του Νεκτάριου Δαπέργολα, Διδάκτορος Ιστορίας
Πολλά γράφτηκαν τις προηγούμενες μέρες σχετικά με τη στάση της Ιεραρχίας μας στο επίμαχο και πλέον τρομακτικό θέμα των ημερών (που - όσο κι αν ωρύονται κάποιοι - δεν είναι ο κορωνοϊός, αλλά το δια νόμου κλείσιμο των ναών μας, για πρώτη ίσως φορά από τις αρχές του 4ου αιώνα και τον καιρό του τελευταίου μεγάλου ρωμαϊκού διωγμού). Και πολλές κρίσεις (και επικρίσεις) κατατέθηκαν για τους αρχιερείς μας, με όρους πρωτίστως πνευματικούς. Και είναι πράγματι πρωτίστως βέβαια πνευματικό το θέμα, αφού μιλάμε για μια στάση που πλήττει ξεκάθαρα την ίδια την πεμπτουσία της πίστης μας.
Επειδή όμως τελικά δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με πνευματικές, αλλά και με διοικητικές / ποιμαντικές ευθύνες (καθότι μιλάμε όχι μόνο για πνευματικούς πατέρες, αλλά και για ηγέτες που ασκούν διοίκηση), ας δούμε το θέμα και από «κοσμικής» και «πολιτικής» (με την ευρύτερη σημασία του όρου άποψης). Ως προς το τι οφείλει να κάνει δηλαδή ένας ηγέτης που καλείται να αντιμετωπίσει επίβουλους εχθρούς (καθώς δεν νομίζω να αμφιβάλλει πλέον κανείς ότι έχουμε απέναντί μας ένα κράτος ξεκάθαρα εχθρικό προς την πίστη μας).
Θα υπενθυμίσουμε λοιπόν ότι ο βασικός κανόνας της οποιασδήποτε διεκδίκησης / διαπραγμάτευσης είναι το να θέτεις απαιτήσεις όσο γίνεται πιο μαξιμαλιστικές: με απλά λόγια το να απαιτείς κατ’ αρχάς τα δέκα, για να μπορείς να ελιχθείς και να κερδίσεις τελικά τουλάχιστον τα πέντε ή τα έξι. Αν αντίθετα ζητάς από την αρχή μόνο το ένα, πόσο μπορείς στη συνέχεια να ελιχθείς, πόσα μπορείς να κερδίσεις και κυρίως ποιο μήνυμα περνάς στον αντίπαλο, σχετικά με το φρόνημα και την εγγενή σου ηττοπάθεια; Και ας θυμηθούμε παράλληλα και την πεμπτουσία της σοβαρής αμυντικής στάσης (πραγματικό ευαγγέλιο για την εξωτερική - αλλά και όχι μόνο, όπως τελικά αποδεικνύεται - πολιτική), όπως την καταγράφει ο μέγας Θουκυδίδης: «τὸ γὰρ βραχύ πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης. οἷς εἰ ξυγχωρήσετε, καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε ὡς φόβῳ καὶ τοῦτο ὑπακούσαντες· ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν μᾶλλον προσφέρεσθαι». Με πιο απλά λόγια, ακόμη και κάτι που μπορεί να θεωρείται δευτερεύον (π.χ. δεν πειράζει να περικόψουμε τις ακολουθίες), είναι δοκιμασία του ευρύτερου φρονήματός σας. Αν υποχωρήσετε σε αυτό, οι εχθροί θα προβάλουν αμέσως κάποια άλλη μεγαλύτερη απαίτηση, γιατί θα πιστέψουν ότι και τώρα ενδώσατε από φόβο. Αλλά αν επιδείξετε σταθερότητα, θα τους καταστήσετε σαφές ότι οφείλουν να σας συμπεριφέρονται σαν ίσοι προς ίσους.
Η σωστή λοιπόν στάση θα ήταν εξαρχής, ως πρώτο βήμα και αρχική βάση της περαιτέρω συζήτησης, ένα ανένδοτο μήνυμα: να ειπωθεί κατηγορηματικά στην αντίχριστη κυβέρνηση ότι «οι εκκλησίες ποτέ δεν έκλεισαν στην Ελλάδα ακόμη και σε μεγαλύτερες επιδημίες και συμφορές - και αν τολμήσετε να τις κλείσετε εσείς, θα βγάλουμε στους δρόμους τον κόσμο». Δεν θα ίδρωναν, νομίζετε, οι άλλοι με αυτό; Θα ήθελαν και οιονεί εμφύλιο εν μέσω επιδημίας (έχοντας μάλιστα νωπή και την ηχηρή σφαλιάρα που δέχτηκαν οι καθεστωτικές δυνάμεις καταστολής από τους νησιώτες του ΒΑ Αιγαίου); Είναι απολύτως σίγουρο πως θα ίδρωναν. Δεν θα «παραδίνονταν» φυσικά, αλλά θα το λάμβαναν σοβαρά υπόψη. Οπότε μετά θα μπορούσαν οι ταγοί μας να δείξουν στην πορεία της διαπραγμάτευσης και ένα πιο υποχωρητικό πρόσωπο, λέγοντας ότι «κατ’ οικονομίαν, λόγω των συνθηκών και σκεπτόμενοι τον φόβο από την ασθένεια, δεχόμαστε να γίνεται η λατρεία έστω με περιορισμένη προσέλευση και με μέτρα ασφαλείας». Θα μπορούσαν και να πουν ότι «σε δείγμα καλής θέλησης εγγυόμαστε εμείς για τη σωστή εφαρμογή αυτών των μέτρων». Κάτι που θα μπορούσε επίσης να γίνει με μεγάλη ευκολία (άλλωστε η ολιγοκοσμία στους ναούς ήταν εκείνη τη στιγμή ήδη δεδομένη).
Ποιος άραγε αμφιβάλλει ότι τότε το άνοιγμα των ναών, με την αναλογικότητα προς τα ισχύοντα τουλάχιστον στα σούπερ μάρκετ, θα ήταν γεγονός; Όταν όμως κολόβωσαν μόνοι τους τη λατρεία, δίνοντας την ιδανική πάσα στην θρασύτατη παρεούλα της Μπίλντεμπεργκ να κλείσει εντελώς τους ναούς, κι απόμειναν - σερνόμενοι ασθμαίνοντας πίσω από τις εξελίξεις - να εκλιπαρούν μια κεκλεισμένων των θυρών μεγαλοβδομαδιάτικη θλίψη ως είδος ψιχίου πίπτοντος εκ της τράπεζης των (νεοταξιτών) κυρίων, ήταν προφανές πως δεν θα έπαιρναν σχεδόν τίποτε πια. Παρά μόνο ίσως κάτι απειροελάχιστο, που κι αυτό θα φαινόταν (και θα προβαλλόταν) πλέον ως δώρο μεγαλοψυχίας των αφεντικών. Των ίδιων αφεντικών που θα συνέχιζαν φυσικά με άνεση πια να τους ραπίζουν με τη μια ταπείνωση πίσω από την άλλη. Και θα τους άδειαζαν ακόμη και για το δίωρο που θα πήγαιναν δήθεν οι πιστοί να προσκυνήσουν τον Εσταυρωμένο και τον Επιτάφιο (με πλήρη τάξη ασφαλώς και προφυλάξεις, κάτι που επίσης πολύ εύκολα μπορούσε να διασφαλιστεί).
Όπερ και εγένετο βεβαίως , με το δίωρο που το ανακοίνωσαν και, πριν αλέκτωρ λαλήση, το πήραν κι αυτό αλαφιασμένοι πίσω οι ταγοί μας. Και συνάμα, άτακτη υποχώρηση και άνευ όρων παραίτηση στα πάντα πλέον: από το Άγιο Φως μέχρι τα σβησμένα μεγάφωνα και τις σιωπηλές καμπάνες. Μια σιωπηλή κι ερημωμένη κατήφεια, την ώρα που τα μάρκετ βογγούν από κόσμο και οι δρόμοι στενάζουν από περιπατητές. Τραγικοί και επιλήσμονες λοιπόν εν τέλει; Ανεπαρκείς ακόμη και στο να διεκδικήσουν στοιχειωδώς τα βασικά και τα αυτονόητα της ποιμαντορίας τους και της πνευματικής αποστολής τους; Ίσως όχι ανεξαιρέτως (και στην ίδια ένταση) άπαντες, αλλά σίγουρα άπαντες φέροντες ευθύνη για την Εορτών Εορτήν που μας την κολόβωσαν και την κατάντησαν ανέορτη. Ευθύνη για όσα έπραξαν αλλά και για όσα δεν έπραξαν. Για όσα εισηγήθηκαν και για όσα δεν έφεραν αντίσταση. Για όσα δικαιολόγησαν μέσα τους και για όσα φοβήθηκαν να βγάλουν προς τα έξω. Ανήμποροι όχι μόνο να μιμηθούν στο ελάχιστο Βασίλειους και Χρυσόστομους και Μάξιμους Ομολογητές. Αλλά ανίδεοι τελικά ακόμη κι από Θουκυδίδη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου