ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ματθ. 6, 22-33
ΜΑΜΩΝΑΣ
«Οὐ δύνασθε Θεῶ δουλεύειν καὶ μαμωνᾱ»
(Ματθ. 6, 24)
ΥΠΑΡΧΕΙ, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ὑπάρχει στὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, μιὰ λέξι ποὺ δὲν εἶνε ἑλληνική. Εἶνε λέξι συριακή. Εἶνε ἡ λέξι μαμωνᾶς. Σημαίνει πλούτη, θησαυρούς. Κάτι περισσότερο˙ τὴ λατρεία πρὸς τὸ χρῆμα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι τὸ θεοποιοῦν. Ὁ μαμωνᾶς ἔτσι γίνεται θεός, ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς θεοὺς ποὺ λάτρευαν οἱ ἀρχαῖοι.
Καὶ σήμερα ὅμως, ἄν ρίξουμε μιὰ ματιὰ στὸν κόσμο, θὰ δοῦμε ὅτι ὁ μαμωνᾶς δὲν ἔπαψε νὰ λατρεύεται. Καὶ στὶς χῶρες ἀκόμη ἐκεῖνες ποὺ ὀνομάζονται χριστιανικές, ἀλλὰ δὲν ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ χρυσὸς καὶ ὄχι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνα μας. Κράτη μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ εἶνε ἕτοιμα σὰν ἄγρια θηρία νὰ ὁρμήσουν τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο γιὰ τοὺς ὑλικοὺς θησαυρούς, γιὰ τὸ μαμωνᾶ.
Ἀλλʼ ὁ Χριστὸς στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο διεκήρυξε, ὅτι Θεὸς καὶ μαμωνᾶς δὲν συμβιβάζονται. Ἤ τὸν ἕνα θʼ ἀγαπήσης καὶ τὸν ἄλλον θὰ μισήσης, ἤ θὰ προσκολληθῆς στὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο θὰ περιφρονήσης.
* * *
Ἀλλὰ γιατί Θεὸς καὶ μαμωνᾶς εἶνε ἀσυμβίβαστα; Ὁ Χριστὸς σὰν μέσο γιὰ τὸν πορισμὸ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου συνιστᾶ τὴν ἐργασία. Ὁ μαμωνᾶς ὅμως δὲν ἀρκεῖται σὲ μιὰ λιτὴ καὶ ἀπλῆ ζωῆ, δὲν ἀρκεῖται στὸν ἐπιούσιο ἄρτο˙ ζητεῖ νʼ ἀυξήση τὰ κεφάλαιά του, νὰ τὰ πολλαπλασιάση, νὰ ξαπλωθῆ καὶ ἄν εἶνε δυνατὸν νὰ καταλάβη ὅλη τὴ γῆ. Τὸ χρῆμα γίνεται πιὰ γιὰ τὸν πλεονέκτη καὶ φιλάργυρο, ὄχι μέσο, ἀλλὰ σκοπὸς τῆς ζωῆς. Γιὰ τὸ χρῆμα ζῆ καὶ ἀναπνέει ὁ ἄνθρωπος τοῦ μαμωνᾶ. Κινεῖται καὶ ἀναπτύσσει τεράστια δραστηριότητα, καὶ ταξιδεύει στὴν ξηρὰ καὶ τὴ θάλασσα, καὶ ρίχνεται στὶς πιὸ ἐπικίνδυνες ἐπιχειρήσεις, καὶ δὲν ἡσυχάζει οὔτε μέρα οὔτε νύχτα, ἀλλʼ ὅπως ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς παραβολῆς ἀγωνιᾶ καὶ προσπαθεῖ νὰ βρῆ λύσι τοῦ προβλήματος, τί θὰ κάνη, πῶς θʼ ἀσφαλίση τοὺς θησαυροὺς καὶ τὰ πλούτη του ποὺ διαρκῶς συσσωρεύονται.
Ὁ λάτρης τοῦ μαμωνᾶ, ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης, ποτὲ δὲν σταματάει. Ὅπως ἕνας ποὺ προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια ὑδρωπικία συνεχῶς διψᾶ, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ μαμωνᾶ καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀκόρεστη δίψα γιὰ τὸ χρῆμα. Ποτὲ δὲν λέει φτάνει. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῆ στὰ ποτάμια «φτάνει πιά, δὲν θέλω ἄλλα νερά». Ὁ ἅδης μπορεῖ νὰ πῆ «φτάνει πιά, δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς, χόρτασα». Ἀλλʼ ὁ πλεονέκτης, ὁ λάτρης τοῦ μαμωνᾶ, ποτέ! Ἔφτασε τὸ ἕνα ἑκατομμύριο; Θέλει νὰ τὰ κάνη δύο. Ἔφτασε τὰ δύο; Θέλει τέσσερα. Ἔφτασε τὰ τέσσερα; Θέλει ὀχτώ. Ὠνάσης νὰ γίνη, θὰ θέλη νὰ αὐξήση ἀκόμη τὴν περιουσία του. Μιὰ δίψα ἀκατάσχετη, μιὰ κόλασι μέσα στὰ σπλάχνα του ἀνθρώπου αὐτοῦ γεννιέται.
Λένε ὅτι κάποτε ἕνας βασιλιᾶς, ποὺ εἶχε ὑπήκοό του ἕνα φιλάργυρο καὶ πλεονέκτη, τοῦ ἔδειξε μιὰ ἀπέραντη πεδιάδα καὶ τοῦ εἶπε˙ «Βλέπεις αὐτὴ τὴ χώρα; Θὰ σοῦ δώσω τὸ δικαίωμα νὰ καταλάβης τόσο μέρος ὅσο μέρος θὰ μπορέσης νὰ διατρέξης ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ θὰ ἀνατείλη ὁ ἥλιος μέχρι τὴ δύσι». Ὁ πλεονέκτης δέχτηκε εὐχαρίστως τὴν πρότασι. Καὶ μόλις ξημέρωσε ἄρχισε νὰ τρέχη μὲ ὅλη τὴ ταχύτητά του. Τὰ ὅρια τῆς βασιλείας του διαρκῶς ξαπλώνονταν. Ὁ ἥλιος πλησίαζε νὰ δύση. Ὁ πλεονέκτης ἦταν κατάκοπος καὶ ἔπρεπε νὰ σταματήση. Ἀλλὰ ἡ πλεονεξία δὲν τὸν ἄφηνε. Βλέποντας μπροστὰ του ἕνα ἔξοχο τοπίο πεθύμησε κι αὐτὸ νὰ τὸ καταλάβη. Καὶ τέντωσε τὶς δυνάμεις του καὶ ἔτρεχε. Ἀλλὰ πρὶν φτάση, ἀπὸ τὴν ὑπερκόπωσι καὶ τὴν ἀγωνία ἔπεσε νεκρός...
Πόσοι καὶ πόσοι στὸν κόσμο αὐτὸ δὲν μοιάζουν μὲ τὸν πολεονέκτη τοῦ παραδείγματος! Ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ δουλειά, ἀπὸ τὴν ἀγωνία γιὰ νʼ αὐξήσουν τᾶ πλούτη τους κλονίζεται ἡ ὑγεία τους, προσβάλλονται ἀπὸ νευρικὰ καὶ καρδιακὰ νοσήματα καὶ πεθαίνουν πρόωρα. Ἕνας βοσκός, ποὺ βόσκει τὰ πρόβατά του σὲ κάποια πλαγιὰ βουνοῦ καὶ ζῆ μιὰ εἰρηνικὴ ζωὴ καὶ κοιμᾶται ἥσυχος καὶ εἰρηνικός, εἶνε ἀσύγκριτα πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ ἕναν πλούσιο πλεονέκτη, ποὺ ὁ κόσμος τὸν θεωρεῖ εὐτυχισμένο, ἀλλὰ δὲν εἶνε!
Πόσο δυστυχισμένος εἶνε ὁ λάτρης τοῦ μαμωνᾶ! Λένε ὅτι κάποιος Εὐρωπαῖος πλεονέκτης πῆγε στὴν Ἀφρική, σὲ χώρα ἀγρῖων ὅπου ὑπῆρχαν ψήγματα χρυσοῦ καὶ πολύτιμα μέταλλα καὶ πετράδια, ποὺ δὲν ἦταν σὲ θέσι νὰ τὰ ἐκτιμήσουν οἱ ἄγριοι. Μάζευε τοὺς θησαυροὺς καὶ ἔδινε στοὺς ἀγρίους γιὰ πληρωμὴ κάτι γυαλιστερὲς χάντρες, ποὺ φάνταζαν στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων. Στὸ τέλος ὅμως οἱ ἄγριοι διαφωτίσθηκαν καὶ ἔμαθαν τὴν πραγματική τους ἀξία, κι ὅταν ὁ Εὐρωπαῖος τοὺς ἐπισκέφθηκε καὶ πάλι γιὰ νὰ τοὺς λεηλατήση, τὸν ρώτησαν˙ «Τί θέλεις; Χρυσάφι; Θὰ σοῦ δώσουμε ὅσο θέλεις. Περίμενε...». Ἄναψαν φωτιά, ἔλειωσαν μιὰ μεγάλη ποσότητα χρυσοῦ, ξάπλωσαν τὸν πλεονέκτη κάτω στὴ γῆ, τοῦ ἄνοιξαν μὲ βία τὸ στόμα καὶ μὲ ἕνα χωνὶ τοῦ ἔρριξαν καυτὸ λυωμένο χρυσάφι λέγοντάς του˙ «Χόρτασε τώρα!...».
* * *
Ἀσυμβίβαστα Θεὸς καὶ μαμωνᾶς! Διότι ὁ Θεὸς συνιστᾶ, ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶνε ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος, νὰ ἐλεῆ καὶ νὰ βοηθάε ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, καὶ νὰ εἶνε ἕτοιμος καὶ ὅλη ἀκόμη τὴν περιουσία του νὰ θυσιάση γιὰ χάρι τοῦ κοινοῦ καλοῦ. Ἀλλʼ ὁ μαμωνᾶς ἔχει σὰν ἀρχή του ὄχι τὸ «διδόναι», ἀλλὰ τὸ «λαμβάνειν». Νὰ δώση; Οὔτε δραχμή. Οὔτε ἕνα ποτήρι νερό, ἔστω κι ἄν τὸ ποτήρι αὐτὸ τὸ ζητάη ἕνας ἄγγελος!
Ὁ λάτρης τοῦ μαμωνᾶ ἀποδεικνύεται ἄσπλαχνος, ἀνελεήμων, ἀσυγκίνητος μπροστὰ καὶ στὴ μεγαλύτερη δυστυχία τῶν συνανθρώπων του˙ ἤ μᾶλλον καὶ αὐτὴ τῆ δυστυχία τῶν ἄλλων ὁ ἄνθρωπος τοῦ μαμωνᾶ τὴν ἐκμεταλλεύεται καὶ τὴν κάνει ἐμπόριο. Σὲ ἐποχὴ ἐλλείψεως τροφίμων κρύβει σὲ μυστικὲς ἀποθῆκες σιτάρι καὶ ἄλλα πρώτης ἀνάγκης προϊόντα, καὶ τὰ πουλάει στὴ «μαύρη ἀγορὰ» καὶ ἁρπάζει ἀπὸ τοὺς πεινασμένους ὅ,τι ἔχουν καὶ δὲν ἔχουν. Ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι εἴδαμε τὸ θηρίο αὐτό, τὸν πλεονέκτη ἄνθρωπο, στὶς φοβερὲς μέρες ποὺ πέρασε ἡ πατρίδα μας. Ἄλλοι πέθαιναν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ ὁ πλεονέκτης, ὁ μαυραγορίτης, διασκέδαζε στὰ νυχτερινὰ κέντρα....
* * *
Θεὸς καὶ μαμωνᾶς ἀσυμβίβαστα. Ἄν θέλη κανεὶς νὰ δῆ σὲ ποιό βάραθρο κακοῦ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ λατρεία τοῦ μαμωνᾶ, ἄς ἀνοίξη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ θὰ δῆ φρικτὰ πράγματα, τρομερὰ ἐγκλήματα, ποὺ διέπραξαν οἱ πλεονέκτες. Ἄς ἀνοίξη τὸ Εὐαγγέλιο καὶ θὰ δῆ ἐκεῖ τὸ πιὸ φρικτὸ ἔγκλημα ποὺ διέπραξε ἕνας μαθητῆς τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἰούδας, ποὺ γιὰ 30 ἀργύρια πρόδωσε τὸ Διδάσκαλό του. Ψέμματα, ἀπάτες, πλαστογραφίες, κλοπές, ἁρπαγές, διαρρήξεις, τραυματισμοί, φόνοι, προδοσίες πατρίδος, ἄρνησι θρησκείας, κάθε κακὸ καὶ φαῦλο, νὰ ἡ συνοδεία τοῦ μαμωνᾶ!
Νὰ γιατὶ Θεὸς καὶ μαμωνᾶς δὲν συμβιβάζονται. Ὅπου μαμωνᾶς, ἐκεῖ σατανᾶς. Ὅπου μαμωνᾶς, ἐκεῖ κόλασι, καταστροφή.
Ὤ ἐὰν ἡ ἀνθρωπότητα, σʼ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, ἤθελε νʼ ἀκούση τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ˙
«Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν˙ ἤ γὰρ
τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ
ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει.
Οὐ δύνασθε Θεῶ δουλεύειν καὶ μαμωνᾶ»
(Ματθ. 6, 24).
Ἡ γῆ αὐτὴ τότε θὰ γινόταν ἕνας παράδεισος!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) ''Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν'', σελ. 156-161 (ἕκδοσις Γ΄, ''Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ'', Ἀθῆναι 1990).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου