Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

Ο Βοριάς του Δεκαπενταύγουστου (Φ. Κόντογλου)

Ο κυρ Βοριάς παράγγειλε ούλο των καραβιώνε… Καράβια π’ αρμενίζετε, Κάτεργα που κινάτε, εμπάτε στα λιμάνια σας γιατί θε να φυσήξω»…


Αυτά τα λέγει ο κυρ Βοριάς άμα είναι θυμωμένος το χειμώνα. Μα το καλοκαίρι είναι στα καλά του και είναι ήμερος και χαρούμενος. Φυσά και δροσίζεται η πλάση, λαμποκοπά ο ήλιος κι οι θάλασσές μας μοσκοβολάνε. Γεμίζουνε τα πέλαγα με αφρισμένα κύματα που τα σαλαγά σα πρόβατα ο παληκαράς ο τσομπάνος ο κυρ Βοριάς. Οι αφροί πλέβουνε απάνω στα μαβιά νερά που αναταράζουνται με βουή και ρεματίζουνε ανάμεσα στις στεριές και στα νησιά.

Κατεβαίνω στην ακροθαλασσιά … Οι θάλασσες χτυπάνε με βρόντο στις πέτρες κι οι αφροί με ραντίζουνε. Η αρμύρα γεμίζει τον αγέρα σαν αψύ πιοτό. Το ‘να κύμα έρχεται πάνω στ’ άλλο και σηκώνει την άσπρη κεφαλή του. Κάθε τόσο φτάνει στη στεριά μια θάλασσα πιο θυμωμένη και πιο μεγάλη από τις άλλες σαν κριάρι ανάμεσα στα πρόβατα και ρίχνεται απάνω στο βράχο και σκορπά με βόγγο. Από τη άβυσσο ανεβαίνει ένα μυστήριο, μ’ όλο που λάμπει ο ήλιος. Τώρα πια έχει φτάξει παντού ο κυρ Βοριάς κι όλη η πλάση πανηγυρίζει. Τα καράβια αρμενίζουνε γρήγορα με τα πανιά φουσκωμένα από τον αγέρα και διασταυρώνουνε το να τα άλλο. Άλλα πάνε καταπάνω στον καιρό, άλλα πρύμα, άλλα κατάπρυμα. Κοντά στις στεριές βλέπεις και καμιά βαρκούλα με το πανάκι της που τσαλαβουτά σα πάπια.

Στο ακροθαλάσσι είναι ένα ρημοκλήσι. Το κύμα χτυπά στα θεμέλια του, ραντίζει τη χυβάδα στ’ άγιο βήμα και δυο βάρκες που ναι τραβηγμένες όξω γεμάτες φύκια. Μπαίνω μέσα και κάνω το σταυρό μου. Τα παλιά εικονίσματα στέκουνται από πολλά χρόνια στο εικονοστάσι που ναι καρφωμένο με ξύλινες καβίλιες. Ο Άγιος Νικόλας κάθεται στο θρονί του, ταπεινός και καλοκάγαθος, ντυμένος με τα δεσποτικά του, με κοντά γένια, ηλιοψημένος σα θαλασσινός. Με το να χέρι του βλογά τον κόσμο και με τα άλλο βαστά ανοιχτό το Ευαγγέλιο που γράφει : «Δεύτε πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς».

Κάθουμαι κάμποση ώρα σ’ ένα στασίδι κι ακούγω τον αγέρα που βουίζει και τραβά το ίσιο χωρίς να ψέλνει κανένας. Ο Αη Νικόλας με κοιτά με την ήμερη ματιά του. Στη διπλανή θυρίδα κάθεται η Παναγία η Οδηγήτρια, συλλογισμένη, πικραμένη και βαστά στην αγκαλιά της το Χριστό που βλογά τον κόσμο. Κάνω πάλι το σταυρό μου και βγαίνω έξω. Οι σκοίνοι μοσκοβολάνε. Ο κυρ Βοριάς σαλαγά τα άσπρα τα πρόβατά του, που γεμίζουνε το πέλαγο και περπατάνε όπου γυρίσεις και τηράξεις. Καράβια και καΐκια αρμενίζουνε ανάμεσα σ’ αυτά τα πρόβατα δροσολογημένα από το μελτέμι του Δεκαπενταύγουστου. Ήμερος καιρός, ήμερη πλάση, όλα ήμερα στην αγιασμένη Ελλάδα, «εικόνα πραότητος» σαν τον άγιο Νικόλα, όλα φτωχά κι απλά μα πλούσια – «τη πτωχεία τα πλούσια».

26.8.51 Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

πηγή: https://romioitispolis.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου