανοημένου ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ἔπεσε σὲ μεγάλες ἁμαρτίες, ἔκλαψε γιὰ τὴν μοιχεία του καὶ τὸ φόνο, τὰ ὁμολόγησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἔγραψε τὸν 50ό ψαλμὸ κι ἄλλους ἕξι ψαλμοὺς τῆς μετανοίας, ἑπτὰ ὅλοι στὸν ἀριθμό, ὅμως δὲν ἦταν ὁλοκληρωμένη ἡ μετάνοιά του μέχρι ἐδῶ. Ἐκεῖ ποὺ πραγματικὰ ἔνιωσε νὰ ταπεινώνεται ἡ καρδιά του καὶ νὰ παίρνει τὴ χαρὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς λύτρωσης, ἦταν ὅταν ἐκείνη τὴν ὥρα εἶπε στοὺς ἄλλους νὰ ἀφήσουν τὸν Σεμεὶ νὰ τὸν καταριέται, γιατί ὁ Κύριος τὸν ἔβαλε γιὰ νὰ τοῦ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες.
Τί πιὸ ταπεινὸ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ
εἶπε ὁ προφήτης; Τὴν ὥρα ποὺ ἔβριζε καὶ κορόιδευε ὁ Σεμεί, ὁ Κύριος πρόσεχε νὰ
δεῖ πῶς θὰ ἀντιδράσει ὁ Δαβίδ. Ἂν δὲν ἔβλεπε αὐτὴν τὴν ταπείνωσή του θὰ τοῦ
φόρτωνε ξανὰ τὶς ἁμαρτίες του, θὰ τοῦ φόρτωνε ξανὰ τὰ λάθη του, δὲν θὰ ἦταν
συγχωρεμένος. Ὅλη ἡ συγχώρησή του ἐξαρτιόταν ἀπ’ αὐτὴν τὴν στιγμή. Καὶ ὁ Κύριος
ἀναπαύθηκε ἀπὸ τὴν ταπεινή του συγχωρητικὴ στάση, ἔβλεπε πόσο γλυκειὰ γινόταν ἡ
μετάνοιά του, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνόμασε τὸν Δαβὶδ «ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν καρδίαν Μου».
Βλέποντας ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς μετανοίας τοῦ
Δαβὶδ ἔλεγε ὅτι τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως δὲν τελειώνει μόνο στὸ ἐξομολογητήριο,
ἀλλὰ συνεχίζεται κάθε μέρα μὲ τὴ συγχωρητικότητα στοὺς ἄλλους. Ὁ Δαβὶδ εἶχε τὴν
καρδιά του συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη, κυρίως τότε ποὺ καθάριζε τὸν ἑαυτό
του ἀπ’ τὰ ἁμαρτήματά του. Αὐτὸ εἶναι ἐξομολόγηση, αὐτὸ εἶναι μετάνοια. Εἶναι αὐτὴ
ἡ συγχωρητικότητα καὶ ἡ πραότητα ἀπέναντι στοὺς ἐχθρούς μας. Ἂν νηστεύοντας
νομίζουμε ὅτι κάτι κάνουμε καὶ τὸ παίρνουμε πάνω μας, ὄχι μόνο δὲν ὠφεληθήκαμε,
ἀλλὰ καὶ βλαφτήκαμε. Δὲν εἶναι ἡ νηστεία αὐτὴ ποὺ πραγματικὰ δίνει τὸ πᾶν, ἀλλὰ
ἡ ταπεινὴ καρδιά μας ἑλκύει τὸν Θεὸ κοντά μας. Ὁ Κύριος εἶναι πολὺ κοντὰ σ’ αὐτοὺς
ποὺ ἔχουν συντετριμμένη καρδία. Κι ἂν κάποιος σὲ βρίσει καὶ σὲ κοροϊδέψει, καὶ
σοῦ πεῖ λόγια βρώμικα, μὴν ἀγριέψεις, μὴν πεῖς «γιατί;», ἀλλὰ ταπεινώσου,
στέναξε μέσα στὴν καρδιά σου, ὄχι γιὰ τὸ βρίσιμο ποὺ σοῦ ἔκαμε, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες
σου ποὺ σὲ ἔφεραν σ’ αὐτὴν τὴν ἀτιμία. Γι’ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματά σου στέναξε, κλάψε
καὶ κάμε το συνεχῶς. Αὐτὸ εἶναι ἐξομολόγηση.
Πράγματι, ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν τοῦ
φέρονται ἄσχημα καὶ τὸν κατηγοροῦν, ὅταν φτάνει σ’ ἕναν τέτοιο πάτο, σὲ μία
τέτοια ταπείνωση καὶ δὲν ἀπαιτεῖ τὴν ἀκεραιότητά του καὶ τὸ δίκιο του, αὐτὸς ὁμοιάζει
στὸν οἰκτίρμονα Πατέρα του, τὸν Θεό. Καὶ ποιός δὲν ἔχει γευθεῖ τὰ λόγια τὰ
σκληρὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Καὶ ἀντὶ νὰ σκέφτεται καὶ νὰ λέγει «γιατί νὰ μοῦ
μιλήσει ἔτσι, γιατί νὰ μοῦ φερθεῖ ἔτσι;», καὶ νὰ τὸν πιάνει τὸ παράπονο καὶ ἡ ἐκδικητικότητα,
καλύτερα νὰ λέγει ὅτι τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν τὰ ἁμαρτήματά του
καὶ νὰ ἐξιλεωθεῖ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ θυσία στὸν Θεό, ὅπως τὸ λέγει ὁ Δαβὶδ «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν
συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Ἔτσι λαμβάνει τὸ
ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τότε πραγματικὰ βρίσκει τὴν δύναμή του. Ὁ Θεός, ὅταν βλέπει ἕναν
χριστιανὸ νὰ προσφέρει τέτοια θυσία στὸν Θεό, νὰ συγχωράει καὶ νὰ βλέπει μόνο τὰ
δικά του ἁμαρτήματα, «οὐκ ἐξουδενώσει», δὲν θὰ ἐγκαταλείψει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο.
Ὅμως, πολλὲς φορὲς θὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό
μας νὰ ζεῖ μέσα στὴν πικρία. Μπορεῖ σὲ κάποιον ποὺ μᾶς φέρθηκε ἄσχημα νὰ μὴν ἀπαντήσουμε.
Λέμε μέσα μας «Χριστιανοὶ εἴμαστε, δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε κατὰ τὸν ἴδιο
τρόπο, δὲν πρέπει νὰ τοῦ ἀπαντήσουμε». Ναί, δὲν πρέπει, δὲν πρέπει, δὲν πρέπει ὅμως
μέσα μας νὰ κουβαλᾶμε τὴν πικρία! Καὶ λέμε «πῶς μοῦ φέρθηκε ἐμένα ἔτσι;» καὶ
μία μιζέρια ἁπλώνεται θανατηφόρα μέσα μας καὶ τρωγόμαστε γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ
ἄλλου. Τὸ παίζουμε Χριστιανοὶ ἐξωτερικά, ἀλλ’ ὅμως μέσα μας τρωγόμαστε. Ὁ πιὸ
σύντομος, λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, καὶ ὁ πιὸ εὔκολος δρόμος καὶ χωρὶς κόπο γιὰ νὰ
συγχωρεθοῦμε γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, εἶναι νὰ συγχωρέσουμε μὲ τὴν καρδιά
μας τοὺς ἄλλους. Ὅταν ἐπρόκειτο ὁ Χριστὸς νὰ σταυρωθεῖ πάνω στὸ σταυρό, γιὰ τὸν
ἑαυτό Του ἦταν χαρούμενὸς ποὺ Τὸν σταύρωναν, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἦταν οἱ σταυρωτές
Του δάκρυζε καὶ προσευχόταν. Ἔτσι καὶ ὅταν μᾶς σταυρώνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, νὰ
χαιρόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ ἐκείνους
νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεό. Ὅσο δύσκολη κι ἂν εἶναι ἡ ὥρα ἐκείνη,
ἂς γονατίσουμε καὶ ἂς τὸ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς τὸ δώσει αὐτὸ τὸ χάρισμα
τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ἀγάπης.
Σὲ ἀκούω, λέγει,
πολλὲς φορὲς νὰ τρώγεσαι μέσα σου γιὰ τὸν ἄλλον καὶ νὰ τὸν καταριέσαι καὶ νὰ ἔχεις
μία ὀργὴ καὶ νὰ τὸν δαγκώνεις μὲ τὰ λόγια σου καὶ νὰ τὸν διαπομπεύεις καὶ νὰ τὸν
κουτσομπολεύεις στοὺς ἄλλους. Τότε ἔλα στὴ μετάνοιά σου καὶ πὲς μέσα σου «Θεέ
μου! ἑαυτέ μου, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάμεις, ἔτσι σὲ δίδαξε ὁ Χριστός, νὰ
δαγκώνεις τὸν διπλανό σου; Καὶ πῶς θὰ κοινωνήσεις; Πῶς θὰ ἀνοίξεις τὸ στόμα σου
νὰ πάρεις τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τὸ στόμα σου γέμει ἀπὸ αἷμα τῶν ἀδελφῶν σου
ποὺ τοὺς κατατρώγεις μὲ τὰ λόγια σου;».
Ἂς θυμόμαστε πάντα ὅτι οἱ δικιές
μας ἁμαρτίες συγχωροῦνται, ὅταν παλεύουμε μὲ μία ἀγάπη καὶ συγχωρητικότητα γιὰ
τὸν ἄλλον. Καὶ μάλιστα, μὴν νομίζουμε ὅτι κάτι κάμουμε μὲ τὸ νὰ συγχωρέσουμε τὸν
ἄλλον. Στὴν πραγματικότητα ὁ Κύριος δίνει τὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης Του σὲ μᾶς καὶ ἐμεῖς
δίνουμε σταγόνες ἀγάπης σ’ αὐτὸν ποὺ συγχωροῦμε. Κι ὅταν τὸ κάμουμε αὐτό, νὰ
λέμε, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, «ἀχρεῖοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἐσμέν». Μὲ τέτοια
ταπείνωση νὰ φερθοῦμε, μὴν ξεγελαστοῦμε καὶ τὸ πάρουμε πάνω μας, καὶ μὴν μᾶς
μπεῖ ὁ διάβολος καὶ μᾶς μαγαρίσει τὴν εὐλογία, κι ἀρχίσουμε νὰ καυχιόμαστε γι’
αὐτὸ ποὺ κάναμε. Ἂς κλειστοῦμε μέσα στὴν προσευχή μας καὶ ἂς κάμουμε τὴν
συγχώρεσή μας ἁπαλὴ καὶ ἂς ποῦμε μέσα μας «ἑαυτέ μου τὸ λιγότερο ποὺ εἶχα νὰ
κάμω τὸ ἔκαμα». Ἔτσι ὁ Κύριος θὰ σκύψει μὲ μεγαλύτερη ἀγάπη στὴ γλυκειὰ καρδιά
μας. Κι ὅταν ἔρχονται ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ θὰ μᾶς λυποῦν, νὰ
σκεφτόμαστε πὼς ἦρθαν οἱ εὐεργέτες μας. Νὰ μία μεγάλη εὐκαιρία γιὰ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν
μας, γιὰ νὰ ζήσουμε πιὸ ἔντονα τὴν ἐξομολόγησή μας καὶ τὴν μετάνοιά μας στὸν
Θεό, νὰ συγχωρέσουμε καὶ νὰ συγχωρηθοῦμε.
Ἡ πρώτη ἐξομολόγηση ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος
μὲ ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ συναίσθηση εἶναι ὄντως συγκλονιστική, ἡ πρώτη
του ἐξομολόγηση εἶναι ἕνα δεύτερο βάπτισμα. Ὅσοι ἀπὸ μικροὶ ζήσανε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία
δὲν μποροῦν νὰ νιώσουν ἐκείνους ποὺ ἦταν στὴν ἁμαρτία. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς
κάλεσε καὶ ἔκαμαν τὴν πρώτη τους ἐξομολόγηση ἦταν συγκλονιστικὴ ἡ ἐμπειρία
τους, ἔνιωσαν στιγμὲς μεγάλης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ νὰ τοὺς κατακλύζει, νὰ λούζονται
μὲ τὰ δάκρυά τους καὶ μὲ μία γεύση οὐράνια τὴ συγχώρεση καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως, δὲν τελειώνει ἐδῶ ἡ ἐξομολόγηση, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἐξομολόγηση, ὑπάρχει
καὶ ἕνας ἄλλος δρόμος ποὺ ἂν δὲν τὸν διαβοῦμε, δὲν μπορεῖ ἡ ἐξομολόγησή μας νὰ ἔχει
τὴν ἰσχύ της καὶ τὴν χάρη της. Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ δρόμος, ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ
τρόπος; Εἶναι ἡ ταπείνωσή μας καὶ ἡ ἐπιείκειά μας γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ
ἐκείνους ποὺ μᾶς ἐπηρεάζουν, γιὰ ἐκείνους ποὺ πραγματικὰ μᾶς πονοῦν πολὺ
σκληρά. Ἂν δὲν ἔχουμε ταπείνωση ἐνώπιόν τους, ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς
συγχωρέσουμε, ἂν κρατοῦμε πικρία γιὰ ἐκείνους, τότε εἴμαστε ταλαίπωροι καὶ
φτωχοὶ στὴ μετάνοιά μας. Τὸν ἑαυτό μας τιμωροῦμε, ὅταν μισοῦμε τοὺς ἄλλους,
μαχαίρι μπήγουμε στὸν ἑαυτό μας, ὅταν δὲν συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους.
Καὶ ἔσκυβα στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ
Τὸν παρακαλοῦσα νὰ μοῦ δώσει αὐτὴν τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴν συγχωρητικότητα ἀπέναντι
σ’ ὅλους ποὺ μὲ ἐπηρεάζουν. Κάθε μέρα μία θυσία ἔχω νὰ προσφέρω ἀναίμακτη στὸν
Θεό, τὴν ταπεινοφροσύνη μου.
Κύριε, μόνο λῦσε μου τὰ ἁμαρτήματά
μου καὶ δῶσ’ μου Πνεῦμα Ἅγιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου