Τρίτη 23 Μαΐου 2023

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (40. ΠΩΣ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΕ Η ΦΛΩΡΙΝΑ)

ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ



Γεώργιος Χ. Μόδης

Εκλεκτά Διηγήματα: 40. ΠΩΣ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΕ Η ΦΛΩΡΙΝΑ


    Η Φλώρινα ήταν άνω κάτω. Ο τουρκικός στρατός υποχωρούσε απʼ το Μοναστήρι ύστερα από τριήμερη μάχη με τους Σέρβους και έφευγε για την Κορυτσά και τα Γιάννινα. Άλλος στρατός έφευγε μπροστά στους Έλληνες απʼ το Σόροβιτς και το Γκορνίτσοβο. Φάλαγγες πεζικού, κανόνια, άλογα, μεταγωγικά, αστυνομικοί, χωροφύλακες, πυροβολητές χωρίς κανόνια, φαντάροι χωρίς τουφέκια, άνθρωποι και ζώα όλοι ανακατωμένοι, κατατσακισμένοι, αποκαρδιωμένοι, με τη σφραγίδα της ήττας στα σκυμμένα κεφάλια τους, περνούσαν σε διαδοχικά και ατέλειωτα μπουλούκια χωρίς καμιά τάξη και σειρά. Τα αξιοθρήνητα λείψανα του υπερήφανου Αυτοκρατορικού στρατού ένα πια σκοπό είχαν: Τη φυγή. Εστάθμευαν στη Φλώρινα νʼ ανασάνουν και να βρουν πριν πάρουν τον απότομο ανήφορο για το Πισοδέρι και έχαναν και τη λίγη συνοχή που είχαν. Όσοι χριστιανοί στρατιώτες είχαν απομείνει ακόμα στους λόχους κοίταζαν να τρυπώσουν σε κανένα χριστιανικό σπίτι. Μαζί τους προσπαθούσαν να κρυφθούν για να αιχμαλωτισθούν και οι Τούρκοι έφεδροι απʼ τα Βοδενά, τη Βέροια και τʼ άλλα μέρη που είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός. Τι θα πήγαιναν να κάνουν στα άξενα και χιονισμένα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας; Είχαν τα σπίτια τους, τις οικογένειές τους, που ο Αλλάχ μόνον ήξερε σε τι κατάσταση βρίσκονταν τώρα που ο τόπος έπεσε στα γκιαούρικα χέρια.

    Μαζί με τις στρατιωτικές έμπαιναν στην πόλη κι άλλες φάλαγγες ακόμη θλιβερότερες. Ήσαν οι τουρκικοί πληθυσμοί της επαρχίας Καϊλαρίων. Έφευγαν για δεύτερη φορά τον ελληνικό στρατό και τώρα – ύστερα απʼ το ατύχημα της πέμπτης Μεραρχίας – είχαν κάθε λόγο να τρέμουν την οργή του. Τραβούσαν για το Μοναστήρι, όπου τα φράγκικα προξενεία και το πολύ πλήθος τους έδιναν κάποια ελπίδα ασφαλείας... Όλη την πορεία τους είχαν σημαδέψει με ζώα, γυναίκες και παιδιά που έμειναν κολλημένα στη λάσπη και τα έπαιρνε κανείς από μακριά για ζωντανά... Τα πολεμικά όμως γεγονότα τους ανάγκασαν νʼ αφήσουν το απροσπέλαστο πια λιμάνι της σωτηρίας και να στρέψουν για τη Φλώρινα. Με τις προϊστορικές βοδάμαξες και τα γαϊδουράκια τους επλημμύρισαν τα τζαμιά, τα χάνια, τα τούρκικα σπίτια και τους δρόμους. Πολλοί έμειναν στο ύπαιθρο με πρόχειρη στέγη ένα πάπλωμα τεντωμένο πάνω απʼ τα ξύλα της βοδάμαξας. Έσκυβαν τα κεφάλια για να μη βλέπουν στα μάτια των γκιαούρηδων τη λάμψη της κρυφής χαράς.

Όλα τα είχαν χάσει. Το βασίλειο, τα σπίτια, τα κτήματα, τα κοπάδια τους. Και κανείς δεν ήξερε τι έμελλε ακόμα να ιδούν τα μάτια τους σε ξένους τόπους, ανάμεσα στα συντρίμματα του δικού τους στρατού και τα κανόνια των δύο εχθρών που προχωρούσαν ακάθεκτοι κι απʼ τις δυο μεριές και τους έκλειναν σαν πύρινη τανάλια στη μέση. Ήσαν χανούμισσες που είχαν χάσει κι αυτά τα γιασμάκια τους... Άραγες οι άγριοι άπιστοι αξιωματικοί θα τις άφηναν να κρύβουν και στο εξής τα πρόσωπά τους; Δεν υπήρχε κίνδυνος να τις απαγάγουν στα χαρέμια τους;

Κι ωσάν να μην έφθαναν όλʼ αυτά, στο γενικό ανακάτωμα και την ανήκουστη σύγχυση όπου μια αυτοκρατορία πεντακοσίων χρόνων τραγικά κατέρρεε, έπαιρναν μέρος και τα ειρηνικότερα των πλασμάτων, τα πρόβατα. Μεγάλα γκέκικα κοπάδια που κατέβαιναν απʼ τα αλβανικά βουνά για τα χειμαδιά, είχαν αποκλεισθεί στον κάμπο της Φλώρινας. Οι τραχείς βοσκοί τους, εμπρός στην γενική των ομοθρήσκων τους φυγή, έφυγαν και αυτοί και τα παράτησαν στην τύχη τους. Και τώρα τα ωραία αυτά πρόβατα εγύριζαν στους δρόμους της Φλώρινας και στα πόδια των φυγάδων και των προσφύγων, που είχαν άλλες έννοιες, αδέσποτα με τα βελάσματα και τα κουδουνίσματά τους σʼ αναζήτηση κυρίου και λίγου χόρτου.

Όλη η αγορά ήταν κλειστή. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν μοναχά στρατιώτες, πρόσφυγες και ζώα χωρίς να ξέρουν που επήγαιναν και σταματούσαν απότομα στο παγωμένο καλντερίμι χωρίς να ξέρουν τι περίμεναν. Καμιά εξουσία δεν υπήρχε. Οι αρχές έσπευσαν να πάρουν τον δρόμο της Κορυτσάς πρώτες στους πρώτους. Τα ασύντακτα μπουλούκια των φυγάδων δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν στρατιωτικά τμήματα. Μʼ όλα ταύτα κανένα κρούσμα βίας και αρπαγής δεν είχε εκδηλωθεί. Οι πεινασμένοι και παγωμένοι στρατιώτες και πρόσφυγες έβλεπαν κλειστά τα πλούσια μαγαζιά και εγύριζαν κάτω να βρουν κανένα ξεροκόμματο. Η μεγάλη και αναπάντεχη κατάρρευση γέμισε τις ψυχές όλων δέο και κατάπληξη. Ίσως πάλι ο Γιάννης να φοβόταν το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Μοναδική εξαίρεση ξαφνικά στο σπορ να πιάνουν και αφοπλίζουν τους Τούρκους στρατιώτες. Είχε δημιουργηθεί η άμιλλα ποια θα μάσει περισσότερα μάζουζερ... Οι αγέρωχοι και άγριοι «ασκέρ» άφηναν τώρα να τους ρεζιλεύουν οι θρασείς γκιαούρισσες χωρίς καν να κάμουν τον κόπο να προβάλλουν την παραμικρότερη αντίσταση.

Το πρωί της 6 Νοεμβρίου 1912 ο Μητροπολίτης Μογλενών και Φλωρίνης Πολύκαρπος παρακολουθούσε απʼ το μητροπολιτικό μέγαρο με πολλήν ανησυχία την κατάσταση. Αν έπεφτε μια τουφεκιά και άρχιζε στην αναρχία αλληλοσκοτωμός χωρίς αρχή, τέλος και σκοπόν; Αν ξεσπούσε στην απελπισία του ο μουσουλμανικός φανατισμός; Στα Σέρβια πριν λίγες μέρες μια σφαγή των φυλακισμένων και κρατουμένων είχεν ακολουθήσει την υποχώρηση των Τούρκων απʼ το Σαραντάπορο.

Ήλθε βιαστικός στη Μητρόπολη ο Γιουσούφ μπέης, ο σημαντικότερος μπέης της Φλώρινας. Ήταν ένα ζωντανό πτώμα.

- Δεσπότʼ εφέντη. Ήρθα να σε αποχαιρετήσω και να σου παραδώσω τα κλειδιά.

- Για που ώρα καλή; Και τι κλειδιά; Κάτσε να πάρεις πρώτα ένα καφέ.

- Δεν έχω καιρό Μητροπολίτ εφέντη. Φεύγω για την Κορυτσά. Ο υιός μου έφυγε κιόλας με τον στρατό.

- Μα Γιουσούφ μπέη! Πόλεμος είναι. Δεν ξέρει κανείς τι γίνεται από μιαν ώρα στην άλλη. Και πριν δυο εβδομάδες είχαν φθάσει οι Έλληνες ως μέσα στην Νεβολιάνη.

- Τώρα πια δεν έχει γιατρειά. Πάει το δικό μας. Πάρε σε παρακαλώ τα κλειδιά και φύλαξε το σπίτι μου. Σε σένα το εμπιστεύομαι.

Ο Γιουσούφ μπέης είχε μερικά δικαιώματα στην ευγνωμοσύνη του Μητροπολίτη. Όταν είχε φθάσει πριν από δυο εβδομάδες ένα τάγμα της 5ης Μεραρχίας έξω απʼ την Φλώρινα, στη Νεβολιάνη, κι ο Πολύκαρπος έσπευσε να παραγγείλει στους δασκάλους α ετοιμάσουν ελληνικές σημαίες, το πράγμα έγινε γνωστό στους Τούρκους κι από άλλες περιπέτειες τον γλίτωσε τότε ο Γιουσούφ μπέης.

- Θα κάμω μπέη ό,τι μπορώ. Μα που αφήνεις τόσα κτήματα και τσιφλίκια, τόση περιουσία; Και τι θα γίνει ο μικρός, ο φτωχός κοσμάκης, άμα φύγετε οι μπέηδες και πρόκριτοι;

Ο Γιουσούφ μπέης δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Σωριάσθηκε σε μια καρέκλα και αναλύθηκε σε κλάματα μικρού παιδιού.

- Έχεις δίκιο Δεσπότ εφέντη, είπε μόλις συνήλθε.

- Να γίνει τίποτε καλύτερο. Εγώ αναλαβαίνω με τʼ όνομα του Θεού να σας προστατέψω αν μπουν πρώτα οι Έλληνες. Ποιοι είναι πιο κοντά;

- Οι Σέρβοι.

- Κοιτάξτε λοιπόν. Σκεφθήτε καλύτερα.

- Είπαν κιόλας οι δικοί μας να μαζωχθούμε στον τεκέ.

- Τόσο το καλύτερο. Μη χάνετε καιρό. Πάρε τα κλειδιά σου.

Ο Γιουσούφ μπέης έφυγε.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και εμφανίζονται στη Μητρόπολη δύο Τούρκοι πρόκριτοι, οι Χατζή Τζαφέρ Χαφίζ και Κιουτσούκ Αμέτ αγά. Χαιρετούν μʼ εδαφιαίους τεμενάδες τον Μητροπολίτη και όρθιοι με τα χέρια στο στήθος λέγουν:

- Να μας συγχωρήσει η υμετέρα εξοχότης. Δεσπότ εφέντη. Στον τεκέ έχουν μαζωχτεί ο Μουφτής και οι μπέηδες και αγάδες και περιμένουν την εξοχότητά σας. Ας ευαρεστηθεί να έλθει.

- Τι με θέλουν;

- Να σκεφθούμε για την κατάσταση.

- Εγώ; Τι να κάμω; Τι μπορώ να κάμω; Μα αφού επιμένουν! Έρχομαι.

Οι δυο απεσταλμένοι αποσύρθηκαν με εδαφιαίους πάλι τεμενάδες και ο Μητροπολίτης ετοιμάσθηκε να τους ακολουθήσει.

- Που θα πάτε Σεβασμιώτατε; παρατήρησε ο Τέγος Σαπουντζής που ήταν παρών. Ξέρει κανείς τι μπορεί να βγει;

- Μα μας περιμένουν.

- Ας έρθουν οι ίδιοι εδώ. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι στρατιώτες και Καϊλαριώτες.

- Αν θέλουν το κακό μπορεί να μας βρει και εδώ μέσα. Μα καλύτερα να μη βγούμε έξω.

Οι δυο απεσταλμένοι ξαναπρόβαλαν με τους τεμενάδες τους και την πρόσκληση να επισκεφθεί ο Μητροπολίτης τον Τεκέ. Αυτή τη φορά δεν απομακρύνθηκαν πριν ξεκινήσουν μαζί τους ο Μητροπολίτης και ο Σαπουντζής. Είχαν μάλιστα τη πρόβλεψη να μην τους περάσουν απʼ τον κεντρικότερο δρόμο, όπου κανένας στρατιώτης ή Καϊλαριώτης μπορούσε να πετάξει καμιά βρισιά στον θρησκευτικό αρχηγό των απίστων.

Το εσωτερικό του Τεκέ παρουσίαζε εκείνη την ημέρα ένα θέαμα από εκείνα που δεν το λησμονάει κανείς σʼ όλη του τη ζωή. Ογδόντα ως εκατό μπέηδες και αγάδες, οι πρόκριτοι της Φλώρινας, έστεκαν εκεί πρασινοκίτρινοι, αχροπράσινοι, εξουθενωμένοι. Θρηνούσαν σιωπηλά και γιʼ αυτό πιο βαθειά την Αυτοκρατορία τους το αγαλίκι τους και ίσως και τα όλα τους. Εάν ένα μαχαίρι άνοιγε όλες τις φλέβες τους, είναι ζήτημα αν έσταζε και μια σταλαγματιά αίμα.

Σηκώθηκαν όρθιοι χωρίς να σηκώσουν τα μάτια μόλις επρόβαλε στην πόρτα ο Μητροπολίτης και τον έβαλαν να καθήσει στη μέση, στην ψηλότερη καρέκλα. Ύστερα από μια μικρή και παγερή σιωπή πήρε τον λόγο ο μουφτής Μεχμέτ Χουλουσή εφέντης, ένας κοντόχονδρος και ολοστρόγγυλος γέρος με άσπρα στρογγυλά γένεια.

- Μητροπολίτ εφέντη, είπε κοιτάζοντας καταγής, εκαλέσαμε το υψηλό άτομό σας γιατί... γιατί...

Η γλώσσα του εκείνη τη στιγμή δεν εννοούσε να προχωρήσει. Στον χονδρό σβέρκο του ανέβηκε το αίμα του γοργό και ακράτητο και τον έκαμε πιο κόκκινο κι απʼ το φέσι του, που το τύλιγε πλατύ άσπρο σαρίκι. Πήρε μια βαθειά ανάσα, με τα μάτια πάντοτε στραμμένα στα παπούτσια του και εξακολούθησε:

- Έτσι ήταν το θέλημα του Αλλάχ. Θα μπορέσετε να μας φυλάξετε Μητροπολίτ εφέντη;... Τα παιδιά;... Τις φαμίλιες μας;...

- Μα γιατί τα λέτε όλʼ αυτά; Τι συμβαίνει; Εμείς δεν ξέρουμε τίποτε, αποκρίθηκε επιφυλακτικός και διστακτικός ο Μητροπολίτης.

- Μητροπολίτ εφέντη, με λίγα λόγια, γιατί δεν έχουμε καιρό για πολλά, αυτή είναι η κατάσταση. Το Μοναστήρι έπεσε και οι Σέρβοι σιμώνουν. Είναι στα πρόθυρα της Φλώρινας. Οι Έλληνες ξαναβρίσκονται στο Σόροβιτς. Άλλοι έφθασαν στο Γκορνίτσοβο απʼ το Όστροβο και τη Θεσσαλονίκη. Στο χωριό σου το Γκορνίτσοβο, Τέγο εφέντη, είπε γυρίζοντας στον Σαπουντζή και σηκώνοντας για πρώτη φορά τα γαλανά μάτια του, ο φίλος σου ο Ριφάτ βέης έχασε όλο το τάγμα του. Λοιπόν τι λέτε; Θα μας προστατέψετε;

- Θα κάμω Μουφτή εφέντη κάθε τι που είναι δυνατό. Να είσθε σίγουροι. Είναι καθήκον μου. Μας το λέει και η θρησκεία μας. Ζήσαμε μαζί πεντακόσια χρόνια. Βέβαια αν έλθουν οι Έλληνες τα πράγματα θα είναι ευκολότερα και ο λόγος μου θα έχει μεγαλύτερη πέραση.

- Μα για σταθήτε, διέκοψε ο Σαπουντζής, που φοβήθηκε ότι ο Μητροπολίτης είχε παραπροχωρήσει και εκτεθεί. Η υψηλή Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν πέθανε. Έχει δόξα τω Θεώ δυνάμεις ανεξάντλητες. Κι ο Θεός είναι μεγάλος.

- Τέγο εφέντη, είπε τότε ο Γιουσούφ μπέης. Την διπλωματία σου άφησε κατά μέρος. Δεν είναι σήμερα καιρός. Εμείς μιλάμε ανοικτά και σας λέμε: Αποφασίσαμε όλοι μαζί να παραδώσουμε τη Φλώρινα στους δικούς σας. Δείξατε έπειτα και σεις τον ανθρωπισμό σας. Σας έχομε για βασιλικό γένος.

- Και τα ιερά βιβλία μας λέγουν, επρόσθεσε σαν άψυχη ηχώ ή σαν να μιλούσε στο κενό ο μουφτής, ότι τα μέρη αυτά τα πήραμε απʼ τους Ρούμ (Ρωμιούς) και σʼ αυτούς είναι γραμμένο να τα παραδώσουμε. Έτσι το θέλησε ο Αλλάχ. Τι λέει το υψηλό πρόσωπό σας Μητροπολίτ εφέντη;

- Τι να πω! Είμαι κι εγώ σύμφωνος μαζί σας...

- Πρέπει όμως να βιασθούμε. Οι Σέρβοι πλησιάζουν.

- Τι πρέπει να κάνουμε;

- Να στείλουμε μια επιτροπή στο Σόροβιτς να πει στους Έλληνες πως η Φλώρινα παραδίνεται σʼ αυτούς και να τρέξουν να προλάβουν να την καταλάβουν.

- Μάλιστα. Σύμφωνοι, συμφωνότατοι, είπαν με μια φωνή Μητροπολίτης και Σαπουντζής στέλνοντας πια περίπατο κάθε περίσκεψη και επιφυλακτικότητα.

- Γράψε λοιπόν Μητροπολίτ εφέντη μιαν επιστολή με την σφραγίδα σας για τον Έλληνα στρατηγό. Ας ετοιμασθεί και η Επιτροπή. Εμείς έχουμε τα άλογα και τρεις δικούς μας έτοιμους. Χρειάζεται χωρίς άλλο και ένας παπάς.

- Ένας παπάς; Οι δρόμοι είναι γεμάτοι στρατιώτες και Καϊλαριώτες...

- Χωρίς παπά πάλιν μπορεί να τους σκοτώσουν στο δρόμο οι χωριάτες, οι αντάρτες, οι κομιτατζήδες, οι Έλληνες στρατιώτες,. Και δεν θα κάμομε τίποτε.

- Θα βρεθεί και παπάς, είπαν ο Μητροπολίτης και ο Σαπουντζής.

Εκείνη τι στιγμή έμπαιναν στον τεκέ και ο Βούλγαρος παπάς, που τον είχαν επίσης καλέσει οι Τούρκοι.

- Παπάς εφέντη, του είπε ο Μουφτής. Εμείς μείναμε σύμφωνοι και όλοι αποφασίσαμε να παραδώσουμε την πόλη στους Έλληνες. Σεις έχετε καμιά αντίρρηση;

Ο παπάς, εμπρός στην τόσο αναπάντεχη ερώτηση τα ʼχασε.

- Μια που οι δικοί τους είναι πολύ μακριά, αποκρίθηκε ο Σαπουντζής, προτιμάει κι αυτός τους ιδικούς μας. Έτσι δεν είναι Παπαναστάση;...

Ο Παπαναστάσης συγκατένευσε.

- Μαμάλιστα. Βέβεβαια...

Σε λίγη ώρα η επιτροπή ήταν έτοιμη. Τρεις Τούρκοι, ένας Βούλγαρος, ο Παπαναστάσης, δυο Έλληνες, ο φαρμακοποιός Μενέλαος Βαλάσης και ο Παπαθανάσης, αρχηγός της πρεσβείας που κρατούσε το γράμμα του Μητροπολίτου και δεν εδίσταξε ούτε στιγμή να πάρει μέρος στην επικίνδυνη αποστολή αν και οι οικείοι του έβαλαν τις φωνές και τα κλάματα. Ως οδηγός τους προσφέρθηκε ο Νικόλας Έξαρχος απʼ τη Νεγοβάνη. Πέρασαν ανάμεσα απʼ τα αναστατωμένα χωριά, τις τουρκικές οπισθοφυλακές, τις ελληνικές προφυλακές και μεσάνυχτα έφθασαν έξω απʼ το Σόροβιτς όπου και έδωκαν το γράμμα του Μητροπολίτη στον Διοικητή της Ε΄ Μεραρχίας στρατηγό Γεννάδη.

Την άλλη μέρα ο Μητροπολίτης, πρόκριτοι και συγγενείς των Παπαθανάση και Βαλάση μαζεμένοι στη Μητρόπολη περίμεναν με αγωνία ειδήσεις της επιτροπής. Έξαφνα κατά τις 10 το πρωί ακούστηκαν στο κάτω μέρος της πολιτείας απʼ τον δρόμο προς τον κάμπο φωνές πολλές που έμοιαζαν με ζητωκραυγές. Ο θόρυβος ολοένα δυνάμωνε, φούντωνε και σίμωνε. Ξεδιάλεγαν πια καθαρά τα «ζήτω» και «Χριστός Ανέστη»!...

Τρεις Έλληνες ιππείς διέσχιζαν με τα σπαθιά στο χέρι τον κεντρικό δρόμο, που ήταν ακόμα γεμάτος τούρκικο στρατό. Σταμάτησαν μπροστά στην Μητρόπολη για νʼ αναφέρουν στον Μητροπολίτη ότι ο αρχηγός τους περίμενε στην είσοδο της πολιτείας την παράδοσή της.

Ο Μητροπολίτης, ο Μουφτής και άλλοι Έλληνες και Τούρκοι και πρόκριτοι έτρεξαν να προϋπαντήσουν τον υπίλαρχον Άρτην και να του παραδώσουν την Φλώρινα. Απʼ την άλλη άκρη έμπαινε και ο παλαιός γνώριμός της υπίλαρχος Πανουσόπουλος. Λίγα λεφτά αργότερα έκαμνε την είσοδο του ολάκερο σερβικό σύνταγμα.

(«Πάντεφ ο δυναμιτιστής»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου