ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Δ´ 22-34
Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸπλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲγενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲφυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦνταἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖνἐπὶ τὰ ὕδατα. ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμονἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖονἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷλέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική
Τον καιρό ἐκείνο, ἀνάγκασε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς νὰ μποῦν εἰς τὸ πλοιάριον καὶ νὰ πᾶνε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν στὴν ἀπέναντι ὄχθην, ἕως ὅτου διαλύσῃ τὸν κόσμον. Καὶ ἀφοῦ διάλυσε τὸν κόσμον, ἀνέβηκε εἰς τὸ ὄρος διὰ νὰ προσευχηθῇ μόνος του. Ὅταν δὲ ἐβράδιασε, ἦτο ἐκεῖ μόνος. Τὸ πλοιάριον εὑρίσκετο ἤδη εἰς τὸ μέσον τῆς λίμνης καὶ ἐπάλευε μὲ τὰ κύματα, διότι ὁ ἄνεμος ἦτο ἀντίθετος.
Κατὰ τὴν τετάρτην δὲ νυχτερινὴν βάρδια ἦλθε σὲ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περπατώντας ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν. Οἱ μαθηταί, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐταράχθηκαν καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι φάντασμα καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τους ἐφώναξαν.
Ἀμέσως τοὺς ἐμίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε, «Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβᾶσθε». Τότε τοῦ ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος, «Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, τότε δῶσε μου διαταγὴν νὰ ἔλθω σ’ ἐσὲ ἐπάνω στὰ νερὰ». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Ἔλα». Καὶ ὅταν ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοιάριον, ἄρχισε νὰ περπατῇ ἐπανω στὰ νερά, διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν Ἰησοῦ.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔβλεπε τὸν ἄνεμον δυνατὸν ἐφοβήθηκε, καὶ ἐπειδὴ ἄρχισε νὰ βυθίζεται, ἐφώναξε, «Κύριε, σῶσέ με». Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι, τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ λέγει, «Ὄλιγόπιστε, γιατὶ ἐδίστασες;».
Καὶ ὅταν ἀνέβηκαν εἰς τὸ πλοιάριον, ἔπαυσε ὁ ἄνεμος. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν εἰς τὸ πλοιάριον τὸν προσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἀληθινὰ εἶσαι Θεοῦ Υἱός». Καὶ ἀφοῦ διέσχισαν τὴν λίμνην, ἦλθαν καὶ ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν Γεννησαρέτ.
Καὶ ὅταν ἀνέβηκαν εἰς τὸ πλοιάριον, ἔπαυσε ὁ ἄνεμος. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν εἰς τὸ πλοιάριον τὸν προσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἀληθινὰ εἶσαι Θεοῦ Υἱός». Καὶ ἀφοῦ διέσχισαν τὴν λίμνην, ἦλθαν καὶ ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν Γεννησαρέτ.
1. ΓΙΑΤΙ ΑΡΓΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ;
Μετὰ τὸ καταπληκτικὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καὶδὺο ἰχθύων στὴν ἔρημο, ὁ Κύριος ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς μαθητὰς του νὰ περάσουν μὲ τὸ πλοῖο στὸ ἀπέναντι μὲρος τῆς λίμνης· καὶ ὁ ἴδιος ἀνέβηκε στὸ βουνὸ γιὰνὰ προσευχηθῇ μόνος του. Μόλις ὅμως ἔπεσε ἡ νύκτα βαθειὰ, τὸ πλοῖο τῶν μαθητῶν εἶχε προχωρήσει καταμεσὶς στὴ λίμνη καὶ κλυδωνιζόταν ἀπὸ τὰἄγρια κύματα. Λίγο πρὶν ξημερώσῃ, οἱ μαθηταὶ ταλαιπωρημὲνοι ἀπὸ τὴν φοβερή τρικυμὶα, εἶδαν μέσα στὸ σκοτάδι τρομοκρατημένοι μιὰ ἀνθρώπινη μορφὴ νὰ πλησιάζῃ πρὸς αὐτοὺς, περπατῶντας πάνω στὰ κύματα, σὰν φάντασμα. Καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους ἔβγαλαν κραυγὲς ἀγωνίας. Ἀμὲσως ὅμωςἄκουσαν τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου νὰ τοὺς λέγῃ: «Θαρσεῖτε» Ἔχετε θᾶρρος. «Ἐγώ εἰμι». «Μὴ φοβεῖσθε».
Γιατὶ ὅμως ὁ Κύριος, τοὺς ἄφησε ὅλη τὴ νύκτα νὰ βασανίζωνται μὲ τὰπελώρια κύματα καὶ δὲν ἔσπευσε ἀμὲσως νὰ τοὺς βοηθήσῃ; Γιατὶ δὲν ἦλθε κοντὰ τους ἀμὲσως μόλις κινδύνεψε ἡ ζωή τους; Καὶ μάλιστα ἐμφανίστηκε μὲτέτοιο τρόπο ποὺ ἐπέτεινε ἀκόμη περισσότερο τὸ φόβο καὶ τὴν ἀγωνὶα τους; Οἱ ἱεροί ἑρμηνευταί ἐξηγοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ἄφησε τοὺς μαθητὰς νὰσυγκλονίζωνται ὅλη τὴν νύκτα γιὰ νὰ τοὺς ἀνὰψῃ μεγαλύτερη τὴν ἐπιθυμία τῆς σωτηρίας τους. Γιὰ νὰ κατανοήσουν τὴν μικρότητα καὶ τὴν ἀδυναμία τους καὶ τὴν ἐξάρτησί τους ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ λαχταρήσουν τὴν παρουσία του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπεκάλυψε ἀμὲσως τὸν ἑαυτὸ του, καθὼς περπατοῦσε πάνω στὰκύματα, ἀλλὰ τοὺς ἄφησε, καθώς πλησίαζε περισσότερο κοντὰ τους, νὰ ζοῦν σὲ ἀκόμη μεγαλύτερη ἀγωνία.
Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῆς τρικυμισμὲνης λίμνης εἶναι μιὰ μικρογραφία καὶ τῆς δικῆς μας πολυκύμαντης ζωῆς μας. Κάτι παρόμοιο κάνει ὁ Κύριος καὶ στὴ δική μας ζωή. Δὲν ἐμφανίζεται καὶ δὲν ἀποκαλύπτεται ἀμὲσως μόλις ἀρχίζουμε νὰσυγκλονιζώμαστε στὰ μύρια ἄστατα κύματα τῶν πειρασμῶν καὶ δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς μας, τὰ ὁποῖα ἀπειλοῦν νὰ μᾶς καταποντὴσουν· ἀλλὰ ἔρχεται στὴνὕστατη στιγμὴ τῆς ἀγωνίας μας, στὸ «ἀμὴν» τῆς ὑπομονῆς μας. Καὶ μάλιστα λίγο πρὶν ἔλθῃ νὰ λύσῃ τὸ πρόβλημά μας, προσθέτει κι ἄλλους φόβους πάνω στοὺς ἀρχικοὺς, ἐπιτρέπει κι ἄλλες δοκιμασίες, κάποτε χειρότερες καὶφοβερώτερες. Κι ἐμεῖς ἀπογοητευμὲνοι, κραυγάζουμε, Κύριε, χανόμαστε,Ἔλα. Δὲν ἀντέχουμε ἄλλο στὸ δράμα μας!
Μὴπως ὁ Κύριος δὲν ξέρει τοὺς φόβους μας καὶ τοὺς πειρασμούς μας;Ἀσφαλῶς τὰ ξέρει ὅλα. Ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μᾶς παιδαγωγεῖ καὶ μᾶς διδάσκει νὰ μὴ περιμὲνουμε ἀμὲσως τὴν λύσι ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ μᾶς συνέχουν·ἀλλὰ νὰ ὑπομὲνουμε ὅσα ἔρχονται στὴ ζωή μας μὲ γενναιότητα. Διότι γνωρίζει καλά ὁ πάνσοφος δημιουργὸς μας ὅτι ἡ περίοδος αὐτὴ ποὺ τὸν περιμὲνουμε μὲ ἱερή προσδοκία νὰ ἔλθῃ στὸ πλοιάριο τῆς ψυχῆς μας, εἶναι ἡπιὸ γόνιμη περίοδος τῆς ζωῆς μας· περιόδος κατὰ τὴν ὁποία καλλιεργούμαστε πνευματικῶς σὲ βάθος, μὲ τὴν ἀναμονὴ καὶ τὴν ὑπομονὴ, μὲ τὰ δάκρυα καὶτὴν προσευχὴ, μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν πίστι. Ὥσπου κάποια ὥρα ἀκοῦμε κιἐμεῖς τὴν φωνὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωὴ μας: «Θαρσεῖτε ἐγώ εἰμί». Κι ἀμὲσως γεμίζουμε εἰρήνη καὶ χαρά καθώς γαληνεύῃ ἡ τρικυμισμὲνη ζωή μας. Παίρνουμε θᾶρρος καὶ δύναμι γιὰ νὰ διαπεράσουμε τὴν θάλασσα τῶν δοκιμασιῶν, νὰ συνεχίσουμε τὸ ταξίδι αὐτῆς τῆς ζωῆς πρὸς τὴν ἀντίπεραὄχθη, στὴν οὐράνια γαλήνη καὶ ἀσφάλεια.
2. ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ
Μὲσα στὸν τρόμο τῆς τρικυμίας ὁ Πέτρος φώναξε: Κύριε, ἐάν εἶσαι σύ, δός μου τὴν ἐντολή νὰ ἔλθω κοντὰ σου. Καὶ μόλις ὁ Κύριος τὸν ἐκάλεσε, κατέβηκε ἀπὸτὸ πλοῖο ὁ Πέτρος κι ἄρχισε νὰ περπατᾶ πάνω στὰ νερά. Ὅταν ὅμως κάποια στιγμὴ κοίταξε τὸν ἄνεμο ποὺ ἦταν πολὺ δυνατὸς, φοβήθηκε, ἄρχισε νὰβουλιάζῃ κι ἐκραύγασε δυνατὰ: Κύριε, σῶσε με, θά πνιγῶ! Γιατὶ ὅμως συνέβη αὐτὸ; Ὁ Πέτρος ποὺ δὲν φοβήθηκε τὸν μεγαλύτερο κίνδυνο, νὰ περπατὴσῃπάνω στὴ θάλασσα, τώρα φοβᾶται τὸν μικρότερο, τὸν ἄνεμο, μὴν τὸν ρίξῃκάτω; Καὶ ἐνῷ ἦταν ψαρᾶς καὶ καλός κολυμβητὴς;
Ὁ Πέτρος φοβήθηκε, διότι ἦταν πιὸ ἰσχυρή μὲσα του ἡ ὀλιγοπιστία καὶ ὁδισταγμός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος δὲν ἐπιτιμᾷ τὸν ἄνεμο, ἀλλὰ τὸν Πέτρο ποὺὀλιγοπίστησε.
Γιὰ νὰ τοῦ δείξῃ ὅτι δὲν τὸν κατενίκησε ἡ μανιασμὲνη ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου, ἀλλὰ ἡ
τρεμάμενη πίστι του. Ἐάν δὲν ἀσθενοῦσε ἡ πίστι του θά μποροῦσε πολύ εὔκολα νὰ στέκεται ὁλόρθος ἀντιμὲτωπος μὲ τὸν ἄνεμο. Διότιὁ Κύριος ποὺ τὸν ἐνίσχυσε νὰ περπατᾷ πάνω στὰ κύματα, θά τὸν ἐνίσχυε νὰμένῃ ἀσάλευτος καὶ στὴν βία τοῦ ἀνέμου.
Ἔτσι συμβαίνει συχνὰ καὶ στὴ δική μας ζωή. Ἐνῷ μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦὑπερπηδοῦμε μεγάλα ἐμπόδια καὶ ξεπερνοῦμε φοβερές δυσκολίες, τὰχάνουμε στὰ μικρότερα καὶ εὐκολότερα! Διότι εἴμαστε ὀλιγόπιστοι. Καὶἔρχεται ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἐλέγξῃ καὶ νὰ μᾶς πῇ πώς δὲν φταῖνε οἱ τρικυμίες καὶοἱ ἄνεμοι τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ ἡ δική μας ὀλιγοπιστία. Στὰ μικρά λοιπόν ἀλλὰκαὶ τὰ μεγάλα κύματα καὶ προβλήματα τῆς ζωῆς μας, ἀναγνωρίζοντας τὴνὀλιγοπιστία μας ἄς κραυγάζουμε μὲ θέρμη στὸν Κύριο: «Κύριε, σῶσον με». Καὶ ὁ Κύριος θά μᾶς πιάνῃ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ θά μᾶς ἐνισχύῃ στὴν πορεία μας καὶ θά μᾶς κρατᾶ ὁλόρθους πάνω ἀπ’ τὰ κύματα.
πηγή: https://ellasnafs.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου