Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Ἑρμηνεία στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κατάθεσις τῆς Τιμίας Ζῶνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστῖνου ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'


ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ἑβρ. 9, 1-7

Χωρὶς ναούς;
«Εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν
οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν
δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς»
(Ἑβρ. 9, 6-7)

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, δὲν ὑπάρχει λαὸς ἄθρησκος. Καὶ σʼ αὐτὰ ἀκόμη τὰ κράτη ποὺ ἔχουν κηρύξει ἀθεΐα καὶ καταδιώκουν τὴ θρησκεία, ναί, καὶ σʼ αὐτὰ ἀκόμη ὑπάρχει λαὸς ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ καὶ ἐκδηλώνει τὰ θρησκευτικά του αἰσθήματα λατρεύοντας τὸ Θεὸ σὲ μέρη ποὺ δὲν φτάνει ἡ ἀστυνομικὴ παρακολούθησις.
* * *
Ὅλοι οἱ λαοὶ τοῦ κόσμου θρησκεύουν, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγώτερο. Ἀλλʼ ἀνάμεσα στοὺς λαοὺς ὑπάρχει κιʼ ἕνας, ποὺ ἦταν λαὸς πέρα γιὰ πέρα θρησκευτικός. Ὁ λαὸς αὐτὸς εἶνε ὁ ἑβραϊκός. Αὐτὸς εἶχε τὸ προνόμιο νὰ πιστεύη στὸν ἀληθινὸ Θεό. Αὐτὸς εἶχε διοργανώσει τὴν ἀτομική, τὴν κοινωνικὴ καὶ τὴν ἐθνικὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελοῦσε κράτος θεοκρατικό. Ὁ Θεὸς βασίλευε ἀνάμεσα στὸ λαό. Καὶ τὸ Θεὸ λατρεύανε ὄχι μόνο τὸ Σάββατρο, ἀλλʼ ὅλες τὶς μέρες, προσφέροντας θυσίες. Ποῦ λατρεύανε τὸ Θεό; Ὅταν ἦταν σκλάβοι στοὺς Αἰγυπτίους, οἱ τύραννοί τους δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ χτίσουν δικό τους ναὸ καὶ νὰ λατρεύουν τὸ Θεό. Τὸ Θεὸ τὸν λατρεύανε τότε μέσʼ στὰ σπίτια τους καὶ στὶς καρδιές τους. Ἀλλʼ ὅταν ὁ Θεὸς μὲ τὸ Μωυσῆ τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπʼ τὴν αἰγυπτιακὴ τυραννία, οἱ Ἑβραῖοι ξεκίνησαν γιὰ τὴν ἀγαπημένη τους πατρίδα. Ἐλεύθεροι πλέον τότε λατρεύανε τὸ Θεό. Ποῦ; Ὑποχρεωμένοι κάθε μέρα νὰ βαδίζουν, δὲν μποροῦσαν νὰ χτίσουν ναό. Ὁ Θεὸς τότε τοὺς διέταξε νὰ κάμουν ἕνα ναὸ κινητό, ποὺ μποροῦσαν νὰ τὸν λύνουν καὶ νὰ τὸν στήνουν ὅπου ἤθελαν. Καὶ τὸν ἔκαμαν. Κατασκευάστηκε ὁ ναὸς ἀπὸ σανίδες, δέρματα ζώων καὶ πολυτελῆ ὑφάσματα. Ὁ ναὸς αὐτὸς ὠνομαζόταν Σκηνή.
Ἀλλὰ τί σκηνή! Μέσα σὲ σκηνὲς (τσαντήρια) ζοῦσε ὁ ἑβραϊκὸς λαὸς ὅσο καιρὸ περιπλανιόταν στὴν ἔρημο. Σκηνὲς ἦταν οἱ κατοικίες τους. Ἀλλʼ ἀνάμεσα στὶς σκηνὲς αὐτές, τὶς κινητὲς κατοικίες τους, ἦταν καὶ μιὰ σκηνὴ ποὺ ξεχώριζε ἀπʼ ὅλες τὶς σκηνές. Ἦταν ἡ Σκηνὴ – κινητὸς ναὸς τῶν Ἑβραίων. Ὅσοι κάματε στρατιῶτες καὶ ὑπηρετήσατε τὴν Πατρίδα σὲ φρικτὲς μέρες πολέμου, θὰ θυμᾶστε μὲ συγκίνησι, ὅτι πάνω στὰ ψηλὰ βουνά, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ἐκκλησιές, ὁ στρατιωτικὸς ἱερεὺς ἔστηνε ἕνα πρόχειρο θυσιαστήριο καὶ πάνω σʼ αὐτὸ τελο[θυσε τὴ θεία λειτουργία. Ἔτσι ἔκαναν καὶ οἱ Ἕβραῖοι στὰ χρόνια ποὺ περιπλανιόταν στὴν ἔρημο. Εἶχαν τὴ Σκηνή. Καὶ μέσα σʼ αὐτὴ τὴ Σκηνὴ φύλαγαν τὰ πιὸ ἱερὰ πράγματα τῆς θρησκείας τους. Ἡ Σκηνὴ χωριζόταν σὲ δυὸ μέρη μὲ παραπετάσματα, μὲ μεγάλες χοντρὲς κουρτῖνες. Τὸ πρῶτο μέρος τῆς Σκηνῆς λεγότανε ἅγια. Σʼ αὐτὸ κάθε μέρα ἔμπαιναν οἱ ἱερεῖς καὶ προσέφεραν θυσίες. Τὸ δεύτερο μέρος λεγότανε ἅγια ἁγίων. Σʼ αὐτὸ μόνο μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ἔμπαινε ὁ ἀρχιερεὺς καὶ προσέφερε θυσία ζητώντας συγχώρησι γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τὰ δικά του καὶ γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ.

* * *
Σʼ αὐτὴ τὴ Σκηνὴ ὁ ἑβραϊκὸς λαὸς λάτρευε τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὅταν ὅμως οἱ Ἑβραῖοι ἐγκαταστάθηκαν στὴν πατρίδα τους καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ ἀγῶνες κατώρθωσαν νὰ γίνουν ἕνα ἰσχυρὸ βασίλειο, τὸ πιὸ ἰσχυρὸ βασίλειο τῆς Ἀνατολῆς, μιὰ ζωηρὴ ἐπιθυμία κυρίευσε τὴν καρδιά τους˙ νὰ χτίσουν στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τους, ναό. Ναό, ποὺ νὰ εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο κτίριο, τρανὸ δεῖγμα τῆς ἑβραϊκῆς δόξης καὶ δυνάμεως, κέντρο ἐθνικὸ καὶ θρησκευτικό. Καὶ ἔχτισαν τὸ ναό. Τὸν ἔχτισε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἔνδοξους βασιλιᾶδες τοῦ ἰσραήλ, ὁ Σολομῶν, ὁ γυιὸς τοῦ Δαυΐδ. Γιʼ αὐτὸ ὠνομάστηκε ναὸς τοῦ Σολομῶντος. Τὸ ναὸ αὐτὸ τὸν θαύμαζε ὅλος ὁ κόσμος. Ἦταν χτισμένος μὲ πελεκητὲς πέτρες, μὲ μάρμαρα πολύχρωμα, μὲ ξυλεία σπάνια. Οἱ τοιῖχοι καὶ ἡ ὀροφὴ ντυμένα μὲ χρυσάφι. Τὸ σχέδιο τοῦ ναοῦ αὐτοῦ δὲν διέφερε ἀπὸ τὸ σχέδιο τῆς Σκηνῆς. Ὅπως ἡ Σκηνὴ χωριζότανε σὲ δυὸ μέρη, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς χωριζότανε καὶ αὐτὸς σὲ δυὸ μέρη. Τὰ ἐγκαίνιά του ἔγιναν μὲ μεγάλη ἐπισημότητα. Ἡ χαρὰ τοῦ λαοῦ ἦταν ἀφάνταστη.
Μέσα στὸ ναὸ αὐτὸ τοῦ Σολομῶντος 400 χρόνια ὁ ἑβραϊκὸς λαὸς λάτρευε τὸ Θεό. Ἀλλʼ ὅταν ὁ λαὸς αὐτὸς ἁμάρτησε, τότε ἦρθε ἡ συμφορά. Ἕνας ἀσεβὴς βασιλιᾶς, ὁ Ναβουχοδονόσορ, μὲ πολὺ στρατὸ ξεκίνησε ἀπʼ τὴ Βαβυλῶνα, προχώρησε σὰν χείμαρρος, νίκησε τοὺς Ἰουδαίους, κυρίευσε τὰ Ἱεροσόλυμα, γκρέμισε τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος καὶ χιλιάδες ἑβραϊκὸ λαὸ τὸν ἔκαμε αἰχμάλωτο καὶ τὸν πῆγε στὴ Βαβυλῶνα. Ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ αἰχμάλωτος λαὸς ἐπέστρεψε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἄρχισαν νὰ χτίζουν σπίτια, μὰ ναὸ δὲν εἶχαν. - Ντροπή σας, εἶπε τότε ἕνας προφήτης, ὁ Ἀγγαῖος, νὰ χτίζετε ὄμορφα σπίτια καὶ ναὸ νὰ μὴν ἔχετε. Ἔτσι παρακινηθήκανε νὰ χτίσουνε ναό. Ἀρχηγὸς τῆς προσπάθειας αὐτῆς ἦταν ὁ Ζοροβάβελ. Μὲ πολλὲς δυσκολίες καὶ ἐμπόδια ἔχτισαν τὸ ναό. Λαμπρὸς ναὸς ἦταν κιʼ αὐτός, ἀλλὰ πολὺ κατώτερος ἀπʼ τὸν πρῶτο. Γιʼ αὐτὸ οἱ γεροντότεροι, ποὺ εἶχαν δεῖ μικρὰ παιδιὰ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ἔκαναν σύγκρισι τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλο, ἔβλεπαν τὴ μεγάλη διαφορά, συγκινιόταν καὶ ἔκλαιγαν.
Μέσα στὸν καινούργιο αὐτὸ ναὸ 500 χρόνια οἱ Ἑβραῖοι λατρεύανε τὸ Θεό. Ἀλλʼ ἦρθε καὶ πάλι ἡ συμφορά. Ἔχθροὶ κυρίευσαν καὶ γκρέμισαν τὸν ναὸ αὐτὸ καὶ πάνω στὰ ἐρείπίά του ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας ἔχτισε καινούργιο ναό, ποὺ ἦταν στολισμένος μὲ μάρμαρο καὶ χρυσάφι. Ἦταν καὶ αὐτὸς ἕνας πολὺ λαμπρὸς ναός. Σʼ αὐτὸ τὸ ναὸ ἡ Παναγία πῆγε τὸ Χριστό, ὅταν ἦταν 12 χρονῶν. Στὸ προαύλιο αὐτοῦ τοῦ ναοῦ πολλὲς φορὲς στάθηκε ὁ Χριστὸς καὶ κήρυξε. Καὶ προφήτευσε, ὅτι ὁ ναὸς αὐτὸς θὰ καταστραφῆ καὶ δὲν θὰ μείνη λιθάρι πάνω στὸ λιθάρι. Ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ ξεπληρώθηκε. Τριάντα χρόνια ὕστερα ἀπʼ τὴ σταύρωσί του ἦρθαν οἱ Ρωμαῖοι, κυρίευσαν τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔβαλαν φωτιά, γκρέμισαν τὸ ναό, σκότωσαν, σταύρωσαν χιλιάδες. Οἱ Ἑβραῖοι, ἄν καὶ πέρασαν ἀπὸ τότε 1900 χρόνια, δὲν κατώρθωσαν νὰ χτίσουν ἄλλο ναό. Κάθε Σάββατο εὐσεβεῖς Ἑβραῖοι πηγαίνουν καὶ κλαῖνε σὲ κάτι λιθάρια – ἀγκωνάρια, ποὺ ἔμειναν ἀπὸ τὸ ναὸ ἐκεῖνο.
Τί μᾶς διδάσκουν ὅλα αὐτά; Πρῶτον, ὅτι τὸ νὰ χτίζουμε καὶ νὰ ἔχουμε ναὸ εἶνε ἔργο θεάρσετο. Τὸ διατάζει ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶπε καὶ ἔγινε ἡ πρώτη Σκηνή, ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Ὁ Θεὸς εὐλόγησε νὰ γίνη ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο, πῆγε στὸ ναό, προσκύνησε καὶ προσευχήθηκε σὰν ἄνθρωπος. Ὅλοι οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ ἔχουν τοὺς ναούς τους. Μόνο αἱ χιλιασταὶ δὲν ἔχουν ναούς, δέν θέλουν νὰ πατήσουν σὲ ναὸ καὶ νὰ κάμουν τὸ σταυρό τους.
Τὸ δεύτερο ποὺ διδασκόμεθα εἶνε, ὅτι δὲν φτάνει νὰ χτίζουμε καὶ νὰ ἔχουμε ναούς. Χρειάζεται κάτι ἄλλο, πιὸ σπουδαῖο καὶ ἀπαραίτητο. Ἅμα ἀκοῦμε τὴν καμπάνα νὰ χτυπάη, ἡ καρδιά μας νὰ συγκινῆται. Νὰ λέμε: Μὲ καλεῖ ὁ Θεός. Νὰ πηγαίνουμε ὅλοι μὲ προθυμία στὴν ἐκκλησία. Νὰ στεκώμαστε μὲ εὐλάβεια. Νʼ ἀκοῦμε μὲ προσοχὴ τὴ θεία λειτουργία. Νὰ προσευχώμαστε μὲ δάκρυα καὶ κατάνυξι. Νὰ κοινωνοῦμε μὲ φόβο, πίστι καὶ ἀγάπη τὰ ἄχραντα μυστήρια καὶ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὰ κάνουμε; Τότε λατρεύουμε τὸ Θεό. Τὸν λατρεύουμε ὅπως θέλει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία». Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θὰ εἶνε μαζί μας. Ἀλλʼ ἄν κάνουμε τʼ ἀντίθετα; Ἄν τὶς Κυριακὲς γεμίζουμε τὰ καφενεῖα καὶ τὰ κέντρα τῶν διασκεδάσεων καὶ τὰ γήπεδα, καὶ τὶς ἐκκλησίες τὶς ἀφήνουμε ἔρημες, ἤ καμμιὰ φορὰ πᾶμε μέν, ἀλλὰ τὸ μυαλό μας δὲν εἶνε στὸ Θεό, καὶ κουβεντιάζουμε καὶ ἁμαρτάνουμε μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, καὶ ζοῦμε σὰν εἰδωλολάτρες καὶ ἀντίχριστοι, ὤ τότε ἀλλοίμονό μας! Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ σπίτια καὶ ἐκκλησίες γκρεμίζονται, καὶ οἱ λαοὶ τιμωροῦνται γιὰ τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἀσέβεια.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ'', σελ. 145-149 (ἕκδοσις Β΄ 1992).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου