Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ-3. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΟΡΕΙΑ

12 Οκτωβρίου 1904 ξεκίνησε ο Παύλος Μελάς με τους 35 με άντρες του απο την Μπελκαμένη (Δροσοπηγή) ψηλά στο Βίτσι για το Ζέλοβο (Ανταρτικό), να συναντήσει τον οπλαρχηγό Θύμιον Καούδη.
Είχε ήδη καταρτίσει Επιτροπές και διόρισε οδηγούς και αγγελιοφόρους σε κάμποσα χωριά της Φλώρινας.
Έκλαψε όμως 24 ώρες, όπως έγραψε στην σύζυγο του, και 72 ώρες δεν μίλησε στον Φλωρινιώτη οπλαρχηγό Λάκη Πίρζαν, δεξί του χέρι, γιατί είχε ξεκάμει ένα Βούλγαρο δάσκαλο και ένα Βούλγαρο παπά, που είχαν στείλει στον άλλο κόσμο δυο εφημέριους από το ίδιο χωριό και άλλους χωρικούς από άλλα χωριά. Ένοιωθε συντριβή, φρίκη, αποτροπιασμό για κάθε έγκλημα - και ήταν το μοναδικό - που έκαμαν άντρες και υπαρχηγοί του, έστω και χωρίς τη  έγκρισή του, ή απλώς το μελετούσαν!...
Έχασε στο μεταξύ έναν εξαιρετικόν οπαδό και πρώτο νεκρό τακτικόν αντάρτη, τον Φίλιππο Καπετανόπουλο, φαρμακοποιό στο Μοναστήρι, γεννημένο στην Κατρανίτσα (Πύργον Εορδαίας) της Πτολεμαΐδας .
Ήταν ένας «Ενθουσιώδης και κάλλιστος νέος» όπως έγραψε ο Μελάς. Άνηκε στην διοίκηση της παλιάς  Άμυνας και της νέας και πολύ σοβαρότερης «Εσωτερικής Οργάνωσης Μοναστηρίου». Και όταν δολοφονήθηκε στο γραφείο του από βουλγαρική σφαίρα που αποστρακίσθηκε (4 Σεπτεμβρίου), ο φίλος και συνεργάτης του Θεόδωρος Μόδης παράτησε ευθύς φαρμακείο, πλούτο, καλοπέραση και έφυγε στην Μπελκαμένη, να καταταχθεί αντάρτης. Είχαν παεί στην Νερέτη (Πολυπόταμος), όπου είχε κατακρεουργηθεί από κομιτατζήδες ο εφημέριος  Παπακωνσταντίνος—είχε την ίδια τύχη και δεύτερος εφημέριος, ο Παπαγιάννης, αργότερα. Ο Παπακωνσταντίνος είχε πάνω του και 80 λίρες του χωριού να τις δώσει στον Τούρκον ενοικιαστή της δεκάτης, που έκαμαν φτερά... Από τα σπίτια δύο πρακτόρων του Κομιτάτου τους ρίχθηκαν πολλές τουφεκιές. Ο Μελάς δεν άφησε να τους βάλουν φωτιά, γιατί ακούσθηκαν από μέσα κλάματα γυναικόπαιδων...
Το πρωί όταν έφυγαν και ανέβαιναν απότομο ανήφορο, τους πρόλαβε στρατιωτικόν απόσπασμα, που τους άρχισε στις ομοβροντίες. Τραυματίσθηκε πολύ άσχημα ο Καπετανόπουλος. Επιχείρησαν Μελάς και Λαμπρινός να τον σηκώσουν. Μα στάθηκε αδύνατο. Τον άφησε σε μερικά χαμόκλαδα, για να τον πάρουν την νύχτα. Σε λίγη ώρα όμως ξεψύχησε... Ο Μελάς τον σκέπασε με την δική του κάπα και έμεινε με μια ψιλή καπαρντίνα πάνω σε μεγάλα βρεγμένα και χιονισμένα βουνά...
Ο Θύμιος Καούδης, που πήγαιναν να συναντήσουν, ένας ξανθός και φρόνιμος όσον και γενναίος Σφακιανός, είχεν έλθει με άλλους χωριανούς του τον Μάιον 1903 να ενισχύσουν τον καπετάν Βαγγέλη από το Στρέμπενο (Ασπρώγεια), που είχεν κηρύξει απροκάλυπτο τον πόλεμο στο Κομιτάτο. Στις 20 Ιουλίου, στο περιβόητο Ήλιντεν, κομιτατζήδες και πολλοί ένοπλοι χωρικοί - και μερικοί με τσεκούρια και ρόπαλα - μπήκαν στην Κλεισούρα.
Ο Βαγγέλης αντιστάθηκε πολλές ώρες. Ο τουρκικός όμως λόχος, που είχεν εκεί την έδρα του, το ʼβαλε στα πόδια προς την Πτολεμαΐδα (Καϊλάρια). Αναγκάσθηκε και ο Βαγγέλης να υποχωρήσει. Έγινε όμως αιτία να σωθεί ένας πασάς που πήγαινε ξέγνοιαστος, με ένα αμάξι και τον υπασπιστή του, από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Αμυνταίου στην Νεάπολη (Λαψίστα), έδρα μεραρχίας.
Την νύχτα ο Σεϊμένης, ένας από τους εννέα μεγαλωμένους στην Κρήτη με αγώνες κατά των Τούρκων, αφήνει τους συντρόφους του και πηγαίνει στην Κλεισούρα, στους κομιτατζήδες. Ο απαίσιος Τσακαλάρωφ πρόσταξε και τον θανάτωσαν...
Με  την αυγή ανέβηκαν το απέραντο δάσος της  Δροσοπηγής από οξυές και πήραν έπειτα την κορυφογραμμή του Βίτσι. Βάδιζαν πλάι της. Δρόμος δεν υπήρχε. Σε μερικά μέρη υπήρχαν δυσδιάκριτα σημάδια κατσικόδρομου, που τον είχαν εξαφανίσει τα χιόνια και οι βροχές. Οι 35 άντρες, ο ένας πίσω από τον άλλον, πατούσαν βράχους, χαράδρες, λακκούβες γεμάτες νερό και συχνά και χιόνια.
Και έβρεχε με το τουλούμι δέκα μέρες συνέχεια. Ένα διάστημα και χιόνιζε. Όλο το έδαφος ήταν βρεγμένο και γλιστερό. Οι κάπες βάραιναν από την βροχή πολλές οκάδες. Τα πόδια όλων μουσκεμένα.
Ο Μελάς σερνόταν με πολλή δυσκολία. Τα φουντοφόρα τσαρούχια είχαν πληγώσει άσχημα τα πόδια του. Δεν τα έβγαζε ούτε τη νύχτα, γιατί δεν μπορούσε να τα ξαναφορέσει!...
Με τα πρησμένα και πονεμένα πόδια του λογάριαζε να πάει στο Μεγάροβο και Τύρναβο, δυο κωμοπόλεις μια και μισή ώρα από το Μοναστήρι! Έπρεπε δηλαδή να διασχίσει την ατέλειωτη κορυφογραμμή του Περιστέρι, ψηλότερη και αγριότερη από εκείνη του Βίτσι! Εννοούσε να υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια και να προσπεράσει όλες τις αδυναμίες του με το αδάμαστο θάρρος και την αλύγιστη θέληση του. Κάπου το μεσημέρι κάθισε σʼ ένα βράχο να ξαποστάσει. Έτρεξε κοντά του ο Πίρζας.
- Τα άτιμα τα τσαρούχια! Του είπε μʼ έναν αναστεναγμό.
- Μα σου έχω πει τόσες φορές να φορέσεις μπότες. Αυτά τα τσαρούχια δεν είναι για όλα τα πόδια.
- Αντάρτης και κλέφτης με μπότες γίνεται, μωρέ Νίκο;!
- Γιατί όχι; Οι Κρητικοί έχουν μπότες. Οι μεγάλοι αρχικομιτατζήδες φορούν μπότες και χακί στολές. Έτσι έπρεπε να ντυθείς και συ. Και ο μανδύας και η φουστανέλα δεν είναι για ανθρώπους της πολιτείας.
- Να μοιάζω με τους κομιτατζήδες;!
Συγκεντρώθηκαν γύρω οι άντρες και έτρωγαν το ψωμοτύρι τους. Μερικών το ψωμί τους είχε βραχεί και γίνει αποκρουστικός πολτός. Ο Μελάς έφαγε ένα παξιμαδάκι. Τον πλησίασε ο Γεώργης Βολάνης, νεαρός από τους Λάκκους της Κρήτης με αγγελική μορφή, που αποδείχθηκε αργότερα φοβερός και τρομερός, και είπε:
- Να φορέσεις, αρχηγέ, κρητικά στιβάνια. Είναι μαλακά, δεν πληγώνουν τα πόδια. Σου δίνω τα δικά μου.
- Και συ τί θα φοράς, μωρέ Γιώργη;
- Εγώ; Θατα οικονομήσω. Φορώ και γουρουνοτσάρουχα.
- Δεν γίνεται, Γιώργη μου.
      Ο Βολάνης αιχμαλωτίσθηκε την άλλη μέρα στην Στάτιστα, εδραπεύτευσε από τις φυλακές Μοναστηρίου και την άνοιξη του 1906 ήλθε με το δικό του σώμα στο Μορίχοβο, όπου επέδειξε παλικαριά καταπληκτική και σκληρότητα αρκετή.
- Εγώ μια φορά, είπεν ο Πίρζας, θα παραγγείλω από το Ζέλοβο στο Μοναστήρι ένα ζευγάρι μπότες, από κείνες που ετοιμάζουν για τους Τούρκους αξιωματικούς. Όλοι οι τσαγκάρηδες είναι δικοί μας. Θα παραγγείλω και μια χακί στολή και δεν ρωτώ κανένα.
- Όλα αυτά για μένα Νίκο;
- Για σένα. Για ποιον άλλον;!
- Και δεν με ρώτας αν τα θέλω;
- Δεν θα σε ρωτάμε πια.
- Εγώ λέγω, είπεν ο Χρήστος  Μαλέτσκος ή Παναγιωτίδης, ψυχογιός του καπετάν Βαγγέλη, που αιχμαλωτίσθηκε την άλλη μέρα και το ʼσκάσε από τις φυλακές Μοναστηρίου τον Φεβρουάριο του 1908 - εγώ λέγω να φορέσεις αυτά τα τσαρούχια που φορούν στα χωριά μας. Δεν είναι γουρουνοτσάρουχα, είναι χοντρότερα, σκεπάζουν κάπως τα πόδια και δεν τα πληγώνουν. Τα φορούν οι Τούρκοι στρατιώτες και οι κομιτατζήδες.
- Τούρκον και κομιτατζή, μωρέ, θα με κάνετε;  Διαμαρτυρήθηκε ο Μελάς.
- Καλύτερα τα ποδήματα, οι μπότες, είπε ο Πίρζας. Κείνη την στιγμή πρόβαλε ένας χωριάτης, που πήγαινε καβάλλα. Τρέχει αμέσως ο Πίρζας και του λέει στα βουλγαρομακεδονικά να κατέβει, για νʼ ανεβεί ο αρχηγός στο άλογο, που είναι άρρωστος.
Και πετάχθηκε πρόθυμος απʼ το άλογο του.
Καβαλλίκεψε ο Μελάς και πήγαινε μπροστά, τυλιγμένος στην καινούργια μεγάλη κάπα του, που την είχε αγοράσει στην Μπελκαμένη. Τα πόδια όμως τα έδερνε η βροχή.
Γιʼ αυτό χρειάζονται οι μπότες, παρατήρησε ο Πίρζας.
Ακολουθούσαν πίσω όλοι οι άλλοι τυλιγμένοι στις κάπες. Τον χωρικόν έβαλαν στην μέση ο Πίρζας και Μαλέτσκος, για να μην καταλάβει ότι είχε να κάνει με Ελληνοαντάρτες.
- Από πού είσαι; τον ρώτησε ο Πίρζας.
- Από την Στάτιστα.
- Και εκεί πήγαινες;
- Πάω σπίτι. Είμαι μυλωνάς.
- Λίγο κλέφτης, παρατήρησε ο Μαλέτσκος.
- Όχι, βρε αδελφέ. Άδικα μας κατηγορούν. Έχομε φτώχεια.
- Δεν έχετε δουλειές; Έχετε κεσάτια και οι μυλωνάδες;
- Έχουμε φτώχεια.
- Δεν αλέθει ο κόσμος; Δεν τρώει ψωμί;
- Αλέθει. Μα όχι πολύ. Ίσως έγιναν πολλοί μύλοι. Το κακό είναι άλλοι, οι Τούρκοι. Πότε θα γκρεμοτσακισθούν τα σκυλιά; Μπορείτε να μου πείτε;
- Θα ξεκουμπισθούν. Θα ʼρθει η μέρα.
- Πολλά μας έχουν ειπεί. Και δεν βλέπουμε τίποτα. Και οι Τούρκοι σκύλιασαν. Τώρα, λέγουν, φάνηκαν και οι Έλληνες αντάρτες.
- Μπα. Πού τους βαστάει;!
- Όχι. Φάνηκαν σίγουρα. Μου το είπαν στην Φλώρινα. Έγιναν και συμπλοκές μαζί τους. Ακούσθηκαν οι τουφεκιές.
- Θα είναι για λίγες μέρες. Με το πρώτο χιόνι θα φύγουν στην Αθήνα.
- Μακάρι. Και σεις που πηγαίνετε; Αν επιτρέπεται.
- Προς τα πέρα, είπε ο Πίρζας.
- Πάμε κατά το Ζέλοβο, είπε ο Χρήστος´
- Στο Ζέλοβο; Είναι Γραικομάνοι.
Πήγαιναν και κουβέντιαζαν κάτω απʼ την ατέλειωτη βροχή. Κάποια στιγμή όμως ο χωρικός κατάλαβε απʼ τις κουβέντες των άλλων, ότι Έλληνες ήταν οι συνοδοιπόροι του. Και ζήτησε αμέσως να πάρει το άλογο.
- Βρε παλιόσκυλο! Του είπε θυμωμένος ο Πίρζας. Όσο μας έπαιρνες για κομιτατζήδες δεν έλεγες τίποτε. Άμα κατάλαβες ότι είμαστε Γραικοί ζήτησες το άλογο.
- Όχι. Μα τον Θεό... Είναι μονάχη στο μύλο η γυναίκα μου.
- Με το καλό Νίκο. Με το καλό, του φώναξε ο Μελάς.
- Με το καλό τέτοιον άτιμο!; Όσο μας έπαιρνε για κομιτατζήδες δεν μιλούσε. Ευθύς που κατάλαβε ότι είμαστε Έλληνες ζήτησε το άλογο.
- Δικαίωμά του, είπε ο Μελάς και κατέβηκε απʼ το άλογο.
- Μα... Μα... Μη κατεβαίνεις. Δεν θα το φάμε το άλογο.
Ρίχθηκαν τότε πολλοί με σηκωμένα τα ραβδιά στον χωρικό.
Όχι. Όχι. Μην τον πειράζετε, επρόσταξε ο Μελάς.
Ο χωρικός έτρεμε απʼ τον φόβο του. Και έλεγε ας ξανανεβείσ το άλογο ο αρχηγός. Τέτοιος άνθρωπος!... Τον είχε εντυπωσιάσει και η ευγενική μορφή του Μελά. Και δεν είμαι όπως νομίζετε. Ήμουν στενός φίλος του Κώτα. Αυτός ήταν για μας τους χωριάτες. Δεν θα γεννήσει άλλον Κώτα άλλη μάννα.
- Μωρέ πού έχετε πίστη εσείς, είπε ο Πίρζας.
- Μα τον Θεό. Μα τον Χριστό. Και είπε στον αρχηγό να ξανανεβεί στο άλογο. Εγώ δεν το καβαλλικεύω. Πλησίασε και ο ίδιος στον Μελά και είπε: Άλογο ντικό σου. Να το παίρνεις. Ο Μελάς άρχισε να βαδίζει. Και ένοιωθε τώρα μεγαλύτερους πόνους, γιατί δεν είχεν περπατήσει πολλήν ώρα. Ο χωρικός ακολουθούσε πεζός. Έσερνε το άλογο με το σχοινί. Ο Πίρζας τον ρώτησε:
- Έρχεται στο χωριό ο Μητρο-Βλάχος;
- Αραιά... Πολύ αραιά. Αυτός ο Αρβανιτόβλαχος είναι σκυλί μοναχό. Δεν λογαριάζει τη ζωή ενός ανθρώπου περισσότερο από μια μύγα. Γιʼ αυτό τους φοβόμαστε.
- Και ο Τσακαλάρωφ; Έρχεται στο χωριό; Ακούεται; ρώτησε ο Μαλέτσκος.
- Δεν ακούγεται καθόλου. Δεν θα είναι εδώ.
- Α! Έφυγε ο Τσακαλάρωφ στην Βουλγαρία μαζί με τον Κλιάσεφ, αφού πέρασαν από την Ελλάδα, είπεν ο Πίρζας ελληνικά.
- Έτσι το ακούσαμε και εμείς, είπε στη διάλεκτό του ο χωρικός που τα κατάλαβε όλα.
Ακούσθηκαν όμως πολλές και ζωηρές διαμαρτυρίες.
- Πώς;! Πῶς;! Φώναξαν πολλοί. Έφυγε ο Τσακαλάρωφ στην Βουλγαρία μέσω Ελλάδας. Και τι έκαμνε η Ελληνική Κυβέρνηση; Τυφλώθηκε;
- Ου να χαθούν... Είναι για τα πανηγύρια, φώναζαν άλλοι.
Και ο Γρηγόρης ο Βαγενάς απʼ τα παλικάρια του καπετάν Βαγγέλη είπε:
- Έδωσαν και δίνουν τα όπλα στους κομιτατζήδες για να μας σκοτώνουν . Τους δίνουν και πλάτες για να φεύγουν στην Βουλγαρία! Και σε ποιον; Στον Τσακαλάρωφ, τον χειρότερο.
Απʼ την Ελλάδα είχε προμηθευθεί τα περισσότερα όπλα το Κομιτάτο.
- Έπρεπε, νομίζω να αρχίζαμε τον Αγώνα απʼ την Αθήνα, είπε ο Χρήστος Μαλέτσκος.
Ο Μελάς τους άκουε και χαμογελώντας είπε:
- Έννοια σας παιδιά... Τα πράγματα τώρα έσιαξαν. Διορθώθηκαν.
Βράδιαζε πια. Βρέθηκαν στη ράχη πάνω απʼ την Στάτιστα που φαινόταν. Ο χωρικός επρόσφερε πάλι το άλογό του στον Μελά.
Εκείνος του είπε: Ευχαριστώ. Ευχαριστώ πολύ. Πήγαινε με το άλογο σου. Και του έσφιξε το χέρι. Ίσως και του έδωσε κανένα μετζίτι ή ένα «τέταρτο» (του μιτζιτιού), μια χρυσή δραχμή.
Ο χωρικός καβαλλίκεψε το άλογο έκαμε με το χέρι ένα χαιρετισμό και τράβηξε για το σπίτι του.
- Πάμε και εμείς, είπε ύστερα από λίγο δισταγμό ο Μελάς.
- Που; Στη Στάτιστα; ρώτησε ο Πίρζας.
Είχε ρωτήσει τον Δήμο, ένα παιδί απʼ την Στάτιστα τί άνθρωπος ήταν ο μυλωνάς. Απάντησε:
- Δεν είναι κακός. Μα ξέρει κανείς;! Καλύτερα να μην πάμε στο χωριό μου απόψε. Δεν το έχομε προετοιμάσει.
- Είναι κουρασμένα και μουσκεμένα τα παιδιά. Πρέπει να περάσουμε τη νύχτα κάτω από στέγη.
- Μα θα πηγαίναμε σε μια απʼ τες πολλές Ζελοβίτικες καλύβες. Είναι μια, μιάμιση ώρα μακριά.
- Να ψάχνουμε για καλύβες σε βουνά και δάση στο σκοτάδι με αυτή την κατακλυσμιαία βροχή;! Το πρωί, θα φύγουμε απʼ την Στάτιστα.
Αν είχε μείνει καβάlλα στο άλογο ίσως θα προχωρούσε για τις  Ζελοβίτικες καλύβες. Έμειναν και την ημέρα στο χωριό. Και ήρθε το μοιραίο, το παράξενο. Από τόσους άντρες μονάχα ο Μελάς σκοτώθηκε. Αιχμαλωτίσθηκαν ο Γ. Βολάνης, ο Χρήστος Μαλέτσκος και άλλοι τεσσαρες (4), αφού πολέμησαν και όλη τη νύχτα απʼ το σπίτι που είχαν κυκλωθεί.
Απʼ τις αθηναικές εφημερίδες έμαθαν οι Τούρκοι τον θάνατο του Μελά, και το μέρος της πρόχειρης ταφής του. Έτσι βρήκαν και το ακέφαλο πτώμα του. Το κεφάλι είχε ταφεί στην Αγία Παρασκευή του Πισοδερίου.
Ο Μελάς είχε αναλάβει τον σκληρό Αγώνα σε άγρια βουνά με άγριους ανθρώπους, γιατί πίστευε ότι είχε υποχρέωση να το κάμει. Δεν ήταν παρασκευασμένος σωματικά, ακόμα λιγότερο ψυχικά. Έιχεν όμως θέληση μεγάλη και αδάμαστη. Λογάριαζε να φέρει σε καλό τέλος τον Αγώνα με «ολίγην γενναιότητα και πολλήν καλοσύνην και φιλανθρωπία». Και δεν είναι καθόλου αβέβαιο ότι δεν θα ήταν αποδοτικότερη η τακτική αυτή από τους σκοτωμούς, τις σφαγές, τους εμπρησμούς.
Υπήρξε αναμφιβόλως ιδανικός ήρωας, ευγενέστατος άνθρωπος και λαμπρός χριστιανός.
                                                                       
                                                                                                                           («Ο δραπέτης»)

Από το βιβλίο:
ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Γεώργιος Χ. Μόδης
Εκλεκτά Διηγήματα
ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου