Κάποτε ο οδηγός του αλησμόνητου και αγίου πλέον Μητροπολίτου Εδέσσης Καλλίνικου (Πούλου· 1919–1984), πήρε άδεια.
Και με παρακάλεσε ο ίδιος ο Δεσπότης να τον εξυπηρετήσω με το αυτοκίνητό μου. Πήγαμε για Εσπερινό σ’ ένα μικρό χωριό της Αριδαίας –δεν θυμάμαι τώρα σε ποιό–, ο Σεβασμιώτατος, ο διάκος του κι εγώ.
Στον δρόμο με πείραζε:
—Αα, κυρ-Κ.! Πολλά παίρνεις για το αγώγι! Δεν πρέπει να έρχομαι μαζί σου!
Έγινε ο Εσπερινός, είπε πολλά στους χωρικούς. Όταν φεύγαμε, ζήτησε από τον διάκο την Καινή Διαθήκη. Δεν είχε. Έτυχε να έχω εγώ μια μικρή.
—Δώσ’ την στον διάκο! μού λέει.
Την έδωσα. Του είπε να την ανοίξει τυχαία και να διαβάσει. Πράγματι, την άνοιξε τυχαία ο διάκος κι άρχισε να διαβάζει. Ήταν ένα χωρίο που μιλούσε περί αγάπης. Ο διάκος διάβαζε κι ο Σεβασμιώτατος τον ρωτούσε τι εννοεί η κάθε λέξη. Καθώς προχωρούσε το κείμενο, ο Σεβασμιώτατος το ανέλυε περισσότερο.
Στον δρόμο, κοντά σ’ ένα χωριό, μπροστά μας, βρέθηκε κάποιος χωρικός. Είχε άλογο ζεμένο στο κάρο, φορτωμένο με τριφύλλι κι εκείνο έτρεχε φοβισμένο. Το τριφύλλι άρχισε να πέφτει κι ο καημένος ο χωρικός δεν μπορούσε να το σταματήσει. Εγώ οδηγούσα, ενώ συνεχιζόταν ο διάλογος μεταξύ διάκου και Σεβασμιωτάτου κι έβλεπα την ταπείνωση και την αγάπη του.
Όταν φτάσαμε κοντά στο άλογο με το κάρο, εγώ, ο αφελής, προσπέρασα το κάρο για να φύγουμε.
Οπότε, ακούω:
—Κ…! Τι λέγαμε τόσην ώρα; Για «αγάπη» δεν μιλούσαμε; Σταμάτα, να κάνουμε αγάπη!…
►Έλεγε ο μακάριος Καλλίνικος:
«Ο χριστιανός που δεν είναι πιστός, μοιάζει σαν εκείνον τον άνθρωπο που καίγεται για νερό και, ενώ η βρύση είναι έξω από το σπίτι του, δεν την βλέπει, δεν την βλέπει, δεν την βλέπει!…».
►Για δε την Πίστη, που είναι η δύναμη της Προσευχής, έλεγε ο άγιος Καλλίνικος τα εξής:
«Πρέπει να έχουμε την πίστη των απλών παιδιών. Όπως ακριβώς το παιδάκι εκείνο, που, πηγαίνοντας στη λιτανεία που θα γινόταν για να βρέξει, είχε ήδη πάρει μαζί του και την ομπρέλα του. Τόσο πολύ ήταν σίγουρο!…».
►Ο άγιος Καλλίνικος ήξερε να κατανοεί, να παρηγορεί και να ενισχύει τον πονεμένο πλησίον του, γιατί έμπαινε αβίαστα στη θέση του και, έτσι, σύμφωνα με τον λόγο του αγίου Παϊσίου, συγγένευε στην πράξη ολοένα και περισσότερο με τον Χριστό.
Κάποτε, σε μια δόκιμη μοναχή, που περνούσε και εβίωνε εσωτερικά μόνη της μια πολύ δύσκολη κατάσταση κατά τις πρώτες μέρες της εισόδου της στο μοναστήρι, ο μακαριστός επίσκοπος Καλλίνικος τής είχε πει τα εξής πατρικά λόγια, τα γεμάτα καρδιοστάλλακτη παράκληση και παρηγορία:
«Είναι πολύ φυσικό, παιδάκι μου, να είσαι έτσι! Εσύ άφησες τη θέση σου, άφησες τους δικούς σου, και βρίσκεσαι τώρα σε μοναστήρι που (καλά–καλά, ακόμη) δεν γνωρίζεις! Εγκατέλειψες τα πάντα! Είναι φυσικό!… Ενώ, εγώ, –εν αντιθέσει μ’ εσένα–, ήρθα (εδώ σ’ αυτή τη Μητρόπολη, όταν με εξέλεξαν), με “εξουσία”: ήρθα ως “Μητροπολίτης”! Ήρθα με τη μάνα μου· ήρθα με δόξες και τιμές, και πάλι (μέσα μου) στεναχωρήθηκα! Πόσο μάλλον εσύ, που τά ’χασες όλα! Ξέρεις τι σημαίνει να τ’ αφήνεις όλα και να βρίσκεσαι μόνος σ’ ένα μοναστήρι;!…».
πηγή: https://simeiakairwn.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου