Ο ΑΒΒΑΣ Μωϋσής κάποτε αποφάσισε να κατοικήση σε μια απρόσιτη σπηλιά, στη ρίζα μιας απότομης προεξοχής του βουνού. Ανέβαινε και συλλογιζόταν:
— Καλά όλα τ’ άλλα, μα που θα βρίσκω νερό σε τούτο τον ξερότοπο;
Τό λεγε και το ξανάλεγε κι άρχισε να κλονίζεται. Τότε άκουσε φωνή να του λέγη:
— Προχώρει αμέριμνος και άφησε αυτή τη φροντίδα σε μένα.
Πήρε θάρρος κι έκανε κατοικία του το σπήλαιο. Ύστερα από λίγο καιρό πήγαν να τον ιδούν δύο συνασκηταί του από τη σκήτη. Δεν του βρισκόταν παρά ένα μικρό σταμνί νερό που το ξόδεψε να βράση λίγες φακές για να τους φιλοξενήση. Άρχισε τότε να στενοχωριέται και με φανερή αδημονία έμπαινε κι έβγαινε στο σπήλαιο και παρακαλούσε τον Θεό για νερό.
Ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε κανείς, ένα σύννεφο παρασυρμένο από τον άνεμο πήγε κι εστάθηκε πάνω από τη σπηλιά κι έρριξε τόση βροχή, όση χρειάστηκε να γεμίση όλα του τα σταμνιά ο Μωϋσής.
Οι Γέροντες, που δεν τους διέφυγε η αδημονία του, τον ρώτησαν ύστερα από το φαγητό:
— Τι είχες πάθει το πρωί και πηγαινοερχόσουν με τόση ανησυχία;
— Έκανα δικαστήριο με τον Θεόν, αποκρίθηκε με αφέλεια ο Αιθίοψ. Του υπενθύμιζα πως είχε αναλάβει τη φροντίδα μου και έπρεπε οπωσδήποτε να μου έβρισκε νερό να πιούν οι δούλοι Του. Και να που ο Αγαθός Δεσπότης αναγκάστηκε να στείλη.
Ο Αββάς Απολλώνιος, που ζούσε με αυστηρή άσκηση στην έρημο της Αιγύπτου, επισκεπτόταν συχνά τους εν Χριστώ αδελφούς του στο Μοναστήρι, στο οποίο έμενε κι εκείνος κάποτε. Μιά φορά συνέβη, να βιάζεται να επιστρέψει στην έρημο. Καθώς ήταν φορτωμένος με τις ευλογίες που του είχαν δώσει οι αδελφοί, συναντήθηκε μ’ ένα κοπάδι άγριες γίδες. Τους έκανε νόημα να σταματήσουν και είπε:
– Στο όνομα του Ιησού Χριστού, ας έλθη μιά από σας να μου κουβαλήσει το φορτίο.
Κι αμέσως, μιά μεγάλη γίδα, τον πλησίασε και στάθηκε ευλαβικά μπροστά του. Ο Αββάς την φόρτωσε, κάθισε επάνω της και έφθασε στην σπηλιά του μέσα σε μιά ημέρα.
Μιά άλλη φορά, που πήγε να επισκεφθή τους αδελφούς του, τους βρήκε ν’ αργούν.
– Γιατί δεν τελείτε την Θεία Λειτουργία; τους ρώτησε.
– Επειδή δεν ήλθε ο ιερέας, που είναι πέρα από το ποτάμι, απάντησαν εκείνοι.
– Θα πάω εγώ να τον φωνάξω, προθυμοποιήθηκε ο Αββάς.
Οι αδελφοί του πρόβαλαν αντιρρήσεις.
– Είναι αδύνατον να διασχίσει άνθρωπος το ποτάμι, επειδή και βαθύ είναι και κροκοδείλους έχει, που ξεσχίζουν όποιον βρουν μπροστά τους, του εξήγησαν.
Ο Αββάς Απολλώνιος δεν τους απάντησε, μόνο κίνησε να πάει προς τα εκεί. Όταν έφθασε στην όχθη σήκωσε το χέρι του, σαν να έκανε νόημα σε κάποιον. Τότε τον πλησίασε ένας κροκόδειλος, ο Αββάς κάθισε άφοβα στην πλάτη του καί πέρασε απέναντι. Βρήκε τον ιερέα και τον παρακάλεσε να πάει να λειτουργήσει τους αδελφούς. Εκείνος θαύμασε την απλότητα και την ταπείνωση του Αββά και τον ακολούθησε.
Μόλις έφθασαν στην όχθη, ο Αββάς Απολλώνιος κάλεσε με δυνατή φωνή τον κροκόδειλο να τους περάσει απέναντι. Το ζώο πλησίασε πρόθυμα και κάθισε ακίνητο, περιμένοντάς τους. Ο ιερεύς όμως, βλέποντας το θηρίο, φοβήθηκε τόσο, ώστε επέστρεψε τρέχοντας στο καλύβι του. Έτσι ο Αββάς Απολλώνιος επέστρεψε μόνος του στην απέναντι όχθη, όπου οι αδελφοί του παρακολουθούσαν με μεγάλη αγωνία και θαυμασμό τα όσα διαδραματίζονταν.
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
πηγή: https://simeiakairwn.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου